Μέρες Του Φθινοπώρου 26

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Εικοστό Έκτο

 

Η Φωτεινή ήταν καλή στα φιλολογικά μαθήματα γιατί της άρεσαν και τα έβρισκε πάντα ενδιαφέροντα αλλά σήμερα δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε όσα έλεγε ο Θεοδώρου. Το μυαλό της γύριζε στην αποκοτιά της πριν χτυπήσει το κουδούνι. Δεν ήξερε πώς θα το πάρει ο Αλέξης, που δεν είχε προλάβει να του εξηγήσει γιατί τον είχε φιλήσει, και δεν ήθελε να υπάρξει καμία παρεξήγηση ανάμεσά τους. Δεν ήξερε τι θα σκεφτόταν ακόμα και ο Ρωμανός. Ούτε καν στην Ελπίδα που ήταν δίπλα της δεν είχε μπορέσει να εξηγήσει.

Από την άλλη πλευρά, η ξινισμένη έκφραση της Νίκης που είχε δει τα κουτσομπολιά της να πηγαίνουν χαμένα και είχε μάλιστα εισπράξει, για πρώτη φορά στην ζωή της, ειρωνικά σχόλια, ήταν μεγάλη αποζημίωση και ηθική ικανοποίηση.

Μόλις χτύπησε το κουδούνι και σηκώθηκαν όλοι να βγουν έξω, η Νίκη ήρθε δίπλα της.

-Χάρισμά σου ο Δελμάρ, πού ξέρεις; Μπορεί να σε κάνει και γυναίκα και να μην είσαι πια η κυρία μη – μου – άπτου.

Η Φωτεινή τινάχθηκε όρθια με μάτια που άστραφταν από θυμό.

-Λες να μιμηθείς τον αδερφό σου, ειρωνεύθηκε η Νίκη, κάνε το και θα δούμε αν θα τη γλιτώσεις το ίδιο εύκολα. Εκείνος είχε την αρρωστιάρα για άλλοθι και ομολογώ ότι ήταν καλό, οι καθηγητές συγκινούνται με κάτι τέτοια.

-Θα σε ξεμαλλιάσω, είπε νευριασμένη η Φωτεινή.

-Για να μοιάζω με τη φίλη σου την αρρωστιάρα;

Η Φωτεινή χαστούκισε με δύναμη την Νίκη. Εκείνη έβγαλε μια άγρια, θυμωμένη κραυγή.

-Τι έκανες, μωρή βρόμα; Τώρα θα δεις τι θα πάθεις και όταν τελειώσω δεν θα θέλει να σε πηδήξει ούτε ζητιάνος στον Καρά Τεπέ.

Η Νίκη όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει την απειλή της. Ένα χέρι την άρπαξε βίαια από τον ώμο και την τράβηξε μακριά. Εκείνη γύρισε να δει ποιος είχε τολμήσει να ανακατευτεί και βρέθηκε να αντικρίζει τον Αλέξη Δελμάρ. Παρότι εκείνος ήταν ήρεμος και η ίδια έξαλλη, συνειδητοποίησε ότι ο νέος απέναντί της ήταν εξαιρετικά οργισμένος και πισωπάτησε.

-Είπα κάτι χθες, είπε ο Δελμάρ. Διάλεξες να αγνοήσεις την προειδοποίηση. Τώρα θα υποστείς τις συνέπειες.

-Δεν έχω τίποτα μαζί σου, είπε η Νίκη, κάθε άλλο. Μου αρέσεις. Άσε με να την τακτοποιήσω και μετά κάνουμε μια κοπάνα και πάμε σπίτι μου και εκεί το διασκεδάζουμε. Σίγουρα χρειάζεσαι λίγη χαλάρωση στην αγκαλιά μιας αληθινή γυναίκας, όχι σαν αυτή εδώ.

-Εγώ πάλι προτιμώ αυτήν εδώ, γιατί όταν την φιλήσω δεν χρειάζεται να αναρωτιέμαι πόσοι έχουν προηγηθεί.

-Τη θες άσπιλη και αμόλυντη παρθένα; ειρωνεύτηκε η Νίκη.

-Όχι απαραίτητα, αλλά υπάρχει διαφορά μεταξύ μιας κοπέλας που είχε κάποια σχέση και μιας που είναι κοινόχρηστη περιουσία των αγοριών της περιοχής, ήρθε η πληρωμένη απάντηση.

Η Νίκη πάνιασε, με μια βαριά βλαστήμια έκανε μεταβολή και έφυγε.

Η Φωτεινή πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει και μετά στράφηκε στον Αλέξη.

-Ευχαριστώ, δεύτερη φορά που με ξεμπλέκεις.

-Η Νίκη θα έπρεπε να με ευχαριστεί κανονικά, αν δεν επενέβαινα εγώ θα την είχες δείρει. Αλλά ευχαρίστησή μου. Στο κάτω κάτω της γραφής, να μη βοηθήσω το κορίτσι που με υποδέχτηκε σήμερα στο σχολείο τόσο γλυκά;

Η Φωτεινή κοκκίνισε και ο Αλέξης συνέχισε:

-Αλήθεια τι ήταν αυτό το πρωί; Μου είπες θα μου εξηγήσεις.

Η Φωτεινή ένευσε.

-Ναι… είπε αργά. Πριν έρθεις άκουσα την Υανίκου… Την Υακ… Την Νίκη τέλος πάντων. Έλεγε ότι είσαι…

Η Φωτεινή έγλειψε τα χείλη της.

-Ότι είσαι…

-Έλα, πες το, την ενθάρρυνε ο Αλέξης. Τι είπε η σκρόφα για μένα;

-Ότι είσαι αδερφή.

Ο Αλέξης γέλασε και η Φωτεινή κοκκίνισε περισσότερο.

-Α έτσι είπε; Επειδή την απέρριψα;

-Την απέρριψες;

-Ήταν τις πρώτες μέρες μου εδώ πέρισυ. Άλλαζα ρούχα στην αποθήκη και ήρθε εκεί. Φορούσε ένα τοπ χωρίς σουτιέν από μέσα και μια φούστα κάτω από την οποία υπήρχε ένα ελάχιστο εσώρουχο. Της είπα όχι και της ζήτησα να φύγει αν δεν θέλει να ζητήσω να αποβληθεί. Προφανώς τώρα το πληρώνω.

-Φοβάμαι ότι φταίω εγώ.

-Γιατί;

-Θέλει να σε εκδικηθεί επειδή με βοήθησες, είπε με δυστυχισμένο ύφος η κοπέλα.

-Μπορεί, αλλά τι σχέση έχει το ότι είπε ότι είμαι αδερφή με το ότι με φίλησες;

-Δεν ήθελα να την πιστέψει κανείς… και σκέφτηκα να πω ότι δεν είσαι αλλά ο λόγος μου δεν μετράει απέναντι στης Νίκης. Και έτσι… σκέφτηκα… να το… δείξω… να το αποδείξω…

-Και με φίλησες.

-Ναι… είπε η Φωτεινή και έσκυψε το κεφάλι.

Ο Αλέξης έβαλε το χέρι του κάτω από το σαγόνι της και ανασήκωσε το κεφάλι της.

-Σε ευχαριστώ, είπε απαλά, ήταν πολύ γενναίο αυτό που έκανες.

Έσκυψε κοντά της, τα χείλη του χάιδεψαν τα δικά της απαλά.

Και η Φωτεινή ερωτεύθηκε μια και για πάντα.

 

Ο Μιχάλης κοίταξε την Φοίβη ξαφνιασμένος από την ερώτηση.

-Θα έπρεπε να σε αφήσω να πεθάνεις;

-Ναι, θα το ήθελα.

-Γιατί;

-Δεν έχω λόγο να συνεχίσω. Δεν έπρεπε να με σώσετε.

-Δεν ξέραμε τότε ότι θες να πεθάνεις, μπορούσες να είχες ένα ατύχημα.

-Αν το ξέρατε, θα με αφήνατε;

-Όχι, είπε ο Μιχάλης, δεν θα σε αφήναμε. Γιατί ήθελες να πεθάνεις;

-Δεν θα έχω κάποιο λόγο;

-Όχι, είπε ο Μιχάλης κοιτώντας την στα μάτια. Κανένας λόγος δεν είναι αρκετός για να θέλει κανείς να πεθάνει.

Ήταν το βλέμμα του που αναγνώρισε η Φοίβη.

-Έχουμε ξανασυναντηθεί… Πού;

-Στο αεροπλάνο για εδώ.

Η Φοίβη δεν μίλησε για λίγο. Τον θυμόταν γιατί θυμόταν το βλέμμα του από εκείνη τη μέρα όταν ακόμα ήταν απλά πιεσμένη, όταν δεν είχε δει την μητέρα της…

Έκλεισε τα μάτια της.

-Δεν είναι κανένας λόγος ικανός για να ζητήσει κανείς το θάνατό του;

-Όχι, έχω βρεθεί σε καταστάσεις απελπιστικές και δεν είπα ότι θα πρέπει να πεθάνω ακόμα και όταν ήμουν ανίατα άρρωστος.

-Αν ήταν ανίατη αρρώστια, πώς είσαι εδώ;

-Είσαι έξυπνη κοπέλα, ήταν ανίατη. Η ιατρική δεν μπορούσε να με σώσει, το έκανε ένα αλλόκοτο ατύχημα. Γι’ αυτό σου λέω ότι δεν πρέπει να απελπίζεσαι.

-Στάθηκες τυχερός. Αλλά αυτό… αυτό που με έφερε εδώ… δεν είναι αρρώστια. Δεν είναι κάτι που διορθώνεται.

Σταμάτησε για μια στιγμή και μετά ρώτησε:

-Αγαπάς την κοπέλα σου;

-Ναι, πάρα πολύ. Ελπίζω ότι θα κάνουμε οικογένεια μαζί.

-Την έχεις απατήσει ποτέ;

-Ποτέ, είπε ο Μιχάλης, δεν θα το έκανα αυτό σε μια κοπέλα. Δεν την αγαπώ αν το κάνω.

-Και έχετε κάνει έρωτα;

Ο Μιχάλης δεν περίμενε μια τέτοια ερώτηση. Η Κλερ έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί του:

-Απάντησέ της όποια και αν είναι η ερώτηση. Προσπαθεί να ξαναβάλει τον κόσμο σε σειρά που να βγάζει νόημα. Αλλά πρόσεχε, αγάπη μου, από την πορεία που παίρνει η συζήτηση καταλαβαίνω ότι αυτό που την οδήγησε στην απόγνωση ήταν σχετικό με τον έρωτα και φοβάμαι ότι ήταν κακοποίηση ή βιασμός.

Ο Μιχάλης ένευσε.

-Ναι, έχω κάνει έρωτα μαζί της. Πολλές φορές.

-Της έχεις επιβάλλει ποτέ κάτι;

-Τι εννοείς;

-Να της ζητήσεις στοματικό ή να την πάρεις από πίσω και να την έχεις αναγκάσει να το κάνει;

-Όχι, τη σέβομαι.

-Αν στο πρόσφερε, θα το έκανες;

-Όχι, το θεωρώ σιχαμένο.

-Εσύ μόνο, είπε με πίκρα η Φοίβη.

-Θέλεις να μου πεις τι συνέβη;

-Είμαι αρραβωνιασμένη, ήμουν θα έπρεπε να πω. Ο μνηστήρας μου με απάτησε...

-Λυπάμαι.

-… με τη μητέρα μου.

Η Φοίβη είδε την έκφραση του Μιχάλη και χαμογέλασε παρότι δεν υπήρχε ίχνος ευθυμίας σε αυτό το χαμόγελο.

-Ναι, τον βρήκα μαζί της και απολάμβανε την περιποίησή του…

-Του αξίζει μια τιμωρία.

Ο Μιχάλης θυμήθηκε τα ευρήματα του γιατρού και ρώτησε:

-Παίρνεις φάρμακα;

-Όχι, σκέφτηκα τα υπνωτικά, γιατί ο ύπνος μου έχει γίνει άστατος, αλλά δεν πήρα.

-Ο ύπνος σου ήταν άστατος;

-Ναι, κοιμόμουν και ξυπνούσα τις πιο αλλόκοτες ώρες. Το έκανα πιο εύκολο στον Βασίλη να…

Η φωνή της έσβησε και το βλέμμα της σταμάτησε στο πρόσωπο του Μιχάλη που είχε σκοτεινιάσει.

-Τι συμβαίνει; τον ρώτησε.

-Το έχω ξαναδεί αυτό, είπε εκείνος. Σε ναρκώνανε.

-Για να μπορούν να βγάλουν τα μάτια τους με την άνεσή τους… Επιμένεις ακόμα ότι έχω λόγο να ζήσω;

 

Ο Ρωμανός είχε βγει στο διάλειμμα με την Ελπίδα χωρίς να υποψιάζεται ότι η αδερφή του είχε πάλι μια κόντρα με την Νίκη. Είχαν βγει με την Ελπίδα στο προαύλιο και περπατούσαν, η κοπέλα ένιωθε ότι κρύωνε και ήθελε να βγουν λίγο στον ήλιο.

Η Ελπίδα είχε περασμένο το χέρι της γύρω από το μπράτσο του όπως περπατούσαν και ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του. Δεν την ένοιαζε αν όλοι θα ήξεραν για τη σχέση τους, εκείνη ήταν εκεί που πάντα θεωρούσε ότι θα κατέληγε, στο πλευρό του. Κάτι που ήθελε πάντα αλλά φοβόταν ότι δεν θα της το επιτρέψει η ασθένειά της, και αυτό την πονούσε πιο πολύ από το γεγονός ότι θα της στερούσε τη ζωή.

-Ρωμανέ…

-Ναι, ματάκια μου.

-Οι γονείς μου θα φύγουν για την Αθήνα, αύριο.

-Γιατί;

-Βρήκανε αγοραστή για εκείνο το κτήμα στην Ερεσό. Είναι μακριά και δεν μπορούν να το καλλιεργήσουν, χώρια που είναι ξερότοπος. Αλλά θα λείψουν μέχρι το Σάββατο και ελπίζουν να γυρίσουν την Κυριακή.

-Θέλεις να μείνω σε σένα την νύχτα, μάντεψε ο Ρωμανός.

-Ναι!

-Εντάξει, θα κοιμηθούμε μαζί. Δεν θα σε αφήσω μόνη σου.

Η Ελπίδα σταμάτησε και στράφηκε να τον αντικρίσει.

-Ευχαριστώ, είναι σημαντικό για εμένα. Σήμερα είχα το πιο γλυκό ξύπνημα που είχα ποτέ.

Σταμάτησε και ένα ελαφρύ κοκκίνισμα απλώθηκε στα μάγουλά της,

-Δεν εννοώ επειδή παραλίγο να ολοκληρώσουμε τη σχέση μας, είπε μετά, κοιμήθηκα πολύ όμορφα και ξύπνησα τόσο ήρεμη και γαλήνια. Και αυτό είναι κάτι για το οποίο είμαι ευγνώμων. Δεν είναι εύκολο, ειδικά όταν ζεις πάντα με τον φόβο του θανάτου.

-Σε αγαπώ, Ελπίδα, είπε ο Ρωμανός, και θα έκανα για σένα τα πάντα. Στο ορκίζομαι.

-Δεν χρειάζεται, το έχω ήδη δει, είπε η κοπέλα και τον αγκάλιασε.

Τον φίλησε απαλά στα χείλη. Ο Ρωμανός το ανταπέδωσε και την ένιωσε να χαλαρώνει στην αγκαλιά του, να αφήνεται όπως είχε αφεθεί και το πρωί που βρίσκονταν στο κρεβάτι.

Το γλυκό φιλί ωστόσο δεν είχε αμβλύνει την παρατηρητικότητα του Ρωμανού. Πρόσεξε τον Δημήτρη που προχωρούσε γρήγορα στο προαύλιο και θα έπεφτε όπως φαινόταν πάνω στην Ελπίδα.

Τι κάνει ο ηλίθιος; σκέφτηκε ο Ρωμανός.

Δεν περίμενε τίποτα καλό από αυτόν και έτσι τράβηξε την αγαπημένη του στο πλάι την τελευταία στιγμή. Ο Δημήτρης δεν πρόλαβε να αλλάξει πορεία και έπεσε πάνω στον Ρωμανό που φώναξε από τον πόνο καθώς η πρόκα στο χέρι του άλλου τον έγδερνε στον δεξί καρπό.

-Ωχ, συγγνώμη, είπε ο Δημήτρης και έκανε πίσω.

-Τι έκανες ρε; είπε ο Ρωμανός και άφησε την Ελπίδα για να αρπάξει τον Δημήτρη από το πουκάμισο.

Εκείνος έντρομος σήκωσε τα χέρια του για να αμυνθεί και η πρόκα έπεσε κάτω. Κροτάλισε στις πλάκες με έναν ήχο που χάθηκε στην βοή του προαυλίου αλλά ο Ρωμανός περίμενε κάποια βρομοδουλειά εκ μέρους του και την πρόσεξε. Δεν χρειάστηκαν παρά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε.

-Ρε καθίκι! Τι ήθελες να κάνεις; Ε; Να τραυματίσεις την Ελπίδα; Να τη σημαδέψεις; Ε; Θα σε κάνω κομμάτια ρε!

Δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει την απειλή του. Δυνατά χέρια τον άρπαξαν από τους ώμους.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου