Μέρες Του Φθινοπώρου 32

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τριακοστό Δεύτερο

 

Ο Ντάνιελ άφησε στο πλοίο λίγους από τους άνδρες του και με τους περισσότερους πήρε τρία φουσκωτά για να κάνει έφοδο στο γιοτ του Βλέμμυ. Το ένα πλησίασε από την πλευρά της σκάλας επιβίβασης, τα άλλα δύο από την αντίθετη. Το πρώτο είχε τη μηχανή στο φουλ και πλησίασε με θόρυβο, τα άλλα δύο πλησίασαν με τη δύναμη των κουπιών. Τα κουπιά ήταν φτιαγμένα από ειδικό υλικό και όταν έλαμναν οι άνδρες δεν ακουγόταν τίποτα.

Το φουσκωτό πλησίασε με θόρυβο και σταμάτησε δίπλα στο γιοτ. Δύο άνδρες εμφανίστηκαν αμέσως στην κορυφή της σκάλας επιβίβασης χωρίς να κρύβουν ότι ήταν οπλισμένοι.

-Απομακρυνθείτε αμέσως, είπε ο ένας, αυτό το σκάφος είναι ιδιωτικό.

-Δεν αμφιβάλλω, είπε ένας άνδρας από το φουσκωτό, αλλά ψάχνουμε ένα φίλο μας.

-Δεν είναι εδώ.

-Πού το ξέρεις; ρώτησε ένας άνδρας από το φουσκωτό, που δεν ήταν άλλος από τον Γουίλλιαμ. Δεν ξέρεις ποιος είναι ο φίλος μας.

-Δεν άκουσες τι είπα;

-Μα δεν ξέρεις καν τον φίλο μας, είπε ο Γουίλλιαμ. Είναι ένας μεγαλόσωμος τύπος με φαρδιές πλάτες, φοράει γυαλιά και κουτσαίνει λίγο.

Οι δύο φρουροί αντάλλαξαν μια ανήσυχη ματιά και έκαναν να τραβήξουν τα όπλα τους αλλά ήταν αργά. Ο Γουίλλιαμ πυροβόλησε δύο φορές, τόσο γρήγορα που ακούστηκε σαν μια, και οι δύο τους έπεσαν στο κατάστρωμα ουρλιάζοντας.

-Επίσης είναι πιο έξυπνος από εσάς! πρόσθεσε ο βετεράνος πεζοναύτης και ανέβηκε τη σκάλα.

Έδειξε τους δύο πεσμένους άνδρες σε έναν από τους δικούς του.

-Δέσε τους, Μάιλς, οι υπόλοιποι μαζί μου.

Πυροβολισμοί ακούστηκαν και από άλλα σημεία του πλοίου.

 

Ο Νίκος Βλέμμυς ήταν εξοργισμένος. Η υπόθεση στην οποία τον είχε μπλέξει η Έφη του είχε κοστίσει χρήματα, η επίθεση στα συμφέροντα του πρώην της είχε γυρίσει μπούμερανκ και έχανε εκατομμύρια. Και φαινόταν ότι είχε βάλει τις αρχές στα ίχνη του. Έπρεπε να δεχθεί την ήττα του αυτή τη φορά και να ανασυνταχθεί.

Πληκτρολόγησε στον υπολογιστή μια εντολή που άρχισε να σβήνει τα δεδομένα του σκληρού του. Είχε ήδη διαγράψει τα πάντα από τα ηλεκτρονικά του ταχυδρομεία. Θα έκοβε όλους τους δεσμούς με όσα είχαν γίνει εδώ.

Στράφηκε στην Κατερίνα που τον παρακολουθούσε.

-Ξεφορτώσου την τσουλίτσα.

Η Κατερίνα έγνευσε και βγήκε.

 

Ο Βλέμμυς είχε ένα πλήρωμα που αποτελείτο από ναυτικούς και μπράβους. Όλοι είχαν όπλα και ήξεραν να τα χρησιμοποιούν αλλά δεν ήταν ικανοί να τα βγάλουν πέρα με τους πρώην κομάντο που αποτελούσαν την ομάδα του Ντάνιελ.

Ο Βρετανός είχε σαν πρώτο στόχο να βρει τον Μιχάλη και κατόπιν να τακτοποιήσει τον Βλέμμυ. Η προτεραιότητα αυτή άλλαξε όταν τον ενημέρωσαν οι άνδρες των δύο φουσκωτών ότι είχαν εντοπίσει τον φίλο του στο νερό να παλεύει να κρατήσει τον εαυτό του και μια κοπέλα στην επιφάνεια.

-Περισυλλέξτε τον, είπε ο Ντάνιελ και διέταξε τους υπόλοιπους: Επίθεση! Ώρα για κλείσιμο λογαριασμών.

 

Η Έφη ήταν ακόμα στην καμπίνα από την οποία είχε αποδράσει ο Μιχάλης με την Θάλεια και τη Χαρά. Βαριανάσαινε από ανήμπορη λύσσα ενώ πρόφερε κατάρες και βλαστήμιες για τον άνδρα που είχε τολμήσει να της εναντιωθεί και την είχε νικήσει κατά κράτος.

-Α, εδώ είσαι, είπε η Κατερίνα μπαίνοντας στην καμπίνα. Πρέπει να φύγουμε.

-Τι γίνεται; ρώτησε η Έφη συνειδητοποιώντας ότι έπεφταν πυροβολισμοί και καταλαβαίνοντας γιατί κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί για τις φωνές της όταν το έσκαγε ο Μιχάλης.

-Δεχτήκαμε μια επίθεση, γι’ αυτό πρέπει να φύγουμε.

-Πάμε.

Η Έφη ακολούθησε την Κατερίνα στο διάδρομο και μετά σε μια πόρτα που οδηγούσε στο κατάστρωμα. Κοντοστάθηκε και της ένευσε να περάσει πρώτη. Καθώς το έκανε η Κατερίνα την αγκάλιασε και τη φίλησε, η γλώσσα της έπαιξε με της Έφης και εκείνη παραδόθηκε σε αυτό το ερωτικό κάλεσμα.

Δεν ένιωσε σχεδόν το  τσίμπημα στο λαιμό της.

-Τι… έκανε να πει αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Ένιωθε σαν να είχε γίνει η γλώσσα της διπλή μέσα στο στόμα της και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Πανικός άρχισε να την καταλαμβάνει. Τι της συνέβαινε;

Η Κατερίνα την οδήγησε στην άκρη του καταστρώματος και την έγειρε πάνω από την κουπαστή. Μετά τράβηξε τα πόδια της, και η Έφη έπεσε στο νερό. Η Κατερίνα έσκυψε και την κοίταξε:

-Λυπάμαι, είπε, ήσουν υπέροχη στο κρεβάτι αλλά δεν πρέπει να αφήσουμε ίχνη.

Της έσπρωξε το κεφάλι κάτω από την επιφάνεια του νερού. Η Έφη δεν μπορούσε να αντισταθεί. Άρχισε να καταπίνει νερό.

Κατάλαβε ότι θα πέθαινε. Τα πνευμόνια της άρχισαν να καίνε από την έλλειψη οξυγόνου. Πόσο λάθος είχε κάνει! Στις επιλογές της, στο ότι είχε πετάξει την ευκαιρία για κάτι όμορφο με έναν ευγενικό άνδρα που είχε κάνει εχθρό της και την είχε καταστρέψει.

Θα μπορούσε να μην είχε παίξει και να ήταν δική του ερωμένη αντί για του Βλέμμυ. Τώρα θα ζούσε… Αλλά είχαν πάει όλα στραβά. Γιατί; Από μια ζητιάνα.

«Γαμημένο αλητάκι,» σκέφτηκε και μετά το σκοτάδι την τύλιξε για πάντα.

 

Η Ελπίδα ξάπλωσε στο κρεβάτι της και περίμενε τον Ρωμανό να την ακολουθήσει. Μόλις εκείνος ξάπλωσε χώθηκε στην αγκαλιά του. Ο αγαπημένος της πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. Άκουγε την καρδιά του που χτυπούσε. Χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια της.

-Είναι ωραία, είπε απαλά.

Ο Ρωμανός χάιδεψε την πλάτη της και την ένιωσε να ριγεί.

-Τι είναι, αγάπη μου;

-Σαν να κρύωσα ξαφνικά. Δεν είναι τίποτα.

-Σίγουρα;

-Ναι, δεν είναι τίποτα, είπε η κοπέλα. Απλά κράτησέ με.

Ο Ρωμανός την χάιδεψε ως που την ένιωσε να χαλαρώνει και να αποκοιμιέται.

 

Ο Γουίλλιαμ στάθηκε μπροστά στον Ντάνιελ και χαιρέτησε στρατιωτικά.

-Αποστολή εξετελέσθη!

-Απώλειες;

-Μερικοί μικροτραυματισμοί. Τίποτα σοβαρό.

-Ο εχθρός;

-Σκοτώσαμε εννιά, μαζέψαμε άλλους δώδεκα συν τον κύριο από’ δω.

Ο Βλέμμυς ήταν πεσμένος στο κατάστρωμα δεμένος χειροπόδαρα. Πρόφερε μια βλαστήμια.

-Καλά που δεν είναι ο Μάικ εδώ να σ’ ακούσει, είπε ο Γουίλλιαμ ειρωνικά, γιατί δεν ξέρω τι θα σου’ κανε, δεν του αρέσουν καθόλου κάτι τέτοιες εκφράσεις!

Ο Βλέμμυς πρόφερε ακόμα μια βλαστήμια αλλά ήταν πλέον αργά και δεν είχε σημασία, είχε χάσει το παιχνίδι.

Μέρες Του Φθινοπώρου 31

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τριακοστό Πρώτο

 

-Πάει και αυτή η μέρα, είπε ο Ρωμανός καθώς έβγαινε με την Ελπίδα και την αδερφή του από το σχολείο.

-Και χωρίς άλλους μπελάδες, είπε η Ελπίδα.

-Δεν θα έλεγα ότι δεν φτάνανε όσοι είχαμε σε μια εβδομάδα, είπε η Φωτεινή, ακόμα και αν μας βγήκαν σε καλό.

-Σε καλό; έκανε ο Ρωμανός αλλά η απάντηση ήρθε μόνη της καθώς ο Αλέξης τους πλησίασε.

-Πάμε για ένα μπάνιο μιας και ο καιρός κρατάει; τους πρότεινε.

 

Ο Μιχάλης κοίταξε ατάραχος τον άνδρα που τον σημάδευε.

-Θα έρθεις μαζί μου τώρα, είπε εκείνος.

-Να κλείσω…

-Προχώρα! είπε ο άλλος και ο Μιχάλης περιορίστηκε να τραβήξει την πόρτα πίσω του.

Στο δρόμο βρισκόταν ένα αυτοκίνητο με έναν ακόμα άνδρα που περίμενε στο τιμόνι και με την μηχανή αναμμένη. Ο Μιχάλης κάθισε στη θέση του συνοδηγού και ο άνδρας με το όπλο πίσω του για να τον έχει συνέχεια υπό την απειλή του με την κάννη κολλημένη στην πλάτη του.

Ξεκίνησαν. Ο Μιχάλης αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να δοκιμάσει να διαφύγει. Δεν είχε καμία αμφιβολία για το ποιος βρισκόταν πίσω από αυτήν την απαγωγή, αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν ο λόγος. Αν ο Βλέμμυς ήθελε να ασχοληθεί μαζί του, γιατί δεν τον είχε σκοτώσει αλλά έβαζε να τον απαγάγουν;

Το αυτοκίνητο βγήκε στην επαρχιακή οδό και τώρα θα ήταν αυτοκτονία όποια κίνηση και αν δοκίμαζε.

Δεν πήγανε μακριά, σταματήσανε πριν μπουν στην Πέτρα. Ο Μιχάλης κοίταξε την εκκλησία πάνω στον βράχο. Ίσως δεν θα την ξανάβλεπε. Ίσως δεν έβλεπε άλλη μέρα στη ζωή του. Η σκέψη του πήγε στην Κλερ, καλύτερα που είχε φύγει. «Ας είναι εκείνη ασφαλής,» ευχήθηκε.

Πήγαν στην αμμουδιά και εκεί τους περίμενε ένα φουσκωτό που τους μετέφερε γρήγορα στο γιοτ που βρισκόταν στα ανοιχτά. Ο Μιχάλης οδηγήθηκε γρήγορα σε μια καμπίνα χωρίς να δει κανέναν.

Μόλις μπήκε, άκουσε μια κραυγή:

-Μιχάλη μου!

Μια μικρή φιγούρα έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε. Ο Μιχάλης διαπίστωσε ότι ήταν η Θάλεια. Γονάτισε και την αγκάλιασε και εκείνος. Ένιωσε το μικρό κορμάκι να τρέμει στην αγκαλιά του και την καρδούλα του που χτυπούσε δυνατά από τον φόβο.

-Σε πειράξανε;

Το κοριτσάκι ένευσε αρνητικά.

-Πότε σε πήρανε από το σπίτι σου;

-Χθες.

Ο Μιχάλης δεν πρόλαβε να πει τίποτα. Οι άνδρες επέστρεψαν, τον έπιασαν από τα μπράτσα και τον κάθισαν σε μια καρέκλα. Τον έγδυσαν τελείως και μετά τον έδεσαν στην καρέκλα.

-Θάλεια μου, είπε στο κοριτσάκι, πήγαινε στην πόρτα και δες τη θάλασσα, μην κοιτάζεις εμένα.

Το κοριτσάκι όμως ήταν τρομοκρατημένο. Κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει τι συνέβαινε. Τα μάτια του άνοιξαν ξαφνικά με φόβο και ο Μιχάλης στράφηκε να δει τι συνέβαινε. Στην καμπίνα είχε μπει η Έφη.

 

Ο Γουίλλιαμ μπήκε στη γέφυρα του Βίκτορυ όπου ο Ντάνιελ κοιτούσε με κιάλια το σκάφος του Βλέμμυ.

-Ο Μιχάλης έχει εξαφανιστεί, δεν απαντάει στις κλήσεις και δεν είναι σπίτι.

-Ετοιμαστείτε για έφοδο.

-Τον εντόπισες;

-Όχι, αλλά η σκάλα επιβίβασης είναι από την άλλη πλευρά του πλοίου, οπότε δεν σημαίνει τίποτα αυτό.

-Κάνουμε έφοδο λοιπόν;

-Ναι, και μετά αν επιζήσει κανένας, θα τον παραδώσουμε στις αρχές.

 

-Εσύ; είπε ο Μιχάλης.

Η Έφη χαμογέλασε.

-Δεν το περίμενες ε;

Ένας άνδρας πλησίασε και έκανε μια ενδοφλέβια ένεση στον Μιχάλη.

-Θα με δηλητηριάσεις;

-Όχι, είπε η Έφη και κάθισε ιππαστί στον Μιχάλη. Κάτι χειρότερο.

Η Έφη λίκνισε το σώμα της πάνω του και ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει.

-Με θες; του είπε με έναν σιροπιαστό, αποπλανητικό τρόπο.

Ο Μιχάλης θα ένιωθε μεγαλύτερη έλξη για ένα άγαλμα παρά για την Έφη εκείνη τη στιγμή αλλά είχε αποκτήσει ήδη μια στύση που ήταν σχεδόν επώδυνη. Η Έφη χαμογέλασε με κακία.

-Δεν έχεις δει ακόμα τίποτα.

Ο Μιχάλης αναρωτήθηκε τι συνέβαινε. Δεν ήταν μόνο η διέγερσή του, ένιωθε σε έντονο βαθμό τη ζέστη ενώ ήταν ολόγυμνος. Μετά κατάλαβε, η ένεση ήταν κάποιο φάρμακο.

-Ξέρεις, είπε η Έφη, θα μπορούσα να σε βάλω να μου ικανοποιήσεις όλες μου τις ορέξεις και δεν θα μπορούσες να σταματήσεις. Θα σε εξευτέλιζα. Αλλά θα κάνω κάτι που θα σε πονέσει ακόμα πιο πολύ.

Σηκώθηκε από την αγκαλιά του. Του έδειξε μια σύριγγα γεμάτη με ένα υπόλευκο υγρό.

-Με αυτό θα κάνεις ό,τι θέλω αλλά πριν από αυτό…

Σταμάτησε και χαμογέλασε με κακία.

-Χαρά!

Η καμαριέρα μπήκε στην καμπίνα. Το βλέμμα της ήταν απλανές και δεν φαινόταν να αντιλαμβάνεται τι συνέβαινε.  Ο Μιχάλης κατάλαβε, το φάρμακο που του είχε δείξει η Έφη είχε ήδη χρησιμοποιηθεί σε αυτήν την άτυχη κοπέλα και θα ακολουθούσε και ο ίδιος. Αυτό το φάρμακο είχε προμηθεύσει ο άχρηστος εραστής της Κόρβου στον Βλέμμυ.

-Γδύσου.

Η κοπέλα γυμνώθηκε τελείως και η Έφη της είπε με πρόστυχη απόλαυση:

-Ο φίλος μου θέλει ένα στοματικό.

Η Χαρά γονάτισε ανάμεσα στα πόδια του Μιχάλη.

-Όχι, είπε εκείνος, όχι κορίτσι μου. Μην το κάνεις αυτό, είπε ο Μιχάλης και στράφηκε στην βασανίστριά του. Σταμάτα, Έφη, δεν σου έφταιξε τίποτα η κοπέλα. Ό,τι έχεις είναι με μένα! Άφησέ την έξω απ’ αυτό.

-Με σένα και το αλητάκι σου. Η Χαρά είναι απλά ένα εργαλείο. Ένα που τελειώνει απόψε μάλιστα η χρήση του.

-Τι θα της κάνεις; ρώτησε ο Μιχάλης και ένα αθέλητο βογγητό ξέφυγε από τα χείλη του καθώς η Χαρά πραγματοποιούσε την εντολή της Έφης με ζήλο.

-Θα δεις, είπε η Έφη. Και δεν θα μπορείς να κάνεις κάτι να το σταματήσεις. Δεν σου έδωσα ακόμα το φάρμακο για να έχεις πλήρη συναίσθηση τι σου κάνει η Χαρά. Ναι, ξέρω πόσο το απεχθάνεσαι και πόσο ταπεινωμένος είσαι τώρα. Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα.

Ο Μιχάλης ήξερε ότι δεν μπορούσε να εμποδίσει την κοπέλα που του πρόσφερε αυτήν την πρόστυχη υπηρεσία από το να τον φτάσει στην ολοκλήρωση και της είπε:

-Λυπάμαι πάρα πολύ. Λυπάμαι που γίνομαι η αιτία για να σου συμβεί αυτό και σου υπόσχομαι ότι δεν θα μείνει ατιμώρητη αυτή η κακοποίηση.

-Κακοποίηση; Αυτή δεν είναι κακοποίηση, αυτό που θα πάθει μετά θα είναι.

Ο Μιχάλης έφτασε στην ολοκλήρωση και παρά την ευφορία που κατέλαβε το κορμί του δεν είπε τίποτα για να μη δώσει στην Έφη την ικανοποίηση. Η Χαρά τραβήχτηκε αλλά παρέμεινε γονατιστή μπροστά του. Η Έφη έκανε στον Μιχάλη την δεύτερη ένεση και μετά κάθισε πάλι στην αγκαλιά του ειρωνικά.

-Με θέλεις; ρώτησε. Όχι, ε;

-Λύσε με και θα πάρεις την απάντηση!

-Τόσο σκληρός, τόσο κακός!

Ο Μιχάλης τινάχτηκε προσπαθώντας να την ρίξει και η Έφη γέλασε.

-Μην κουνιέσαι πολύ, του είπε, μπορεί να με πηδήξεις και δεν θες να μου δώσεις την απόλαυση αυτή, έτσι δεν είναι;

Σηκώθηκε από την αγκαλιά του.

-Χαρά, είπε, πρόσφερε στον φίλο μου τα οπίσθιά σου!

Η κοπέλα γύρισε με την πλάτη στον Μιχάλη και έγειρε μπροστά προσφέροντάς του το άνοιγμα των γλουτών της. Η Έφη γέλασε και έσκυψε στο αυτί του:

-Θα την πάρεις από πίσω, αλλά τι να σου κάνει μια γυναίκα; Γιατί όχι και μια δεύτερη; Μια φρέσκια μάλιστα.

Ο Μιχάλης κοίταξε έντρομος την Θάλεια.

-Ναι, είπε με σαδιστική ευχαρίστηση η Έφη, με τα φάρμακα που έχεις πάρει θα το κάνεις και δεν θα μπορέσεις να σταματήσεις. Θα βιάσεις τη Χαρά και μετά το αλητάκι σου, ξανά και ξανά ως που να πεθάνει από αιμορραγία. Μετά θα σας βρουν οι αρχές, αυτές νεκρές και εσύ για πάντα ατιμασμένος και στη φυλακή.

-Αν βλάψεις την Θάλεια, θα σε σκοτώσω!

Η Έφη τον άγγιξε φευγαλέα ενώ τον έλυνε.

-Βίασε τες! Ξέσκισέ τες.

Ο Μιχάλης την κοίταξε με απλανές βλέμμα και η Έφη κραύγασε

-Τώρα…

Έριξε από πάνω της τη ρόμπα που φορούσε, ήταν ερεθισμένη, σαν βρισκόταν από ώρες στο κρεβάτι με εραστή, αλλά στην πραγματικότητα την ηδόνιζε ο πόνος που θα προκαλούσε.

-Πάρε τη με βία, είπε, να πονέσει, να ουρλιάξει.

Ο Μιχάλης σηκώθηκε όρθιος και τρέκλισε. Αργά, σαν να ήταν νευρόσπαστο κινήθηκε και γονάτισε πίσω από την κοπέλα. Έβαλε τα χέρια του στους γοφούς της.

-Πού είναι η περηφάνειά σου τώρα, ε; Πού είναι; Σκίσε τη και μετά το αλητάκι σου.

Ο Μιχάλης τράβηξε την Χαρά στην αγκαλιά του και την χάιδεψε απαλά. Της ψιθύρισε στο αυτί.

-Σου είπα να την ξεσκίσεις!

Η Έφη σήκωσε το χέρι της να χτυπήσει τον Μιχάλη αλλά την περίμενε μια άσχημη έκπληξη. Ο Μιχάλης σήκωσε το χέρι του και άρπαξε το δικό της. Την κοίταξε και το βλέμμα του δεν ήταν πια απλανές.

-Τι;

-Είμαι σακάτης… Το είπες τόσες φορές όσο είχαμε μια σχέση. Αλλά ποτέ δεν σκέφτηκες τι σημαίνει, έτσι δεν είναι;

-Σημαίνει ότι είσαι ένας ανάπηρος.

-Ένας ανάπηρος που πονάει, και έχει πάρει φάρμακα πολλές φορές και πολλά δυνατά φάρμακα. Αυτό που μου έδωσες είναι για εγχειρητικούς σκοπούς κανονικά όχι για να εξυπηρετούνται ανώμαλες ορέξεις. Έχω μια αντοχή στο φάρμακο, μου ζήτησες να κάνω κάτι τελείως έξω από τον χαρακτήρα μου και κατάφερα να πω όχι. Και τώρα είναι η ώρα της ανταπόδοσης!

Η Έφη πισωπάτησε ενώ χλόμιαζε.

-Σε παρακαλώ, μην με πειράξεις.

-Σου είχα πει ότι αν πειράξεις το κορίτσι αυτό, θα σε σκοτώσω.

Η Έφη έπεσε στα γόνατά.

-Ταπείνωσέ με, είπε, μεταχειρίσου με σαν την χειρότερη πόρνη, αλλά άφησέ με να ζήσω. Σε παρακαλώ!

Ο Μιχάλης έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι της. Θα μπορούσε να της το στρίψει απότομα και να της σπάσει το λαιμό αλλά δεν ήταν δολοφόνος.

-Μιχάλη μου;

Ο Μιχάλης γύρισε και κοίταξε την Θάλεια.

-Θέλω να φύγω, είπε το κοριτσάκι.

Ο Μιχάλης έριξε μια ματιά γύρω του. Η καμπίνα ήταν άδεια εκτός από την καρέκλα στην οποία είχε καθίσει ο ίδιος. Την πήρε και την έβαλε πίσω από την πόρτα. Πήγε στην μπαλκονόπορτα και την άνοιξε. Βγήκε στο στενό, μικρό μπαλκόνι και κοίταξε τη θάλασσα. Δεν ήταν μακριά η στεριά.

-Θάλεια μου, είπε ο Μιχάλης ήσυχα, ξέρεις κολύμπι;

-Ναι.

-Έλα εδώ.

Το κοριτσάκι έτρεξε κοντά του και ο Μιχάλης το σήκωσε στην αγκαλιά του. Το χαμήλωσε στη θάλασσα και της είπε:

-Κολύμπησε ως την ακτή, της είπε απαλά. Μπορείς; Θα είμαι πίσω σου! Επέστρεψε στο εσωτερικό της καμπίνας για να πάρει την Χαρά. Βλέποντας ότι δεν την προσέχει, η Έφη ούρλιαξε:

-Το σκάνε!

Ο Μιχάλης την κοίταξε. Κούνησε το κεφάλι του και μετά πήδηξε στο νερό μαζί με την κοπέλα που ακόμα δεν είχε συνέλθει από το φάρμακο που της είχαν χορηγήσει.

Μέρες Του Φθινοπώρου 30

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τριακοστό

 

Ο Μιχάλης άνοιξε τα μάτια του και συνειδητοποίησε ότι αυτό που τον είχε ξυπνήσει ήταν τα απαλά χάδια της Κλερ. Την κοίταξε και εκείνη του χαμογέλασε.

-Συγγνώμη που σε ξύπνησα, είπε, αλλά ήθελα να σε χαϊδέψω, δεν μπορούσα να αντισταθώ στην παρόρμηση αυτή.

Ο Μιχάλης άπλωσε το χέρι του και την τράβηξε κοντά του. Τη φίλησε στα χείλη και εκείνη τα άνοιξε για να παίξει με την γλώσσα της. Το χέρι της που ήταν στο στέρνο του κατηφόρισε στην κοιλιά του, ακολούθησε την μακρόστενη ουλή του μέχρι την ήβη του και εκεί τα δάκτυλά της τυλίχτηκαν στον ανδρισμό του, το χάδι της ερωτικό, γεμάτο από ανεκπλήρωτη ανάγκη. Ο Μιχάλης ανακάθισε και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Την φίλησε στο στόμα και τον λαιμό και συνέχισε να κατεβαίνει στα στήθη της και την κοιλιά της. Φιλώντας και χαϊδεύοντας συνέχισε την περιπλάνηση στο κορμί της ως που ένιωσε την αγαπημένη του να τρέμει από την προσμονή και τότε την έκανε δική του με έναν τρόπο απαλό αλλά κτητικό, τρυφερό αλλά και ηδονικό ως που έφτασαν μαζί στην κορύφωση.

-Ο καλύτερος τρόπος για να με αποχαιρετήσεις, είπε η Κλερ, κουρνιασμένη στην αγκαλιά του αγαπημένου της.

-Θέλεις να έρθω μαζί σου;

-Έχεις να κάνεις εδώ πράγματα, είπε η Κλερ με ένα χαμόγελο. Δεν θέλω να σταματήσεις τη ζωή σου για μένα.

-Να σε πάω στη Μυτιλήνη;

-Όχι, δεν χρειάζεται, θα πάω με ένα ταξί, το κανόνισα και θα παραδώσω και το αυτοκίνητο πριν φύγω.

-Εντάξει, τότε.

Η Κλερ τον φίλησε.

-Απλά να με περιμένεις να γυρίσω θέλω.

Ο Μιχάλης την κράτησε στην αγκαλιά του.

-Φυσικά.

Την φίλησε.

-Μην αργήσεις να επιστρέψεις, αγάπη μου.

-Θα έρθω όσο πιο σύντομα γίνεται.

 

Ο Ρωμανός ξύπνησε με το πρώτο φως της ημέρας αλλά δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι. Απλά γύρισε στο πλευρό και έμεινε να κοιτάζει την Ελπίδα που κοιμόταν. Το πρόσωπό της γαλήνιο, τα χείλη της μισάνοιχτα, και η αναπνοή της σε έναν απαλό ήσυχο ρυθμό.

Την αγαπούσε τόσο πολύ που τον πονούσε, η σκέψη ότι η ασθένειά της θα μπορούσε να την νικήσει και να τη χάσει από τη ζωή του, ήταν μια σκέψη που αρκούσε για να του ανοίξει μια άβυσσο απελπισίας από την οποία δεν υπήρχε απόδραση.

Αν μπορούσε να κάνει κάτι για να χαρίσει στην Ελπίδα την υγεία της θα το έκανε αμέσως αλλά δυστυχώς δεν ήταν στο χέρι του. Η αγαπημένη του κρατιόταν στη ζωή με αληθινή μάχη.

-Σε αγαπώ τόσο πολύ, ψιθύρισε. Αν αυτό αρκούσε για να είσαι καλά, δεν θα είχες αρρωστήσει ποτέ. Αλλά δεν είναι δυστυχώς.

Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το μάγουλο της Ελπίδας. Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της καθώς η κοπέλα ξυπνούσε σιγά σιγά. Έπιασε το χέρι του και το οδήγησε στα χείλη της όπου απέθεσε ένα τρυφερό φιλί στα δάχτυλά του.

-Σε ξύπνησα… έκανε ο Ρωμανός.

-Δεν πειράζει, ήταν το πιο γλυκό ξύπνημα.

Η Ελπίδα κράτησε το χέρι του στα δικά της, και τον κοίταξε στα μάτια. Αυτό το καθαρό βλέμμα ήταν το πρώτο πράγμα που είχε ερωτευτεί πάνω της ο Ρωμανός. Το βλέμμα που δεν έκρυβε τι σκεφτόταν και τι ένιωθε, δεν ήξερε από σκοπιμότητες και υστεροβουλία.

-Τι; είπε η Ελπίδα.

-Σε αγαπώ πολύ, είπε ο Ρωμανός και την αγκάλιασε.

Η Ελπίδα αναστέναξε απαλά και έκλεισε πάλι τα μάτια της. Θα μπορούσε να μείνει έτσι για πάντα.

-Και’ γω σε αγαπώ, ψιθύρισε και αφέθηκε στο τρυφερό χάδι του Ρωμανού που χάιδευε απαλά την πλάτη της όπως την είχε στην αγκαλιά του.

 

Ο Μιχάλης συνόδεψε την Κλερ ως την Πέτρα. Εκεί αποχωρίστηκαν μετά από ένα τελευταίο τρυφερό φιλί. Εκείνη συνέχισε για την πόλη της Μυτιλήνης και ο Μιχάλης για να πάει στο λύκειο όπου είχε συμφωνήσει με τον Αθάνατο να μιλήσει για την Ιστορία.

Το κινητό του κουδούνισε καθώς πήγαινε για το σχολείο.

-Ναι.

-Τουλάχιστον το κάνεις για καμιά καυτή ύπαρξη που θα σε ανταμείψει με μια νύχτα αχαλίνωτου σεξ;

-Αλέξανδρε!

-Καλά τις ξέρω τις αρχές σου. Λοιπόν. Σου είπα η Κόρβου είναι μια αδίστακτη γυναίκα. Την αντιμετώπισα μια φορά όταν προσπάθησε να μπει στον δρόμο μου για μια επιχείρηση στα μέρη σου. Έφαγε τα μούτρα της αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να μου προσφέρει το σώμα της.

-Το έχει συνήθειο.

-Στην έπεσε; Δεν έχει αλλάξει και πολύ λοιπόν.

-Ναι… Το φαντάζομαι. Πώς το είπες;

-Μου πρόσφερε τα καπούλια της για ιππασία και τα στήθη της για χειρολαβές. Λίγες γυναίκες περάσανε από το κρεβάτι μου πιο πρόστυχες από αυτήν. Αλλά αυτά τα ξέρεις ήδη. Να σου πω αυτό που δεν ξέρεις και που είναι ο λόγος πιθανότατα και που ήθελε την κόρη της αποχαυνωμένη και στον έλεγχο ενός άνδρα που θα ήταν συνεργάσιμος με την ίδια.

-Μπα; Υπάρχει και λόγος; Νόμιζα ότι φταίει που είναι τέτοια τσούλα.

-Για να κάνει τη μεγάλη της ζωή χρησιμοποιεί την περιουσία της.

-Αναμενόμενο.

-Αλλά δεν είναι δική της η περιουσία. Το μεγαλύτερο μέρος, και μιλάμε για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος, είναι της κόρης της. Αλλά το διαχειριζόταν η ίδια μιας και η κόρη της ήταν ανήλικη όταν κληρονόμησε. Μάντεψε… Δεν είναι πια.

-Πολύ ωραία, είπε ο Μιχάλης με ένα σαρδόνιο χαμόγελο, αυτό θα τη βάλει στη θέση της την Κόρβου.

-Αν δεν σε ήξερα, θα σου έλεγα να πας μαζί της και να το ευχαριστηθείς, είπε ο Αλέξανδρος αλλά εσύ δεν πρόκειται…

-Όχι, ακόμα και αν δεν είχα την Κλερ, δεν θα το έκανα. Τώρα άκου, θέλω τη βοήθειά σου και σε κάτι άλλο. Πρόκειται για την Κλερ, την έχει στοχοποιήσει οικονομικά κάποιος.

-Κάτι που έχει συμβεί και στα δικά σου περιουσιακά στοιχεία, είπε ο Αλέξανδρος, αλλά όποιος το έκανε δεν ξέρει με ποιον τα έχει βάλει. Θα ανακαλύψει ότι του κόστισε ο κούκος αηδόνι.

-Εντάξει, βρες ποιος είναι πίσω από αυτό και ρήμαξέ τον, βοήθησε και την Κλερ.

-Εντάξει, μου χρωστάς όμως.

-Δεν αμφιβάλλω ότι θα έρθει η ώρα της αποπληρωμής με καμία απίθανη βόλτα πάλι στις εσχατιές του κόσμου.

-Μπορεί και πιο κοντά. Θα τα πούμε, είπε ο Αλέξανδρος.

Ο Μιχάλης χαμογέλασε, ο φίλος του δεν θα άλλαζε ποτέ, και σίγουρα κάπου θα τον έμπλεκε. Αλλά σημασία είχε ότι θα έκανε αυτό που χρειαζόταν τώρα.

Ο Μιχάλης πέρασε την πόρτα του σχολείου και συνάντησε τον Ρωμανό με την Ελπίδα, τους χαιρέτησε με ένα νεύμα και προχώρησε στην σκάλα όπου συνάντησε τη Φωτεινή. Η κοπέλα του χαμογέλασε ζεστά και εκείνος της έκλεισε το μάτι.

-Δεν το πιστεύω, αυτός ο τύπος γουστάρει την χωριάτα παρθένα; είπε η Νίκη που το πρόσεξε. Έλεος, πια! Τι της βρίσκουν;

-Το γεγονός ίσως ότι δεν τα έχει όλα στη φόρα, σχολίασε μια από την παρέα, το καλυμμένο έχει πάντα τη γοητεία του απαγορευμένου.

-Ναι, δεν ήξερα να ντυθώ σαν καλόγρια. Ποιος είναι όμως;

-Δεν ξέρω, είπε μια άλλη, αλλά λένε ότι έκανε τα νεύρα της Ράλλη κρόσσια προχθές.

-Και τι θέλει εδώ πέρα;

Το τελευταίο δεν θα αργούσαν να το μάθουν καθώς ο επισκέπτης μπήκε στην τάξη μαζί με τον Θεοδώρου. Ο καθηγητής τούς καλημέρισε και είπε:

-Σήμερα θα παραχωρήσω την έδρα στον φίλο μου από’ δω που θέλει να σας μιλήσει λίγο για την Ιστορία.

-Αμάν πια, είπε η Νίκη δυνατά, η Ιστορία και η Ιστορία. Επιτομή της βαρεμάρας.

-Τη βρίσκετε βαρετή την Ιστορία δεσποινίς; ρώτησε ο Μιχάλης με ένα χαμόγελο.

-Φυσικά. Τι με νοιάζει εμένα τι έκανε ο καθένας πριν από δύο χιλιάδες χρόνια;

-Τι σας αρέσει;

Η Νίκη τον κοίταξε κατάματα και αποφάσισε να προκαλέσει:

-Το σεξ και τα χρήματα.

-Δεν ξέρω για το σεξ, αλλά απαντήστε σε μια ερώτηση και θα γίνετε αμύθητα πλούσια. Πού είναι θαμμένος ο μεγάλος Αλέξανδρος;

-Σιγά τα λάχανα, έκανε η Νίκη, στη Βαβυλώνα.

-Στη Βαβυλώνα πέθανε, αλλά που τον θάψανε;

-Εεε…

-Κανείς δεν ξέρει. Όχι με βεβαιότητα, ο τάφος του δεν βρέθηκε ποτέ. Είναι ένα από τα μυστήρια της Ιστορίας. Το πιθανότερο είναι στην Αίγυπτο όπου ήθελε και ο ίδιος να ταφεί αλλά το που…

-Και δεν ξέρει κανείς; ρώτησε ένας μαθητής.

-Υπάρχει μια παράδοση ότι ο άγιος Σισώης είχε δει τον τάφο του, αλλά ακόμα και αν αυτό ισχύει, ο τάφος του βρίσκεται κάπου στην Νιτρία, όπου βρισκόταν η Σκήτη όπου έζησε, και ο τελευταίος που τον είδε το έκανε πριν από περίπου 1600 χρόνια.

-Γιατί; Πότε έζησε αυτός ο άγιος;

-Άφησε αυτόν τον κόσμο το 429.

-Προ ή μετά Χριστόν; πετάχτηκε ένας μαθητής.

-Σπίρτο μου είσαι, του είπε ο Δελμάρ, άγιος προ Χριστού; Για να μην αναφερθούμε στο ότι το 429 προ Χριστού όχι δεν είχε πεθάνει ο Αλέξανδρος αλλά δεν είχε καν γεννηθεί!

Γέλια ακούστηκαν και ο Θεοδώρου είπε:

-Πολύ σωστά.

Αλλά ο Μιχάλης δεν άκουγε. Σκεφτόταν.

Όπως η επιδρομή του 413.

Είχε πει κάτι και μετά όπως η επιδρομή του 413.

Ο Μιχάλης χαμογέλασε, η απάντηση ήταν τόσο απλή και αποδείκνυε ότι ακόμα και τραυματισμένος ο Ράινχαρτ είχε πλήρη διαύγεια. Είχε πει…

 

-Βλέμμυς, είπε στον αστυνομικό, και όταν εκείνος δεν κατάλαβε, του είπε όπως οι Βλέμμυες στην επιδρομή της Σκήτης το 413! Τον Βλέμμυ ήθελε να υποδείξει ο Ράινχαρτ.

Ο Ντάνιελ άκουσε τον Μιχάλη με προσοχή και μετά χαμογέλασε.

-Αυτή τη φορά θα τον μαγκώσουμε. Μια η κατάθεση του Ράινχαρτ και μια ακόμα η ομολογία του ερωτύλου στο μπαλαούρο, μας τον έδωσαν στο χέρι.

-Τι είπε αυτός;

-Προμήθευσε στον Βλέμμυ ένα φάρμακο που καταστέλλει τη συνείδηση και την ελεύθερη βούληση.

-Α δεν έκανε κακό μόνο στη Φοίβη, είναι γενικά κάθαρμα. Όσο για το Βλέμμυ… Φοβάμαι και να σκεφτώ τι θα κάνει ο Βλέμμυς με αυτό το φάρμακο και ποια αθώα θα υποστεί τις ορέξεις του.

-Τώρα άραξε και θα στον φέρουμε δεμένο σαν σαλάμι. Θες να έρθεις στο πλοίο;

-Θα πάω σπίτι και μετά θα επικοινωνήσω. Θέλω να γράψω και λίγο.

-Φυσικά, θα τα πούμε.

Ο Μιχάλης έκλεισε το κινητό και κοίταξε την ώρα. Η Κλερ θα πρέπει να κόντευε να φτάσει στο Λονδίνο. Μόλις το πρωί είχε φύγει και ήδη του έλειπε.

Δεν θα το περίμενε ποτέ ότι θα δενόταν τόσο πολύ μαζί της και τόσο γρήγορα μα να που είχε συμβεί. Μια απόδειξη ότι η γυναίκα που αγαπούσε ήταν πραγματικά μοναδική.

Από τις σκέψεις για την αγαπημένη του τον έβγαλε ένα χτύπημα στην πόρτα. Την άνοιξε αναρωτώμενος ποιος μπορεί να είχε έρθει στο σπίτι του, δεν περίμενε επισκέψεις. Ακόμα περισσότερο δεν περίμενε να βρεθεί απέναντι στην σκοτεινή κάννη ενός πιστολιού.

Μέρες Του Φθινοπώρου 29

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Εικοστό Ένατο

 

-Ωραία ήταν, είπε η Φωτεινή αφήνοντας τον ήλιο να χαϊδέψει το κορμί της ξαπλωμένη σε μια πετσέτα στην παραλία. Πολύ καλή η ιδέα σου, Αλέξη.

-Μου αρέσει εδώ. Έχει ησυχία.

Είχαν πάει για μπάνιο στα Αμπέλια και μετά από αρκετό κολύμπι είχαν βγει στην άμμο να ξεκουραστούν. Η Φωτεινή είχε αποφασίσει να απολαύσει λίγο τον ήλιο που τώρα ήταν πιο φιλικός από ό,τι το καλοκαίρι και ο Αλέξης είχε καθίσει δίπλα της.

-Τέτοια εποχή δεν έρχεται πια κανένας εδώ.

-Είναι αλήθεια, ακόμα ένας λόγος να την προτιμώ.

-Είσαι μοναχικός τύπος.

Ο Αλέξης χαμογέλασε και γύρισε να την κοιτάξει.

-Εσύ και ο αδερφός σου είστε οι πρώτοι που έρχομαι κοντά από όταν ήρθα στο σχολείο σας.

-Αλήθεια;

-Είμαι εσωστρεφής, έχω αλλάξει και πολλά σχολεία.

-Γιατί; Εννοώ γιατί έχεις αλλάξει σχολεία;

-Ο πατέρας μου είναι στρατιωτικός ιατρός και έτσι έχω μετακινηθεί πολλές φορές. Γι’ αυτό ήρθα και στο μέσον της περσινής χρονιάς. Κανονικά έπρεπε να πηγαίνω στην Μυτιλήνη αλλά επειδή ο θείος μου είναι εδώ με φέρανε σε αυτό το σχολείο.

-Η μητέρα σου; Τι δουλειά κάνει εκείνη;

-Η μητέρα μου έχει πεθάνει.

-Ω! Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ! είπε η Φωτεινή και ανακάθισε. Με συγχωρείς που στο θύμισα.

-Δεν την γνώρισα, πέθανε στη γέννα. Γι’ αυτό και δεν έχω αδέρφια.

Η Φωτεινή τον αγκάλιασε αυθόρμητα. Ο Αλέξης την κράτησε πάνω του. Παρά την ώρα που είχε περάσει στη θάλασσα μπορούσε ακόμα να μυρίσει το άρωμα που φορούσε η κοπέλα και τη θέρμη του κορμιού της, ο ήλιος την είχε στεγνώσει και την είχε ζεστάνει. Ένιωθε την απαλή πίεση του στήθους της στο στέρνο του όπως η κοπέλα ανέπνεε ήρεμα.

-Δεν πειράζει, της είπε. Η Φωτεινή έκανε λίγο πίσω και ο Αλέξης την κοίταξε στα μάτια. Είναι όλα εντάξει.

Η κοπέλα έκανε να ξαπλώσει και πάλι στην πετσέτα της και ο Αλέξης την κράτησε να γείρει απαλά πίσω και βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό της. Το βλέμμα του βυθίστηκε στα μάτια της, λαμπερά στο φως του μεσημεριανού ήλιου, στα μισάνοιχτα χείλη της. Ύστερα τη φίλησε.

Τα χείλη του χάιδεψαν τα δικά της απαλά, ύστερα έπιασε ανάμεσα στα δικά του το κάτω χείλος της, και ξανά τη φίλησε καλύπτοντας τα χείλη της. Η Φωτεινή τον αγκάλιασε, ένιωσε το χέρι της να τον χαϊδεύει στην πίσω πλευρά του λαιμού του εκεί που τελείωναν τα μαλλιά του.

Αγκάλιασε την Φωτεινή από τη μέση, την ξάπλωσε στην πετσέτα και συνέχισε το φιλί τους. Άνοιξε τα χείλη της και η γλώσσα του συνάντησε τη δική της. Την ένιωσε να ριγεί στην αγκαλιά του.

Για τη Φωτεινή ήταν σαν να είχε χαθεί όλος ο υπόλοιπος κόσμος και να ήταν μόνοι τους οι δυο τους. Το φιλί του Αλέξη την καλούσε να αφεθεί και τη στιγμή που η γλώσσα του άγγιξε τη δική της ένιωσε το κορμί της να παίρνει φωτιά. Δεν ήταν μόνο το κύμα ευχαρίστησης που κατέκλυσε το σώμα της αλλά και οι επιμέρους αισθήσεις της που οξύνθηκαν σε βασανιστικό βαθμό.  

Μπορούσε να μυρίσει το άφτερ σέηβ του Αλέξη, ένα άρωμα που το είχε προσέξει και όταν τον είχε φιλήσει στο σχολείο και της άρεσε από τότε. Ένιωθε έντονα το χέρι του στη μέση της λίγο πιο πάνω από το μαγιό της και αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε αν κατέβαζε αυτό το χέρι λίγο πιο κάτω. Το σώμα του γεροδεμένο και ζεστό κάτω από τα χέρια της την καλούσε να το εξερευνήσει. Ένιωσε τα στήθη της σαν να ήταν πιο βαριά, σαν κάπως να είχε αυξηθεί ο όγκος τους και να μη χωρούσαν πια στο μπικίνι της, τις θηλές να ασφυκτιούν στο ύφασμα που τις κάλυπτε.

Η γλώσσα της ακολούθησε τη δική του στο ερωτικό παιχνίδι και τον γεύτηκε ακόμα περισσότερο. Ένιωσε να υγραίνεται, μια αίσθηση που της ήταν πρωτόγνωρη και έστειλε ένα ηδονικό ρίγος σε όλο το σώμα της. Δεν μπορούσε να κρατήσει τα πόδια της πια όπως πριν κολλητά και σταυρωμένα στους αστράγαλους. Τα μετακίνησε λυγίζοντας το ένα και αγγίζοντας τον Αλέξη στο πλευρό. Εκείνος έγειρε πιο κοντά της και το σώμα του άγγιξε το δικό της. Ένιωσε τον ερεθισμό του πάνω στην ήβη της, σκληρό, απαιτητικό. Σημάδι ότι την ήθελε, ότι και ο ίδιος ένιωθε όπως εκείνη. Πίεσε το σώμα της πάνω του και ένιωσε μια ευφορία που δεν είχε ποτέ νιώσει.

Τώρα δεν αναρωτιόταν, ήθελε να πάει πιο κάτω το χέρι του ο Αλέξης. Ήθελε να της κάνει έρωτα. Ήταν σίγουρη ότι ο Αλέξης ήταν για εκείνη ο ένας. Εκείνος που την είχε βοηθήσει, την είχε προστατεύσει, ένας άνδρας που έκανε  την καρδιά της να χτυπάει και που την ήθελε και εκείνος.

Ο Αλέξης είχε απόλυτη συναίσθηση ότι λίγο ύφασμα βρισκόταν μόνο ανάμεσα σε εκείνους και το ερωτικό τους σμίξιμο. Την ήθελε, αλλά δεν ήθελε να γίνει έτσι, όχι παρασυρμένοι από πάθος αλλά μετά από συνειδητή επιλογή, δεν ήθελε η Φωτεινή να είναι σαν τις άλλες.

Τραβήχτηκε και την κοίταξε στα μάτια.

-Δεν πρέπει… είπε και η φωνή του είχε βαθύνει από την ερωτική επιθυμία. Όχι ακόμα… Όχι τώρα…

Η Φωτεινή ένευσε, αλλά δεν τον άφησε από την αγκαλιά της. Και ο Αλέξης Δελμάρ δεν είχε αντίρρηση να συνεχίσει να την κρατάει στην αγκαλιά του και να τη νιώθει να χαλαρώνει από την έξαψη της ερωτικής διέγερσης.

 

Η Φοίβη σταμάτησε να κλαίει και έμεινε για λίγο στην αγκαλιά του Μιχάλη, με το πρόσωπο στο στέρνο του και τα χέρια της γαντζωμένα στα μπράτσα του. Άρχισε να ηρεμεί παίρνοντας βαθιές ανάσες και ξαφνικά συνειδητοποίησε τι έκανε. Τραβήχτηκε από τον Μιχάλη και είπε κοκκινίζοντας:

-Με συγχωρείς. Δεν είχα το δικαίωμα…

Ο Μιχάλης χαμογέλασε.

-Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Το είχες ανάγκη.

-Κάνεις αυτό που έχουν οι άλλοι ανάγκη πολλές φορές;

Δαγκώθηκε. Θυμήθηκε την πρόταση της μητέρας της και αναρωτήθηκε αν η ερώτησή της θα μπορούσε να εκληφθεί σαν πρόκληση ή σαν φλερτ. Κοίταξε τον Μιχάλη που την κοίταζε ατάραχος.

-Προσπαθώ να βοηθώ τους άλλους αν μπορώ, και ένας ώμος για να κλάψεις δεν ήταν καμιά σπουδαία θυσία.

-Η μητέρα μου… ξεκίνησε η Φοίβη αλλά σταμάτησε. Δεν θέλω να τη θυμάμαι. Μπορώ να βγω μια βόλτα; Να περπατήσω στο κατάστρωμα;

Ο Μιχάλης ένευσε.

-Φυσικά, ντύσου και βγες. Αλλά να μου υποσχεθείς ότι δεν θα πηδήσεις στη θάλασσα.

-Το υπόσχομαι, δεν το αξίζει ούτε εκείνη και βέβαια ούτε ο άλλος…

-Μην το σκέφτεσαι, βγες, πάρε τον αέρα σου και αν θελήσεις κάτι, μας λες.

-Ευχαριστώ, είπε η Φοίβη. Αν εσύ και η κοπέλα σου δεν με είχατε βρει, θα είχα πεθάνει.

-Δεν χρειάζεται να μας ευχαριστείς, κάναμε αυτό που έπρεπε.

 

Ο Ρωμανός και η Ελπίδα είχαν αρκετή ώρα καθισμένοι στην κουζίνα του σπιτιού της κοπέλας συζητώντας, όταν εκείνη ρώτησε:

-Θέλεις να φάμε κάτι;

-Ναι, είπε ο Ρωμανός, η αλήθεια είναι ότι πείνασα. Τι καλό έχεις;

-Αν πεινάς πολύ, να ζεστάνω κάτι από τα έτοιμα, αν δεν βιάζεσαι μπορώ να σου μαγειρέψω.

Ο Ρωμανός την κοίταξε και μάντεψε τι ήθελε.

-Εντάξει, μπορείς να μαγειρέψεις ό,τι θέλεις.

Το πρόσωπο της κοπέλας φωτίστηκε από ένα χαμόγελο.

-Ωραία, είπε. Θα σου φτιάξω κάτι πολύ νόστιμο και χορταστικό.

 

Ο Μιχάλης βρήκε την Κλερ στο κατάστρωμα να ατενίζει την ακρογιαλιά. Την πλησίασε, η κοπέλα φαινόταν ήρεμη αλλά σκεφτική.

-Κλερ;

Γύρισε και τον κοίταξε, η έκφρασή της μαλάκωσε και χαμογέλασε.

-Δείχνει τελείως διαφορετική από εδώ ή παραλία, είπε, αλλά κατάφερα να βρω τα σημεία αναφοράς. Εκεί είναι που κάναμε μπάνιο, σωστά;

Ακολούθησε το χέρι της που έδειχνε.

-Ναι, πολύ σωστά, πέρα από εκείνο το ακρωτήριο είναι τα Αμπέλια.

-Θα ήθελα να ξαναπάμε.

-Όποτε θέλεις.

-Δυστυχώς θα πρέπει να περιμένει, και δεν ξέρω τα σχέδιά σου… Πόσο ακόμα θα μείνεις στην Μυτιλήνη;

Ο Μιχάλης συνοφρυώθηκε.

-Μην ανησυχείς, δεν είναι κάτι κακό, τον πρόλαβε η Κλερ. Το τηλεφώνημα ήταν από τον τραπεζίτη μου στο Λονδίνο. Πρέπει να επιστρέψω για λίγο για να δούμε κάποια θέματα. Κάποιος κινήθηκε χτυπώντας κάποιες μετοχές μου και ήθελε να μιλήσουμε σχετικά.

-Θέλεις να έρθω μαζί σου;

-Δελεαστική πρόταση, είπε η Κλερ με ένα χαμόγελο, αλλά δεν χρειάζεται. Έχεις να κάνεις πράγματα εδώ. Αυτό που θα ήθελα να κάνεις είναι να μην επιστρέψεις στην Αθήνα αν ολοκληρώσετε με την καραβέλα σας εδώ. Θα ήθελα να κάνουμε λίγες διακοπές ακόμα.

-Εντάξει. Θες να βγούμε στην στεριά;

-Θα το ήθελα. Έκλεισα ήδη εισιτήριο για αύριο για την Αθήνα, πρέπει να ετοιμαστώ.

 

Η Νίκη βόγκηξε με ευχαρίστηση καθώς έφτανε σε οργασμό με τον Δημήτρη. Ήταν καθισμένη πάνω στον εραστή της, της άρεσε να τελειώνει έτσι και ο Δημήτρης δεν είχε καμία αντίρρηση.

Είχαν περάσει τις τελευταίες ώρες κάνοντας αχαλίνωτο σεξ, ήταν και οι δύο εθισμένοι στις απολαύσεις του κρεββατιού, και όχι μόνο, όπως συνήθιζε να λέει η Νίκη, και είχαν την ίδια πλήρη απουσία αναστολών.

-Δεν στο είχα ότι είσαι τόσο πονηρός, είπε στον εραστή της ενώ ξάπλωνε στο γεροδεμένο σώμα του. Να παραδεχτείς αμέσως αυτό που θα σου έφερνε μόνο μια αποβολή για να μην προχωρήσει το πράγμα και αναφερθεί κάτι που είναι ποινικά κολάσιμο.

-Είχα καλή δασκάλα, είπε ο Δημήτρης χαδεύοντας, το γυμνό πισινό της. Τι θα κάνουμε τώρα;

-Τώρα; Εσύ που δεν έχεις υποχρέωση, μπορείς όσο θα είμαστε σε μάθημα να ρημάξεις το αυτοκίνητο του Δελμάρ.

-Έχω μια ιδέα, μπορεί να μη βγει και πολύ ακέραιος από αυτό που θα του κάνω.

-Αν τον κάνεις ανίκανο για σεξ, θα έχεις επιπλέον πόντους, είπε η Νίκη.

-Εσύ τι σχεδιάζεις;

-Θα προκαλέσω τον Στασινό, μόλις με χαστουκίσει θα καλέσω τον πατέρα μου, αυτή τη φορά δεν θα μιλάμε για αποβολή, θα μιλάμε για μήνυση!

-Έχεις διαβολικό μυαλό, είπε ο Δημήτρης, και κορμί κόλαση.

-Έλα να σε κάψει η φλόγα του, είπε η Νίκη, ξαναμμένη από τα σχέδιά της αλλά και τα κομπλιμέντα του.

 

Ο Μιχάλης κοίταξε την Κλερ που έκλεινε τη βαλίτσα της.

-Θα μου λείψεις, της είπε.

Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα.

-Μακάρι να μην χρειαζόταν να πάω αλλά δεν γίνεται.

Ο Μιχάλης την αγκάλιασε και την κράτησε σφιχτά πάνω του.

-Θα σε περιμένω να γυρίσεις.

Η Κλερ τον φίλησε στον λαιμό και του ψιθύρισε.

-Αλλά θα φύγω αύριο, και η νύχτα ακόμα είναι στην αρχή της, έλα, αγαπημένε μου. Ας την περάσουμε μαζί με τον πιο γλυκό τρόπο.

 

Η Φωτεινή μπήκε κάτω από το ντουζ και άφησε το νερό να την αγκαλιάσει απολαυστικά. Έκλεισε τα μάτια της και άφησε το χλιαρό νερό να την ξεπλύνει από την αλμύρα της θάλασσας και να κατευνάσει τον ερεθισμό που ακόμα κυριαρχούσε στο σώμα της. Μετά το μπάνιο με τον Αλέξη είχαν πάει για φαγητό και είχαν μετά πάει μια βόλτα με το αυτοκίνητο.

Είχαν πολλές φορές φιληθεί και κάθε φορά το φιλί άφηνε το σώμα της να φλέγεται για περισσότερα, για να βιώσει πληρέστερα την απόλαυση του φιλιού του, την ίδια ευχαρίστηση να την νιώσει σε όλο το σώμα της. Να κάνει έρωτα με τον Αλέξη.

Το ήθελε και η ίδια αλλά και ο Αλέξης, δεν είχε κάνει έρωτα μέχρι τώρα αλλά ήξερε να ερμηνεύσει τα σημάδια και καταλάβαινε ότι και εκείνος την ήθελε. Αλλά ακόμα δεν έπρεπε να γίνει. Είχαν περάσει έτσι το απόγευμα μιλώντας, ανταλλάσσοντας φιλιά και χάδια και στο τέλος η Φωτεινή τον είχε καλέσει στο δείπνο το Σάββατο.

Της είχε πει ότι ο πατέρας του θα ήταν υπηρεσία και δεν θα μπορούσε να παρευρεθεί αλλά ο ίδιος θα το έκανε.

Τώρα μετά από μια μέρα, που είχε χαραχτεί για πάντα στη μνήμη της ως η μέρα που είχε δώσει το πρώτο της κανονικό φιλί, γεμάτη με συναρπαστική ένταση και υπέροχες στιγμές, ήταν έτοιμη να πέσει για ύπνο.

Αναρωτήθηκε που βρισκόταν ο αδερφός της.

 

Ο Ρωμανός έπλεε στα ίδια και μεγαλύτερα πελάγη ευτυχίας από την δίδυμή του. Μετά φαγητό με την Ελπίδα είχαν περάσει την ώρα τους συζητώντας και με έναν μικρό περίπατο στα δρομάκια του οικισμού. Επιστρέφοντας είχαν καθίσει να δουν μια ταινία. Η κοπέλα που οι αντοχές της δεν ήταν ίδιες με του αγαπημένου της είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του όπως κάθονταν στον καναπέ.

Ιπποτικά δεν ήθελε να την ξυπνήσει και όταν τελείωσε η ταινία την σήκωσε στην αγκαλιά του και την πήγε στο κρεβάτι της. Την ξάπλωσε και τότε η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της.

-Τι ώρα είναι; ρώτησε νυσταγμένα.

-Ώρα για ύπνο.

Την έγδυσε με λίγη βοήθεια από εκείνη, και την έβαλε με το εσώρουχο και τη φανέλα για ύπνο. Ύστερα γδύθηκε και εκείνος και ξάπλωσε δίπλα της. Η Ελπίδα χώθηκε στην αγκαλιά του και ο Ρωμανός ένιωσε ότι κανένας άνθρωπος στην γη, δεν είχε περισσότερα από εκείνον.