Ήταν πέντε άνδρες, ο καθένας ψηλός και σωματώδης σαν παλαιστής των βαρέων βαρών, κάτι που δεν αποκλείεται να ήταν, και οπλισμένοι με πιστόλια που έμοιαζαν παιδικά παιχνίδια στα τεράστια χέρια τους. Ο Ραμίρ ακολουθώντας το ένστικτό του επιτέθηκε πριν περάσουν την πόρτα εκμεταλευόμενος το γεγονός ότι η στενότητα του χωρου περιόριζε την κίνηση των αντιπάλων του προσφέροντάς του πλεονέκτημα. Κατέβασε τη σπάθα του στον πρώτο τραυματίζοντάς τον θανάσιμα. Ενώ εκείνος σωριαζόταν στο δάπεδο με ένα ουρλιακτό, που τρόμαξε την Κάτκα τόσο ώστε να αρχίσει να κλαίει γοερά, ο Ραμίρ επιτιθόταν στον δεύτερο άνδρα που ήταν γρήγορος στο να παραμερίσει χαρίζοντας στον έναν από τους συντρόφους του γρήγορο θάνατο στην άκρη της λεπίδας του Ιππότη.
Ο Ραμίρ έκανε πίσω για να αντιμετωπίσει αυτόν τον άνδρα αλλά εκείνος είχε προλάβει να υψώσει το όπλο του. Ο πυροβολισμός ακούστηκε εκκωφαντικός στον κλειστό χώρο και η σφαίρα πέρασε κοντά στο μάγουλο του, τόσο ώστε να νιώσει τη θερμότητα που εξέπεμπε να αφήνει το σημάδι της στο μάγουλό του. Η Γιαρμίλα ούρλιαξε αλλά δεν μπορούσε να γυρίσει να δει.
Χτύπησε τον άνδρα με τον αγκώνα του και τον έκανε να ρίξει το όπλο αλλά δεν ήταν σε θέση να τον εξουδετερώσει. Χτύπησε με τη σπάθα του εξοντώνοντας τον τρίτο από τους αντιπάλους του αλλά δεν πρόλαβε να τραβηκτεί πίσω και ο άνδρας που είχε αφοπλίσει τον άρπαξε στην ατσάλινη μεγγένη των χεριών του. Ο Ραμίρ βόγγηξε από πόνο και η σπάθα έπεσε από το χέρι του. Ο πέμπτος από τους αντιπάλους του όρμηξε μπροστά να τον αποτελειώσει αλλά ο Ιππότης δεν είχε ακόμα πει την τελευταία του λέξη. Στηρίκτηκε στον άνδρα που τον είχε αρπάξει στα χέρια του και κλώτσησε και με τα δυο πόδια τον άλλο. Τον πέτυχε στο στήθος και τον τίναξε πίσω, εκείνος σκόνταψε στα πεσμένα σώματα και βρέθηκε στο δάπεδο. Αλλά ο τελευταίος είχε καταφέρει να κλείσει τη λαβή του γύρω από το σώμα του και τον συνέθλιβε. Η μυική δύναμη του άλλου ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να αντιδράσει καθώς τον έσφιγγε εμποδίζοντας και την αναπνοή του.
Ένας δεύτερος πυροβολισμός ακούστηκε και ο άνδρας κλονίστηκε σαν δένδρο που το χτύπησε κεραυνός. Ο Ραμίρ ένιωσε το θανάσιμο σφίξιμο να χαλαρώνει και μετά να παύει καθώς ο αντίπάλός του τον άφησε και πισωπάτησε. Σωριάστηκε στο δάπεδο με μια τεράστια πληγή στην πλάτη και μια έκφραση υπέρτατης απορίας σαν να μην περίμενε ότι μπορούσε να συμβεί αυτό σε' κεινον. Ο Ραμίρ είδε τη Γιαρμίλα με ένα όπλο – που προφανώς είχε πάρει από το δάπεδο από κάποιον από τους άνδρες που ο Ραμίρ είχε σκοτώσει – να κοιτάζει τον νεκρό. Άφησε το πιστόλι να πέσει στο έδαφος και η ίδια κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της. Ήταν χλωμή και έτρεμε. Ο Ραμίρ πήγε κοντά της.
-Είχα ξαναδεί θανάτους αλλά πρώτη φορά σκότωσα κάποιον, είπε η κοπέλα.
-Ευχαριστώ, είπε ο Ραμίρ. Θα είχα ίσως πεθάνει αν δεν ήσουν εσύ.
-Στο χρωστούσα, είπε η κοπέλα, αν με απέλαυναν τι θα γινόταν η Κάτκα μόνη της εδώ;
-Δεν ξέρω αλλά δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς, είπε ο Ραμίρ. Πρέπει να φύγω. Αυτοί οι άνδρες ήρθαν για' μενα.
-Θα φύγουμε μαζί.
Ο Ραμίρ στράφηκε και την κοίταξε.
-Δεν χρειάζεται να κινδυνεύσεις, είπε, αρκεί να πεις στις αρχές ότι έγινες μάρτυρας μιας συμπλοκής.
-Δεν έχω χαρτιά, είπε η κοπέλα. Θα συλληφθώ και θα απελαθώ στην καλύτερη περίπτωση. Θα έρθω μαζί σου αν.... αν δεν είμαι βάρος. Δεν με νοιάζει αν θα κινδυνεύσω.
-Εντάξει, έλα, ήταν η απάντηση του Ραμίρ, αν και δεν ξέρω και' γω που να πάω ή τι να κάνω. Ούτε τι θέλουν από' μενα αυτοί οι άνδρες.
Η Γιαρμίλα σηκώθηκε και μάζεψε μερικά ρούχα για να ντυθεί, κάτι που έκανε στο μπάνιο, και μετά άρχισε να μαζεύει με γρήγορες κινήσεις ρούχα και κάποια πράγματα σε ένα σακίδιο. Από μια τρύπα του τοίχου όπου περνούσε ένας σωλήνας έβγαλε ένα προσεκτικά διπλωμένο ματσάκι χαρτονομισμάτων. Το έχωσε βιαστικά στην τσέπη του παντελονιού της και στράφηκε στον Ραμίρ.
-Είμαι έτοιμη.
Πήρε την Κάτκα αγκαλιά και ακολούθησε τον Ιππότη στη σκάλα που τους έφερε στο ρημαγμένο ισόγειο, η κατάστασή του φαινόταν ακόμα περισσότερο στο φως της ημέρας. Βγήκαν στο δρόμο, το στενό ήταν άδειο και δεν υπήρχε κανείς τριγύρω πέρα από ένα ψωραλέο, λιπόσαρκο σκυλί. Προχώρησαν προς τον κεντρικό δρόμο. Είχαν φτάσει μόλις στον μεγαλύτερο δρόμο όταν ένας πυροβολισμός ακούστηκε. Ο Ραμίρ τινάκτηκε καθώς η σφαίρα τον έβρισκε ψηλά στην ωμοπλάτη.
Η Λίζα ήταν καθισμένη στη θέση της και κοιτούσε την καθηγήτρια που τους έκανε Γαλλικά. Η Μπλανς συγκέντρωνε τα βλέμματα της τάξης αν και όχι για το μάθημα που έκανε. Τα αγόρια την παρακολουθούσαν γιατί ήταν μια πολύ ελκυστική γυναίκα και τα κορίτσια γιατί ντυνόταν πάντα σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας. Η συζήτηση ξέφευγε σε πολλές περιπτώσεις σε τέτοια θέματα και το μάθημα ξεχνιόταν.
Τη Λίζα δεν την πείραζε όμως, αυτή τη στιγμή ήταν ευπρόσδεκτη η ευκαιρία να χαθεί στις σκέψεις της χωρίς να χρειάζεται να καταβάλλει προσπάθεια να παρακολουθεί κάποιο μάθημα. Άκουσε τη Μαριάννα να λέει κάτι για κάποιο μοντέλο ή κάτι τέτοιο αλλά δεν την απασχόλησε. Το μυαλό της γύρισε στο περιστατικό της προηγούμενης ώρας, για πρώτη φορά είχε σταθεί τόσο τυχερή, εξωφρενικά τυχερή. Συνειδητοποιούσε ότι κλάσματα του δευτερολέπτου πριν συμβεί το απίστευτο γεγονός είχε ασυνείδητα παρακαλέσει για κάτι, οτιδήποτε, που θα την έσωζε. Και είχε συμβεί. Ήταν τόσο δύσκολο να το δεχθεί.
Ένα χτύπημα στο κεφάλι με κάτι βαρύ, ένα βιβλίο συνειδητοποίησε, την έβγαλε από τις σκέψεις της. Ήταν ο Μάνος, το ανδρικό αντίστοιχο της Μαριάννας. Ένας νεαρός άνδρας που θεωρούσε τον εαυτό του ακαταμάχητο και ήταν σκληρός και απάνθρωπος. Φυσικά ήταν το αγόρι της Μαριάννας αν φυσικά κάποιος από τους δυο τους μπορούσε να νιώσει κάτι τόσο τρυφερό όσο η αγάπη και δεν ήταν απλά μια σχέση βασισμένη στο συμφέρον και το σεξ.
-Άντε ονειροπαρμένη, σήκω, τελείωσε η ώρα.
Η Λίζα δεν μίλησε. Ο Μάνος γέλασε και με τους φίλους του προχώρησε προς την έξοδο. Η κοπέλα έμεινε με το κεφάλι σκυμμένο. Δεν περίμενε πως θα είχε τέτοια αντιμετώπιση όταν πρωτοήρθε στο σχολείο αλλά τώρα πια το αντίθετο θα την ξάφνιαζε. Σηκώθηκε από το θρανίο της και άρχισε να βάζει τα βιβλία της στην τσάντα της. Την κρέμασε ύστερα στον ώμο της και προχώρησε προς την έξοδο.
Το σχολείο θεωρείτο, και ήταν, πρότυπο από εγκαταστάσεις και προσωπικό εως μεθόδους και αποτελέσματα. Δεν υπήρχε άλλο αντάξιό του ούτε ανάμεσα στα ιδιωτικά ούτε, πολύ περισσότερο, ανάμεσα στα κρατικά σχολεία της χώρας. Η Λίζα με όνειρό της τις φιλολογικές σπουδές είχε έρθει εδώ για να έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας στις επερχόμενες εξετάσεις παρά το υπέρογκο ποσό των απαιτούμενων διδάκτρων. Δεν είχε απογοητευθεί από το σχολείο και αυτά που πρόσφερε αλλά δεν είχε ποτέ φανταστεί τη σκληρότητα που θα αντιμετώπιζε από τη Μαριάννα και τις φίλες της. Δεν υπήρχε κανένας που να την αντιμετώπιζε φιλικά μιας και εκείνοι που πιθανώς θα το ήθελαν προτιμούσαν να μην επισύρουν την οργή της Μαριάννας και της κλίκας της.
Στο διάδρομο προχωρούσε αποφεύγοντας να κοιτάζει τους συμμαθητές της ή άλλους μαθητές. Προχώρησε προς την τραπεζαρία, πεινούσε πολύ μιας και δεν είχε φάει πρωινό πριν φύγει από το σπίτι της το πρωί. Προχώρησε στην ουρά για να πάρει φαγητό.
Το σχολείο προσέφερε τη δυνατότητα γεύματος μιας και υπήρχαν και απογευματινά μαθήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις και για την μελέτη για την επόμενη μέρα γεγονός που σήμαινε ότι οι μαθητές έφευγαν από το σχολείο γύρω στις έξι το απόγευμα.
Η Λίζα προχώρησε προς τον πάγκο για να πάρει φαγητό. Το σχολείο λειτουργούσε ένα είδος εστιατορίου με τιμές χαμηλότερες από την αγορά. Η Λίζα έβγαλε από την τσέπη της τα χρήματα που είχε για το φαγητό και τα μέτρησε προσεκτικά, μετά το βλέμμα της διέτρεξε τον πίνακα με τις τιμές αναζητώντας είδη που μπορούσε να αγοράσει. Αποφάσισε τι θα έπαιρνε, όχι ότι υπήρχαν πολλές επιλογές με τα χρήματα που είχε. Έκανε την αγορά της και πήρε το δίσκο της. Προχώρησε προς το τραπέζι που καθόταν συνήθως με κάποιες άλλες μαθήτριες που δεν ανήκαν σε κάποια παρέα αλλά και δεν είχαν ούτε μεταξύ τους αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις. Είχε δει ότι η Μαριάννα και οι φίλες της κάθονταν μακριά της αλλά δεν είχε προσέξει πως θα περνούσε δίπλα στο τραπέζι του Μάνου και της παρέας του. Το κατάλαβε μόνο όταν τα πόδια της μπλέκτηκαν σε ένα απλωμένο πόδι και παραπάτησε. Έχασε την ισορροπία της και έπεσε, μετά από δυο ασταθή βήματα, στα γόνατα. Ο δίσκος έφυγε από τα χέρια της σκορπώντας στο πάτωμα τα πράγματα που είχε πάρει. Γέλια ακούστηκαν και εκείνη έσκυψε το κεφάλι σε μια μάταια προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
“Γιατί; σκέφθηκε πληγωμένη, δεν είχε ενοχλήσει ποτέ κανέναν. Γιατί την ταπείνωναν έτσι;” Δεν ήξεραν πόσο κακό της έκαναν, το ότι θα έμενε νηστική ως που να επιστρέψει σπίτι της ήταν το λιγότερο. Ο Μάνος είπε κάτι προσβλητικό και οι φίλοι του γέλασαν. Ύψωσαν τα ποτήρια τους σε μια αλαζονική πρόποση και τα τσούγκρισαν με φόρα. Τα ποτήρια τσάκιστηκαν με κρότο περιλούζοντάς τους με αφρισμένα αναψυκτικά και προκαλώντας τη γενική θυμηδία.
Η Λίζα σηκώθηκε και βγήκε έξω απαρατήρητη.
Ο Ροβέρτος κοίταξε το υποτιθέμενο πάρκο με ενδιαφέρον που δεν δικαιολογείτο από το θέαμα, αν και η βροχή το είχε κάνει κάπως καλύτερο από αυτό που ο Ραμίρ είχε αντικρίσει την προηγούμενη νύχτα. Όμως ο Ιππότης ένιωθε την επέμβαση της μαγείας στην ίδια τη δομή του κόσμου, ήταν ακόμα εδώ έντονη και ρυθμική σαν το χτύπημα μιας γιγαντιαίας καρδιάς. Το σημείο αυτό ήταν όπου είχε βρεθεί ο Ραμίρ για πρώτη φορά σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Από εδώ θα έπρεπε να ξεκινήσει την αναζήτηση των ιχνών του.
Ένιωσε και πάλι την αλλόκοτη αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στη αίσθηση του κόσμου.
-Αφυπνίζεται, ψιθύρισε δυσοίωνα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου