Το ξημέρωμα τους βρήκε να καλπάζουν βορειοανατολικά συνεχίζοντας το ταξίδι τους. Ο Ροδόλφος και οι τρεις Ιππότες και πάλι δεν μιλούσαν καθώς ταξίδευαν. Εκείνος με το μυαλό του στην Φιντέλια και οι υπόλοιποι αναλογιζόμενοι τι τους περίμενε αν και είχαν και άλλα πράγματα να τους απασχολούν. Είχε δει τον Μάικ σε παραπάνω από μια περιπτώσεις να κλείνει τα μάτια και να συγκεντρώνεται σε κάτι που ο ίδιος δεν μπορούσε να αντιληφθεί ενώ ο Γκίντεον Νεμίνιον ήταν επίσης συνοφρυωμένος σαν να προσπαθούσε να βρει τη λύση σε κάποιο πρόβλημα.
Συνέχιζαν να καλπάζουν παρά την αλλαγή του καιρού προς το χειρότερο. Είχε σηκωθεί ένας παγωμένος βοριάς και έκανε κρύο παρά την παρουσία του ήλιου στον ουρανό. Σταμάτησαν μόνο όσο ήταν απαραίτητο για να μην εξοντώσουν τα άλογά τους.
Ο άνδρας βόγγηξε και προσπάθησε να ανακαθίσει αλλά σταμάτησε αισθανόμενος τον Ροβέρτο να τον πατάει στο στήθος. Ο Ιππότης κοίταξε βλοσυρά τον αιχμάλωτό του και είπε ξερά:
-Ξεκίνα να μιλάς, όσο πιο πολλά πεις τόσο περισσότερο θα ζήσεις.
Ο κώδικας τιμής των Ιπποτών δεν επέτρεπε την εκτέλεση ενός αιχμαλώτου που δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή την κακομεταχείρισή του αλλά ο άλλος δεν το ήξερε και κοίταξε τον Ροβέρτο έντρομος. Κούνησε ωστόσο το κεφάλι του αρνητικά. Ηθελημένα αργά ο Ροβέρτος ξεθηκάρωσε τη μια σπάθα του και έτεινε την αιχμή προς τον πεσμένο αντίπαλό του.
-Μίλα και θα σου χαρίσω έναν γρήγορο θάνατο.
-Είσαι Ιππότης, δεν βασανίζετε τους αντιπάλους σας. Εκείνος το είπε.
Ο Ροβέρτος κατάφερε να κρύψει την έκπληξή του με δυσκολία. Ποιος σε αυτόν τον κόσμο είχε αναγνωρίσει τον ίδιο σαν Ιππότη και ήξερε γι' αυτούς;
-Ναι έτσι είναι, είπε απότομα, αλλά σε' σενα θα κάνω μια εξαίρεση. Ψάχνω έναν φίλο που είναι αδερφός για' μενα. Το πρωτόκολλο και οι κανόνες δεν με νοιάζουν ιδιαίτερα, κατάλαβες;
Άγγιξε με τη σπάθα το λαιμό του αντιπάλου του που πάνιασε.
-Εντάξει, θα μιλήσω, είπε βιαστικά.
-Σοφή απόφαση, είπε ο Ροβέρτος και τράβηξε το όπλο του όπως και το πόδι του επιτρέποντας στον άλλο να ανασηκωθεί και μετά να καθίσει στο βρώμικο τσιμέντο που ήταν το δάπεδο της διάβασης. Γιατί μου στήσατε ενέδρα;
-Δεν περιμέναμε εσένα.
-Τότε γιατί ο ένας από τους συντρόφους σου είπε αυτός είναι;
-Δεν περιμέναμε εσένα. Τον άλλο.
-Τον Ραμίρ; Πως ξέρετε για τον Ραμίρ;
-Ξέρει εκείνος, είπε πως τον νιώθει σαν αγκάθι στο πλευρό του.
-Πως είναι δυνατόν; αναρωτήθηκε ο Ροβέρτος και έκανε την επόμενη ερώτηση στον αιχμάλωτό του. Για ποιον δουλεύεις;
-Για... ξεκίνησε ο άνδρας αλλά σταμάτησε απότομα. Ένα βογγητό ξέφυγε από τα χείλη του και το σώμα του τεντώθηκε σε ένα τόξο γεμάτο ένταση. Προσπάθησε να μιλήσει αλλά ακούστηκε μόνο ένα φρικαλέο γουργουρητό. Αίμα άρχισε να κυλάει από το στόμα, τη μύτη και τα μάτια του και σε δευτερόλεπτα ήταν νεκρός.
Ο Ροβέρτος κοιταξε το πτώμα ανήσυχος, αυτό δεν ήταν καλό. Τέτοιες δυνάμεις μπορούσαν να ανήκουν μόνο σε κάποιον που υπηρετούσε το Σκότος και αυτό με τη σειρά του σήμαινε κάτι ακόμα χειρότερο.
Δεν ήταν μόνο ο ίδιος και ο Ραμίρ που είχαν ταξιδέψει σε αυτόν τον κόσμο λοιπόν. Αυτό που είχε υποψιαστεί βλέποντας τις Ψυχές του Δαίμονα ήταν τελικά αλήθεια.
Η Λίζα άκουσε με ανακούφιση το κουδούνι που σήμανε την λήξη του τελευταίου μαθήματος για την μέρα. Οι συμμαθητές της ετοιμάστηκαν να βγουν αλλά εκείνη δεν βιαζόταν, όχι ότι δεν ήθελε να φύγει από το σχολείο, τίποτα άλλο δεν ήθελε περισσότερο. Δεν ήθελε όμως να βγει και μαζί τους από την τάξη. Γιατί; για να έχουν ακόμα μια ευκαιρία να τη βασανίσουν;
Σηκώθηκε από τη θέση της αφού είχε απομείνει μόνη της στην τάξη. Κρέμασε την τσάντα της στον ώμο της και βγήκε. Έξω το κρύο ήταν τσουχτερό και έτσι τράβηξε το μπουφάν γύρω από το σώμα της. Πήρε το δρόμο για την κοντινή στάση του μετρό αγνοώντας την κίνηση γύρω της. Άκουσε πίσω της στο δρόμο την σειρήνα ενός ασθενοφόρου να στριγκλίζει και ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Αυτός ο ήχος της θύμιζε πάντα τη μέρα του θανάτου του πατέρα της. Δάκρυα κύλισαν από τα μάτια της. Τα σκούπισε βιαστικά καθώς έπαιρνε την κυλιόμενη σκάλα για να κατέβει στο σταθμό του μετρό.
Η ζωή τους δεν ήταν ποτέ εύκολη αλλά μετά το θάνατο του πατέρα της η κατάσταση είχε επιδεινωθεί. Παρά την προσπάθεια που κατέβαλλε η μητέρα της τα οικονομικά τους ήταν σε οριακή κατάσταση. Τα δίδακτρα του σχολείου, παρά την υποτροφία με την οποία βρισκόταν σε αυτό, ήταν ένα ακόμα βάρος που δυσκόλευε την ήδη δύσκολη θέση τους.
Ο ήχος του συρμού του μετρό που έφτασε στο σταθμό την έβγαλε από τις σκέψεις της. Μπήκε και μην βρίσκοντας άδεια θέση στάθηκε όρθια κοντά στην πόρτα. Ο συρμός ξεκίνησε, η Λίζα ακούμπησε το κεφάλι της στο μπράτσο της όπως κρατιόταν από μια χειρολαβή. Η ρυθμική κίνηση του συρμού την νανούρισε, και ήταν τόσο κουρασμένη. Τα μάτια της έκλεισαν και αποκοιμήθηκε.
Είδε δυο νέους άνδρες να ιππεύουν δυο καστανά άλογα και οπλισμένοι με σπάθες να καταδιώκουν μια ομάδα καβαλάρηδων πάνω σε κάποιο ζώα. Έμοιζαν τόσο πολύ που προέκυπτε αβίαστα το συμπέρασμα πως ήταν δίδυμοι αδερφοί. Κατεδίωκαν και σκότωναν τους αναβάτες και τα τέρατα που ίππευαν
Ξύπνησε με ένα τίναγμα και βρέθηκε να κοιτάζει την πόρτα κια το σκοτάδι του τούνελ πέρα από αυτή. Το βλέμμα της εστίασε στο πρόσωπο του άνδρα που στεκόταν πίσω της. Η καρδιά της έχασε έναν χτύπο με αυτό που έβλεπε στο παράθυρο. Το πρόσωπο του ανθρώπου φαινόταν σαν να είχε λιώσει για να πάρει μια μορφή πιο ρευστή και βασανισμένη, μια γκροτέσκα μάσκα πόνου. Γύρισε και κοίταξε τον άνδρα, ένας συνηθισμένος σαραντάρης που ούτε καν την κοιτούσε. Πρέπει να έφταιγε η κούραση. Γύρισε και πάλι μπροστά της. Μόλις και κρατήθηκε να μην ουρλιάξει. Στο τζάμι το πρόσωπο δεν είχε αλλάξει, ορθάνοιχτο στόμα σαν να ούρλιαζε, δυο πύρινα μάτια γεμάτα κακία. Και ένα χέρι σκιώδες να απλώνεται προς αυτήν.
Ο συρμός έφτασε στην επόμενη στάση και η Λίζα βγήκε βιαστικά έξω. Είχε κάνει μόλις λίγα βήματα όταν το κατάλαβε, ο άνδρας την ακολουθούσε.
2 σχόλια:
επιτελους ενα ωραιο ονομα ΛΙΖΑ.Μισω τα αλογα.
meanan δεν διαβάζεις προσεκτικά! Δεν μπήκε τώρα στην ιστορία μας η Λίζα. Γιατί δεν σου αρέσουν τα άλογα;
Δημοσίευση σχολίου