Μέρες Του Φθινοπώρου 21

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Εικοστό Πρώτο

 

Πέρασαν σχεδόν μια ώρα κολυμπώντας στη θάλασσα και παίζοντας με το νερό μερικές φορές σαν τα παιδιά. Βγήκαν στην άμμο και η Φωτεινή είπε:

-Αν πεινάσατε, πάμε στο μαγαζί να φάμε.

Οι υπόλοιποι δεν είχαν αντίρρηση. Μόνο η Ελπίδα είπε:

-Να πάω σε μια από τις καμπίνες εκεί πέρα να αλλάξω.

-Θα ανέβεις σπίτι να αλλάξεις, είπε η Φωτεινή.

Επέστρεψαν στο εστιατόριο συζητώντας και γελώντας. Ακόμα και η Ελπίδα ένιωθε ανέμελη στην παρέα τους, για λίγο ο ουρανός της ψυχής της ήταν ανέφελος.

Φτάνοντας στο μαγαζί ο Ρωμανός με την Ελπίδα ανέβηκαν πάνω για να αλλάξει η κοπέλα. Η Φωτεινή κανόνισε για ένα τραπέζι για να καθίσουν οι τέσσερίς τους και κάθισε εκεί με τον Δελμάρ.

-Ωραία είναι εδώ, είπε εκείνος. Έχω έρθει μια φορά με τον θείο μου και τον πατέρα μου αλλά δεν ήξερα ότι είναι δικό σας.

-Λογικό, αν δεν είμασταν εμείς εδώ που μας ήξερες, πώς να το καταλάβεις;

Συζητούσανε σαν να ήταν φίλοι που γνωρίζονταν από χρόνια. Η εικόνα του απόμακρου που είχε στο σχολείο δεν ήταν αληθινή, διαπίστωνε τώρα η Φωτεινή. Ήταν φιλικός και πρόθυμος να συζητήσει. Ακόμα, ήταν κύριος. Όσο μιλούσε με τη Φωτεινή την κοιτούσε στα μάτια εκτός από μερικές ματιές που είχε ρίξει στο χώρο γύρω τους και στη θέα προς τη θάλασσα. Ούτε μια φορά δεν είχε περιπλανηθεί το βλέμμα του στο σώμα της, κάτι που πολλοί θα έκαναν καθώς ήταν ακόμα με το μπικίνι.

 

Ο Ρωμανός ανέβηκε στο σπίτι με την Ελπίδα και την οδήγησε στο δωμάτιό τους για να αλλάξει. Η κοπέλα στάθηκε στο χολ και είπε:

-Μην κοιτάς, μια στιγμή.

Γύρισε την πλάτη της στον Ρωμανό και έβγαλε το σκουφάκι κολύμβησης που φορούσε στη θάλασσα αντί για το μαντήλι, που δεν ήταν πρακτικό για μέσα στο νερό. Στράφηκε να πάρει το μαντήλι από την τσάντα της και είδε ότι ο Ρωμανός την κοιτούσε.

-Ρωμανέ! είπε. Δεν θέλω να με βλέπεις έτσι! Είμαι…

Ο Ρωμανός την αγκάλιασε και χάιδεψε τρυφερά το γυμνό δέρμα εκεί που κάποτε υπήρχαν πυκνά μαύρα μαλλιά.

-Για εμένα είσαι η πιο όμορφη γυναίκα, πάντα θα είσαι.

Τη φίλησε απαλά.

-Έλα, άλλαξε να πάμε να βρούμε τους άλλους.

Η Ελπίδα ένευσε και έκανε να μπει στο δωμάτιο για να αλλάξει. Αλλά γύρισε πίσω και τον αγκάλιασε. Τον φίλησε στα χείλη και μετά τον άφησε.

Μπήκε στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα αλλά δεν την ασφάλισε και η πόρτα ξανάνοιξε λίγο. Ο Ρωμανός στράφηκε αυτή τη φορά από την άλλη, δεν ήθελε να την δει γυμνή, θα ερχόταν και αυτή η στιγμή αναμφίβολα. Αλλά τώρα θα ήταν απρεπές.

Η Ελπίδα βγήκε και ο Ρωμανός της χαμογέλασε. Κατέβηκαν μαζί στο μαγαζί και κάθισαν με τον Αλέξη και την Φωτεινή.

 

-Αυτός είναι ο γιος του Δελμάρ, είπε η Δέσποινα. Δεν ήξερα ότι τον ήξερε. Πολύ καλή επιλογή, είναι μια εξαιρετικά πλούσια οικογένεια! Ναι, ξέρει τι κάνει, μόνο το μπικίνι της φοράει. Αλλά ο γιόκας σου πάντα με τη χτικιάρα.

Η Δωροθέα σήκωσε τα μάτια της από τους λογαριασμούς που έκανε, ξέροντας ήδη τι θα αντικρίσει. Η Φωτεινή ήταν με τον αδερφό της και την Ελπίδα και έναν άλλο νεαρό που προφανώς η μητέρα της γνώριζε. Τέσσερεις φίλοι που απολάμβαναν το φαγητό και την παρέα τους.

-Δεν συμπαθείς καθόλου την Ελπίδα.

-Τι να συμπαθήσω; Είναι μια άρρωστη που έκανε τον Ρωμανό να την αγαπήσει και δεν τον αφήνει να φτιάξει το μέλλον του.

-Ο Ρωμανός την γνώριζε πολύ πριν αρρωστήσει.

-Ε τότε έπρεπε να την αφήσει. Τι της βρίσκει;

-Ότι όταν της μιλάει τον κοιτάζει μέσα στα μάτια, είπε η Δωροθέα. Ανάμεσά τους δεν θα υπάρξουν ποτέ μυστικά ή δόλος.

-Είπε η γυναίκα που την εξαπάτησε ο άνδρας της, είπε η Δέσποινα χλευαστικά.

-Γι’ αυτό έχει σημασία να είναι με κάποια που θα είναι ειλικρινής απέναντί του.

Η Δέσποινα έκανε έναν ήχο περιφρόνησης πλαταγίζοντας τα χείλη της.

-Τουλάχιστον η Φωτεινή έκανε τη σωστή επιλογή και αν είναι έξυπνη, θα τον τυλίξει τον Δελμάρ. Της έκοψε να μη βάλει τίποτα πάνω της.

-Μητέρα!

-Αυτή είναι μια υγιής γυναίκα με κορμάρα, γιατί να μην την δείξει; Η άλλη τι να δείξει;

-Η Φωτεινή δεν κρυώνει ούτε το χειμώνα καλά – καλά. Η Ελπίδα δεν νιώθει άνετα και με την αρρώστια πρέπει να προσέχει.

-Αυτό ακριβώς, είναι άρρωστη. Και εσύ γιατί την υπερασπίζεσαι; Για χάρη του Ρωμανού ή επειδή καλοβλέπεις τον σακάτη;

Η αναφορά της μητέρας της έφερε στο μυαλό της τον Μιχάλη, το χέρι του δυνατό στη χειραψία αλλά ταυτόχρονα απαλό, ζεστό όταν κρατούσε την Ελεάνα και της την έδωσε. Σκέφτηκε το χέρι του στο στήθος της, να κλείνει πάνω στη θηλή της. Ή να την κρατάει από τους γοφούς ενώ θα την έκανε δική του. Η σκέψη της έφερε μια φούντωση και ένιωσε τα μάγουλά της να φλογίζονται ενώ οι θηλές του στήθους της σκλήραιναν ερεθισμένες. Η Δέσποινα την κοίταξε με ένα σαρκαστικό χαμόγελο. Η Δωροθέα δεν κατάλαβε το γιατί ως που είδε ότι ο ερεθισμός της διαγραφόταν ξεκάθαρα στην μπλούζα της.

-Σε ανάβει ο σακάτης βλέπω. Άντε να ανοίξεις τα πόδια για χάρη του.

-Ξέρεις κάτι μητέρα; Θα το κάνω. Θα το κάνω και θα το απολαύσω και θα τον αφήσω να με πάρει όπως θέλει, ακόμα και να με γκαστρώσει άμα το θέλει. Αρκεί να με απαλλάξει από εσένα!

Για πρώτη φορά από τότε που θυμόταν τη μάνα της την έβλεπε να χάνει τα λόγια της. Από μόνο του αυτό άξιζε πολλά αλλά η Δωροθέα συνειδητοποιούσε πως ήταν αλήθεια, ο Μιχάλης θα ήταν ο άνθρωπος που της χρειαζόταν, ένας άνδρας που δεν φοβόταν τη μητέρα της και θα την βοηθούσε να απαλλαγεί από την κηδεμονία της. Ειδικά τώρα που είχαν λυθεί όλα τα άλλα της προβλήματα.

 

Ο Μιχάλης τινάχτηκε από τον ύπνο και ανακάθισε παίρνοντας βαθιές ανάσες. Κοίταξε γύρω του σαν να μην αναγνώριζε το μέρος και μετά κούνησε το κεφάλι του. Ήταν ένα όνειρο μόνο. Ένα όνειρο που δεν αφορούσε κάτι φανταστικό ή πιθανό να συμβεί αλλά ένα γεγονός που είχε ήδη συμβεί πάνω από δύο δεκαετίες πριν. Κάτι που είχε μείνει θαμμένο στο παρελθόν για πολύ καιρό.

Πήρε βαθιά ανάσα.

Η Κλερ είχε ξυπνήσει από την απότομη κίνηση μιας και κοιμόταν στην αγκαλιά του. Ανακάθισε και εκείνη.

-Τι είναι, αγάπη μου; Τι έχεις;

-Ένα άσχημο όνειρο, είπε ο Μιχάλης. Δεν είναι τίποτα, ξανακοιμήσου, καρδιά μου.

Η Κλερ τον αγκάλιασε από πίσω και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.

-Έλα, ξάπλωσε και εσύ κοντά μου.

-Δεν θα κοιμηθώ άλλο.

-Δεν θέλω να κοιμηθούμε, είπε η Κλερ με ένα χαμόγελο που ο Μιχάλης δεν μπορούσε να δει αλλά ένιωσε από τον τόνο της φωνής της. Τον φίλησε απαλά στο λαιμό ενώ τον χάιδευε. Τον τράβηξε να ξαπλώσει και εκείνος το έκανε. Η Κλερ χώθηκε στην αγκαλιά του και τον ξαναφίλησε.

-Τι ήταν; ρώτησε.

-Απλά ένα άσχημο όνειρο, είπε ο Μιχάλης. Δεν χρειάζεται να το σκέφτεσαι.

-Ό,τι σε πονάει, πονάει και εμένα, είπε η Κλερ απαλά.

-Μην το σκέφτεσαι.

Ο Μιχάλης την αγκάλιασε και χάιδεψε τη γυμνή πλάτη της. Η Κλερ ανασηκώθηκε και τον κοίταξε στα μάτια.

-Δεν πρέπει να το σκέφτεσαι ούτε εσύ τότε, είπε και τον φίλησε αυτή τη φορά στο στόμα.

Το φιλί έγινε πιο ερωτικό και η Κλερ μετακινήθηκε φέρνοντας το σώμα της πάνω από το δικό του. Η γλώσσα της έπαιξε με τα χείλη του για να ανοίξουν και να βρει τη δική του γλώσσα, ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει και τρύπωσε το χέρι της ανάμεσα στα σώματά τους για να τον χαϊδέψει με τα δάκτυλά της. Κατέβασε το εσώρουχό του και συνέχισε το χάδι της αυτό. Ο Μιχάλης την έπιασε από τη μέση και την ανασήκωσε. Τον δέχθηκε μέσα της και ακολούθησε τον αργό ηδονικό ρυθμό του.

-Μου αρέσει έτσι αργά, του ψιθύρισε. Σαν να είμαστε μόνοι μας στην γη και να μην έχουμε άλλη έγνοια από το να ευχαριστήσουμε ο ένας τον άλλο και ίσως…

-Ίσως;

-Να δημιουργήσουμε μια νέα ζωή, είπε η Κλερ με την ανάσα της να κόβεται καθώς ένιωθε το σώμα της να σφίγγεται γεμάτο ένταση καθώς πλησίαζε την κορύφωση.

Ο Μιχάλης τη φίλησε με πάθος και εκείνη του το ανταπέδωσε νιώθοντας όλο και πιο μεγάλη την ένταση στο σώμα της. Τα χέρια του Μιχάλη αγκάλιασαν τους γοφούς της και την κράτησαν καθώς έφταναν μαζί στην κορύφωση. Η Κλερ ξάπλωσε πάνω του ακουμπώντας το κεφάλι της στο στέρνο του. Ο Μιχάλης μετακίνησε τα χέρια του στην πλάτη της. Την χάιδευε καθώς εκείνη ανάσαινε ακόμα γρήγορα από την ένταση της ερωτικής πράξης.

-Μιχάλη, είπε η Κλερ.

-Ναι, αγάπη μου;

-Μην σταματάς, μου αρέσει πολύ αυτό που κάνεις.

-Απλά σε χαϊδεύω.

-Το ξέρω, αλλά με κάνει να νιώθω τόσο όμορφα.

-Να υποθέσω ότι ο κύριος Μάρτιν δεν θα το έκανε;

-Μετά από μια ερωτική πράξη; Όχι, έλεγε ότι χαλάει τον ερωτισμό.

Ο Μιχάλης γέλασε.

-Μερικές φορές δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους, είπε. Τι πιο φυσιολογικό από αυτό;

-Να μην τους καταλάβεις ποτέ, είπε η Κλερ, σε αυτά τα θέματα. Καλύτερα που είσαι διαφορετικός.

-Όχι και τόσο διαφορετικός, με μια όμορφη γυναίκα στην αγκαλιά μου δεν είμαι κανένας άγιος.

Η Κλερ γέλασε.

-Καρδιά μου, δεν θέλω να είσαι άγιος. Το πάθος που μοιραζόμαστε όταν κάνουμε έρωτα είναι υπέροχο και το αποζητώ όσο και την τρυφερότητα, απλά θα ήταν κούφιο και ανούσιο αν τώρα δεν με κρατούσες αγκαλιά να με χαϊδεύεις.

Ο Μιχάλης την έσφιξε στην αγκαλιά του.

-Τότε μείνε στην αγκαλιά μου και μη φύγεις ποτέ, ψιθύρισε.

 

-Μπράβο κούκλα μου! είπε η Δέσποινα και η Φωτεινή στάθηκε έκπληκτη, είχε χρόνια να ακούσει τέτοιο έπαινο.

Η Δέσποινα δεν την άφησε με την απορία.

-Σε είδα με τον Δελμάρ, έκανες τη σωστή επιλογή.

Ο Αλέξης είχε φύγει και ο Ρωμανός είχε συνοδέψει την Ελπίδα σπίτι. Η Φωτεινή είχε πάει να δει τι έκανε η μητέρα της και είχε εισπράξει την επιδοκιμασία της γιαγιάς της.

-Είμαστε μόνο φίλοι.

-Σήμερα φίλοι, αύριο κάτι παραπάνω, είπε η Δέσποινα, είμαι σίγουρη ότι σου αρέσει. Ψηλός, γυμνασμένος, γιατί όχι; Θα πας στο κρεβάτι του και μετά αυτή η τέλεια μαυρισμένη κοιλιά σου θα αρχίσει να στρογγυλεύει και θα έχεις λύσει το πρόβλημα.

-Παρότι θέλω να κάνω οικογένεια, είπε η Φωτεινή, θέλω να σπουδάσω. Και να είσαι σίγουρη ότι δε θα έμενα έγκυος για να κρατήσω έναν άνδρα αλλά για να κάνω μαζί του οικογένεια.

-Που είναι το κακό στο να τα συνδυάσεις;

Η Φωτεινή έφυγε φουρκισμένη και η Δέσποινα χαμογέλασε. Αυτή ήταν σε καλό δρόμο, έπρεπε να φροντίσει για τον Ρωμανό.

 

-Τι σκέφτεσαι;

Η Κλερ ρώτησε τον Μιχάλη ενώ συνέχιζε να είναι στην αγκαλιά του ακόμα, με το κεφάλι στο στέρνο του. Εκείνος συνέχιζε να χαϊδεύει απαλά την πλάτη της γεμίζοντάς την με ένα αίσθημα τρυφερότητας και ασφάλειας.

-Εσένα.

-Αλήθεια; Και τι σκέφτεσαι;

-Πόσο υπέροχη είσαι.

-Απλά μια συνηθισμένη κοπέλα από τα Μίντλαντς.

-Για εμένα δεν είσαι συνηθισμένη, είσαι μια γλυκιά κοπέλα που μου χάρισε γενναιόδωρα τα αισθήματά της, μια όμορφη γυναίκα που με τίμησε με τον έρωτά της, μια παθιασμένη σύντροφος που μοιράστηκε μαζί μου το πάθος της, μια μούσα που με γέμισε έμπνευση…

-Αυτό το λες έτσι για να με κάνεις να νιώσω ωραία, είπε η Κλερ. Σε τι να σε εμπνεύσω εγώ; Τι είμαι; Η Βερονίκη του Δάντη;

-Δεν το πιστεύεις;

Η Κλερ ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε.

-Όχι, του είπε παιχνιδιάρικα.

Ο Μιχάλης την κοίταξε στα μάτια και της είπε:

Θέλω το μπουμπούκι των χειλιών σου

να φιλήσω,

με το νέκταρ τους να μεθύσω,

θέλω το λαιμό σου να κατεβώ

φιλώντας

θέλω να σε φιλήσω

στων στηθών σου τις καμπύλες

ως τις ροδαλές κορυφές,

δική μου να είσαι…

Η Κλερ τον άκουγε, δεν ήταν μόνο το ίδιο το ποίημα, την ξάφνιαζε που μπορούσε έτσι απλά να συνθέσει ένα ποίημα για εκείνη, τον σταμάτησε με ένα φιλί στα χείλη.

-Είμαι δική σου, τώρα και για πάντα.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου