Δάκρυα 6

Author: Νυχτερινή Πένα /

Δεν άργησαν να φτάσουν στον προορισμό τους και ο Μιχάλης οδήγησε τη Βερόνικα σε μια πολυκατοικία.Δεν μίλησε μέχρι που έκλεισε την πόρτα του διαμερίσματος και άναψε τα φώτα.Η Βερόνικα είδε ένα δωμάτιο με  ένα μεγάλο οβάλ τραπέζι στη μέση και πολλά βιβλία ανοιγμένα πάνω του.Δεξιά της ήταν η κουζίνα και απέναντι λοξά ένας διάδρομος.
-Καλώς όρισες στο ανάκτορό μου,της είπε.
-Μπορώ να πάω στο μπάνιο;ρώτησε.
-Από' δω, της είπε ο Μιχάλης.
Στο διάδρομο ανοίγονταν τρεις πόρτες που ήταν και οι τρεις ανοιχτές.Η μια οδηγούσε σε ένα δωμάτιο με βιβλιοθήκες κατάφορτες με βιβλία,η δεύτερη σε μια κρεβατοκάμαρα με διπλό κρεβάτι απ' όπου δεν έλειπαν οι βιβλιοθήκες και ένα γραφείο και η τρίτη ήταν το μπάνιο.Η Βερόνικα μπήκε στο μπάνιο ενώ ο Μιχάλης προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα όπου υπήρχε ένας υπολογιστής που τύπωνε φύλλα χαρτί,ο λόγος που βιαζόταν μάλλον να επιστρέψει.
Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της η Βερόνικα ακούμπησε πάνω της και έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να διώξει τη ναυτία που απειλούσε να την κυριεύσει και δεν προερχόταν από την πείνα αλλά από την ανάγκη του οργανισμού της να βυθισθεί και πάλι στην απύθμενη λήθη.Θα κατέρρεε γρήγορα αν δεν έπαιρνε το χάπι,αλλά που να το βρει;
Άνοιξε το ντουλαπάκι του μπάνιου αλλά ο Μιχάλης δεν διέθετε τίποτα πιο ισχυρό από ντεπόν και ασπιρίνες.Απελπισία άρπαξε την ψυχή της.
Όταν βγήκε από το μπάνιο τον βρήκε στο δωμάτιο με το μεγάλο τραπέζι σκυμμένο πάνω από τα βιβλία.
-Σου χρωστάω,είπε.
-Δεν μου χρωστάς τίποτα,μόνο στον εαυτό σου το χρωστάς να μην πετάξεις τη ζωή σου.
-Ίσως.Με απομάκρυνες από τον κίνδυνο,είπε η Βερόνικα,να πηγαίνω τώρα,μη σε ενοχλώ άλλο.
Ο Μιχάλης πήγε κοντά της και το βλέμμα του ήταν σοβαρό αλλά γεμάτο συμπόνοια.
-Μπορείς να μείνεις όσο χρειάζεται.
Η Βερόνικα τον κοίταξε και πήρε την απόφασή της. Έφερε το χέρι της πίσω και άνοιξε το μικρό φερμουάρ του φορέματος της,μετά το άφησε να κυλίσει από πάνω της αποκαλύπτοντας το γυμνό της σώμα.
-Δεν....ξεκίνησε ο Μιχάλης αλλά τον σταμάτησε αγκαλιάζοντάς τον και φιλώντας τον απαλά.
-Άς μην μιλήσουμε άλλο απόψε,ας μείνουμε μαζί ξεχνώντας το αύριο και ό,τι αυτό θα φέρει.
Την κοίταξε στα μάτια και είδε εκεί πόση ανάγκη είχε από αγάπη και τρυφερότητα,δεν είχε ανάγκη από έναν εραστή αλλά από κάποιον που να την κάνει να νιώσει ότι την αγαπάει. Την πήρε στην αγκαλιά του και την πήγε στο δωμάτιό του.
Και όλα τα άλλα ξεχάστηκαν.

Η Βερόνικα άνοιξε τα μάτια της και τεντώθηκε νωχελικά στο κρεβάτι.Από το λίγο φως που έμπαινε από το πατζούρι μπορούσε να συμπεράνει πως ήταν αργά το μεσημέρι.Γύρισε στο πλευρό.Αναρωτήθηκε που βρισκόταν ο αυτόκλητος προστάτης της.Της είχε φερθεί τόσο καλά που νόμιζε ότι ονειρεύεται.Την είχε φέρει στο κρεβάτι του και την είχε βάλει για ύπνο μιλώντας τρυφερά,καθησυχάζοντάς την,απαλύνοντας τους φόβους της.Δεν την είχε αγγίξει, δεν είχε δοκιμάσει να εκμεταλλευτεί τη θέση της,δεν την είχε αντιμετωπίσει σαν πόρνη παρ' ότι έτσι του είχε παρουσιαστεί εκείνη και της είχε δώσει χρήματα.Της είχε χαΐδέψει τα μαλλιά μόνο όσο της μιλούσε.
Είχε πέσει δίπλα της να κοιμηθεί και πάλι δεν είχε δοκιμάσει να εκμεταλλευτεί μια γυναίκα που κοιμόταν δίπλα του γυμνή με ένα λεπτό σεντόνι να τους χωρίζει.
Είχαν κάνει έρωτα τα ξημερώματα.Εκείνη είχε ξυπνήσει μ' ένα τιναγμα από το όνειρο που έβλεπε ξυπνώντας και' κείνον που έδειχνε να κοιμάται πολύ ελαφρά.Είχε δοκιμάσει να την ησυχάσει και πάλι αλλά εκείνη χρειαζόταν να ξέρει ότι κάποιος θα ήταν κοντά της ό,τι και αν συνέβαινε,είχε χωθεί στην αγκαλιά του και όταν εκείνος την έσφιξε πάνω του διαβεβαιώνοντάς την πως δεν θα την εγκαταλείψει μια άλλη επιθυμία και ανάγκη ξύπνησε μέσα τους.
Άρχισε με ένα φιλί και συνεχίστηκε με ένα ερωτικό σμίξιμο γεμάτο πάθος ως που έγινε δική του και μετά αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι.Τώρα εκείνος είχε σηκωθεί αλλά η ίδια ένιωθε ήρεμη και ήσυχη για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό και συνειδητοποιούσε πόσο ανάγκη είχε από φυσιολογικό ύπνο.
Ο Μιχάλης μπήκε στο δωμάτιο.
-Ξύπνησες βλέπω,είπε και κάθισε δίπλα της.
-Λέω να ξανακοιμηθώ,είπε η Βερόνικα,πειράζει;
-Όχι,κοιμήσου.
Γύρισε στο πλάι και έκλεισε τα μάτια της.
Ο Μιχάλης τράβηξε το σεντόνι και τη σκέπασε ως την καμπύλη του ώμου της.Την κοίταξε όπως βυθιζόταν στη γλυκειά ανυπαρξία του ύπνου.
-Μη μ' αφήσεις μόνη,ψιθύρισε μισοκοιμισμένη η κοπέλα.
-Είμαι εδώ.
Τη χάιδεψε στην πλάτη απαλά.
Έμεινε να σκέπτεται καθώς εκείνη κοιμόταν.Δεν είχε φέρει την Βερόνικα σπίτι του με σκοπό να κάνει έρωτα μαζί της.Ήθελε να τη βοηθήσει.Γι' αυτό την είχε βάλει να κοιμηθεί καθησυχάζοντάς την και μετά κουρασμένος από το ταξίδι που είχε κάνει και τα όσα είχαν συμβεί έπεσε και' κείνος για ύπνο ως που τον ξύπνησε με την κραυγή που δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε βγάλει.
Την πήρε στην αγκαλιά του για να την ησυχάσει και όταν της υποσχέθηκε ότι δεν θα την αφήσει ποτέ ένιωσε μια επιθυμία που για πολύ καιρό ήταν ξεχασμένη και είδε στα μάτια της πως και εκείνη το ήθελε,είχε ανάγκη από μια σωματική επαφή που να μην την υπαγορεύει το συμφέρον αλλά μόνο η τρυφερότητα.
Η Βερόνικα κοιμόταν τώρα,εκείνος ξάπλωσε και την πήρε στην αγκαλιά του.Είχε συνηθίσει να ζει μόνος αφοσιωμένος στις μελέτες του αλλά ακόμα και ένας λόγιος έχει ανάγκη από αγάπη.Τη φίλησε απαλά στα μισάνοιχτα χείλη και μετά αποκοιμήθηκε και εκείνος.


Η Βερόνικα ξύπνησε παγωμένη παρ' ότι η νύχτα ήταν ασφυκτικά ζεστή.Τυλίκτηκε με το σεντόνι και έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να ξανακοιμηθεί. Η δυσφορία που ένιωθε εντάθηκε και ένα βίαιο ρίγος την διέτρεξε.Κατάλαβε τι συνέβαινε και κουλουριάστηκε σε εμβρυακή στάση πασχίζοντας να το πολεμήσει.Ένα νέο ρίγος τη διέτρεξε και ένα αθέλητο βογγητό ξέφυγε από τα χείλη της.Άρχισε να τρέμει.
-Όχι,ψέλλισε χωρίς καλά καλά να ξέρει και η ίδια τι ήθελε να πει.
Ο Μιχάλης ξύπνησε από το βογγητό της και ανακάθισε δίπλα της.
-Τι σου συμβαίνει;ρώτησε.
-Δεν ξέρω,είπε η Βερόνικα μη θέλοντας να του αποκαλύψει την αλήθεια.Κρυώνω.
Ο Μιχάλης τη σκέπασε με το δικό του σεντόνι και μετά σηκώθηκε και πήγε σε μια ντολάπα, έφερε μια κουβερτα.Την σκέπασε και κάθισε δίπλα της.
-Καλύτερα; τη ρώτησε.
Η Βερόνικα έκλεισε τα μάτια της και έγνευσε.
-Θες να βρω γιατρό;
-Όχι,είπε η κοπέλα, θα περάσει.
Ο Μιχάλης κάθησε κοντά της .Χάιδεψε τα στιλπνά της μαλλιά κοιτώντας την ανήσυχος.Η Βερόνικα συνέχιζε να τρέμει και εκείνος αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να κάνει κάτι για να την ανακουφίσει.Άγγιξε το μέτωπό της,δεν είχε πυρετό.
Η ιδέα που ξαφνικά σχηματίσθηκε στο μυαλό του δεν ήταν καθόλου ευχάριστη αλλά ταίριαζε με τα όσα λίγα ήξερε για την κοπέλα μπροστά του και εξηγούσαν τα τωρινά της συμπτώματα.Ξεσκέπασε τα χέρια της και τα έψαξε,δεν υπήρχαν σημάδια από τρυπήματα.Δεν έκανε χρήση ναρκωτικών.
Ύστερα κατάλαβε.Χάπια,κάποιο φάρμακο στο οποίο είχε κάνει υπερβολική χρήση ή κάποια άλλη ουσία.
-Καημένο κορίτσι,μονολόγησε ο Μιχάλης παρ' ότι δεν ήταν παρά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος από τη Βερόνικα,τι σε οδήγησε σε αυτήν την κατάσταση;
Η κοπέλα εξκολουθούσε να τρέμει.Δεν ήξερε τι να κάνει,εκείνη είχε ζητήσει να μη φωνάξουν γιατρό γιατί αν εκείνος τους ανέφερε στις αρχές θα είχαν προβλήματα αλλά πάλι αν κινδύνευε η ζωή της;
Αποφάσισε να κάνει αυτό που ήξερε ότι βοηθούσε σε περιπτώσεις πυρετού ελπίζοντας πως θα κατάφερνε να την ανακουφίσει από τα ρίγη που τη διέτρεχαν.Την άφησε και πήγε στο μπάνιο,γέμισε τη μπανιέρα με χλιαρό νερό και επέστρεψε στο δωμάτιο.Ξεσκέπασε την κοπέλα που εξακολουθούσε να τρέμει και την πήρε στην αγκαλιά του.Τη μετέφερε στο μπάνιο και την έβαλε στο νερό κρατώντας την μιας και δυσκολευόταν να παραμείνει καθισμένη.Όπως είχε  το χέρι του πίσω από την πλάτη της για να τη στηρίζει, η Βερόνικα έγειρε το κεφάλι της στο στήθος του. Τα μάτια της άνοιξαν και καρφώθηκαν στα δικά του.
-Μην μ' αφήσεις να φύγω,ψιθύρισε.
Εκείνη τη στιγμή ορκίστηκε πως θα στεκόταν δίπλα της ό,τι και αν γινόταν και δεν θα την εγκατέλειπε ποτέ.
Την πήρε πάλι στην αγκαλιά του και την μετέφερε πίσω στο κρεβάτι.Την στέγνωσε με ένα μπουρνούζι και μετά την έτριψε δυνατά προσπαθώντας να τη ζεστάνει.Στο τέλος την τύλιξε και πάλι με τα σκεπάσματα και την κράτησε στην αγκαλιά του σφικτά.Σιγά σιγά σταμάτησε να τρέμει και η αναπνοή της έγινε κανονική.Αποκοιμήθηκε αλλά εκείνος δεν την άφησε από τα χέρια του μέχρι που ξημέρωσε η νέα μέρα.

Η Βερόνικα άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε να αντικρίζει το Μιχάλη που διάβαζε καθισμένος στο γραφείο του.Για μια στιγμή δεν του μίλησε,απλά τον κοίταζε.Αναρωτιόταν τι έκρυβε αυτός ο άνθρωπος.Την είχε βοήθήσει χωρίς να ζητήσει τίποτα για αντάλλαγμα και την είχε φιλοξενήσει,την είχε περιποιηθεί.Γιατί το έκανε αυτό;Ποια ανάγκη ή επιθυμία τον έκανε να δείξει τόση καλωσύνη σε κάποια που του είχε παρουσιαστεί ως γυναίκα του δρόμου;Γιατί της είχε φερθεί με τόση ευγένεια;
Έγραφε υπό το φως ενός επιτραπέζιου φωτιστικού για να μην την ξυπνήσει.Το μόνο που ακουγόταν ήταν το θρόισμα του στυλού στο χαρτί και μια φαινομενικά άσχετη σκέψη ήρθε στο μυαλό της,μπορούσε ο Μιχάλης να είναι ο άνθρωπός της;Ήξερε πολύ καλά τι την είχε κάνει να το σκεφθεί αυτό.Ένιωθε τόσο καλά δίπλα του,η γαλήνη που τον διακατείχε έκανε και όσους βρίσκονταν γύρω του να νιώθουν το ίδιο.Και ένιωθε για πρώτη φορά από τη στιγμή που ο πατέρας της της είχε ανακοινώσει με τέτοια άνεση το θάνατο της μητέρας της πως είχε βρει ένα σπιτικό.
"Ποιον κοροΐδεύω;σκέφθηκε με πίκρα.Τώρα που θα κατάλαβε και ότι είμαι εθισμένη σε κάποια ουσία;"
-Ξύπνησες βλέπω.
Χαμένη στις σκέψεις της δεν είχε καταλάβει πως ο Μιχάλης είχε σταματήσει να γράφει και είχε έρθει κοντά της.Τινάκτηκε καθώς εκείνος της μίλησε.
-Σε τρόμαξα,συγνώμη.
Η Βερόνικα κοίταξε το Μιχάλη,το γεγονός πως είχε περάσει τη νύχτα με ελάχιστο ύπνο είχε το τίμημά του αλλά δεν έδειχνε να τον νοιάζει.Η Βερόνικα τραβήκτηκε λίγο και του έκανε χώρο δίπλα της.Ο Μιχάλης κάθησε.
-Πως νιώθεις;τη ρώτησε.
-Είμαι καλά τώρα,είπε η Βερόνικα αποστρέφοντας το βλέμμα,δεν μπορούσε να τον κοιτάξει κατάματα.
Ένιωσε το χέρι του να χαΐδεύει απαλά τα μαλλιά της.Δεν έλεγε τίποτα,δεν ζητούσε να μάθει ή να την κρίνει.Έπιασε το χέρι του και το κράτησε στα δικά της.Έμειναν για αρκετή ώρα έτσι και όταν τον κοίταξε τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα.
-Με λένε Βερονίκη Στάμου,με φωνάζουν Βερόνικα,ξεκίνησε η κοπέλα και καθώς ο Μιχάλης πήγε να πει κάτι τον σταμάτησε.Θέλω να ξέρεις.
Του τα είπε όλα,για τη βία που ασκούσε πάνω σ' εκείνη και τη μητέρα της ο πατέρας της για τον πόνο που είχε βιώσει και για την ταπείνωσή της στο σχολείο,για όλα τα μικρά και μεγάλα γεγονότα που την είχαν οδηγήσει ως εδώ.Του άνοιξε την καρδιά της όπως ποτέ πιο πριν.Ενώ του τα έλεγε όλα αυτά συνέχιζε να κρατάει το χέρι του στα δικά της.Εκείνος δεν το τράβηξε, δεν έδειξε αποστροφή για την αδυναμία της και τις επιλογές της.Μόνο όταν σταμάτησε να μιλάει έσκυψε και τη φίλησε απαλά.
-Τα ξεπέρασες όλα αυτά,έμειναν πίσω,της είπε.
-Γιατί το κάνεις αυτό;Γιατί με βοηθάς;
-Πρέπει να υπάρχει ένα γιατί;ρώτησε εκείνος.
-Ναι,είπε η Βερόνικα και ανασηκώθηκε.Πρέπει.Κάθε άλλος άντρας που θα με συναντούσε εκείνο το βράδυ θα με πήγαινε στο κοντινότερο ξενοδοχείο θα έκανε αυτό που θα ήθελε και μετά θα έφευγε πετώντας μου με περιφρόνηση μερικά χαρτονομίσματα.Εσύ με έφερες στο σπίτι σου,δεν απαίτησες κανένα αντάλλαγμα και όταν μου έκανες έρωτα το έκανες με τέτοια τρυφερότητα σαν να ήμουν η κοπέλα σου και όχι μια....
Ο Μιχάλης τη σταμάτησε ακουμπώντας το ένα χέρι του στα χείλη της.
-Μην το πεις,της είπε,δεν είσαι.
-Είσαι πολύ ευγενικός αλλά είμαι,το είχα αποφασίσει.
-Ξέρεις,πιστεύω στην Θεία Πρόνοια,είπε ο Μιχάλης.Ίσως γι' αυτό βρέθηκες στο σταθμό εκείνο το βράδυ.Το τραίνο έπρεπε να φτάσει μια ώρα νωρίτερα αλλά έφτασε καθυστερημένο. Ίσως μόνο και μόνο για να σε συναντήσω.Σε συνάντησα και τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.
-Γιατί μου φέρθηκες με τέτοια καλωσύνη;
-Είδα το βλέμμα σου τη στιγμή που έφτασε η αστυνομία.Αν ήσουν μια από τις γυναίκες του αγοραίου έρωτα δεν θα είχες πρόβλημα, θα ήξερες πως να το χειριστείς .Ο πανικός όμως που είδα στα μάτια σου μου είπε όσα θα έπρεπε να ξέρω.
Η Βερόνικα έμεινε για λίγο σιωπηλή.Μετά ξέσπασε σε λυγμούς.Ο Μιχάλης την αγκάλισε και χάιδεψε την πλάτη της.
-Κλάψε γλυκειά μου,της είπε απαλά,βγάλε από μέσα σου ό,τι σε βαραίνει.
Όταν ηρέμησε ο Μιχάλης της είπε:
-Τώρα θα σηκωθείς σαν καλό κορίτσι και θα πάρουμε πρωινό.Μετά θα πάμε μια βόλτα, πρέπει να βγεις και' συ έξω.

Η Βερόνικα τον αγκάλιασε.Για μια φορά η ζωή φαινόταν να χαμογελάει και σε ' κείνη.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου