Μυστικά 13

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Έβδομο

Ο Ανδρέας Γαζής έλυσε ένα δεμάτι σανό και το άφησε μπροστά στα ζώα του που άρχισαν να τρώνε αμέσως. Βγήκε έξω στο χιονισμένο κτήμα. Λίγο πιο πέρα η γυναίκα του ήταν γονατιστή δίπλα στη γούρνα με το νερό και άνοιγε τη βρύση για να τρέξει νερό και να έχουν τα ζώα να πιούν.
Ήταν από τους πλούσιους του χωριού με πολλά ζώα και κτήματα και είχε μεγαλώσει από μικρός σε μια άνεση που άλλες οικογένειες δεν είχαν. Αυτό σε συνδυασμό με το φύλο του, και την διαπαιδαγώγηση των αγοριών στην επαρχία ότι ο άνδρας είναι άνδρας και απόλυτα κύριος στο σπίτι του, τον είχε κάνει πολύ σκληρό και δεσποτικό.
Κοίταξε τους γοφούς της γυναίκας του όπως περιγράφονταν από το παντελόνι που φορούσε και ένιωσε ερεθισμένος σχεδόν αμέσως. Την πλησίασε με δρασκελιές και καθώς εκείνη έκανε να σηκωθεί την έπιασε από τους ώμους σταματώντας την. Την έγειρε πάνω από τη γούρνα και κατέβασε το παντελόνι της. Εκείνη έκανε να διαμαρτυρηθεί αλλά ένα χτύπημα στην πίσω πλευρά του κεφαλιού τη σιώπησε.
Όχι για πολύ. Μόλις το χέρι του κατέβασε το εσώρουχό της η Άννα αντέδρασε.
-Όχι έτσι Ανδρέα! Δεν είμαι ζώο! Είμαι η…
Δεν πρόλαβε να πει άλλα. Ο Ανδρέας την έριξε κάτω και άρχισε να την χτυπάει και να την κλωτσάει. Η Άννα κουλουριάστηκε σε εμβρυακή στάση για να προστατευτεί από τα χτυπήματα.
-Για όνομα του Θεού, τι κάνεις εκεί άνθρωπέ μου;
Ο Ανδρέας σταμάτησε καθώς ένα εξαιρετικά δυνατό χέρι άρπαξε το δικό του και στράφηκε να δει ποιος ήταν που τον είχε σταματήσει. Βρέθηκε να αντικρίζει τον Κρίστιαν Κέυλαν.

Ο Μιχάλης μπήκε στον προθάλαμο του γραφείου του κοινοτάρχη και στάθηκε ακούγοντας τον Ντούντα να συνομιλεί με μια γυναίκα. Μιας και δεν υπήρχε κανένας άλλος, αφού είχε φύγει η Πηνελόπη, ο Μιχάλης αποφάσισε ότι έπρεπε να περιμένει. Ο Ντούντας και η συνομιλήτριά του μιλούσαν αρκετά δυνατά για να ακούει και είχε συναντήσει πολλούς παλιανθρώπους στη ζωή του για να καταλάβει τι συνέβαινε.
Αποφάσισε ότι αν μπορούσε θα σταματούσε τον εκβιασμό. Συνέχισε να ακούει μέχρι που άνοιξε η πόρτα και βγήκε η Φωτεινή Φούμη η οποία κοκκάλωσε βλέποντάς τον. Εκείνος τη χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού και ρώτησε:
-Μπορώ να δω τον κύριο κοινοτάρχη;
-Να δείτε… ναι βέβαια, είπε η Φωτεινή ακόμα ξαφνιασμένη. Ναι βέβαια, μπορείτε.
-Ευχαριστώ.
Ο Μιχάλης προχώρησε και μετέφερε στον Ντούντα το μήνυμα του Μαξιμίλιαν. Ο Ντούντας το δέχτηκε μάλλον αδιάφορα και είπε ότι ήταν ευπρόσδεκτοι να μείνουν. Ο Μιχάλης τον χαιρέτησε και έφυγε. Δεν πήγε μακριά, έπεσε πάνω σε έναν καυγά.

Ο Ανδρέας Γαζής δεν θα ανεχόταν ποτέ να του πει ένας ξένος τι να κάνει με τη γυναίκα του. Μόλις πέρασε το πρώτο ξάφνιασμα γύρισε να επιτεθεί στον ενοχλητικό αλλά πήρε ένα μάθημα που δεν περίμενε. Ο Κρίστιαν τον άρπαξε και τον τίναξε στο έδαφος σαν σακί με πατάτες. Ο Ανδρέας βόγκηξε αν και το χιόνι έκανε την πτώση σχεδόν ανώδυνη. Σηκώθηκε όρθιος ακριβώς την στιγμή που ο αδερφός του περνούσε από το δρόμο.
Αν ο Ανδρέας ήταν επιθετικός, ο Αργύρης ήταν επικίνδυνος. Χωρίς να διστάσει τράβηξε ένα παλούκι από το φράχτη του κτήματος και προχώρησε στα νώτα του Κρίστιαν. Το σήκωσε με σκοπό να του καταφέρει ένα γερό χτύπημα αλλά δεν πρόλαβε. Ένα μπαστούνι προσγειώθηκε με βία πάνω στον καρπό του χεριού του κάνοντάς τον να ουρλιάξει. Ο Κρίστιαν τον άκουσε και γύρισε, τον είδε να κρατάει με το γερό χέρι το χτυπημένο και το παλούκι στα πόδια του και κατάλαβε. Του έριξε μια γροθιά που τον έστειλε να κυλιστεί στο χιόνι ενώ ο Μιχάλης παρακολουθούσε ατάραχος.
-Ευχαριστώ, φίλε, είπε ο Κρίστιαν.
Ο Μιχάλης του έδειξε να προσέχει πίσω του που είχε σηκωθεί ο Ανδρέας αλλά εκείνος δεν επιτέθηκε πάλι αλλά άρχισε να φωνάζει τραβώντας την προσοχή. Μαζεύτηκε γρήγορα ένα πλήθος γύρω τους. Οι περισσότεροι ήταν άνδρες του χωριού αλλά μαζεύτηκαν και μερικές γυναίκες και κατέφτασαν και οι δικοί τους. Ο Μαξιμίλιαν πλησίασε τον Κρίστιαν.
-Τι έγινε εδώ πέρα;
-Ο φίλος σου μου επιτέθηκε, είπε έξαλλος ο Ανδρέας.
-Δεν σου επιτέθηκα, εσύ μου επιτέθηκες, είπε ο Κρίστιαν. Απλά σε σταμάτησα.
-Επιτέθηκα γιατί ανακατεύτηκες στα οικογενειακά μου!
Ο Μαξιμίλιαν στράφηκε στον Κρίστιαν υψώνοντας ερωτηματικά ένα φρύδι και εκείνος του έδειξε την ακόμα κουλουριασμένη στο έδαφος Άννα.
-Χτυπούσε τη γυναίκα του.
Εκείνη τη στιγμή κατέφτασε ο Ντούντας και μαζί του ο χωροφύλακας.
-Τι έγινε εδώ, είπε ο υπαξιωματικός και το βλέμμα του σταμάτησε στην πεσμένη Άννα. Ποιος την χτύπησε;
-Ο κύριος από δω, είπε ο Κρίστιαν και διηγήθηκε τι είχε γίνει.
Ο χωροφύλακας έριξε μια ματιά στον Ντούντα περιμένοντας οδηγίες. Ο Ντούντας το σκέφθηκε. Δεν τον ένοιαζαν οι ξένοι και γι’ αυτόν ο άνδρας ήταν σίγουρα αφεντικό στο σπίτι αλλά το θέμα είχε πάρει διαστάσεις και ο Ανδρέας Γαζής το παράκανε.
-Πάρε τον στο κρατητήριο, και θα δούμε τι θα γίνει, εξαρτάται και από την Άννα μόλις συνέλθει.
-Κι’ αυτόν; ρώτησε ο χωροφύλακας δείχνοντας τον Αργύρη.
-Άσε ήσυχο τον αδερφό μου, δεν έκανε τίποτα! βρυχήθηκε ο Ανδρέας.
-Θα τον μηνήσετε; ρώτησε ο Ντούντας τον Κρίστιαν.
-Όχι, είπε εκείνος. Στο κάτω κάτω της γραφής αυτός έσπευσε να βοηθήσει τον αδερφό του.
Η Φωτεινή πλησίασε την Άννα και γονάτισε δίπλα της. Ο Κρίστιαν πλησίασε επίσης.
-Θα την πάω σπίτι, σας ευχαριστώ που την προστατέψατε, είπε η Φωτεινή.
-Παρακαλώ, δεν χρειάζεται, είπε ο Κρίστιαν και έσκυψε να σηκώσει την Άννα. Το έκανε με μεγάλη ευκολία και μετά ρώτησε:
-Που πάμε;
Καθώς διαλυόταν το πλήθος ο Μαξιμίλιαν πλησίασε τον Μιχάλη που κοιτούσε τη Φωτεινή.
-Είμαι σίγουρος ότι το καταδιασκέδασες όλο αυτό.
-Με ξέρεις αρκετά καλά, είπε ο Μιχάλης με ένα χαμόγελο. Αλλά είναι και άλλα πράγματα στα οποία πρέπει να βάλω το χέρι μου νομίζω.
-Κι άλλη κακοποιημένη σύζυγος;
-Όχι, άλλος παλιάνθρωπος όμως. Θα χρειαστεί να πω ψέματα αλλά χρειάζομαι και τη βοήθειά σου.
-Ό,τι θες, είμαι σίγουρος ότι αξίζει τον κόπο. Πάμε όμως μέσα γιατί το χιόνι πυκνώνει όπως βλέπεις.

Το λεωφορείο του ΚΤΕΛ πήγαινε αργά στην επαρχιακή οδό. Ο Αλέξης στεκόταν δίπλα στο δρόμο και κοίταζε το δρόμο όπως αποκαλυπτόταν στα φώτα του οχήματος. Το κρύο ήταν δριμύτατο τώρα και το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει. Ο Αλέξης έριξε μια ματιά πίσω, οι φίλοι και οι συγχωριανοί του ήταν οι μόνοι επιβάτες στο λεωφορείο.
Ο Φίλιππος ήταν καθισμένος λίγο πιο πίσω σε ένα κάθισμα με την Οφήλια και μιλούσαν. Ο Αλέξης ύψωσε ένα φρύδι, συνήθως η Οφήλια καθόταν με την αδερφή του Φιλίππου. Η Αγγελική τώρα καθόταν πίσω από τον οδηγό και κοίταζε από το παράθυρό της έξω τη σκοτεινιά. Ωραία κοπέλα όπως την έβλεπε προφίλ.
Πιο πίσω κάθονταν οι δύο μαθητές γυμνασίου και πίσω πίσω στη γαλαρία η αδερφή του είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του Ρωμανού. Σίγουρα ταίριαζαν, μακάρι να το έβλεπαν και οι γονείς τους. Όταν είχε ανακαλύψει αυτήν την σχέση είχε και ο ίδιος σταθεί αρνητικός αλλά είχε μετά συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε καμία αξία μια έχθρα δεκαετιών που δεν τους άγγιζε – ή δεν θα τους άγγιζε αν δεν είχαν οι γονείς τους τέτοια έχθρα.
Ο Αλέξης το πρόσεξε πρώτος και αμέσως μετά και ο οδηγός, ο δρόμος είχε αρχίσει να αλλάζει χρώμα, από το μαύρο της ασφάλτου να γίνεται άσπρος, πρώτα άσπρες γραμμές, μετά άσπρα μπαλώματα και ύστερα όλο και μεγαλύτερη επιφάνεια να είναι άσπρη. Ο δρόμος είχε πιάσει χιόνι. Ο οδηγός σταμάτησε καθώς μπροστά τους ο δρόμος άρχισε να παρουσιάζει και μικρά βουναλάκια χιόνι.
-Πρέπει να σταματήσω, είπε ο οδηγός, θα ήταν επικίνδυνο να συνεχίσω. Και για’ μενα και για’ σας.
-Εντάξει μάγκες! φώναξε ο Αλέξης. Φαίνεται ότι θα κάνουμε τον υπόλοιπο δρόμο πεζοί.
Μαζεύτηκαν στην πόρτα του λεωφορείου.
-Μήπως να σας πάρω πίσω; είπε ο οδηγός. Κάτι θα κάνουμε για τη διαμονή σας.
-Μπα, είπε ο Φίλιππος, είναι Παρασκευή, δεν έχουμε σχολείο αύριο. Καλύτερα να πάμε σπίτι.
-Θα χρειαστεί να περπατήσετε.
-Μαθημένοι είμαστε, είπε ο Αλέξης και συμφώνησαν οι υπόλοιποι.
-Εντάξει παιδιά, καλό δρόμο και να προσέχετε, είπε ο οδηγός και άνοιξε την πόρτα του λεωφορείου.
Η διαφορά από τη σχετική ζέστη του λεωφορείου στην κρύα ατμόσφαιρα έξω τους έκανε όλους να κουκουλωθούν καλά με κασκόλ και κουκούλες πριν ξεκινήσουν το δρόμο για το χωριό. Πίσω τους το λεωφορείο έκανε με δυσκολία αναστροφή και έφυγε πίσω από το δρόμο που είχε έρθει.

Ο Μιχάλης σήκωσε το βλέμμα του από το βιβλίο που διάβαζε και κοίταξε έξω τις πυκνές νιφάδες του χιονιού που στροβιλίζονταν με το δυνατό αέρα. Ακούμπησε το βιβλίο στο τραπέζι και πήγε στο λάπτοπ του. Κοίταξε την πρόβλεψη του καιρού και συνοφρυώθηκε. Δεν ήταν απλή καταιγίδα, ήταν μια άγρια χιονοθύελλα και θα έμεναν περισσότερο από όσο υπολόγιζαν εδώ.
Δεν τον πείραζε, είχε πολλά να ασχοληθεί και εδώ όπως είχε και όπου και αν πήγαινε. Άσχετα αν τα περισσότερα βρίσκονταν μέσα σε ένα δωμάτιο και έναν υπολογιστή. Ακόμα και εδώ είχε βρει να ασχοληθεί με κάτι που του είχε τραβήξει την προσοχή και ας είχε γίνει πάνω από εβδομήντα χρόνια πριν. Επέστρεψε στο βιβλίο αλλά δεν πρόλαβε να ξαναρχίσει το διάβασμα. Τον διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα.
-Εμπρός, είπε και κάθισε σε μια καρέκλα.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε η Κλωντίν. Του χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο.
-Καλώς την, είπε ο Μιχάλης, πως από δω;
-Ήθελα να σου μιλήσω, είπε η Γαλλίδα.
-Ακούω.
Την κοίταξε προσεκτικά, η κοπέλα ακτινοβολούσε ευτυχία.
-Ήθελα να σε ευχαριστήσω που σύστησες στον Μαξιμίλιαν να έρθουμε στην αποστολή αυτή. Δεν ξέρω τι έγινε χθες αλλά έβγαλε το καλύτερο σε’ μενα και τον Έρικ, κάναμε έρωτα όλη νύχτα και επιτέλους ομολογήσαμε τι νιώθουμε. Και είναι και η Μαρία.
-Τι η Μαρία;
-Πέρασα σήμερα αρκετές ώρες μαζί της, είναι σαν να απέκτησα την αδερφή που ποτέ δεν είχα. Και τα δύο οφείλονται σε εσένα που μας έφερες εδώ.
-Δεν κάνει τίποτα, και χαίρομαι που συμπαθείς την Μαρία, είσαι το πρότυπο που χρειάζεται.
-Λες ε;
-Ναι, είσαι αυτό που θέλει να γίνει, μπορείς να την εμπνεύσεις σε πολλά πράγματα.
-Μου είπε ότι της υποσχέθηκες ότι θα τη βοηθήσεις και εσύ.
-Πράγματι.
-Θα είναι καλό να φύγει από’ δω και να ανοίξει τα φτερά της, είπε η Κλωντίν. Και γι’ αυτό ήθελα να σε δω, να σε ευχαριστήσω και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για αυτήν την κοπέλα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου