Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 15

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Μάικ έριξε άφθονο νερό στο πρόσωπό του καθαρίζοντάς το από το αίμα. Σκούπισε το παγωμένο νερό της πηγής με μια πετσέτα και μετά την έβαλε στο μικρό σακίδιο με τα πράγματά του που κρεμόταν στη σέλα του αλόγου του. Πήρε να βάλει το πουκάμισό του που το είχε βγάλει για να πλυθεί ενώ πλησίαζε ο Γκίντεον Νεμίνιον.
   -Αυτή δεν ήταν τυχαία επίθεση, είπε.
   -Όχι, είπε ο Μάικ. Ήταν μια επίθεση από Ψυχή Δαίμονα που έχει κυριέυσει άνθρωπο.
   -Από το Αλκιμάρ; Είναι μακριά.
   -Από κάπου μακρύτερα ακόμα. Από τον κόσμο όπου βρίσκονται ο Ραμίρ και ο Ροβέρτος.
   -Πως είναι δυνατόν;
   Ο Μάικ ολοκλήρωσε το ντύσιμό του και φόρεσε τη ζώνη με τη θήκη της σπάθας του. Κοίταξε τον γαλανό, ασυννέφιαστο ουρανό σκεφτικός.
   -Δεν είναι δυνατόν. Τουλάχιστον υπό φυσιολογικές συνθήκες.
   -Θα το ξέραμε αν υπήρχε πύλη στο νησί, δεν ήταν πάντοτε καταραμένος τόπος. Τι άλλο δικαιολογεί μια...... Εκείνη;
   -Φαίνεται ότι η Ονειρεύτριά μας είναι πολύ ισχυρή, επιβεβαίωσε ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης. Δεν ελέγχει τις δυνάμεις της όμως και ο καταραμένος είδε μέσα από τα μάτια της.
   -Τον κατέστρεψες;
   -Ναι, αλλά η παρουσία του σε εκείνον τον κόσμο σημαίνει πως ο Μπαγκράς δεν έστειλε εκεί τυχαία τον Ραμίρ. Κάποιος από τους συντρόφους του έχει πάει εκεί. Και μάλιστα πολύ καλά προετοιμασμένος.
   -Για ποιο λόγο όμως; Για την Ονειρεύτρια;
   -Δεν το πιστεύω, μάλλον κάτι άλλο σχεδιάζει και ο Μπαγκράς το ξέρει.
   Καλπασμός αλόγων ακούστηκε και οι δυο Ιππότες στράφηκαν να δουν ποιος πλησίαζε με τα χέρια τους να πηγαίνουν στις λαβές των όπλων τους, μια προφύλαξη που δεν ήταν απαραίτητη μιας και εκείνοι που πλησίαζαν ήταν οι δυο δίδυμοι κύριοι του Ζίριον.
   -Αποστολή εξετελέσθη, είπε αεράτα ο Ίθαν, πηδώντας από τη σέλα, δεν ξέφυγε κανένας.
   -Μάθαμε τι τους έφερε τόσο μακριά από τον κύριο όγκο των στρατευμάτων τους; ρώτησε ο Σάιμον του Θαλ.
   -Ναι, είπε ο Αλεξάντερ του Ζίριον. Αποστάτες που αποφάσισαν πως δεν αξίζει να πεθάνουν για το μάγο και είπαν να αυτονομηθούν και να ζήσουν ληστεύοντας ταξιδιώτες.
   -Διάλεξαν λάθος ανθρώπους για να επιτεθούν, είπε σαρκαστικά ο Ροδόλφος.
   Αφού είχαν έρθει και οι δυο αδερφοί συνέχισαν το ταξίδι τους. Ο Γκίντεον έφερε το άλογο του δίπλα στου Μάικ. Εκείνος φαινόταν εξαντλημένος και βυθισμένος σε σκέψεις.
   -Τι σε προβληματίζει; Η επίθεση;
  -Η επίθεση αυτή καθ' αυτή όχι. Αυτό που με απασχολεί είναι ότι αισθάνθηκα και μια ακόμα παρουσία, αρκετά δυνατή.
   -Τι ήταν;
   -Δεν ξέρω, δεν έχω συναντήσει κάτι παρόμοιο ποτέ. Αν ήταν άνθρωπος θα είχε μια αρχαία σοφία συνδιασμένη με εφηβική ανεμελιά. Δεν είναι λογικό. Αλλά και δεν είναι άνθρωπος. Δεν βγάζει πολύ νόημα ε;
   -Όχι, παραδέχθηκε ο Γκίντεον. Αλλά είμαι σίγουρος πως θα τη βρούμε την απάντηση.
   -Ναι, είπε ο Μάικ αλλά κάτι είχε αποσπάσει την προσοχή του. Γρύπες, είπε τελικά και τράβηξε τη σπάθα του από τη θήκη της.

   Ο Ροβέρτος θηκάρωσε τα όπλα του. Είχε βγει νικητής από την μάχη του με τα δαιμονικά όντα αλλά τον είχαν καθυστερήσει. Δεν μπορούσε να αισθανθεί πλέον το ον που είχε εκφέρει την κατάρα στη Σκοτεινή Γλώσσα τραβώντας την προσοχή του. Τι είχε συμβεί;
   Τράβηξε πιο σφιχτά τον μανδύα γύρω του καθώς ο άνεμος φυσούσε μανιασμένα και το κρύο δυνάμωνε. Οι περαστικοί είχαν λιγοστέψει πολύ στο δρόμο κάτι που έκανε ακόμα πιο εύκολο να αντιληφθεί ότι τον παρακολουθούσαν.

   Η Λίζα προχώρησε διστακτικά στον κήπο της μικρής μονοκατοικίας. Στο μονοπάτι μπροστά της, ανάμεσα στα παρτέρια με τις βοκαμβίλιες ήταν πεσμένο ένα ανθρώπινο σώμα. Η Λίζα πλησίασε με φόβο. Στις πλάκες ήταν σωριασμένη μια κοπέλα όχι μεγαλύτερη από την ίδια με μακριά ξανθά μαλλιά και ένα κουρελιασμένο λευκό φόρεμα. Η Λίζα γονάτισε δίπλα της και εκείνη κινήθηκε, ήταν ζωντανή ακόμα. Έκανε να την ανασηκώσει και μια τρομαγμένη κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της. Η κοπέλα είχε στρέψει το βλέμμα της προς αυτή. Είχε δυο υπέροχα σκουρογάλανα μάτια αλλά το βλέμμα της ήταν απλανές, στερημένο από την όραση και από τα μάτια της έτρεχε αίμα.
    “Τυφλή να ζήσεις και τυφλή να υποφέρεις.” Τα λόγια του παρολίγον δολοφόνου της επέστρεψαν ζωντανά στη μνήμη της. Άραγε αναφερόταν σε αυτήν την κοπέλα; Τι έπρεπε να κάνει;
   Θα την βοηθούσε δεν υπήρχε περίπτωση να μην το κάνει, αλλά δεν ήξερε το πως. Δεν μπορούσε να την μεταφέρει καν μέσα στο σπίτι.
   -Βοήθεια, ψέλλισε η κοπέλα με μια απαλή πονεμένη φωνή. Έρχονται, πρόσθεσε με τρόμο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου