Επικίνδυνο Ταξίδι 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

-Βόλτα, είπε ο Μιχάλης, δεν νομίζω.
-Όχι εδώ κοντά. Ξέρω πως δεν περπατάς όπου πήγες μαζί της.
-Στο πρόλαβε ο Αλέξανδρος;
-Σε πρόδωσε η απροθυμία σου να ξαναπάς στο Όσκαρ, είπε ήσυχα ο Μάρκος. Εκείνος είχε μια πιο ψύχραιμη και ρεαλιστική αντιμετώπιση σε τέτοια θέματα αλλά κατανοούσε τη ρομαντική αντιμετώπιση του εδώ και δεκαεπτά χρόνια στενότερου φίλου του. Η βόλτα που θα πάμε θα σου αρέσει, θα σε βοηθήσει και στο γράψιμο.
-Κάτι τέτοια είπε και ο Αλέξανδρος και με κατάφερε να πάω στη Βοστώνη. Έζησα να το μετανιώσω.
-Μετάνιωσες για τα όσα έζησες εκεί ή για την Ντήντρα;
Ο Μιχάλης χαμογέλασε αλλά δεν είχε τίποτα το εύθυμο το χαμόγελό του. Στράφηκε και πάλι στα χαρτιά του. πήρε κάποιες καλογραμμένες σημειώσεις και τις έτεινε στον Μάρκο.
-Αυτό που ζήτησες. Παραδείγματα από βασιλικές οικογένειες όπου ικανοί βασιλείς είχαν ανίκανους διαδόχους και το αντίστροφο, πάντα πατέρας με γιο.
-Ευχαριστώ. Λοιπόν ετοιμάσου.
-Που θα πάμε;
-Θα δεις. Δείξε λίγη εμπιστοσύνη.
Ο Μιχάλης έγειρε πίσω στην καρέκλα του και κοίταξε τον φίλο του εξεταστικά.
-Κάτι ετοιμάζεις.
-Φυσικά, είπε ο Μάρκος και σηκώθηκε. Αλλά δεν έχασες ποτέ ακούγοντάς με.

Η Μάρθα άφησε τη Στέλλα με την κόρη της που είχε κάπως ησυχάσει μιας και οι πόνοι είχαν υποχωρήσει, και είχε πάει να βρει τον Γιακουμή, τον μόνο οδηγό ταξί που υπήρχε στο χωριό τους. Το σπίτι του ήταν στην άκρη του χωριού, το πρώτο που συναντούσες στη Λάστο ανεβαίνοντας από τη διασταύρωση για Βωλάδα και Όθο. Τα χωριά φαίνονταν από αυτό το σημείο όπως και ο κάμπος πέρα αλλά τώρα ήταν χαμένα όλα στην αντάρα. Πίεσε το κουδούνι και το άκουσε να ηχεί κάπου μέσα στο σπίτι, ο ήχος που έμοιαζε με κελάηδημα πουλιού ακούστηκε παρά το βουητό του αέρα. Ξαναχτύπησε βλέποντας πως δεν ανοίγει κανείς αλλά και πάλι κανένας δεν της άνοιξε.
-Κυρά Μάρθα, τσάμπα στέκεσαι και σε τρώει το κρύο, ο Γιακουμής έχει κατέβει από το πρωί στην πόλη. Σύρε σπίτι και άμα γυρίσει του λέω ότι τον έψαξες. Τον θες για αγώγι;
Στράφηκε και αντίκρισε την  Θέκλα την καντηλανάφτισσα όπως όλοι την ήξεραν γιατί ο άνδρας της ήταν νεωκόρος στην εκκλησία του χωριού.
-Πρέπει να πάω την Αγγέλα στο αεροδρόμιο να φύγει για Αθήνα.
-Ήρθε η ώρα; Με το καλό.
-Την πιάσανε οι πόνοι και η Στέλλα είπε ότι δεν μπορεί να γεννήσει εδώ.
-Μαθές δεν μπορεί να σε πάει ο Γιάννος στο αεροδρόμιο; Γιάννο! Ε Γιάννο!
-Τι' ναι ρε γυναίκα και φωνάζεις;
Ο Γιάννος ήταν ένας μεγαλόσωμος νησιώτης με καρδιά μικρού παιδιού, πάντα πρόθυμος να βοηθήσει όποιον είχε ανάγκη. Όλοι είχαν να λένε για την καλοσύνη και την προθυμία του. Όταν δεν βοηθούσε στην εκκλησία δούλευε στα χωράφια αλλά σήμερα ο καιρός τον είχε κλείσει στο σπίτι όπως και του υπόλοιπους συγχωριανούς του ή τους περισσότερους τουλάχιστον. Βγήκε στην πόρτα και είπε στη γυναίκα του:
-Τι έπιασες τα λόγια εδώ πέρα; Θα πουντιάσεις. Γεια σου κυρά Μάρθα πρόσθεσε βλέποντας τη στο δρόμο. Κόπιασε να σε τρατάρουμε, τι κάνει η Αγγέλα;
-Δεν είναι καλά, είπε η Μάρθα και εξήγησε το πρόβλημα που αντιμετώπιζε.
-Κατάλαβα, είπε ο Γιάννος και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Τράβα στο σπίτι και ετοίμασε την Αγγέλα, θα σας κατεβάσω εγώ στο αεροδρόμιο.
-Να' σαι καλά Γιάννο, είπε ανακουφισμένη η Στέλλα και πήρε το δρόμο για το σπίτι της και πάλι.

Ο Μιχάλης κοίταξε και πάλι τον Μάρκο. Εκείνος ανταπέδωσε αθώα το βλέμμα του. Όταν ήθελε ήταν αινιγματικός σαν την Σφίγγα. Αν ήθελε να μάθει τι είχε κατά νου θα έπρεπε να πάει μαζί του. Υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν ήταν περίεργος αλλά ο Μάρκος είχε αναφέρει το γράψιμο, κάτι που για' κεινον ήταν παραπάνω από χόμπι.
-Εντάξει, κέρδισες. Που θα πάμε;
-Θα δεις, ντύσου καλά μόνο γιατί κάνει ψοφόκρυο.
Ο Μιχάλης, που ήδη φορούσε παντελόνι, πουκάμισο και φούτερ, φόρεσε μπουφάν και σκούφο. Γύρισε στο Μάρκο.
-Εντάξει;
-Μια χαρά, είπε εκείνος και έδειξε το laptop. Πάρε το μαζί, είμαι σίγουρος πως θα θέλεις να κρατήσεις σημειώσεις.
Ο Μιχάλης πήρε το χαρτοφύλακά του από το δάπεδο δίπλα στο γραφείο και αφού έβαλε μέσα το φορητό υπολογιστή, ένα σημειωματάριο και ένα στυλό Πάρκερ – πάντα έγραφε με τέτοιους-  τον έκλεισε. Άφησαν με το Μάρκο το σπίτι και βγήκαν στο δρόμο. Ο Μιχάλης περπατούσε με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού με σφαιρική χρυσή λαβή.
-Νόμιζα πως ήσουν καλύτερα, είπε ο Μάρκος.
-Με καλό καιρό περπατώ και χωρίς αυτό αλλά η υγρασία και το κρύο μου το κάνουν δύσκολο, απάντησε ο Μιχάλης ενώ έμπαιναν στο αυτοκίνητο και ξεκινούσαν.
Κανείς από τους δυο δεν φανταζόταν σε τι θα έμπλεκαν.

Η Αγγέλα ήταν κανονικού ύψους και σχετικά λεπτοκαμωμένη, ακόμα και με την κοιλιά της  στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης δεν έδειχνε ιδιαίτερα γεμάτη. Ντυμένη με ένα φόρεμα και τυλιγμένη σε ένα χοντρό παλτό στριμώχτηκε δίπλα στον οδηγό στο αγροτικό φορτηγάκι του Γιάννου και δίπλα της κάθισε η μητέρα της.
-Παλιόκαιρος, είπε ο Γιάννος συνοφρυωμένος, θα μας πάρει πάνω από ώρα για το αεροδρόμιο.

-Γιατί χωρίσατε με τη Ντήντρα; είπε ο Μάρκος ενώ οδηγούσε στη λεωφόρο Βάρης Κορωπίου.
Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του.
-Λόγοι ανωτέρας βίας.
-Δηλαδή;
-Ας πούμε ότι δεν  είχε άλλη επιλογή.
Ο Μάρκος τον λοξοκοίταξε ενώ έπιανε τη δεξιά λωρίδα.
-Αυτό τι σημαίνει;
-Αρκεί αυτό, είπε ο Μιχάλης και κοίταξε τον ουρανό που ήταν γεμάτος με μολυβένια σύννεφα.
-Σου κόστισε πολύ αυτή η απώλεια ε;
-Ναι, είπε ο Μιχάλης και άλλαξε θέμα, κατά την παλιά ναυτική έκφραση θα κατεβάσει φίδια.
-Τελευταία φορά που κοίταξα το βαρόμετρο έλεγε 1015 μιλιμπάρ, είπε ο Μάρκος κοιτώντας και αυτός τον σκοτεινιασμένο ουρανό. Ναι, θα έχουμε καταιγίδα.
-Που σημαίνει τον ιδανικό καιρό για γράψιμο αλλά εσύ επιμένεις να με πας κάπου.
-Θα δεις. Για να δούμε τι έμαθες τόσο καιρό, τι είναι αυτά τα σύννεφα;
Ο Μιχάλης κοίταξε τον ουρανό και απάντησε.
-Στρωματομελανίες, θα έχουμε πολλές ώρες βροχής.
-Ακριβώς.
Ο Μάρκος έστριψε και ο Μιχάλης είπε:
-Πάμε στο αεροδρόμιο, γιατί;

Ο Γιάννος άναψε το καλοριφέρ μόλις κινήθηκε λίγο το αυτοκίνητο και μπορούσε να λειτουργήσει. Η Αγγέλα νανουρίστηκε από την ζέστη και τη ρυθμική κίνηση του οχήματος. Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο της μητέρας της και αποκοιμήθηκε. Δεν ήταν βαθύς ύπνος, κάπου βαθιά μέσα της είχε τη συνείδηση ότι ήταν στο αυτοκίνητο. Δεν ήταν όμως και σε εγρήγορση. Στη γλυκιά αυτή παραζάλη η σκέψη της πέταξε στο Δημήτρη Φωκά, τον άνδρα της. Τον ήξερε από παιδί, από μωρό θα ήταν το σωστό. Μεγάλωσαν μαζί και στο λύκειο συνειδητοποίησαν πως ήταν κάτι παραπάνω από φίλοι. Παντρεύτηκαν και τώρα ήταν έτοιμη να φέρει το παιδί τους στον κόσμο.
Τινάκτηκε, το μωρό που κινδύνευε να πεθάνει. Κινδύνευε και η ίδια αλλά αυτό δεν την ένοιαζε, ήθελε να ζήσει το μωρό της. Ακούμπησε τα χέρια της στην κοιλιά της.

-Κατάσταση Εκτάκτου Ανάγκης, είπε ο Μάρκος αναφέροντας τον τίτλο ενός παλιότερου μυθιστορήματος του Μιχάλη.
-Πάνε έντεκα χρόνια, που το θυμήθηκες;
-Δεν ξεχνώ τέτοια θέματα ειδικά αφού πρόσφερα τις γνώσεις μου.
-Και τώρα το θυμήθηκες γιατί....
-Θα πετάξουμε με ένα Σέσνα 182.
Είχαν φτάσει στο αεροδρόμιο. Καθώς ο Μάρκος έφερνε το αυτοκίνητο στο μισθωμένο πάρκινγκ ο Μιχάλης αναθυμόταν το μυθιστόρημα εκείνο που είχε θέμα μια κατάσταση με ακυβέρνητο αεροπλάνο στο JFK της Νέας Υόρκης που περιλάμβανε και μια πτήση με Σέσνα σε θυελλώδη καιρό. Ο Μάρκος που είχε πάθος με τα αεροπλάνα είχε βοηθήσει με το τεχνικό μέρος της υπόθεσης.  Μερικά χρόνια νωρίτερα είχε πάρει δίπλωμα ερασιτέχνη πιλότου για μικρά αεροπλάνα και κάπου κάπου – ήταν ακριβό χόμπι – έκανε πτήσεις.
Παρκάρανε και βγήκαν από το αυτοκίνητο.
-Δέχομαι πως είναι έξοχη η ιδέα σου, είπε ο Μιχάλης.
-Πάμε, είπε ο Μάρκος, το αεροσκάφος μας  μας περιμένει.

Τους περίμενε και κάτι άλλο, τελείως αναπάντεχο.

2 σχόλια:

elanor είπε...

Τώρα το θυμήθηκα...το χω ξαναδιαβάσει, δεν με πειράζει όμως μια επανάληψη. Καληνύχτα!!

Νυχτερινή Πένα είπε...

Καλημέρα Αργυρώ!

Δημοσίευση σχολίου