Μέρες Του Φθινοπώρου 20

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Εικοστό

 

Ο Μιχάλης και η Κλερ επέστρεψαν στο σπίτι του μετά την επίσκεψή του στον Αθάνατο. Ο Μιχάλης τής είπε για την πρόταση του Αθάνατου και η Κλερ την βρήκε εκπληκτική.

Στο σπίτι η Κλερ ασχολήθηκε με το μαγείρεμα και ο Μιχάλης αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Όταν τελείωσε με το φαγητό η Κλερ μπήκε στο δωμάτιο και τον βρήκε να γράφει. Διάβασε πάνω από τον ώμο του:

-Μακριά από την κόρη μου! Θα δώσεις λόγο γι’ αυτή σου την τόλμη. Αύριο κιόλας θα δικαστείς.

-Πατέρα, παντρευτήκαμε, είπε παρακλητικά η Άρια, δώσε μας την ευχή σου.

-Ποιος παπάς τόλμησε τέτοιο πράγμα;

-Εγώ, είπε ο Βαρσανούφιος που ήταν μέσα στη σκηνή και είχε βγει ακούγοντας τη φασαρία.

Οι καλεσμένοι στον γάμο είχαν κάνει έναν κύκλο γύρω τους ενώ είχαν μαζευτεί και άλλοι λεγεωνάριοι και προσέρχονταν περισσότεροι όπως επικρατούσε αναταραχή.

-Εσύ! Θα σε κρεμάσω τόσο ψηλά..... Πώς σε λένε παπά, πριν σε εκτελέσω;

-Είμαι λειτουργός του Υψίστου, είπε ο ιερέας ήσυχα, και Εκείνου τους νόμους υπακούω πρώτα και μετά τους ανθρώπινους.

Ο Άριος σήκωσε το μαστίγιο που κρατούσε, αυτό που χρησιμοποιούσε για το άλογο, για να χτυπήσει τον ιερέα που τον παρακολουθούσε ατάραχος.

-Θ’ αρχίσω από εσένα και αυτός ο γάμος δεν θα ισχύσει! Ποτέ!

Κατέβασε το χέρι του αλλά το χτύπημα δεν έφτασε ποτέ στον Βαρσανούφιο. Ένα χέρι άρπαξε αυτό του Αρίου από τον καρπό και το ακινητοποίησε. Ο συγκλητικός κοίταξε με έκπληξη – και όχι μόνο αυτός – ποιος είχε τολμήσει να τον σταματήσει. Αντίκρισε τον Γουίλφριντ, τον αρχηγό των Σαρματών. Ύστερα είδε την απάντηση στην ανέκφραστη ερώτηση για το θάρρος του. Ο Γάιος την είχε δει ήδη.

Στο στήθος του Σαρματού κρεμόταν ένα μενταγιόν που είχε βγει έξω από τον χιτώνα του με την γρήγορη κίνηση που είχε κάνει για να σταματήσει τον Άριο. Το μενταγιόν εικόνιζε τον Ρωμαϊκό αετό και γύρω του είχε την επιγραφή Scolae Palatinae. Οι σχολές ήταν επίλεκτα στρατιωτικά σώματα και η συγκεκριμένη ήταν εκείνη που είχε αντικαταστήσει την περιβόητη Πραιτοριανή φρουρά ως σωματοφυλακή του αυτοκράτορα, μια αλλαγή που είχε κάνει σχεδόν πριν από ενάμισι αιώνα ο Μεγάλος Κωνσταντίνος. Ο Γουίλφριντ ανήκε στη φρουρά του αυτοκράτορα. Ήταν έμπιστός του και με αυτό το θάρρος είχε τώρα επέμβει.

Και ήταν απόλυτα λογικό. Ο Βαλεντινιανός δεν εμπιστευόταν τον Αέτιο, με κάθε ευκαιρία θα έστελνε έμπιστους στις δυνάμεις που εκείνος συγκέντρωνε. Έτσι είχε βρει και τώρα την ευκαιρία να στείλει έναν δικό του στη λεγεώνα.

-Άσε το χέρι μου! μούγκρισε ο Άριος αλλά δεν πρόλαβε να αντιδράσει ο Γουίλφριντ. Μια φωνή από τους σκοπούς έφερε την αναστάτωση.

-Ούννοι! Έρχονται από τα δυτικά.

Όλοι έτρεξαν στα τείχη του στρατοπέδου. Οι Ούννοι ήταν ακόμα μακριά, αλλά και από την απόσταση αυτή μπορούσαν να διακρίνουν ότι ήταν διπλάσιοι από τους άνδρες που διέθετε η λεγεώνα.

Ο Γάιος κοίταξε τον εχθρό που προέλαυνε για μια στιγμή και μετά διέταξε:

-Ετοιμαστείτε για μάχη!

 

-Ωραίο είναι, είπε η Κλερ. Και είσαι σε ένα ωραίο σημείο για να σταματήσεις.

Ο Μιχάλης έβγαλε τα γυαλιά του και έτριψε τα μάτια του. Η Κλερ έβαλε τα χέρια της στους ώμους του και άρχισε να του κάνει ένα ελαφρύ μασάζ. Τον ένιωσε να χαλαρώνει κάτω από τα χέρια της.

-Έχεις ελαφρύ άγγιγμα.

-Σου αρέσει;

-Είναι χαλαρωτικό.

Η Κλερ συνέχισε για λίγο.

-Έλα, πάμε να φάμε και θα συνεχίσουμε μετά.

Ο Μιχάλης σηκώθηκε και την ακολούθησε στην κουζίνα για να την βοηθήσει να μεταφέρει τα απαραίτητα έξω. Το φαγητό ήταν ψητό της κατσαρόλας και φάγανε με όρεξη.

-Είσαι υπέροχη μαγείρισσα, είπε ο Μιχάλης την ώρα που τελειώνανε το φαγητό.

-Χαίρομαι που σου άρεσε, είπε η Κλερ. Επειδή ζω μόνη πολύ σπάνια μαγειρεύω, και το χάρηκα σήμερα.

Μάζεψαν το τραπέζι και τακτοποίησαν.

-Και τώρα; Τι θες να κάνουμε; ρώτησε ο Μιχάλης την αγαπημένη του.

-Είχαμε μια γεμάτη μέρα. Θες να ξαπλώσουμε;

-Δεν είναι άσχημη ιδέα.

Ο Μιχάλης χαμογέλασε και την αγκάλιασε από την μέση.

-Πάμε τότε.

Ξάπλωσαν και η Κλερ χώθηκε στην αγκαλιά του. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το γόνατό του. Ήταν ζεστό σαν να ήταν κάτω από τον ήλιο.

-Είναι φυσιολογικό αυτό; ρώτησε.

-Είναι συνηθισμένο όταν το έχω κουράσει. Δεν είναι κάτι το ανησυχητικό, μην το σκέφτεσαι.

-Σε πονάει; Πρόσεξα ότι…

-Χωλαίνω περισσότερο. Το ζόρισα λίγο σήμερα, απλά ξεκούραση θέλει. Όταν σηκωθούμε, θα είναι εντάξει.

 

Ο Αλέξης Δελμάρ ετοιμαζόταν να μπει στο αυτοκίνητό του όταν τον πλησίασε ο Δημήτρης.

-Αυτό που έγινε σήμερα δεν θα μείνει έτσι. Με ξεφτίλισες, μην περιμένεις να το ξεχάσω.

-Μπορείς να δοκιμάσεις όποτε θες, είπε ο Δελμάρ με ένα ειρωνικό χαμόγελο, αλλά σε προειδοποιώ ότι δεν θα ευθύνομαι για τη ζημιά που θα πάθεις.

Έκανε να στραφεί πάλι στο αυτοκίνητό του αλλά γύρισε ξανά προς τον Δημήτρη. Τώρα το χαμόγελο είχε χαθεί από τα χείλη του.

-Και μακριά από τη Φωτεινή, αν την πλησιάσεις θα το μάθω και θα σε τσακίσω. Κατάλαβες;

Ο Δημήτρης έφυγε τρέχοντας και ο Δελμάρ ξαναγύρισε στο αυτοκίνητό του αλλά πριν προλάβει να μπει κάποιος άλλος πλησίασε. Ο Δελμάρ γύρισε έτοιμος για να χτυπήσει αλλά δεν ήταν ο Δημήτρης. Ήταν ο Ρωμανός που είχε πλησιάσει μαζί με την Φωτεινή και την Ελπίδα.

-Η Φωτεινή μου είπε τι έκανες, είπε στον Δελμάρ, και θέλω να σε ευχαριστήσω που την βοήθησες όταν εγώ δεν μπορούσα.

-Δεν κάνει τίποτα, είπε ο Δελμάρ, εύχομαι μόνο να είχα πάει νωρίτερα. Και νομίζω ότι τελικά δεν τον πόνεσα αρκετά.

Ο Ρωμανός τον ευχαρίστησε και πάλι.

-Έλεγα να πάω για μπάνιο στη θάλασσα, θέλετε να έρθετε;

-Πού πας για μπάνιο; ρώτησε η Φωτεινή.

-Στην Εφταλού ή στα δικά σας μέρη. Φυσικά θα πάμε στα μέρη σας αν έρθετε μαζί, είπε ο Δελμάρ.

Ο Ρωμανός και η Φωτεινή συνεννοήθηκαν με το βλέμμα.

-Εντάξει, πάμε, είπε η Φωτεινή, και μετά θα πάμε να φάμε στο εστιατόριό μας.

Η Ελπίδα φάνηκε να διστάζει.

-Δεν έχω μαγιό, είπε τελικά.

-Θα κάνουμε μια στάση να αλλάξεις, είχε τη λύση η Φωτεινή και τα δύο αγόρια δεν είχαν αντίρρηση.

Μπήκαν στο αυτοκίνητο, ο Ρωμανός κάθισε με την Ελπίδα πίσω και η Φωτεινή κάθισε δίπλα στον Αλέξη. Ξεκίνησαν αμέσως.

-Αξίζει να το γιορτάσουμε, είπε ο Ρωμανός, τη βγάλαμε καθαρή από πολλούς μπελάδες σήμερα.

-Εσύ από αποβολή, είπε η Φωτεινή, εμείς από την ωριαία, αν και δεν μπορώ να καταλάβω πώς έγινε αυτό.

-Είναι απλό, είπε ο Δελμάρ με ένα πονηρό χαμόγελο, ο Αθάνατος είναι θείος μου, αδελφός της μητέρας μου, γι’ αυτό και έρχομαι σε αυτό το σχολείο. Όσο ήσουν σπίτι σας και άλλαζες, τον πήρα ένα τηλέφωνο και του εξήγησα ότι πρέπει να αργήσουμε και ενημέρωσε τον Θεοδώρου.

-Κατάλαβα!

-Είναι μυστικό, να μείνει μεταξύ μας.

-Ναι, βέβαια, είπε η Φωτεινή. 

Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη και είδε ότι η Ελπίδα είχε γείρει το κεφάλι της στον ώμο του αδερφού της και κρατούσε στα χέρια της το ελεύθερο χέρι του Ρωμανού μιας και εκείνος είχε το άλλο περασμένο γύρω από τους ώμους της.

 

Η Ελπίδα ένιωθε όμορφα, βρισκόταν στην αγκαλιά του αγαπημένου της, εκείνου που αγαπούσε εδώ και χρόνια και που ήξερε πέραν κάθε αμφιβολίας ότι την αγαπούσε και εκείνος. Δεν είχαν προλάβει να μιλήσουν γιατί δεν είχαν μείνει μόνοι τους, αλλά ήξερε ότι θα είχαν τον χρόνο. Ένιωθε ευτυχισμένη και το απολάμβανε ευχόμενη να κρατήσει.

Αγκάλιασε από τη μέση τον Ρωμανό. Εκείνος τη χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο με το ελεύθερο χέρι του. Ανασήκωσε το κεφάλι της και τον φίλησε απαλά στον λαιμό.

Φτάσανε στο σπίτι της Ελπίδας και ο Αλέξης σταμάτησε. Η κοπέλα ετοιμάστηκε να κατέβει.

-Θα κατέβω και εγώ, είπε ο Ρωμανός.

-Εντάξει, θα σας περιμένουμε, είπε η Φωτεινή, στην παραλία.

Ο Αλέξης ξεκίνησε και πάλι και η Ελπίδα με τον Ρωμανό προχώρησαν στο σπίτι. Η κοπέλα άνοιξε και μπήκαν. Ενώ ο Ρωμανός περίμενε στο χολ, εκείνη πήγε στο δωμάτιό της και άλλαξε. Επέστρεψε μετά από λίγο φορώντας το μαγιό της, ένα απλό μαύρο ολόσωμο που έκανε μεγάλη αντίθεση με το ολόλευκο δέρμα της, μιας και απέφευγε να εκτίθεται στον ήλιο. Επειδή δεν ένιωθε άνετα να περπατήσει στους δρόμους του οικισμού ως τη θάλασσα με το μαγιό μόνο, είχε βάλει μια φόρμα. Είχε μαζί της και μια τσάντα με μια πετσέτα και ρούχα για να αλλάξει μετά το κολύμπι.

-Είσαι πανέμορφη.

-Ρωμανέ!

Ο Ρωμανός χαμογέλασε.

-Τι; Να πω ψέματα; Αφού είσαι πανέμορφη.

Η Ελπίδα κοκκίνισε. Ο Ρωμανός πήγε κοντά και έβαλε το χέρι του στο σαγόνι της και ανασήκωσε το κεφάλι της. Την κοίταξε στα μάτια.

-Για μένα είσαι η πιο όμορφη γυναίκα που υπάρχει.

Τη φίλησε απαλά στα χείλη. Η Ελπίδα άφησε την τσάντα να πέσει και τον αγκάλιασε. Έμειναν για λίγο έτσι, απολαμβάνοντας την θαλπωρή, το άγγιγμα και το τρυφερό τους φιλί.

Μετά ξεκίνησαν να πάνε να βρουν τον Αλέξη και την Φωτεινή που τους περίμεναν.

 

Η Φωτεινή πήγε σπίτι της και άλλαξε και μετά έσπευσε στην αμμουδιά για να βρει τον Αλέξη. Καθώς εκείνη ήταν τόσο κοντά στην θάλασσα δεν είχε φορέσει τίποτα πάνω από το μπικίνι της. Ο Δελμάρ στάθηκε και την κοίταζε.

-Ναι, ξέρω, ξέρω, είπε η Φωτεινή, όλοι μου λένε ότι είμαι γεμάτη και να χάσω κιλά και ότι έχω μεγάλο στήθος σαν την μάνα μου.

-Δεν ξέρουν τι λένε, είπε ο Δελμάρ, έχεις τέλειο σώμα…

Η εκτίμηση του Αλέξη για το σώμα της έφερε μια περίεργη ζεστασιά στη Φωτεινή και την έκανε να κοκκινίσει.

-… αλλά το πιο όμορφο πάνω σου είναι η φωτεινή παρουσία σου.

Η Φωτεινή πήγε να απαντήσει αλλά κατάλαβε ότι θα έχανε τα λόγια της αν επιχειρούσε να απαντήσει. Από τη δύσκολη θέση την έβγαλε η άφιξη του Ρωμανού και της Ελπίδας.

-Πάμε για κολύμπι, είπε ο Ρωμανός.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου