Είχε περπατήσει για αρκετή ώρα. Οι δρόμοι που είχε διασχίσει ήταν όλοι παρόμοιοι, μικρά βρώμικα στενά που ακόμα και η βροχή δεν μπορούσε να καθαρίσει αλλά ερχόταν να κυλίσει σε μικρά θολά ποταμάκια στις βάσεις των πεζοδρομίων. Οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν κλεισμένα ερμητικά σαν να βρισκόταν σε μια πόλη που τελούσε υπό πολιορκία. Πολλές φορές είχε συναντήσει ανθρώπους κουλουριασμένους σε γωνιές ανάμεσα σε κτίρια που πάσχιζαν να κρατηθούν ζεστοί. Άλλοι είχαν τρυπώσει σε χαρτοκιβώτια ή σε μεγάλους σιδερένιους κάδους που είχε ήδη καταλάβει ότι προορίζονταν για τα απορίμματα.
Που μπορούσε να πάει; Τον διακατείχε ένα αίσθημα κινδύνου. Δεν ήξερε γιατί αλλά ήταν βέβαιος πως βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο. Αν όμως ήταν έτσι τότε καλύτερα να συνέχιζε να κινείται, θα γινόταν πιο δύσκολο να εντοπιστεί από ό,τι και αν ήταν αυτό από το οποίο κινδύνευε.
Μια δυνατή βροντή συντάραξε τη γη κάτω από τα πόδια του. Ο λιγοστός δημόσιος φωτισμός που τον συντρόφευε ως τώρα έπαψε να υπάρχει βυθίζοντάς τον σε ένα βαθύ σκοτάδι. Προσπάθησε να διακρίνει τι υπήρχε μπροστά για να συνεχίσει να κινείται και τελικά διαπίστωσε πως υπήρχε κάπου κοντά του ένα φως το οποίο φαινόταν αχνό και έδειχνε να προέρχεται κάτω από τη γη. Με ανύπαρκτες εναλλακτικές προχώρησε προς το φως.
Ήταν κοντά και στο δρόμο δεν υπήρχαν εμπόδια, φτάνοντας διαπίστωσε ότι δεν είχε κάνει λάθος, το φως ερχόταν από ένα άνοιγμα μέσα στη γη όπου μπορούσε να κατέβει από μια σειρά πέτρινα σκαλοπάτια. Ήταν μια υπόγεια διάβαση, και γρήγορα ο Ραμίρ διαπίστωσε ότι δεν ήταν άδεια. Το φως προερχόταν από μια φωτιά που έκαιγε μέσα σε ένα σαπισμένο βαρέλι. Γύρω από τη φωτιά ήταν μαζεμένοι αρκετοί άνθρωποι, με κουρελιασμένα και βρώμικα ρούχα οι περισσότεροι. Ο Ραμίρ κοντοστάθηκε μια στιγμή για να συνηθίσουν τα μάτια του στο φως και μετά συνέχισε το δρόμο του. Οι άνθρωποι τον κοίταξαν επιφυλακτικά αλλά δεν αντέδρασαν στην παρουσία του. Εκείνος συνέχισε να περπατάει. Η υπόγεια διάβαση ήταν πιο μεγάλη από ότι νόμιζε και προφανώς παρατημένη απ' όλους πλην αυτών των απόκληρων αφού μπορούσε να καταλάβει από αυτά που έβλεπε ότι πολλοί από αυτούς ζούσαν εδώ κάτω μόνιμα.
Κόντευε να φτάσει στην άλλη άκρη της υπόγειας διάβαση όταν κατάλαβε ότι η βροχή έξω είχε δυναμώσει σε πραγματικό καταρράκτη. Ο μανδύας τον προφύλασσε από τον καιρό αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι θα ευχαριστιόταν να βγει στο χαλασμό που γινόταν εκεί έξω όπου ακόμα επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι. Αυτό πολύ περισσότερο από την νεροποντή τον έκανε απρόθυμο να βγει και πάλι έξω. Θα ήταν ακόμα πιο ευάλωτος. Σε αυτόν εδώ τον χώρο ήταν σε θέση να ελέγχει τουλάχιστον ποιος τον πλησίαζε.
Αναζήτησε ένα μέρος να κάτσει και δεν άργησε να το βρει. Σε πολλά σημεία οι άστεγοι είχαν σκάψει κοιλώματα στους τοίχους όπου κουλουριασμένοι προσπαθούσαν να κοιμηθούν ξεχνώντας για λίγο την κατάστασή τους. Σε μια τέτοια κοιλότητα κάθησε και ο ίδιος τυλιγμένος με τον μανδύα του.
Ο λόφος του Λυκαβητού προσφέρει στους κατοίκους της Αθήνας μια πανοραμική θέα της πόλης τους. Για τον Ροβέρτο όμως ήταν ένα θέαμα απαισιοδοξίας. Συνειδητοποιούσε τώρα σε όλο του το μεγαλείο το μέγεθος αυτής της πόλης. Ήταν πραγματικά αχανής, δεν θα μπορούσε να την περιγράψει αλλιώς, πολλές φορές μεγαλύτερη από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου του και σίγουρα πολύ πιο πυκνοκατοικημένη. Κοίταξε το σκοτάδι διανθισμένο από χιλιάδες μικρά και μεγαλύτερα φώτα, αυτό που θα έκανε τώρα ήταν η τελευταία ελπίδα του να βρει τον Ραμίρ. Άρχισε να προφέρει αργά μια επίκληση, ήξερε πως δεν ήταν το δυνατό του σημείο, αλλά δεν είχε και άλλη επιλογή. Ευχήθηκε να είχε τον Μάικ μαζί του. Εκείνος όμως είχε το δικό του αγώνα να δώσει.
Ολοκλήρωσε την επίκληση και η εικόνα μπροστά στα μάτια του άλλαξε. Τώρα δεν έβλεπε φως και σκοτάδι στον υλικό κόσμο αλλά την πορεία που κάθε μια ψυχή της ανθρωποθάλασσας που κατοικούσε την Αθήνα είχε πάρει. Φως και σκοτάδι αναλόγως προς τα που προσανατολιζόταν κάθε ψυχή. Κανονικά η αύρα του Ραμίρ θα έπρεπε να ξεχωρίζει σαν ήλιος ανάμεσα σε κεριά αλλά αυτό δεν συνέβαινε και ο Ροβέρτος δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Τότε είδε κάτι ακόμα χειρότερο.
Σκιές ίπταντο πάνω από την πόλη. Ακολουθούσαν κάθε άνθρωπό, παραμόνευαν σε κάθε σημείο της πόλης. Ο Ροβέρτος δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ήξερε πολύ καλά τι ήταν αυτές οι σκιές. Ήταν πνεύματα που υπηρετούσαν κάποιον σκοτεινό μάγο, ψυχές που ήδη είχαν ζήσει μια ζωή στην υπηρεσία του Σκότους και ζητούσαν τώρα να κυριεύσουν κάποιον για να συνεχίσουν να το υπηρετούν.
-Ψυχές του Δαίμονα, είπε με απέχθεια χρησιμοποιώντας την ονομασία που έδιναν οι Ιππότες σε αυτές τις ψυχές.
Ακούγοντας το όνομα τους να εκφέρεται δυνατά δυο από τις πιο κοντινές σκιές στράφηκαν προς το μέρος του. Επιτέθηκαν με μια κραυγή άηχη στον υλικό κόσμο αλλά εκκωφαντική στο μυαλό του. Ο Ροβέρτος έκανε πίσω και τράβηξε τα δυο σπαθιά του.
Ένας άνδρας πλησίασε τον Ραμίρ. Εκείνος τον κοίταξε προσπαθώντας να εκτιμήσει αν αποτελούσε κίνδυνο. Στο ίδιο κοίλωμα είχε καταφύγει και μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά που βιάστηκε να απομακρυνθεί από κοντά του.
-Το μέρος είναι δικό μου, δίνε του! μούγκρισε ο άνδρας.
Προτιμώντας να αποφύγει τη σύγκρουση ο Ραμίρ σηκώθηκε αλλά όπως το έκανε αυτό άνοιξε ο μανδύας του αποκαλύπτοντας το πουγκί που κρεμόταν από τη ζώνη του. Ο άνδρας το κοίταξε άπληστα. Ένα μαχαίρι είχε εμφανιστεί τώρα στο χέρι του.
-Δώσε μου τα λεφτά σου, είπε.
Ο Ραμίρ δεν ήταν όμως διατεθειμένος να υπακούσει. Τα δάκτυλά του τυλίκτηκαν γύρω από τη λαβή της σπάθας του και την ξεθηκάρωσε με μια απότομη κίνηση κάνοντας τον άλλο να πισωπατήσει έντρομος. Ο Ραμίρ δεν ήταν σίγουρος πως μπορούσε να χρησιμοποιήσει το όπλο που καρατούσε αλλά συνειδητοποιούσε ότι θα ήταν λάθος να το δείξει. Έκανε ένα βήμα προς τον αντίπαλό του που τράπηκε σε φυγή. Ο Ραμίρ επέστρεψε τη σπάθα στη θέση της και τυλιγμένος με τον μανδύα του κάθισε και πάλι στο κοίλωμα. Η γυναίκα με το μωρό τον κοίταξε και κάθισε όταν εκείνος της ένευσε καταφατικά.
Δυο Ψυχές του Δαίμονα λιγότερες ίπταντο πάνω από την πόλη όταν ο Ροβέρτος άφησε πίσω του το λόφο του Λυκαβητού. Η νίκη του αυτή όμως είχε αφήσει μια πικρή γεύση. Βρισκόταν σε έναν κόσμο που κινδύνευε να περάσει στην κυριαρχία του Σκότους και δεν μπορούσε να εντοπίσει τον Ραμίρ. Με τα όπλα του θηκαρωμένα και κρυμμένα κάτω από το μανδύα άρχισε να κατεβαίνει προς την πόλη. Συγκέντρωσε τη σκέψη του σε μια προσπάθεια να επικοινωνήσει με τον Μάικ.
“Μάικ, δεν μπορώ να βρω τον Ραμίρ. Δοκίμασα να νιώσω την αύρα του αλλα δεν είναι δυνατόν, είναι σαν να έχει χαθεί.”
Ο Μάικ απέκρουσε με τη σπάθα του το ραβδί του Μπαγκράς που τίναξε σπίθες. Ο μάγος πρόφερε μια κατάρα και έκανε πίσω. Ο Ιππότης τον ακολούθησε αλλά την επόμενη στιγμή εκείνος σχημάτισε στον αέρα ένα αποκρυφιστικό σύμβολο και εξαφανίστηκε από την εξέδρα. Ο Μάικ στράφηκε και σάρωσε με το βλέμμα την πλατεία, οι σύντροφοί του έστεκαν νικητές, οι άνδρες του μάγου ήταν όλοι νεκροί.
-Έφυγε; ρώτησε ο Ροδόλφος της Ασόν.
Ο Μάικ δεν απάντησε, αισθανόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Συνέχισε να κρατάει τη σπάθα του έτοιμος για μάχη.
-Είναι ακόμη εδώ, είπε.
Ο Ιππότης κοίταξε ανήσυχος γύρω. Η υποψία του αποδείχθηκε βάσιμη. Ο Μπαγκράς δεν είχε φύγει, εμφανίστηκε δίπλα στη Φιντέλια την άγγιξε στον ώμο και φώναξε χαιρέκακα:
-Η εκδίκηση είναι δική μου.
Την επόμενη στιγμή εξαφανίστηκαν και οι δυο ενώ ο Ροδόλφος έβγαζε μια κραυγή τρόμου.
2 σχόλια:
Με ταξιδεψε το κειμενο σου.
Και τι περίεργο που η Αθηνα έμοιαζε τόσο διαφορετική
Σίγουρα διαφορετική.
Καλώς ήρθες Έφη.
Δημοσίευση σχολίου