Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /


   Ο Μάρκος που ήταν τώρα σκοπός διέταξε να σταματήσουν και ολοκλήρωσε τις προβλεπόμενες διαδικασίες με τον αξιωματικό που κατέβηκε από το πρώτο όχημα. Σήκωσε τη μπάρα και στο χώρο του φυλακίου μπήκαν τρία οχήματα, ένα τζιπ του στρατού, ένα περιπολικό και τελευταίο ένα ακόμα τζιπ, αυτό όμως από τα θηρία που οδηγούν εκείνοι που επιχειρούν να κάνουν επίδειξη των χρημάτων τους. Ο αστυνομικός που είχαν γνωρίσει – και εξοργίσει - βγήκε από το περιπολικό και από το τελευταίο αυτοκίνητο κατέβηκε ένας μεσήλικας ντυμένος με σκούρο κουστούμι.


   -Αυτός είναι ο Λυκούργος Δάια, ψιθύρισε ο Μιχάλης στο Ρωμανό.

   Ο αξιωματικός πλησίασε. Ο αστυνομικός έκανε να τον ακολουθήσει αλλά ένα βλέμμα του τον αποθάρρυνε. Στάθηκε πιο πίσω ξεφυσώντας.

   -Μάγκες μας ανάψατε φωτιές, είπε στους δυο υπαξιωματικούς, Ήρθε αυτός στο τάγμα ωρυόμενος ότι δεν τον αφήσατε να περάσει. Ζήτησε το διοικητή. Ο οποίος συμφώνησε ότι είχαν κάθε λόγο να βιάζονται οι αστυνομικοί αλλά οι κανονισμοί και οι διαταγές προβλέπουν ακριβώς αυτό που κάνατε.

   -Άρα όλα καλά.

   -Σχεδόν, αν ήταν όλα καλά δεν θα ήμουν εδώ. Οι αστυνομικοί χάσανε τα ίχνη αυτού που κυνηγάνε και είναι πυρ και μανία. Εν τω μεταξύ συμβαίνει κάτι περίεργο, μάλλον ο Δάια θέλει να μείνει μυστικό και επισήμως δεν υπάρχει καταδίωξη τίποτα.

   -Μάλιστα. Και εδώ τι θέλουν να κάνουν τώρα;

   -Ο Δάια ήθελε να σας μιλήσει και φυσικά σαν πολίτης δεν μπορούσε να έρθει μόνος του. Και μας ήρθε μαζί και ο άλλος.

   -Μάλιστα, είπε ο Ρωμανός.

   -Εσείς γιατί είσαστε οπλισμένοι; Περιμένατε μπελάδες;

   -Όχι, είπε ήρεμα ο Ρωμανός. Απλά η επιμονή τους να περάσουν μας έκανε να υποθέσουμε ότι κάτι συμβαίνει και είπαμε να ρίξουμε μια ματιά εδώ γύρω και κάτω στο χωριό.

   -Βρήκατε τίποτα;

   -Όχι, δεν θα έπρεπε κιόλας. Δεν είχε περάσει κανένας από' δω σήμερα.

   -Ένα ζευγάρι σε μηχανή;

   -Ζευγάρι; Δυο άτομα ψάχνουν; είπε ο Μιχάλης αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσουν ο αστυνομικός αλλά και ο Δάια. Ο Ρωμανός έκρυψε με κόπο το χαμόγελό του. Έπαιζε πολύ καλά θέατρο όντας εκείνος που τους είχε αφήσει να περάσουν.

   -Ναι, δυο, είπε ο Λυκούργος Δάια πλησιάζοντας, τους είδατε; Είναι η μοναχοκόρη μου και ο απαγωγέας της.

   -Απαγωγέας; Δεν φαινόταν φοβισμένη, είπε ο Ρωμανός, μήπως έχετε παρεξηγήσει το θέμα;

   -Τους είδατε; φώναξε ο Δάια και ο αστυνομικός κάγχασε “αχα! το' ξερα!”

   -Δεν ξέρω αν είναι εκείνοι που αναζητάτε αλλά εμφανίστηκε ένα ζευγάρι με μηχανή. Είχε δύσει ο ήλιος και δεν τους αφήσαμε να περάσουν οπότε και δεν ξέρουμε που πήγαν.

   -Γιατί δεν μας το αναφέρατε αυτό; μούγκρισε ο αστυνομικός.

   -Δεν μας ρωτήσατε, απάντησε ψυχρά ο Ρωμανός, Και δεν είναι κάτι το αξιοσημείωτο, μας συμβαίνει συχνά.

   -Οι περισσότεροι άνθρωποι στο νησί εχουν ξεχάσει πια το χωριό από' κάτω, είπε ο Λυκούργος Δάια. Αλλά η Αγγελική μπορεί να το θυμηθεί.

   -Και να ζητήσει καταφύγιο εδώ;

   -Καταγόμαστε από' δω, οπότε ναι. Αν συμβεί αυτό θέλω να με ειδοποιήσετε. Δεν θα φανώ αγνώμων.

   -Θα το έχουμε υπόψιν μας, είπε ο Ρωμανός.

  Ο Λυκούργος Δάια έγνευσε και απομακρύνθηκε. Ο αξιωματικός τον κοίταξε και μετά στράφηκε στους δυο ομόβαθμους.

   -Υποθέτω ότι τελειώσαμε με αυτό, και αφού ο Δάια είναι ικανοποιημένος είναι όλα εντάξει.

   Όταν έμειναν μόνοι ο Ρωμανός πήρε βαθιά ανάσα και κάθισε σε ένα πεζούλι. Ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο.

   -Τελείωσε.

   -Όχι, είπε ο Μιχάλης, δεν τελείωσε. Τώρα αρχίζει.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου