1.
Ονειρευόταν ένα δωμάτιο
με απαλά χρώματα και την κούνια από ξύλο κερασιάς με τα όμορφα βαμβακερά
σεντόνια που κοσμούνταν από διάφορα παιδικά σχέδια. Το μωρό της γελούσε
χαρούμενο.... Το γέλιο έγινε κλάμα και ένας αφόρητος πόνος την κυρίευσε.
Ξύπνησε για να
διαπιστώσει ότι ο πόνος δεν ήταν όνειρο αλλά μια ανησυχητική πραγματικότητα.
Βόγκηξε καθώς η ένταση του πόνου αυξήθηκε. Συνειδητοποίησε ότι προερχόταν από
χαμηλά στην κοιλιά της.
-Το μωρό, μονολόγησε
πνιχτά και την επόμενη στιγμή ούρλιαξε από τον πόνο που δυνάμωσε.
Ήταν πολύ κοντά στην
ημερομηνία που υπολογιζόταν να γεννήσει, σε δυο μέρες θα έφευγε για την Αθήνα
για να φέρει στον κόσμο την κόρη της. Καθώς ο πόνος υποχωρούσε έκανε να
ανασηκωθεί αναρωτώμενη αν το μωρό της είχε αποφασίσει να έρθει λίγο νωρίτερα
στον κόσμο. Ένα νέο κύμα πόνου την έριξε πίσω στο κρεβάτι και άρπαξε τα
σεντόνια στα χέρια της ενώ ούρλιαζε ξανά. Κρύος ιδρώτας μούσκευε το πρόσωπο και
τα μαλλιά της.
Μια μεσήλικη γυναίκα
ντυμένη στα μαύρα μπήκε στο δωμάτιο σχεδόν τρέχοντας με την ανησυχία
αποτυπωμένη στο πρόσωπό της.
-Αγγέλα μου τι τρέχει;
-Το μωρό μαμά, τρέξε να
φέρεις την κυρά – Στέλλα, φαίνεται πως θα γεννήσω εδώ.
Η γυναίκα βγήκε γρήγορα
από το δωμάτιο ενώ η κοπέλα που άκουγε στο όνομα Αγγέλα χάιδεψε τη φουσκωμένη κοιλιά της.
-Όχι ακόμα Φωτεινούλα
μου, όχι ακόμα.
Έξω μια αστραπή έσκισε
σαν μαχαιριά τον ανταριασμένο ουρανό.
Ο άνδρας σήκωσε το
κεφάλι του και αφουγκράστηκε τον ήχο της βροντής που συντάραξε τον
συννεφιασμένο Αττικό ουρανό. Ύστερα ξαναγύρισε στο έργο του. Ο στυλό του
γλίστρησε στο χαρτί με έναν ανεπαίσθητο ήχο και εκείνος αφοσιώθηκε εκ νέου στο
γράψιμό του.. Έσκυψε πάνω από το φορτωμένο με σημειώσεις και βιβλία γραφείο
του. Ήταν ένα μακρόστενο γραφείο που αποτελούσε το χαμηλότερο τμήμα μιας
βιβλιοθήκης από σουηδικό ξύλο και ήταν όλο καλυμμένο με βιβλία, κάποια ανοιχτά
σε συγκεκριμένες σελίδες άλλα με σελιδοδείκτες να εξέχουν, σημειώσεις
χειρόγραφες ή μη και χειρόγραφα κείμενά του.
Το κουδούνι της πόρτας
της πολυκατοικίας τον απέσπασε από το κείμενο που έγραφε με τον στριγκό ήχο
του. Πιάστηκε από το ράφι της βιβλιοθήκης, μια κίνηση που ήταν αναπόφευκτη τις
βροχερές μέρες για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Κουτσαίνοντας πήγε στο
θυροτηλέφωνο και πάτησε το κουμπί που άνοιγε την πόρτα και μετά προχώρησε στην
πόρτα του διαμερίσματός του. Την άνοιξε και αντίκρισε τον επισκέπτη του, έναν
άνδρα στα πρώτα χρόνια μετά τα τα τριάντα με πυκνά μαύρα μαλλιά, περιποιημένο
μουστάκι και γενάκι. Τα μαύρα μάτια του πρόδιδαν άνθρωπο με παρατηρητικότητα
και προικισμένο με μια σπάνια ευφυΐα.
-Καλώς τον, είπε ο
οικοδεσπότης. Πως από' δω τέτοια ώρα; Νόμιζα πως θα είσαι στο πανεπιστήμιο
τέτοια ώρα.
-Δεν μπορούσα με τις
καταλήψεις, αφήνουν βέβαια το επιστημονικό προσωπικό αλλά δεν μπορώ να δουλέψω
με το χάος που δημιουργούν. Έτσι είπα να κάνω κάτι άλλο σήμερα που έχει να
κάνει με το χόμπι μου και που θα ενδιαφέρει εσένα.
Ο επισκέπτης έριξε μια
ματιά στο χώρο, το μεγάλο δωμάτιο με τις βιβλιοθήκες στους τοίχους και το
μεγάλο τραπέζι στη μέση όπου βρίσκονταν κάποια βιβλία ανοιγμένα, δεν είχε
αλλάξει από την τελευταία του επίσκεψη.
Κοίταξε τον οικοδεσπότη του που ρώτησε:
-Τι είναι αυτό που θα
με ενδιαφέρει;
Τον ακολούθησε σε ένα
διάδρομο που τους έφερε στο δωμάτιο όπου μελετούσε ως εκείνη την ώρα. Θα
μπορούσε να είναι το καταφύγιο ενός λογίου του Μεσαίωνα αν δεν υπήρχε ένα
laptop σε ένα μικρό τραπεζάκι.
-Κάτι που απαιτεί μια
μικρή αλλαγή στις συνήθειές σου Μιχάλη, είπε ο νεοφερμένος.
Ο Μιχάλης, ένας άνδρας
επίσης στα τριάντα κάτι σωματώδης με καστανά μαλλιά και γαλανά μάτια που
κοιτούσαν τον κόσμο πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά με απλό μεταλλικό σκελετό,
κάθισε στη θέση του στο γραφείο ενώ ο φίλος του βολευόταν σε μια καρέκλα κοντά
του. Ο Μάρκος Γρηγορίου άπλωσε τα μακριά πόδια του και είπε με ένα μικρό
χαμόγελο:
-Θα πάμε μια βόλτα που
σου εγγυώμαι ότι θα σου αρέσει.
Στο ορεινό χωριό της
Λάστου όλοι ήξεραν την Μάρθα Χαράμη, τη χήρα του Φώτη Χαράμη που είχε χαθεί με
το πλοίο του και ολόκληρο το πλήρωμα στον Ινδικό ωκεανό πριν από δέκα χρόνια. Η
κυρά Μάρθα είχε καταφέρει με τη σύνταξή του και κάποια εισοδήματα από τα
χωράφια τους να τα φέρει βόλτα και να μεγαλώσει τη μοναχοκόρη της την Αγγελική
– Αγγέλα στην τοπική καθομιλουμένη. Περίπου ενάμισι χρόνο πριν είχε όλο το
χωριό παρευρεθεί στο γάμο της κοπέλας που τώρα πλησίαζε στην ώρα της γέννας.
Η Μάρθα διέσχισε τα
δρομάκια του χωριού χωρίς να συναντήσει κανέναν, όλοι είχαν μαζευτεί στα σπίτια
τους με τον καιρό να ξεσπάει τη μανία του στο νησί σαν να ήθελε να το
καταποντίσει. Έφτασε στο σπίτι της Στέλλας και χτύπησε την πόρτα του μικρού
κτίσματος. Ήταν μια ηλικιωμένη εμπειρική μαία που είχε βοηθήσει στη γέννηση
όλων των μεγαλύτερων σε ηλικία κατοίκων του χωριού όταν παλιότερα ήταν δύσκολο
να πάνε οι επίτοκες στην Αθήνα για να γεννήσουν.
-Η Αγγέλα, είπε η μαία
μόλις είδε στην πόρτα της την Μάρθα και αφού έριξε πάνω της ένα βαρύ παλτό την
ακολούθησε στο σπίτι της.
Η Αγγέλα ήταν ξαπλωμένη
και έπαιρνε κοφτές ανάσες. Η μαία την πλησίασε και της χαμογέλασε.
-Μ' έναν πόνο κόρη μου,
ευχήθηκε την παραδοσιακή ευχή για την περίσταση.
Ψηλάφισε την κοιλιά της
κοπέλας και το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό της.
-Το μωρό δεν έχει
γυρίσει, είπε, δεν μπορείς να γεννήσεις εδώ. Το μωρό θα πεθάνει. Πρέπει να πας
στην Αθήνα.
-Γιατί;
-Πρέπει να βγει πρώτο
το κεφάλι για να αναπνεύσει, αν δεν γίνει αυτό κινδυνεύει από ασφυξία, και το
δικό σου μωρό δεν έχει γυρίσει. Θα πρέπει να γίνει καισαρική.
Μια βροντή συντάραξε το
σπίτι και το ηλεκτρικό ρεύμα κόπηκε.
2 σχόλια:
Αχου.. καινούργια ιστορία! Ωραία! Έχω αγωνία να γνωρίσω και τον πατέρα το υπόλοιπο μέλος της οικογένειας... Εχει αγωνία
Χαίρομαι που σου άρεσε η αρχή, θα έχει περισσότερη αγωνία πιο κάτω.
Σύντομα η συνέχεια.
Δημοσίευση σχολίου