Τον κύκλωσε ένα σκοτάδι πιο βαθύ και από το αρχέγονο σκότος πριν τη δημιουργία του σύμπαντος. Ένιωσε το σώμα του να παγώνει σε σημείο που το κρύο να του προκαλεί πόνο. Τεράστιες δυνάμεις απειλούσαν να τον συνθλίψουν και απόκοσμες φωνές σφυροκοπούσαν ανελέητα το μυαλό του τρεφόμενες με τον πυρήνα της ύπαρξής του. Ρούφηξαν άπληστα τις αναμνήσεις του, απομύζησαν τις δυνάμεις του, τον χτύπησαν ως που να απομείνει εξαντλημένος. Δεν ήξερε ποιος ήταν πλέον. Τότε οι απόκοσμες αυτές φωνές τον άφησαν, τον τίναξαν προς έναν κόσμο όπου θα ήταν ευάλωτος, εύκολη λεία για εκείνους που ακολουθούσαν και εκεί το δρόμου του σκοταδιού. Δεν ήταν σε θέση να παλέψει, δεν είχε πια τον τρόπο να αντισταθεί.
“Μην απελπίζεσαι Ραμίρ Γκάνελον, μια απαλή φωνή μίλησε στο μυαλό του και ο ήχος της ήταν ικανός να μειώσει έστω και λίγο το μαρτύριό του, έχασες τις δυνάμεις σου αλλά όχι την ψυχή σου και το ποιος είσαι δεν εξαρτάται παρά μόνο από αυτήν. Έχε θάρρος γιατί ο κόσμος στον οποίο βρίσκεσαι δεν έχει ακόμα ασπασθεί το σκοτάδι.”
Η φωνή χάθηκε.
Ένιωσε το περιβάλλον γύρω του να αλλάζει με τρόπους που δεν μπορούσε να κατανοήσει και την επόμενη στιγμή προσέκρουσε με την πλάτη σε κάτι σκληρό. Ένιωσε σταγόνες να πέφτουν στο πρόσωπό του και άνοιξε τα μάτια του. Ο ουρανός ήταν γεμάτος με μολυβένια σύννεφα και ήδη έπεφτε ένα ψιλόβροχο, αυτό που είχε νιώσει στο πρόσωπό του. Σηκώθηκε από το έδαφος. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα μικρό τρίγωνο γης καλυμμένο με αγριόχορτα και πολύ περισσότερα σκουπίδια. Δυο τρία καχεκτικά δενδράκια πάλευαν να επιβιώσουν και καλοδέχονταν τη βροχή που τα καθάριζε από τη σκόνη και τα πότιζε.
Περπάτησε στην άκρη αυτού του χώρου που θεωρητικά ήταν πάρκο και βγήκε στο δρόμο, κοίταξε τα ψηλά κτίρια, ένα γύρω. Δεν ήξερε που βρισκόταν, ούτε ποιος ήταν. Ήταν στο έλεος του πρώτου εχθρού που θα συναντούσε.
Στάθηκε. ένας γρήγορος έλεγχος αποκάλυψε ότι μπορεί το πνεύμα του να είχε χτυπηθεί και να ένιωθε τον εαυτό του σαν να ήταν ξένος, όμως το σώμα του είχε περάσει τη δοκιμασία ανέγγικτο. Δεν ήταν τραυματισμένος, σχεδόν δεν ένιωθε ούτε καν κουρασμένος. Φορούσε ακόμα τα ίδια ρουχα, λευκό πουκάμισο, μαύρο παντελόνι και το λευκό μανδύα. Η σπάθα του, που την είχε θηκαρώσει για να απελευθερώσει το Ροδόλφο της Ασόν, ήταν ακόμα στο πλευρό του μέσα στη δερμάτινη θήκη της. Δεν ήταν ανυπεράσπιστος παρότι δεν θυμόταν πως να χειριστεί την σπάθα.
Τράβηξε την κουκούλα του μανδύα πάνω από τα ξανθά μαλλιά του για να προστατευτεί από τη βροχή και κοίταξε τριγύρω. Προς τα που έπρεπε να κινηθεί; Δεν υπήρχε κάτι γνώριμο σε αυτό το ξένο, και παράδοξο για εκείνον, περιβάλλον. Δεν υπήρχε τρόπος να βρει τα σημεία του ορίζοντα. Προχώρησε προς την κατεύθυνση που ήταν ήδη στραμμένος.
Ο Ροβέρτος της Αβέρν δεν αντιμετώπισε την επίθεση που βίωσε ο φίλος του. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο ότι εκείνος δεν είχε δεχθεί την κατάρα του μάγου αλλά και στο ότι ταξίδευε μέσα από τη Σκιώδη Πύλη κατευθυνόμενος από τη δύναμη του συντρόφου του. Ένιωσε και εκείνος το ψύχος που το ταξιδι ανάμεσα στους κόσμους συνεπαγόταν αλλά αυτό ήταν όλο.
Βρέθηκε σε ένα στενό δρομάκι χαμένο ανάμεσα σε δυο ψηλά κτίρια και κοίταξε τριγύρω. Αυτό που αντίκριζε του ήταν το ίδιο ξένο όπως και στον Ραμίρ, δεν έμοιαζε με τίποτα που είχαν δει στο δικό τους κόσμο. Θυμήθηκε αυτά που είχε διηγηθεί ένας άλλος Ιππότης που είχε ταξιδέψει σε αυτόν τον κόσμο, ο ίδιος που τον είχε στείλει και τώρα εδώ. Ήταν ένας κόσμος ολότελα διαφορετικός από τον δικό τους. Τουλάχιστον μοιραζόταν τις ίδιες αξίες – αν και όχι πάντα – με το δικό τους και δεν υπηρετούσε τις δυνάμεις του Σκότους.
-Καλύτερα να βρω τον Ραμίρ και να φύγουμε από' δω το γρηγορότερο, μονολόγησε.
Δεν πίστευε στα μάτια της. Είχε κοιτάξει το στενό και ήταν άδειο. Είχε πάρει το βλέμμα της να δει τη βροχή, που είχε αρχίσει να πέφτει δυνατότερη και λιγόστευε τις πιθανότητες να βρει πελάτη απόψε, και όταν ξανακοίταξε αυτός στεκόταν εκεί. Από που είχε εμφανιστεί; Δεν είχε αυτοκίνητο, δεν είχε βγει από κάποιο σπίτι. Ο άνδρας ερχόταν προς το μέρος της, ντυμένος στα μαύρα με μάυρο μανδύα που διέθετε και κουκούλα. Φαινόταν γεροδεμένος και όπως πλησίασε, και διέκρινε τα χαρακτηριστικά του, είδε ότι ήταν γοητευτικός άνδρας. Είχε καστανά μαλλιά και γαλανά μάτια, μια ουλή διέσχιζε κάθετα το αριστερό μάγουλό του. Θα της ήταν ευχάριστο να την αγγίξει αυτός. Κάτι που δεν συνέβαινε εύκολα στη δουλειά της.
Το όνομά της ήταν Γιαρμίλα Ντομπόροβιτς, είχε έρθει στην Ελλάδα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και είχε αναγκαστεί να εκπορνευτεί υπό την απειλή της απέλασης ή της εξόντωσης. Είχε μαζευτεί κάτω από την μαρκίζα ενός μαγαζιού με μηχανήματα για να προφυλαχθεί από την βροχή αλλά τώρα αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη της. Εξάλλου σε λίγο θα περνούσε ο Τζίμυ και δεν ήθελε να σκέφτεται τι θα γινόταν αν δεν μπορούσε να του δώσει λεφτά. Δεν τον έλεγαν άδικα κτήνος. Επιθεώρησε την εμφάνισή της βιαστικά. Ντυμένη με ένα αμάνικο μπλουζάκι και ένα σορτς ήταν αρκετά ελκυστική.
Πλησίασε τον άνδρα και άπλωσε το χέρι της να τον πιάσει από το μπράτσο, με έκπληξη διαπίστωσε πως ήταν σκληρό σαν να αποτελείτο από σίδερο. Δεν πτοείθηκε όμως.
-Θες να περάσεις καλά ξένε; είπε.
Την κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε τι του έλεγε.
Δεν ήταν ότι δεν καταλάβαινε. Είχε χρειαστεί ένα ελάχιστο διάστημα για να αναγνωρίσει τη γλώσσα. Έμοιζε με τη γλώσσα της Νεμούρια, ενός βασιλείου του κόσμου του.
-Δεν χρειάζομαι παρέα, είπε ήσυχα, χρειάζομαι όμως πληροφορίες. Είδες κάποιον σαν εμένα; Παρόμοια ρούχα, ξανθός με γαλανά μάτια; Ίσως ήταν κάπως σαν χαμένος.
-Όχι, δεν είδα κάποιον, απάντησε.
-Αν είναι να την πάρεις τελείωνε, αλλιώς άσε την μπας και βρει άλλον.
Η Γιαρμίλα ρίγησε, αυτός ήταν ο Τζίμυ. Θυμήθκε με τρόμο το ξυλοκόπημα που είχε δεχθεί άλλη φορά που τον είχε δυσαρεστήσει. Ο Ροβέρτος στράφηκε και κοίταξε τον προαγωγό που πλησίαζε.
-Στην πατρίδα μου, είπε ο Ιππότης, άτομα σαν εσένα πάνε στα μπουντρούμια.
Τα μάτια του Τζίμυ στένεψαν. ένα μαχαίρι εμφανίστηκε στο χέρι του.
-Με απειλείς; σφύριξε. Γολιάθ!
Ο Γολιάθ ήταν ο σωματοφύλακάς του, ένας πραγματικός γίγαντας από το Καζακστάν που είχε ξεχάσει πια το πραγματικό του όνομα αφού όλοι έτσι τον φώναζαν. Εμφανίστηκε αθόρυβα δίπλα στον Τζίμυ τον οποίο υπάκουγε τυφλά έχοντας τα ίδια άγρια ένστικτα με εκείνον. Παρά τον όγκο του ήταν γρήγορος και επιδέξιος.
-Σας προειδοποιώ, είπε ο Ροβέρτος, για τις συνέπειες, μιας επίθεσης εναντίον μου.
Τσάκισέ τον Γολιάθ! είπε ο Τζίμυ και ο μεγαλόσωμος μπράβος του επιτέθηκε. Ο Ροβέρτος όμως δεν ήταν εύκολο θύμα σαν αυτούς που είχε μάθει να αντιμετωπίζει ο Γολιάθ. Χτύπησε με τη γροθιά του γρήγορα και κοφτά στο στήθος σημαδεύοντας τον στην καρδιά. Ήταν η σειρά του Ιππότη να εκπλαγεί καθώς ο Γολιάθ δεν κατάλαβε τίποτα από το χτύπημα και την επόμενη στιγμή τον άρπαζε στα χέρια του με σκοπό να τον συνθλίψει. Αλλά όπως τον σήκωσε ο Ροβέρτος επιτέθηκε ξανά. Άπλωσε τα χέρια του και άρπαξε το κεφάλι του Γολιάθ, το ένα χέρι του άρπαξε το σαγόνι και το άλλο το ινίο του. Το έστριψε απότομα, με ένα ξερό κρακ ο λαιμός του μπράβου έσπασε και σωριάστηκε σαν σπασμένη κούκλα στο βρεγμένο δρόμο. Ο Ροβέρτος στράφηκε στον Τζίμυ που είχε μαρμαρώσει από τον τρόμο. Δεν το περίμενε αυτό. Ο Ιππότης έκανε ένα βήμα μπροστά και τότε ο κακοποιός επιτέθηκε, το χτύπημα με το μαχαίρι ήταν τελείως άτσαλο, ο Ροβέρτος το απέφυγε εύκολα και μετά το έστρεψε πάνω στον Τζίμυ που καρφώθηκε στο ίδιο του το όπλο. Τον άφησε να σωριαστεί στο δρόμο και αυτόν και γύρισε στην Γιαρμίλα.
-Σίγουρα δεν είδες κάποιον σαν εμένα; Είναι φίλος και πρέπει να τον βρω.
-Δεν είδα, είπε εκείνη.
Ο Ροβέρτος της έβαλε στο χέρι κάτι και απομακρύνθηκε. Ήταν ένα χρυσό νόμισμα διαπίστωσε εκείνη με έκπληξη.
Ήταν μια απέραντη πόλη και εχθρική, που βρισκόταν ο Ραμίρ; Και πως θα τον έβρισκε; Θα ήταν πολύ πιο δύσκολο απ' ό,τι είχε υποθέσει. Είχε τουλάχιστον βοηθήσει μια κοπέλα που είχε ανάγκη από βοήθεια. Στην ευθεία του δρόμου που ακολουθούσε έβλεπε ένα λόφο. Θα ανέβαινε σε υψηλότερο έδαφος, από' κει είχε μια τελευταία ελπίδα να βρει τον Ραμίρ γρήγορα.
4 σχόλια:
Ελληνικα ονοματα εχω ζητησει επανειλλημενα.........
Δεν γίνεται δεν με εμπνέουν για τις περισσότερες ιστορίες.
Εγώ προτιμώ αυτά, είναι πιο ωραία!Δεν θα μπορούσα να φανταστώ την ιστορία με ελληνικά ονόματα όπως Γιάννης, Μαρία κλπ. Καλή σου μέρα Νυχτερινή Πένα.
Ευχαριστώ Marian για την υποστήριξη.
Καλημέρα και σε' σενα.
Δημοσίευση σχολίου