Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 18

Author: Νυχτερινή Πένα /

   -Κεράφ Γκναχ! πρόφερε στη Σκοτεινή Γλώσσα ο αντίπαλος του Ροβέρτου και η άκρη του σιδερένιου ραβδιού του μεταμορφώθηκε σε ένα απαίσιο κεφάλι ερπετού με πύρινα μάτια και ορθάνοιχτα σαγόνια γεμάτα δόντια που έσταζαν δηλητήριο. Ο Ιππότης τραβήκτηκε πίσω αποφεύγοντας το θανάσιμο τραυματισμό και μετά χτύπησε με δύναμη και με τα δυο όπλα του. Το κεφάλι του ερπετού έπεσε τσακισμένο στο δάπεδο και ο άλλος άνδρας έκανε πίσω τρομοκρατημένος. Έβγαλε ακόμα μια υψίσυχνη κραυγή.

   Η Λίζα κοίταξε την τραυματισμένη κοπέλα, είχε αρχίσει να τρέμει σαν να την διαπερνούσαν ρίγη. Πήγε κοντά της, την στήριξε και ρώτησε χαμηλόφωνα.
   -Είσαι άρρωστη;
   -Είναι αυτοί, είπε η κοπέλα, έρχονται για' σενα αλλά θέλουν και' μενα. Είμαι σαν.... ρίγησε πριν συνεχίσει. Είμαι σαν εκλεκτή τροφή γι' αυτούς.
   -Να φύγουμε, είπε η Λίζα, έλα θα πάμε από την πόρτα της κουζίνας.
   Πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση της κοπέλας που την αγκάλιασε από τους ώμους και στηρίκτηκε πάνω της. Έκανε να κινηθεί προς τον διάδρομο που οδηγούσε στην κουζίνα αλλά την σταμάτησε μια οιμωγή που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. Οι διώκτες τους είχαν περικυκλώσει το σπίτι.
   Η Λίζα σταμάτησε και μετά άφησε την άλλη κοπέλα απαλά να στηρικτεί στον τοίχο. Μια σκέψη, από εκείνες που η απελπισία φέρνει στο μυαλό των ανθρώπων, μια τελευταία ελπίδα εκεί που δεν υπάρχει καμία στην πραγματικότητα, είχε έρθει να καθοδηγήσει τις επόμενες κινήσεις της. Ίσως οι διώκτες τους περιμένοντας την κίνησή της είχαν μεταφερθεί στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Πλησίασε την εξώπορτα και κοίταξε έξω πολύ προσεκτικά. Τραβήκτηκε πίσω ουρλιάζοντας, σε απόσταση μερικών εκατοστών από το τζάμι βρισκόταν το πρόσωπο ενός από τους διώκτες τους. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο από κάποιον ανείπωτο πόνο και στα μάτια του φώλιαζε το πιο βαθύ σκοτάδι. Εκείνος έβγαλε μια κραυγή καλώντας τους συντρόφους του.
   -Μας ανακάλυψαν, είπε η άλλη κοπέλα.
   -Εγώ φταίω, θρήνησε η Λίζα.
   Οι διώκτες τους άρχισαν να χτυπούν την πόρτα για να την ανοίξουν.

   -Δεν θέλω να σκέφτομαι τι θα του κάνει ο μάγος μόλις τον πάρει στα χέρια του οτο φίλο σας, είπε ο Ροδόλφος της Ασόν και κούνησε το κεφάλι του.
   -Δεν θα τον σκοτώσει, όχι, όλο αυτό έγινε για να τον πάρει αιχμάλωτο, είπε ο Γκίντεον. Δεν ξέρω το γιατί βέβαια.
   -Πως ξέρεις ότι δεν είναι νεκρός;
   -Θα το είχα αισθανθεί, είπε ο Ιππότης. Κάτι άλλο τον θέλει. Ο Μάικ είναι δυνατός αλλά ο Μπαγκράς είναι κτήνος, όσο πιο γρήγορα τον ελευθερώσουμε τόσο καλύτερα.
   Συνέχισαν να καλπάζουν ενώ έπεφτε άλλη μια φορά η νύχτα.

   Η πόρτα κλονίστηκε και μετά οι διώκτες τους σταμάτησαν την προσπάθεια, σταμάτησαν να κάνουν οτιδήποτε. Δεν ακούγονταν καν. Η Λίζα διακινδύνευσε να κοιτάξει έξω, οι διώκτες τους είχαν παραμείνει ακίνητοι και έδειχναν να ακούν κάτι.
   -Τι συμβαίνει; αναρωτήθηκε η κοπέλα.

   Ο Ροβέρτος ήξερε. Ο αντίπαλος του είχε αποτραβηκτεί μακριά του με το ραβδί και το ένα μπράτσο του τσακισμένα. Έβγαλε μια κραυγή σαν την προηγούμενη καλώντας τους υπηρέτες του να τον υπερασπιστούν.
   -Θα πεθάνεις Ιππότη σύριξε. Ύψωσε το άθικτο χέρι του και έδειξε τον Ροβέρτο. Τυφλός να ζήσεις και τυφλός να υποφέρεις, πρόφερε την κατάρα αλλά ο Ιππότης ήταν προετοιμασμένος να την αντιμεωπίσει.
   -Το μίσος σου είναι μάταιο και η κατάρα σου κενή, απάντησε με έναν τόνο επιτακτικό.
  Ο αντίπαλός του φάνηκε να εξασθενεί από την αποτυχία της κατάρας του αλλά ένα χαμόγελο θριάμβου φάνηκε στα χείλη του. Ο Ροβέρτος αντέδρασε αστραπιαία και τινάκτηκε στο πλάι ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για να μην τον πετύχει το πισώπλατο χτύπημα ενός από εκείνους που μέχρι πριν λίγο κατεδίωκαν την Λίζα, τους Σκλάβους. Κύλισε στο βρεγμένο οδόστρωμα αλλά σηκώθηκε πριν οι πολυάριθμοι τώρα αντίπαλοί του προλάβουν να τον καθηλώσουν στη δυσμενή αυτή θέση. Με τα δυο του σπαθιά ανά χείρας προχώρησε εμπρός χτυπώντας αλύπητα,

   -Έφυγαν!
   Η Λίζα δεν είχε την δύναμη να πάει μέχρι την κοντινότερη πολυθρόνα. Γλύστρισε με την πλάτη στον τοίχο ως που βρέθηκε καθισμένη στο πάτωμα. Μάζεψε τα πόδια της κοντά στο σώμα της με τα γόνατά της στο στήθος και έγειρε το κεφάλι αποκαμωμένη. Έκλεισε τα μάτια της με τις σκέψεις να μπερδεύονται στο μυαλό της.
   Ποιος την κατεδίωκε; Ποιος μπορεί να ήθελε το θάνατό της; Δεν ήταν παρά ένα συνηθισμένο κορίτσι γιατί να θέλει κανείς να την σκοτώσει; Ακόμα και οι συμμαθήτριές της στο σχολείο δεν την μισούσαν, απλά την έβλεπαν σαν εύκολο στόχο και σαν παιχνίδι. Είχε κάποιον εχθρό που δεν γνώριζε; Εχθρό μάλιστα που είχε συνάφεια με υπερκόσμιες δυνάμεις; Και αν ήταν έτσι τι ακριβώς είχε συμβεί απόψε;
   Ποιος την είχε βοηθήσει; Τι είχε συμβεί με τους διώκτες τους; Έτσι ξαφνικά είχαν φύγει, τι είχαν ακούσει; Κοίταξε την άλλη κοπέλα. Στεκόταν εκεί που την είχε αφήσει, καρτερικά σαν να περίμενε κάτι.
   -Μπορείς να μου πεις τι συμβαίνει; τη ρώτησε. Είπες ότι θα μου εξηγήσεις όσα ξέρεις.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου