Η Κάτκα κλαψούρισε και η Γιαρμίλα πήγε κοντά της. Κάποιο όνειρο βασάνιζε το κοριτσάκι που στον ύπνο του είχε ξεσκεπαστεί. Η Γιαρμίλα την σκέπασε και της χάιδεψε τα μαλλιά ως που ησύχασε. Σηκώθηκε και έτριψε τα μπράτσα της.
-Κρυώνεις; ρώτησε ο Ραμίρ.
Η Γιαρμίλα στράφηκε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Την τελευταία περίπου ώρα ο Ραμίρ είχε κλειστά τα μάτια του και η κοπέλα είχε υποθέσει πως κοιμόταν.
-Ναι κάνει κρύο, είπε, και πήρα μια κουβέρτα μόνο για την Κάτκα.
-Μπορείς να πάρεις τον μανδύα μου, πρότεινε ο Ραμίρ και έκανε να τον μαζέψει από πάνω του όπως τον είχε σκεπαστεί.
-Εσύ τι θα κάνεις; Θα πιάσει πιο πολύ κρύο τη νύχτα.
-Κάτι μου λέει πως έχω περάσει και χειρότερα.
-Δεν μπορώ να τον πάρω και να αφήσω εσένα να τα βγάλεις πέρα με το κρύο, αντέτεινε η κοπέλα, και σταμάτησε. Θα μπορούσαμε να τον μοιραστούμε, πρότεινε διστακτικά και κοίταξε τον Ιππότη. Εκείνος δεν έδειξε να προβληματίζεται.
-Φυσικά, είπε και της έκανε νόημα να πάει δίπλα του.
Ο μανδύας του Ραμίρ έφτανε να τους σκεπάσει και τους δυο και ήταν ήδη ζεστός από το σώμα του, η Γιαρμίλα δέχθηκε με χαρά αυτήν την θαλπωρή. Τώρα μπορούσε να αγνοήσει τον αέρα που είχε δυναμώσει.
Ένιωσε το χέρι του Ραμίρ να αγγίζει το γοφό της και τινάχθηκε, είχε πέσει έξω στην κρίση της γι' αυτόν. Δεν διέφερε από τους άλλους άνδρες τελικά.
-Συγνώμη, απολογήθηκε ο Ιππότης, ξάπλωσες από την πλευρά που έχω το όπλο μου, έπρεπε να το μεταφέρω από την άλλη να το έχω εύκαιρο αν παρουσιαστεί ανάγκη.
Η Γιαρμίλα κοκκίνησε για τη σκέψη που είχε κάνει, κοίταξε τον Ραμίρ για να δει αν είχε αντιληφθεί τι σκεπτόταν εκείνη αλλά είχε κλείσει τα μάτια του και πάλι.
-Τι σκέφτεσαι; ρώτησε.
-Υπάρχει κάτι, μια σκέψη, μια αίσθηση, που προσπαθεί να έρθει στην επιφάνεια του μυαλού μου αλλά δεν μπορεί. Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι.
-Ξεκουράσου τώρα, είπε η κοπέλα και το πρωί ίσως να καταλάβεις που θα είσαι λιγότερο κουρασμένος.
-Μπορεί, απάντησε ο Ραμίρ.
Έμειναν σιωπηλοί, χαμένοι και οι δυο στις σκέψεις τους με τον αέρα έξω να ουρλιάζει σαν κάποιο τεράστιο θηρίο που έψαχνε για το θήραμά του.
Η Λίζα δεν αντιλαμβανόταν τον παγωμένο αέρα που μαστίγωνε το σώμα της. Προσπαθούσε να σηκώσει από τις πλάκες που σχημάτιζαν το μονοπάτι του κήπου την κοπέλα με το λευκό φόρεμα. Τα γεμάτα τρόμο λόγια της είχαν μεταφέρει έναν έντονο καθηλωτικό φόβο στην ψυχή της Λίζας που δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που φοβόταν η άλλη κοπέλα αλλά καταλάβαινε πως έπρεπε να βρουν γρήγορα ένα καταφύγιο. Κατάφερε να στήσει την τραυματισμένη κοπέλα στα πόδια της και με το χέρι περασμένο γύρω από τη μέση της να την βοηθήσει να κάνει μερικά βήματα. Η κοπέλα την είχε αγκαλιάσει από τους ώμους.
Προχωρούσαν όμως αργά και τώρα είχε αρχίσει να νιώθει και η Λίζα πως κάτι απειλητικό και φρικτό ταυτόχρονα κινείτο προς το μέρος τους, κρύος ιδρώτας φάνηκε σε χονδρές σταγόνες στο μέτωπό της. Ένιωθε άρρωστη ξαφνκά.
Ο Ροβέρτος στάθηκε ξαφνικά ανήσυχος, είχε διαισθανθεί κάτι που δεν είχε καμία θέση να το νιώθει εδώ. Αποτραβήκτηκε σε μια γωνιά στη σκιά ενός ψηλού κτιρίου και προσπάθησε να διερευνήσει αυτό που είχε νιώσει. Δεν ήταν τόσο αναπάντεχο αν το καλοσκεφτόταν, ήξερε ήδη ότι υπήρχαν Ψυχές του Δαίμονα στον κόσμο αυτό. Άρα μπορούσαν να υπάρχουν και Σκλάβοι. Ενστικτωδώς έπιασε τις λαβές των σπαθιών του. Θα απάλλασε τον κόσμο από το βδέλυγμα των όντων αυτών του Σκότους.
Βήματα ακούστηκαν πίσω του και θύμισαν πως υπήρχε και άλλο ένα θέμα που έπρεπε να τακτοποιήσει, τον άνδρα που τον παρακολουθούσε. Είχε πλησιάσει τώρα και έτρεχε έχοντας χάσει τον Ροβέρτο από τα μάτια του. Ο Ιππότης χαμογέλασε και ετοιμάστηκε για μια αιφνιδιαστική επίθεση. Άφησε τον άνδρα να φτάσει σχεδόν στο σημείο που στεκόταν και μετά επιτέθηκε. Ο άνδρας όμως δεν αιφνιδιάσθηκε, ούτε καν ταράχθηκε. Με απρόσμενη ταχύτητα και ευελιξία έκανε μια στροφή για να αντικρίσει τον Ροβέρτο και απέκρουσε το χτύπημά του με ένα μαύρο, σιδερένιο ραβδί.
-Θακ νάλαμαν καρμν, τον καταράστηκε στη Σκοτεινή Γλώσσα και ο Ιππότης κατάλαβε πως είχε μπροστά του μια Ψυχή του Δαίμονα που είχε κυριεύσει κάποιον άνθρωπο.
Έπρεπε να τον αντιμετωπίσει και μετά να ασχοληθεί με τους άλλους, τους Σκλάβους, που βρίκονταν κάπου κοντά.
Η Λίζα έφτασε στην πόρτα του σπιτιού της, κοίταξε πίσω. Αυτά τα λίγα μέτρα από την μέση περίπου του κήπου ως την πόρτα ποτέ δεν της είχαν φανεί τόσο δύσκολα. Κράτησε την κοπέλα με την πλάτη στον τοίχο για να ψάξει στην τσάντα της για το κλειδί. Δεν το βρήκε με την πρώτη και ο φόβος την άρπαξε στην παγωμένη αγκαλιά του. Με γρήγορες κινήσεις έψαξε και πάλι ενώ η τραυματισμένη κοπέλα ψιθύριζε:
-Έρχονται.
Η Λίζα βρήκε το κλειδί και άνοιξε την πόρτα. Την έσπρωξε να ανοίξει διάπλατα και μετά βοήθησε την άλλη κοπέλα να μπει στο σπίτι. Την άφησε και γύρισε να κλείσει την πόρτα, κοίταξε έξω. Το σκοτάδι είχε πια πέσει για τα καλά και δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα πέρα από την μικρή πορτούλα του κήπου. Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα του σπιτιού. Η άλλη κοπέλα παρέμενε ακουμπισμένη στον τοίχο.
Ήταν μόνες τους στο σπίτι, η μητέρα της δεν είχε επιστρέψει ακόμα από τη δουλειά. Η Λίζα οδήγησε την άλλη κοπέλα στο μικρό καθιστικο και την βοήθησε να καθίσει σε μια πολυθρόνα. Σωριάστηκε και εκείνη σε μια διπλανή.
-Πρέπει να ανάψω φώτα, είπε αφού άρχισε να της περνάει το πρώτο λαχάνιασμα της προσπάθειας που είχε καταβάλλει.
-Όχι, είπε βιαστικά η άλλη κοπέλα, βεβαιώσου πρώτα πως δεν βρίσκεται κάποιος έξω.
Η Λίζα την κοίταξε.
-Ποια είσαι; Τι συμβαίνει;
Οι γρύπες ήταν μεγάλα ζώα με σώμα λιονταριού, φτερά και κεφάλι αετού. Είχαν άγρια ένστικτα και ήταν προικισμένα με μια μοχθηρή νοημοσύνη, ταγμένα στην υπηρεσία των στρατιών του Σκότους ήταν πιστά σους αναβάτες τους και πολεμούσαν με θηριωδία. Τρέφονταν με τις σάρκες των θυμάτων τους κάτι που τους έκανε πάντα πρόθυμους να πολεμήσουν.
Τώρα πλησίαζε ένα σμήνος με πάνω από μια ντουζίνα κτήνη που μετέφεραν δυο αναβάτες το καθένα. Οι Ιππότες σταμάτησαν τα άλογά τους και ξεπέζεψαν, τα άλογα φοβούνταν τους γρύπες και αφήνιαζαν έτσι θα ήταν πιο εύκολο να πολεμήσουν πεζοί αν και θα βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση. Ξεθηκάρωσαν τα σπαθιά τους και ετοιμάστηκαν για μάχη. Οι γρύπες χαμήλωσαν και οι αναβάτες τους εξηκόντισαν δόρατα εναντίον τους. Οι Ιππότες τα απέκρουσαν με τα σπαθιά τους και περίμεναν για την εφόρμηση των εχθρών τους. Είχαν σχηματίσει κύκλο πλάτη με πλάτη για να μπορούν να αλληλοκαλύπτονται και να πολεμούν. Με μια βαρβαρική κραυγή οι εχθροί τους εφόρμησαν, κυρτά σπαθιά, κοφτερά δόντια και γαμψά νύχια έλαμψαν στο πρωινό φως.
Η μάχη ήταν σκληρή και με μεγάλη ένταση, οι πέντε Ιππότες και ο Ροδόλφος της Ασόν, πολεμούσαν με αποφασιστικότητα και πείσμα. Απέκρουαν χτυπήματα και ανταπέδιδαν με δικά τους. Οι γρύπες συνέχιζαν τη μάχη και μετά τον θάνατο των αναβατών τους και μέχρι να πέσουν νεκροί έχοντας δεχθεί αρκετά χτυπήματα.
Ο Ίθαν και ο Αλεξάντερ Ζίριον μάχονταν μαζί με κινήσεις συντονισμένες σαν να ήταν ένας μαχητής. Ο Γκίντεον πολεμούσε με απόλυτη ψυχραιμία ενώ ο Σάιμον του Θαλ συμπλήρωνε την πολεμική του κατάρτιση με την μυική δύναμη. Οι γροθιές του ηταν σχεδόν τόσο θανάσιμες όσο η σπάθα του. Ο Μάικ μαχόταν χρησιμοποιώντας τόσο το όπλο του όσο και τις πνευματικές του δυνάμεις.
Είχε μόλις τραυματίσει θανάσιμα έναν γρύπα, αφού είχε σκοτώσει τους αναβάτες του, όταν έγινε το κακό. Προχώρησε μπροστά και με ένα δυνατό, κοφτό χτύπημα αποκεφάλισε το κτήνος. Την ίδια στιγμή ένας από τους αναβάτες έριξε πάνω του ένα δίκτυ σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν οι μονομάχοι στην αρένα. Πριν προλάβει ο Ιππότης να αντιδράσει ένας γρύπας σηκώθηκε στα πίσω του πόδια σφίγγοντας το δίκτυ γύρω από το σώμα του. Η σπάθα ξέφυγε από το χέρι του καθώς ο γρύπας απογειωνόταν και ο ίδιος βρισκόταν παγιδευμένος.
Με μια θριαμβευτική κραυγή ο γρύπας σηκώθηκε ψηλά στον ουρανό.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου