Δυο λεπίδες άστραψαν στο φως του κρύου πρωινού και τα γκόμπλιν ούρλιαξαν καθώς τα χέρια ενός και ο λαιμός ενός άλλου είχαν κοπεί από τα σπαθιά. Ο άνδρας που τα κρατούσε ήταν ένας γεροδεμένος καστανομάλλης με γαλανά μάτια. Είχε μια ουλή στο αριστερό μάγουλο και δεν φαινόταν να ανησυχεί με το γεγονός ότι στεκόταν μόνος απέναντι σε μια ντουζίνα γκόμπλιν. Αντίθετα ρίχθηκε επάνω τους με τα δυο σπαθιά να θερίζουν άκρα και να αφαιρούν ζωές.
Την ίδια στιγμή το μοκόθ βρυχήθηκε τόσο δυνατά που έκανε το έδαφος να τρέμει. Το τεράστιο ζώο, που το αποκαλούσαν τρόμο της Υπερβόρειας, σωριάστηκε νεκρό. Δίπλα του ένας μεγαλόσωμος άνδρας με μια μεγάλη σπάθα στα χέρια κοίταζε ικανοποιημένος το αποτέλεσμα που είχε επιφέρει με ένα και μόνο χτύπημα.
Δυο ακόμη άνδρες έτρεχαν προς τον μάγο με σπαθιά τραβηγμένα και εκείνος οπισθοχώρησε. Δεν του άρεσε η εξέλιξη που είχαν τα πράγματα. Παρότι δεν φορούσαν στολές αναγνώριζε πολύ καλά τους άνδρες για αυτό που ήταν, Ιππότες του Όρκου των Μελντόρα, η ελίτ των πολεμιστών της Αραγκόν. Πολύ προικισμένοι και με εξαιρετικές ψυχικές δυνάμεις.
Έπρεπε να φύγει τώρα που μπορούσε. Οπισθοχώρησε αφήνοντας την λαίδη Μοράνα που ούρλιαζε υστερικά βλέποντας την απρόσμενη άφιξη σωτηρίας για την πριγκίπισσα. Οι δυο Ιππότες που έτρεχαν προς το μέρος τους την προσπέρασαν ενώ ένας ακόμη κατέφτανε. Τράβηξε την λόγχη από το σώμα του Γουίλλιαμ και την πέταξε πέρα.
Όχι! Δεν ήταν δυνατό, σκέφθηκε η Μοράνα, ο λόγιος θα πέθαινε. Τίποτα δεν μπορούσε να τον σώσει. Αυτόν τον πόνο δεν θα τον γλίτωνε η Σέριλ. Και όμως μπροστά στα μάτια της ο νεοφερμένος ακούμπησε το ένα χέρι του στο μέτωπο του Γουίλλιαμ και το άλλο στο τραύμα μεταδίδοντάς τη θεραπευτική του ενέργεια.
Πίσω της ο μάγος προσπαθούσε να διαφύγει αλλά αντιμετώπιζε δυο Ιππότες με μεγάλες ψυχικές δυνάμεις και τα ξόρκια που εξαπέλυε δεν μπορούσαν να τους βλάψουν. Τελικά ο ένας εκ των δύο τον διαπέρασε με τη σπάθα του και ο μάγος πέθανε προφέροντας μια κατάρα στη Σκοτεινή Γλώσσα.
Η λαίδη Μοράνα είχε μείνει μόνη της. Οι σύμμαχοί της ήταν όλοι νεκροί. Αποφάσισε αμέσως πως να το χειριστεί και ενώ την πλησίαζε ο Ιππότης με τα δυο σπαθιά ξεκούμπωσε το φόρεμά της ένα κουμπί ώστε να φαίνεται το πλούσιο στήθος της περισσότερο.
-Ήρθατε πάνω στην ώρα, είπε, ο μάγος με τα πλάσματά του θα έκανε κακό στην πριγκίπισσα και σε εκείνον τον άτυχο νεαρό. Πολύ αργά για εκείνον νομίζω...
-Είμαι ο Ροβέρτος της Αβέρν, είπε ο άνδρας.
Ήταν ο άρχοντας της περιοχής και φημισμένος Ιππότης. Κατείχε ακόμα το βαθμό του στρατηγού στον Αραγκόνιο στρατό. Η λαίδη Μοράνα έκανε μια υπόκλιση, παρά τη θέση της ήξερε την εξουσία αυτού του άνδρα ειδικά αφού βρίσκονταν στην περιοχή του.
-Χαίρομαι που αναγνωρίζεις την εξουσία μου, είπε ο Ροβέρτος. Γιατί σε κρίνω ένοχη και σύμφωνα με την εξουσία μου σε καταδικάζω σε θάνατο.
-Άρχοντά μου, είμαι αθώα.
-Ξέρω τι έγινε στο παλάτι του Λάραμους, είπε ο Ροβέρτος και ο συνεργός σου είναι νεκρός.
Η τύχη του Γκάουιν άφησε την Μοράνα αδιάφορη, έπρεπε να σώσει τον εαυτό της.
-Έπεσα θύμα, είπε, θύμα της δύναμης του μάγου.
-Έπεσες θύμα της φιλοδοξίας και της κακής σου φύσης, είπε ο Ροβέρτος, και γι’ αυτό δεν φταίει άλλος κανένας από εσένα. Η καταδίκη σου είναι δικό σου έργο και άξια σου επιβάλλεται. Η ποινή θα εκτελεστεί αμέσως.
Για μια στιγμή η λαίδη Μοράνα σάστισε. Μετά κατάλαβε και στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε ο τρόμος. Ήταν και το τελευταίο που έκανε καθώς ο Ροβέρτος με μια κοφτή δυνατή κίνηση την αποκεφάλιζε.
Ο Γουίλλιαμ δεν αντιλαμβανόταν τίποτα από όλα αυτά, πονούσε αλλά ο πόνος ελαττωνόταν, απομακρυνόταν από το παγωμένο κατώφλι του θανάτου. Άρχισε να έχει συναίσθηση του ότι ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος, ότι ένας άνδρας είχε σκύψει από πάνω του και το ένα χέρι του ήταν ακουμπισμένο στο μέτωπό του ενώ το άλλο στο τραύμα του.
-Η Σέριλ.... είπε με κόπο.
-Μην ανησυχείς, είναι καλά και θα είσαι και συ, νεαρέ λόγιε.
-Ποιος...... είσαι;
-Με λένε Γκίντεον Νεμίνιον, είπε ο άνδρας και με χαρά μου σε καλωσορίζω πίσω στη γη των ζωντανών.
Γκίντεον Νεμίνιον, ναι, το ήξερε αυτό το όνομα, ήταν ένας Ιππότης αλλά είχε περάσει χρόνια σπουδάζοντας με την αδερφότητα και τώρα ήταν ο χρονικογράφος της Ιπποσύνης.
Καθώς άρχιζε να χάνει τις αισθήσεις του, ένιωσε ένα απαλό χέρι να πιάνει το δικό του και δυο χείλη να ψιθυρίζουν:
-Πρέπει να γίνεις καλά, μην πεθάνεις.
Άνοιξε τα μάτια του με την σκέψη ότι δεν πονούσε πια. Βρέθηκε να κοιτάζει έναν τοίχο καλυμμένο με μια αριστοτεχνικά κεντημένη ταπετσαρία. Γύρισε ανάσκελα και τεντώθηκε. Συνειδητοποίησε ότι ένιωθε πολύ καλά, σαν να μην είχε ποτέ τραυματιστεί. Ταυτόχρονα συνειδητοποίσε πως δεν αναγνώριζε το δωμάτιο. Που βρισκόταν;
Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και τότε διαπίστωσε πως δεν ήταν μόνος του. Σε μια πολυθρόνα κοντά του καθόταν η Σέριλ. Η πριγκίπισσα χαμογέλασε.
-Χαίρομαι που συνήλθες, είπε.
-Πόσο ήμουν έτσι;
-Τρεις μέρες, αλλά οι θεραπευτές είπαν ότι ο Ιππότης εκεί στο χωριό έκανε καλή δουλειά.
-Ευτυχώς, φτάσανε στην ώρα, είπε ο Γουίλλιαμ, εγώ δεν μπόρεσα να σε σώσω.
-Έκανες ό,τι ήταν δυνατόν, δεν είσαι πολεμιστής εξάλλου. Η συνωμοσία που έστησε η Μοράνα διαλύθηκε, θα χαρείς να μάθεις ότι και ο δάσκαλός σου τα κατάφερε και προστάτεψε και την Ίρμα.
-Χαίρομαι.
-Γουίλλιαμ, είπε η Σέριλ. Μπορείς να ζητήσεις ό,τι επιθυμείς και ο πατέρας μου είναι σίγουρο ότι θα στο δώσει γιατί κινδύνευσες για’ μένα.
-Δεν θέλω τίποτα, είπε ο νεαρός λόγιος.
-Γιατί όχι;
-Το έκανα για’ σενα, είπε ο Γουίλλιαμ, ήθελα να είσαι καλά.
-Γιατί; ρώτησε η πριγκίπισσα αν και ήξερε την απάντηση. Εκεί στην πλατεία είχε ερμηνεύσει την αφοσίωσή του σε εκείνη ως την αφοσίωση που είχαν σχεδόν όλοι οι Αραγκόνιοι στην πατρίδα και στο βασιλιά τους. Μετά όμως είχε θυμηθεί τι είχε πει ο δάσκαλός της – και δικός του – όταν τον διέταζε να την πάρει μακριά. Και είχε ακούσει τα παραμιλητά του αυτές τις μέρες. Ναι ήξερε πολύ καλά την απάντηση.
Και ήταν μια απάντηση που ο Γουίλλιαμ δεν θα μπορούσε να προφέρει. Ήταν ένας από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους στην Αραγκόν και ίσως σε ολόκληρη την Έρεμορ αλλά ήταν μεγάλη η διαφορά μέχρι την πριγκίπισσα. Δεν μπορούσε να της πει ότι την αγαπάει. Η Σέριλ αποφάσισε να μετακινήσει το εμπόδιο για εκείνον.
-Ξέρω, είπε. Απλά θέλω να το ακούσω από’ σενα.
-Δεν είναι απαγορευμένο;
-Όχι, είπε η Σέριλ με ένα γλυκό χαμόγελο, πες το.
-Σε αγαπώ, είπε ο Γουίλλιαμ και την επόμενη στιγμή η Σέριλ βρισκόταν στην αγκαλιά του και τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα γλυκό φιλί.
Λίγα μένουν να ειπωθούν ακόμη. Οι συνωμότες που δεν είχαν συναντηθεί με κάποιον Ιππότη ή τον δάσκαλο Αλόισους και επέζησαν, δικάστηκαν για την προδοσία και καταδικάστηκαν σε καταναγκαστικά έργα στο φρούριο του Ανάρ που οχυρωνόταν με δεύτερη γραμμή τειχών.
Ο Εδουάρδος παρά την ευγνωμοσύνη του για τη διάσωση της κόρης του δεν ήταν σίγουρος αν θα έπρεπε να την αφήσει να νυμφευθεί τον Γουίλλιαμ. Του έδωσε την απάντηση ένας άνθρωπος που ήταν ο τελευταίος από τον οποίο θα το περίμενε. Κυρίως επειδή ο άνθρωπος ήταν νεκρός.
Όταν οδηγήθηκε από τους Ιππότες στο σημείο που ο βρισκόταν το μνημείο για τον άρχοντα Γουόρικ, τον πρώτο Ιππότη που είχε πεθάνει στη μάχη, απόρησε αλλά όταν εισήλθε και συνάντησε το πνεύμα του έμαθε ότι ήταν ο Γουόρικ που τον είχε καλέσει.
Σχεδόν τέσσερις αιώνες πριν, κατά τη στιγμή του θανάτου του, ο Γουόρικ είχε δεσμεύσει το πνεύμα του να μείνει πίσω και να βοηθήσει τους εν όπλοις αδερφούς του και τη χώρα του. Έτσι τώρα ο βασιλιάς δεν μπορούσε παρά να τον πιστέψει όταν του είπε πως θα ήταν για καλό η ένωση του Γουίλλιαμ με τη Σέριλ που θα του έδινε χαρά με πολλά εγγόνια. Δεν του αποκάλυψε όμως κάτι πολύ πιο σπουδαίο που εκείνος ήξερε επειδή έβλεπε το μέλλον. Η ένωσή τους ήταν πολύ σπουδαία γιατί πέντε γενιές μετά ο απόγονός τους Γουίλλιαμ του Νέρακ ήταν προορισμένος να κρατήσει το Δάκρυ του Ουρανού και να γίνει ο εκλεκτός κατά των Αρχόντων του Σκότους.
Τελος
7 σχόλια:
Αχ η Μοίρα! :)
(πολύ επιφυλακτικός δεν ήταν ο βασιλιάς;
δηλαδή τί άλλο θα ήθελε αν δεν ήταν το πνεύμα; τςςςς... δεν είναι οι πιο έξυπνοι αυτοί που καταλαμβάνουν την εξουσία ή χαζεύουν μετά;)
ήταν πολύ όμορφο πενούλα!
πολύυυυυυυυ :)))
Ε ήταν λίγο. Αλλά ας όψεται ο Γουόρικ.
Δεν ησύχασε ποτέ!
Θα τον δεις και ζωντανό σε ένα μικρό διήγημα που θα σας βάλω.
Έστω μια φορά να νικήσει ο κακός... Έστω μια φορά σε κίνδυνο να μην είναι η δεσποσύνη αλλά ο πρίγκιπας & να τον σώσει μια πολεμίστρια; Αυτό & αν είναι φαντασία.
Γέλασα πολύ με τη Μοράνα καθώς επιδείκνυε το μπούστο της για να γλυτώσει. Έχεις σ’ εκτίμηση τα στερεότυπα ε;
Σε πειράζω, από τα γραπτά σου αναγνωρίζω την ευγένεια σου. Μη μού κακιώσεις & μού σκοτώσεις τον ήρωα μου από την πρώτη παράγραφο. Περιμένω να διαβάσω την επόμενη περιπέτεια.
Ε μην έχεις παράπονο, από την εν λόγω κατάσταση οι δυο τους δεν θα γλιτώνανε με τίποτα αν δεν κατέφταναν οι Ιππότες.
Χαίρομαι που σου άρεσε.
Ε η Μοράνα αυτό προλάβαινε εκείνη την ώρα! Δεν ήταν εύκολο να τα πετάξει όλα.
Το εν λόγω στερεότυπο πάντως είναι χιλιετιών, σύμφωνα με το μύθο η ωραία Ελένη έκανε το ίδιο ακριβώς για να μαλακώσει την οργή του Μενέλαου όταν την πήρε πάλι στα χέρια του μετά την πτώση της Τροίας.
Το μύθο όμως τον έγραψε άνδρας, μεροληπτεί κατάφωρα.
Λες; Δεν είναι όμως μέσα από την Ιλλιάδα.
Η Μοράνα δεν ήταν το ίδιο τυχερή, ο Ροβέρτος ήξερε τι έπερεπε να κάνει!
Η ιστορία άυτή ήταν μια μικρή ιδέα από τον κόσμο της Έρεμορ που δεν μπορούσε να ενταχθεί στα μυθιστορήματα και έτσι απλά την έκανα ένα μικρό διήγημα.
Η μέθοδος γραψίματος διαφέρει αναλόγως τι γράφω. Σε μικρά διηγήματα γράφω την ιδέα χωρίς σημειώσεις και προσχέδια, πέρα από όσα έχω ήδη φτιάξει στην διαδικασία δημιουργίας της Έρεμορ και γράφοντας τα μυθιστορήαμτα.
Όταν γράφω όμως μυθιστόρημα διαφέρει, παίρνω την ή τις ιδέες, πλέκω τις πλοκές και φτιάχνω το βασικό σκελετό που μοιράζεται στα κεφάλαια, μετά αρχιζω να γράφω και πριν από κάθε κεφάλαιο πέρνω το υλικό του και το απλώνω διαμορφώνοντας το πως θα είναι ακριβώς πλέον.
Την Σέριλ την είχα έτοιμη, απλά την έκοψα σε τρία μέρη για να χωρέσει να ανέβει. Είναι μέρος ενός έργου με ιστορίες από την Έρεμορ. Μικρά κομμάτια του μύθου πριν από την αρχή του πρώτου μυθιστορήματος που είναι το Δάκρυ του Ουρανού.
Δημοσίευση σχολίου