Μέρες Του Φθινοπώρου 18

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Δέκατο Όγδοο

 

Ο Ρωμανός δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε στην αδερφή του γιατί δεν είχε επιστρέψει στην τάξη. Η Ράλλη τον είχε να περιμένει στον προθάλαμο του γραφείου των καθηγητών και, ακόμα και όταν εκείνη πήγε για μάθημα, του είπε να καθίσει εκεί και να περιμένει.

Η Ελπίδα είχε μείνει μαζί του. Δεν ένιωθε καλά που εκείνος είχε μπλέξει υπερασπιζόμενος την ίδια και δεν ήθελε να επιστρέψει σε μια τάξη που θα ήταν ξεσηκωμένη εναντίον της από την υποκρίτρια Νίκη. Είχε καθίσει δίπλα στον αγαπημένο της και περίμενε. Θα είχε πολύ χειρότερη διάθεση αν δεν είχε μεσολαβήσει το φιλί από τον Ρωμανό.

Αν δεν ήταν τόσο επώδυνη η περίσταση, θα φοβόταν ότι το είχε ονειρευτεί, αλλά κανένα όνειρο δεν μπορούσε να είναι μαζί τόσο γλυκό και τέτοιος εφιάλτης. Και ήταν κρίμα που δεν είχε προλάβει να ανταλλάξει μια λέξη με τον Ρωμανό μετά από αυτό το φιλί. Τώρα σκεφτόταν πώς να πάρει το φταίξιμο πάνω της και να απαλλάξει τον αγαπημένο της. Δεν την ένοιαζε αν θα την τιμωρούσαν. Αρκεί να μην συνέβαινε κάτι σε εκείνον.

Ο Ρωμανός καθόταν δίπλα της με τους αγκώνες στηριγμένους στα γόνατα και το πρόσωπο χωμένο στα χέρια του. Η Ελπίδα πέρασε το χέρι της στο μπράτσο του και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Ο Ρωμανός έπιασε το χέρι της, τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν με τα δικά της.

Ήταν μαζί σε ό,τι και αν ερχόταν.

 

Ο Αλέξης και η Φωτεινή πήγαν στην τάξη και αφού εκείνος χτύπησε μπήκαν. Πήγαν στις θέσεις τους ενώ η Νίκη σήκωνε χέρι.

-Ναι, Υακίνθου, είπε ο καθηγητής.

-Κύριε, δεν απαγορεύεται να μπαίνουν οι μαθητές μετά τον καθηγητή και πρέπει να παίρνουν απουσία;

-Σωστά, είπε ο καθηγητής, αλλά με ενημέρωσε ο κύριος λυκειάρχης για τον Δελμάρ και τη Στασινού, οπότε δεν υπάρχει θέμα. Συνεχίζουμε με το μάθημα…

Ο καθηγητής ήταν ένας συμπαθητικός τύπος, αρκετά γεμάτος με ένα πρόσωπο που τον έκανε να δείχνει πολύ πιο μικρός συνοδευόμενο από φουντωτά μαλλιά. Ήταν πολύ καλός στη δουλειά του και δεν ήταν αυστηρός αλλά τώρα αυτό παραπήγαινε. Η Φωτεινή αναρωτήθηκε τι του είχε πει ο Αθάνατος και πότε αφού έλειπε από το σχολείο.

Κάθισε στην θέση της και αναζήτησε τον αδερφό της. Δεν ήταν εδώ. Είχε άραγε αποβληθεί; Αλλά τα πράγματά του ήταν εδώ όπως και της Ελπίδας. Να ήταν μαζί;

 

Ο Ρωμανός θα δεχόταν οποιαδήποτε ποινή προκειμένου να προστατεύσει την Ελπίδα. Το μόνο που τον ενοχλούσε ήταν ότι η Νίκη θα την έβγαζε καθαρή και τον εξάψαλμο που θα άκουγε στο σπίτι όχι από τη μητέρα του αλλά από τη γιαγιά του που θα ήταν ενοχλημένη περισσότερο από το γεγονός ότι είχε τιμωρηθεί για χάρη της Ελπίδας παρά για την ίδια την τιμωρία.

Αν είχε τιμωρηθεί υποστηρίζοντας την κόρη του αχώνευτου του Αχλιόπτα, θα τον αγκάλιαζε και θα τον φιλούσε, βέβαια.

Κοίταξε την Ελπίδα, ήταν χλομή.

-Είσαι καλά;

-Ναι… Απλά… Φοβάμαι, Ρωμανέ, σε έμπλεξα άσχημα επειδή… Φοράω αυτό το μαντήλι… Δεν…

Ο Ρωμανός δεν την άφησε να συνεχίσει. Άφησε το χέρι της για να την αγκαλιάσει από τους ώμους.

-Δεν θα αφήσω ποτέ κανέναν να μιλήσει άσχημα για σένα. Όποιος και αν είναι. Μην σκέφτεσαι ότι φταις. Η Υακίνθου φταίει και θα τα πούμε ένα χεράκι μόλις τελειώσουμε από’ δω.

-Αυτή η παλιοαρρώστια φταίει, είπε η κοπέλα. Μου παίρνει μια – μια όλες τις χαρές που έχω στη ζωή μου.

-Θα τη νικήσεις και θα τις πάρεις πίσω, είπε ο Ρωμανός τρυφερά. Δεν θα το βάλεις κάτω, δεν είπαμε;

Η Ελπίδα έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. Εκείνος την έσφιξε πάνω του και η κοπέλα πήρε βαθιά ανάσα.

Βήματα ακούστηκαν απ’ έξω και η Ελπίδα έκανε να τραβηχτεί αλλά ο Ρωμανός την κράτησε. Δεν θα έκρυβε τι ένιωθε και ίσως να καταλάβαιναν και οι καθηγητές γιατί είχε αντιδράσει έτσι και είχε χαστουκίσει την Νίκη.

Αλλά δεν ήταν ο λυκειάρχης, ούτε κάποιος καθηγητής που ερχόταν. Ήταν ένας τελείως άγνωστος στην Ελπίδα αλλά όχι και σε εκείνον. Γιατί ο νεοφερμένος δεν ήταν άλλος από τον Μιχάλη. Κάθισε σε μια πολυθρόνα απέναντι στο ζευγάρι και ακούμπησε τα χέρια του στην σκαλιστή κορυφή του μπαστουνιού του.

-Καλημέρα, Ρωμανέ, είπε ο Μιχάλης.

-Καλημέρα, είπε ο Ρωμανός σαστισμένος. Δεν περίμενα να σας δω εδώ.

Η Ελπίδα παραξενεμένη που ο αγαπημένος της ήξερε τον ξένο, γύρισε και τον κοίταξε.

-Ο κύριος Μιχάλης βοήθησε τον δικηγόρο μας στην υπόθεση της μητέρας μου. Εκείνος βρήκε τη λύση και το δικαστήριο δέχτηκε την προσφυγή.

-Α, τη δέχτηκε; Χαίρομαι, είπε ο Μιχάλης. Θα ξεμπλέξετε λοιπόν.

-Δεν το ξέρατε;

-Δεν μίλησα με τον Γιώργο αυτές τις μέρες και φυσικά δεν έχω δει τη μητέρα σου ή τη γιαγιά σου.

-Εδώ πώς βρεθήκατε; Έχει να κάνει με εμένα;

-Όχι, ήρθα να δω τον Ιερεμία.

Για μια στιγμή ο Ρωμανός δεν κατάλαβε σε ποιον αναφερόταν μιας και κανένας μαθητής δεν αναφέρεται στο λυκειάρχη του με το βαπτιστικό του όνομα. Μετά θυμήθηκε όμως τα επίσημα χαρτιά από το σχολείο, όπως ο έλεγχος προόδου, και συνειδητοποίησε ότι ο Μιχάλης αναφερόταν στον Αθάνατο.

-Γνωρίζετε τον λυκειάρχη μας;

-Τον είχα κάποτε φοιτητή.

Ο Ρωμανός κοίταξε τον Μιχάλη. Θυμόταν με πόση κατανόηση είχε αντιμετωπίσει το θέμα που είχε τρομάξει τόσο πολύ τη Φωτεινή και σκέφτηκε ότι ίσως και να μπορούσε να τους βοηθήσει. Δίστασε ωστόσο να το πει. Εκείνο το θέμα αφορούσε και τον ίδιο τον Μιχάλη, το τωρινό καθόλου.

-Έχετε ραντεβού; Γιατί δεν είναι εδώ, απ’ όσο ξέρω.

-Τον συνάντησα στον δρόμο και με κάλεσε να πιούμε έναν καφέ. Έχει σταματήσει στο κυλικείο για να κάνει την παραγγελία.

Η Ελπίδα ρίγησε. Σε λίγο θα ερχόταν ο λυκειάρχης και θα τελείωναν όλα, θα απέβαλλε τον Ρωμανό. Εκείνος το ένιωσε όπως την κρατούσε ακόμα αγκαλιά. Γύρισε και την κοίταξε.

-Δεν έχεις κάτι τίποτα κακό, δεν φταις εσύ.

-Γιατί είσαστε εσείς εδώ; Τιμωρία;

-Ναι, είπε ο Ρωμανός και εξήγησε τι είχε συμβεί.

Ο Μιχάλης κοίταξε την Ελπίδα.

-Αλωπεκίαση; ρώτησε.

-Λευχαιμία, είπε η κοπέλα απαλά.

-Λυπάμαι, είπε ο Μιχάλης. Ο Ιερεμίας δεν θα σε τιμωρήσει πάντως, Ρωμανέ.

-Γιατί;

-Έχει ξαναδεί καθίκια σαν την συμμαθήτριά σας.

-Αλήθεια;

-Ναι, τον Κόλιν Πάνκχερστ, ας πούμε.

-Ποιον;

-Έναν φοιτητή στη Βοστώνη. Είχε την ευγένεια αυτής της Νίκης μόνο που καταφερόταν και εναντίον και εκείνων με τους οποίους δεν είχε τίποτα. Θα σας πω μια ιστορία.

 

-Κάνε στην άκρη μπόγε!

Η προσβολή ακούστηκε ολοκάθαρα στο αμφιθέατρο παρά τις συζητήσεις των φοιτητών που περίμεναν να αρχίσει το μάθημα. Ο Μιχάλης ήξερε ποιος την είχε προφέρει πριν ακόμα σηκώσει το κεφάλι του. Και όταν το έκανε, διαπίστωσε πως είχε δίκιο. Ο Πάνκχερστ στεκόταν σε μια από τις σκάλες που οδηγούσαν στις ψηλότερες θέσεις του αμφιθεάτρου, μπροστά του στεκόταν μια μάλλον χοντρούλα κοπέλα, που δεν τον είχε ξανασυναντήσει από κοντά για να ξέρει με τι άνθρωπο είχε να κάνει, και έδειχνε τώρα πληγωμένη από την απρόκλητη λεκτική βία.

-Κοίτα ρε! Θίχτηκε κιόλας. Στην άκρη, τόφαλε!

Ο Μιχάλης προσπάθησε να συγκρατήσει την οργή του αλλά δεν μπόρεσε. Δεν μπορούσε ο Πάνκχερστ να περιφέρεται κάνοντας θύμα του όποιον έβρισκε αρκετά αδύναμο να του αντισταθεί.

-Κύριε Πάνκχερστ, είπε με μια φωνή ψυχρή σαν χειμωνιάτικη νύχτα και στο αμφιθέατρο έπεσε σιωπή, ζητείστε συγνώμη από τη δεσποινίδα πριν κατέβω από την έδρα και χώσω το μπαστούνι μου στα ρουθούνια σας κάνοντας στο κεφάλι σας - τέτοιο που είναι - την καθαριότητα που αποζητάει από καιρό.

Ο Πάνκχερστ κοκκίνησε από την προσβολή ενώ γύρω του οι υπόλοιποι ξεσπούσαν σε τρανταχτά γέλια. Είπε ένα βιαστικό συγγνώμη στην κοπέλα που είχε προσβάλει και βιάστηκε να πάει σε μια κενή θέση.

 

-Ο Ιερεμίας τον ήξερε αυτόν τον τύπο. Δεν θα επιτρέψει σε οποιονδήποτε τέτοια συμπεριφορά.

-Πού βρίσκεται αυτός ο τύπος τώρα; είπε ο Ρωμανός. Μήπως είναι ο πατέρας της δικιάς μας;

-Ο Πάνκχερστ είναι στη φυλακή και εκεί θα μείνει για μια ακόμα δεκαετία τουλάχιστον, είπε ο Μιχάλης με ένα χαμόγελο. Αποκλείεται να είναι ο πατέρας της συμμαθήτριάς σας, θα έπρεπε να την είχε κάνει στα 14. Ο Ιερεμίας δεν πρόκειται να σε αποβάλει αλλά θα του δώσω και εγώ τη συμβουλή μου.

Ο διευθυντής κατέφτασε εκείνη τη στιγμή.

-Βρήκες παρέα βλέπω, είπε στον Μιχάλη και μετά στράφηκε στα παιδιά, τι κάνετε εσείς εδώ;

-Είμαι εδώ επειδή με έστειλε η κυρία Ράλλη, είπε ο Ρωμανός. Η Ελπίδα ήρθε μαζί μου, δεν έχει κάνει κάτι.

-Μόνο κοπάνα από αυτήν την ώρα, είπε ο Αθάνατος αλλά στη φωνή του υπήρχε ένα ίχνος θυμηδίας.

-Ναι, είπε η Ελπίδα κοκκινίζοντας, αλλά…

-Θα μου τα πείτε όταν έρθει η κυρία Ράλλη. Μιχάλη, έλα στα ενδότερα.

Το γραφείο του διευθυντή ήταν ένας τετράγωνος χώρος με ένα μεγάλο παράθυρο στη μια πλευρά, αρχειοθήκες μαζί με μια μικρή βιβλιοθήκη στην άλλη και ένα έπιπλο στο κέντρο περίπου. Ο Ιερεμίας κάθισε στην θέση πίσω από αυτό και ο Μιχάλης σε μια από τις δύο πολυθρόνες μπροστά του.

-Πόσο καιρό θα μείνεις στο νησί;

-Δεν ξέρω ακριβώς αλλά δεν βιάζομαι να φύγω.

-Ωραία, ενδιαφέρεσαι να διδάξεις;

-Σου λείπουν καθηγητές;

-Όχι, αλλά σκέφτηκα ότι σίγουρα μπορείς να δώσεις στους μαθητές μας να δουν με άλλο μάτι την ιστορία ας πούμε.

-Οι επισκέπτες καθηγητές συνηθίζονται στα πανεπιστήμια μόνο, όχι στα σχολεία.

-Αν σε ενδιαφέρει, μπορώ να το κάνω πάντως. Και από ό,τι βλέπω έχεις ακόμα πολύ καλή επαφή με τους μαθητές.

-Ίσως μετά την καραβέλα των Γατελούζων.

-Ποια;

-Ένας από τους λόγους που βρίσκομαι εδώ είναι η συμμετοχή μου σε μια ομάδα που αναζητεί μια γαλέρα που βυθίστηκε στην περιοχή το 1453.

-Δεν έχεις αλλάξει καθόλου, είπε ο Αθάνατος, χαίρομαι όμως που βλέπω ότι έχεις κάποια στη ζωή σου.

-Αυτή είναι μια πολύ πρόσφατη εξέλιξη πρέπει να σου πω. Ημερών μόλις.

-Εύχομαι το καλύτερο.

-Ευχαριστώ.

Το κουδούνι για το διάλειμμα ακούστηκε δυνατό μέσα στο γραφείο.

-Τώρα θα μάθουμε τι έγινε και η Ράλλη έστειλε τον Στασινό εδώ πέρα.

-Εγώ ξέρω, θες να σε ενημερώσω;

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου