-Αη - Γιάννη μου Πρόδρομε βάλε το χέρι σου, είπε ο
Γιάννος ενώ πατούσε με όλη τη δύναμή του το γκάζι και έστριβε το τιμόνι
παλεύοντας να κρατήσει το αυτοκίνητο στο δρόμο. Οι ρόδες σπινιάρισαν στο
λασπωμένο έδαφος αλλά η προσπάθειά του απέδωσε καρπούς. Το αγροτικό κατάφερε να
βρει σταθερό έδαφος και να μετά να βγει με ταχύτητα από το χείμαρρο.
Η Μάρθα και η Αγγέλα
ανάσαναν με ανακούφιση καθώς το αυτοκίνητο έπαιρνε το δρόμο για το αεροδρόμιο
και πάλι.
-Όργανα πτήσης;
-Εντάξει.
-Πηδάλιο;
-Εντάξει.
-Βαλβίδες καυσίμων;
-Τροφοδοτούν σωστά.
-Ισχύς.
-Στις 1800 στροφές.
-Βοηθητικά πτερύγια.
-Στις δέκα μοίρες.
Ο Μιχάλης είχε πάρει
στα σοβαρά το ρόλο του συγκυβερνήτου και φαινόταν να έχει έστω και για λίγο
ξεχάσει την Ντήντρα και την οδύνη της απώλειας.
-Αυτόματος πιλότος;
-Κλειστός.
-Φώτα και στρόβοι
ανοιχτά, τον συγκεκριμένο έλεγχο τον έκανε μόνος του ο Μιχάλης. Ήταν έτοιμοι
για απογείωση.
Ο Μάρκος έκλεισε τα
φρένα, ανέβασε την ισχύ της μηχανής στο μέγιστο και το Σέσνα ξεχύθηκε στο
διάδρομο με ορμή αρπάκτικού που ορμάει στο θήραμά του. Άφησε το έδαφος με ένα τίναγμα και άρχισε να
παίρνει ύψος.
-Έχουμε απογείωση,
φώναξε ο Μιχάλης.
Ο Μάρκος έστριψε το
αεροπλάνο σύμφωνα με τις οδηγίες του πύργου ελέγχου ενώ ο Μιχάλης
παρακολουθούσε τους χειρισμούς αλλά και απολάμβανε τη θέα.
-Βοηθητικά πτερύγια.
-Κλειστά.
-Φώτα και στρόβοι.
-Παραμένουν, με τον
καιρό αυτό ας είμαστε ορατοί.
Το Σέσνα σκαρφάλωσε
εύκολα στα οκτώ χιλιάδες πόδια και ο Μάρκος ενεργοποίησε τον αυτόματο πιλότο
ρυθμίζοντάς τον να διατηρήσει, ύψος, πορεία και ταχύτητα.
-Και τι σκοπεύεις να
κάνεις; ρώτησε τώρα που ο αυτόματος κυβερνούσε το σκάφος.
-Τι εννοείς;
ξαφνιάστηκε ο Μιχάλης.
-Δεν σκοπεύεις να
μείνεις μόνος για πάντα;
-Αυτό ακριβώς σκοπεύω.
Κατέβαιναν προς τα
πεδινά του νησιού όταν το αγροτικό αυτοκίνητο τραντάκτηκε ολόκληρο ενώ
ακουγόταν ένας εκκωφαντικός ήχος από πίσω και έγινε ξαφνικά ανεξέλεγκτο.
-Παναγιά μου! φώναξε η
Μάρθα.
Τα αεροπλάνα διαθέτουν
τριών ειδών φώτα, τους προβολείς που ανάβουν στην προσγείωση και την απογείωση,
τους στρόβους που είναι λευκά φώτα τα οποία αναβοσβήνουν για να είναι ορατά στο σκοτάδι ή στην
κακοκαιρία και εκείνα στην άκρη των φτερών. Τα τελευταία είναι δυο μικρά
φωτάκια πράσινο στο δεξί φτερό και κόκκινο στο αριστερό που βοηθούν στο σκοτάδι
τους πιλότους άλλων αεροσκαφών να καταλάβουν αν το αεροπλάνο που βλέπουν
πλησιάζει ή απομακρύνεται αφού γνωρίζουν αν το βλέπουν από πίσω ή από εμπρός.
Ο Μάρκος έσβησε τους
προβολείς και τράβηξε το μοχλό που ανέβαζε τις ρόδες. Τα υπόλοιπα φώτα θα τα
άφηνε μιας και ο καιρός δεν ήταν καλός και η ορατότητα δεν ήταν μεγάλη.
Κατέβηκαν στα 7500 πόδια όπως διέταξε ο έλεγχος.
-Που πάμε; ρώτησε ο
Μιχάλης.
-Εδώ κοντά, είπε ο
Μάρκος χαμογελώντας, στην Κάρπαθο.
-Ωραία, είπε ο Μιχάλης
και έκανε να απλώσει το χέρι του πίσω στον χαρτοφύλακά του. Μπορώ να ανοίξω το
laptop;
-Ελεύθερα, είπε ο
Μάρκος. Σκοπεύεις να γράψεις;
-Όχι, αλλά σίγουρα θα
κρατήσω σημειώσεις όπως είχες προβλέψει.
Ο Μιχάλης πήρε το μικρό
υπολογιστή του και τον άνοιξε. Ενώ φόρτωνε, ο Μάρκος ρώτησε:
-Σκοπεύεις πραγματικά
να μείνεις μόνος σου;
-Γιατί μένω με παρέα
τώρα;
-Καλό! γέλασε ο Μάρκος,
αλλά υπεκφεύγεις και το ξέρεις.
-Η Ντήντρα ήταν
μοναδική, δεν θα υπάρξει άλλη. Όλα αυτά που αγνόησε για να είναι μαζί μου, η
γλυκύτητα του χαρακτήρα της, η άδολη καρδιά της και ο μοναδικός χαρακτήρας της
δεν μπορούν να ξαναβρεθούν εύκολα.
-Αλλά όχι καθόλου,
παρατήρησε ο Μάρκος.
Ο Μιχάλης τον κοίταξε.
-Δεν θα υπάρξει άλλη.
-Δεν θα σου πω σαν τον
Αλέξανδρο αν θα σου λείψει το σεξ, δεν είναι εκεί η ουσία μιας σχέσης, αλλά δεν
θα χρειαστείς ποτέ μια σύντροφο;
-Δεν υπάρχει λόγος να
το συζητάμε, είπε ο Μιχάλης, ας αλλάξουμε θέμα.
Το αγροτικό τινάκτηκε
σαν να το χτύπησε κάτι και άρχισε να κάνει ανεξέλεγκτες κινήσεις. Ο Γιάννος πάλευε να κρατήσει το αυτοκίνητο
στο δρόμο και φρέναρε για να κόψει ταχύτητα και να σταματήσει αλλά το βρεγμένο
οδόστρωμα δεν βοηθούσε καθόλου. Κατάφερε τελικά να ακινητοποιήσει το αγροτικό
και κατέβηκε να δει τι συνέβαινε.
Η βροχή είχε δυναμώσει
και οι δυο γυναίκες που έμειναν μέσα δεν μπορούσαν να διακρίνουν σχεδόν τίποτα
έξω.
-Φοβάμαι μαμά, είπε η Αγγέλα.
Οι πόνοι της είχαν
αρχίσει να δυναμώνουν και πάλι. Ακούμπησε τα χέρια της στην κοιλιά της, παρά το
κρύο ήταν ιδρωμένη. Μια νέα έξαρση του πόνου την έκανε να βογκήξει. Έγειρε το
κεφάλι της πίσω.
-Κουράγιο, της χάιδεψε
το χέρι η μητέρα της και μετά με ένα μαντήλι σκούπισε το ιδρωμένο της μέτωπο.
Η πόρτα του οδηγού
άνοιξε και εμφανίστηκε ο Γιάννος μούσκεμα.
-Έσκασε το πίσω
λάστιχο, το δεξιό.
-Έχεις ρεζέρβα, δεν
έχεις; είπε η Αγγέλα και βόγκηξε ξανά.
-Είχα, είπε ο Γιάννος,
κάτω από την καρότσα αλλά τώρα δεν είναι εκεί, πρέπει να τη χάσαμε στο
χείμαρρο.
Η Αγγέλα και η Μάρθα
κοιτάκτηκαν, τι θα έκαναν τώρα;
-Υπεκφεύγεις, είπε ο
Μάρκος.
-Δεν υπάρχει άλλο
τίποτα να πούμε, απάντησε ο Μιχάλης, μου κόστισε πολύ αυτό που έγινε και δεν
είμαι πλέον διατεθειμένος να το ξαναπεράσω.
-Είναι μέσα στη ζωή.
-Όπως και το γράψιμο,
προτιμώ να ασχολούμαι με αυτό λοιπόν.
Πράγμα που μου θυμίζει.. Διάβασες τα κεφάλαια που σου έστειλα;
-Ναι, είπε ο Μάρκος που
πολλές φορές διάβαζε τα γραπτά του φίλου του και σχολίαζε. Σου έστειλα και τα
σχόλιά μου αλλά μάλλον δεν είδες την αλληλογραφία σου σήμερα.
-Είμαστε δυο χιλιόμετρα
από το Απέριο, είπε ο Γιάννος. Θα πάω ως εκεί να βρω ρεζέρβα και θα τη φέρω να
τη βάλω. Εσείς θα μείνετε εδώ.
-Είναι πολλά δυο
χιλιόμετρα, είπε η Μάρθα, με αυτήν την βροχή.
-Δεν έχουμε άλλη
επιλογή, ελπίζω να βρω κάποιον να με φέρει τουλάχιστον. Κυρά Μάρθα να σου δείξω
πως να βάζεις το ζεστό αέρα για να μην παγώσετε.
-Μπορεί να εκδοθεί,
είπε ο Μάρκος, σοβαρά.
Κοίταξε τον Μιχάλη, από
φοιτητής ακόμα ο φίλος του μεγαλόδειχνε αλλά μετά το χωρισμό του αυτή η εικόνα
είχε ενταθεί. Όσο μιλούσαν για το μυθιστόρημά του η ένταση είχε υποχωρήσει
γλυκαίνοντας λίγο τα χαρακτηριστικά του αλλά δεν έπαυε να είναι εκεί θυμίζοντας
πως αντίκριζε έναν άνθρωπο που είχε δει τους χειρότερους εφιάλτες του να
αποκτούν σάρκα και οστά. Και δεν πάλευε να ξεφύγει, είχε απλά αποφασίσει ότι θα
ζούσε μαζί τους.
Μαζί είχε ενταθεί και η
αποξένωση από τον κόσμο. Ποτέ δεν ήταν ο τύπος που θα ξημερωνόταν σε πάρτι αλλά
τώρα είχε σχεδόν αποσυρθεί από τον κόσμο, δεν έβγαινε έξω για διασκέδαση παρά
μόνο για δουλειές και είχε ελαχιστοποιήσει τις κοινωνικές υποχρεώσεις. Το μόνο
που δεν είχε αλλάξει ήταν η αγάπη για το γράψιμο και τα βιβλία.
-Το σκέφτομαι, είπε ο
Μιχάλης κοιτώντας την οθόνη του φορητού υπολογιστή του. Πόσο θα μείνουμε στην
Κάρπαθο;
-Δεν θα μείνουμε, θα
κάνουμε ένα touch and go.
Ο Μιχάλης ήξερε τι
σήμαινε αυτό. Θα προσέγγιζαν το αεροδρόμιο, θα χαμήλωναν πάνω από το διάδρομο
αλλά δεν θα προσγειώνονταν, θα έπαιρναν ύψος και θα έμπαιναν σε πορεία για την
Αθήνα.
-Πολύ καλή ιδέα.
Έμοιαζαν να είναι μόνες
στον κόσμο. Η βροχή ήταν πυκνότερη τώρα και χωρίς τους υαλοκαθαριστήρες να
διώχνουν το νερό από τα τζάμια δεν μπορούσαν να δουν τίποτα έξω. Η Μάρθα έβαζε
τον αέρα για να κρατάει ζεστή την καμπίνα αλλά όχι για πολύ κάθε φορά μιας και
υπήρχε κίνδυνος να εξαντλήσει την μπαταρία. Η Αγγέλα είχε ανεβάσει τα πόδια της
στη θέση του οδηγού και είχε ξαπλώσει στην αγκαλιά της μητέρας της. Ένα βογκητό
ξέφυγε από τα χείλη της και το σώμα της
τεντώθηκε σε ένα τόξο γεμάτο πόνο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου