-Λάφοντιλ, είπε ο Ραμίρ ήσυχα, είναι το ένα φυτό που το απόσταγμά του, το Λάουμφουλ, είναι θεραπευτικό. Είναι κόκκινο και........
Σταμάτησε συνειδητοποιώντας τι είχε κάνει. Ασυναίσθητα είχε θυμηθεί κάτι όπως και το προηγούμενο βράδυ είχε κάνει με το όνομά του.
-Παράξενο, μονολόγησε.
Η Γιαρμίλα δεν μίλησε. Δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά αυτό το φάρμακο και δεν είχε ιδέα αν θα ήταν εύκολο να το βρει σε κάποιο φαρμακείο. Αλλά στο μυαλό της ήρθε κάτι άλλο.
-Όταν κοιτάζαμε τα πράγματά σου είχες ένα φιαλίδιο με ένα τέτοιο υγρό.
Ο Ραμίρ το θυμήθηκε, ναι είχε δίκιο η Γιαρμίλα. Έψαξε το μανδύα του, η κοπέλα τον είχε χρησιμοποιήσει για να τον σκεπάσει, και έβγαλε το μικρό φιαλίδιο με το κόκκινο υγρό. Το κοίταξε για λίγο σκεφτικός. Μετά τράβηξε το μεταλλικό πώμα και ένα βαρύ άρωμα γέμισε το χώρο.
-Ναι, είπε ο Ραμίρ, είναι Λάουμφουλ.
Έφερε το φιαλίδιο στα χείλη του αλλά η Γιαρμίλα τον σταμάτησε.
-Είσαι σίγουρος;
-Όχι, παραδέκτηκε ο Ραμίρ με ένα χαμόγελο. Αλλά κάποιος μου είπε κάποτε ότι όταν αμφιβάλλω πρέπει να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου.
-Και το οποίο σου λέει να πιεις αυτό το υγρό είναι εντάξει;
-Ναι, είπε ο Ραμίρ και ήπιε μια γερή γουλιά από το περιεχόμενο του φιαλιδίου.
Μια απρόσμενη και καλοδεχούμενη ζέστη τον κυρίευσε. Έκλεισε το φιαλίδιο με το πώμα και το έβαλε στην τσέπη του. Ένιωθε τον πόνο να μαλακώνει και κατάλαβε ότι μπορούσε και πάλι να κινήσει το τραυματισμένο χέρι του.
-Ναι, είπε στην Γιαρμίλα που τον παρακολουθούσε με σφιγμένα χείλη. Σίγουρα είναι θεραπευτικό. Ήδη αισθάνομαι καλύτερα.
Εκείνη χαμογέλασε με έκδηλη ανακούφιση.
Η Λίζα κοίταξε τον άνδρα που την είχε ακινητοποιήσει. Καταλάβαινε αυτήν την στιγμή πως νιώθει το θύμα που ξέρει ότι το έχει φιξάρει το αρπακτικό. Ο φόβος της ήταν απόλυτος, την είχε παραλύσει. Θα είχε σωριαστεί στο βρεγμένο οδόστρωμα αν δεν την κρατούσε από το λαιμό ο άνδρας. Έστρεψε το βλέμμα της στα μάτια του για να συναντήσει το δικό του με την ελπίδα να ικετέψει για έλεος. Μετάνιωσε γιατί αυτό που είδε δεν θα το ξεχνούσε ποτέ, τα μάτια του ήταν μια άβυσσος κακίας και μίσους. Μέσα τους παιχνίδιζε μια σατανική φλόγα.
Η επαφή όμως αποκάλυψε και στον εχθρό της κάτι. Με ένα θυμωμένο επιφώνημα σήκωσε το ελεύθερο χέρι του. Το ακούμπησε στο μάγουλό της, κάνοντάς την να ριγήσει. Ήταν παγωμένο σαν να μην ήταν σάρκα αλλά μάρμαρο.
-Ονειρεύεσαι Ιππότες; σύριξε και τη χτύπησε δυνατά με το δάκτυλο στο μέτωπο. Τώρα θα δεις τι παθαίνουν εκείνοι που τολμούν να αντιτίθονται στις δυνάμεις των Αρχόντων του Σκότους.
Το χτύπημα έκανε τη Λίζα να ουρλιάξει από τον πόνο.
Ο Ροβέρτος σταμάτησε απότομα σαν να είχε προσκρούσει σε έναν αόρατο τοίχο. Τίποτα δεν είχε ακουστεί στο μικρό δρόμο που βρισκόταν αλλά στα αυτιά του αντηχούσε μια φρικτή νεκρομαντική κατάρα. Έκανε μεταβολή και άρχισε να τρέχει. Όποιος την είχε εκτελέσει θα μπορούσε σίγουρα να τον οδηγήσει στον μάγο που είχε σκοτώσει από μακριά τον άνδρα στην υπόγεια διάβαση και που ήξερε για την παρουσία του ίδιου και του Ραμίρ σ' αυτόν τον κόσμο.
Έφτασε στο σημείο που είχε δει την γριά ζητιάνα νωρίτερα και πρόσεξε πως δεν ήταν πια εκεί αλλά τώρα δεν ήταν η κατάλληλη ώρα να ασχοληθεί με αυτό. Έστριψε στο πιο κοντινό στενό και συνέχισε να τρέχει. Λίγο πριν την έξοδο του στενού ένιωσε τον αέρα να παγώνει και να αλλάζει υφή σαν να γινόταν πιο στερεός. Ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε. Χωρίς να μειώσει την ταχύτητά του με μια ρευστή κίνηση ξεθηκάρωσε τα όπλα του.
Είχαν αποφασίσει να επιταχύνουν το ταξίδι τους και έτσι συνέχιζαν να ιππεύουν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι ανεπτυγμένες ικανότητες προσανατολισμού και ιχνηλασίας των Ιπποτών τους κρατούσαν στο σωστό δρόμο και τώρα κάλπαζαν σε χαλαρό σχηματισμό καθώς η νύχτα παραχωρούσε τη θέση της στο γκριζωπό φως της αυγής.
Το χτύπημα ήρθε από το πουθενά και αιφνιδίασε απόλυτα τον Μάικ που τινάκτηκε από το άλογό του σαν να τον είχε χτυπήσει ένα γιγαντιαίο εκκρεμές και προσγειώθηκε με την πλάτη στο χορταριασμένο έδαφος. Οι σύντροφοί του σταμάτησαν τα άλογα τους και έτρεξαν κοντά του. Ο Ιππότης σπαρταρούσε σαν το ψάρι που βρίσκεται έξω από το νερό ενώ αίμα έτρεχε από τα μάτια του και τα χείλη του.
-Για όνομα της Λιμέρνα! είπε ο Ροδόλφος της Ασόν. Τι του επιτίθεται;
Η Λίζα άρχισε να χάνει την επαφή με τον κόσμο, δεν είχε πια καμία συναίσθηση του περιβάλλοντος. Μια γλυκιά νάρκη άρχισε να την κυριεύει, καθώς απομακρυνόταν από τη ζωή το μυαλό της πήγε στον πατέρα της, σε λίγο θα ήταν μαζί του. Ο εχθρός της γρύλισε σαν ενοχλημένος από τη γαλήνη της σκέψης αυτής. Η εικόνα της μητέρας της να θρηνεί στον τάφο της ίδιας σχηματίστηκε ξεκάθαρα στο μυαλό της Λίζας.
-Ας ενδυθεί την κατάρα σαν ένδυμα
που δεν θ' απεκδυθεί
και σαν ζώνη
την οποία ποτέ δεν θα ξεζωστεί.
Η κατάρα είχε προφερθεί από τον Μάικ με τη φωνή του να δυναμώνει σε κάθε λέξη. Αιμορραγώντας ακόμα ο Ιππότης είχε καταφέρει να σηκωθεί στα γόνατα και να αντεπιτεθεί στο ον που του είχε επιτεθεί. Σηκώθηκε όρθιος και άπλωσε το χέρι του. Η σπάθα του, που με την πτώση είχε τιναχθεί μακριά του, ήρθε σ' αυτό. Πρόφερε σκληρά:
-Σποδός ήσουν και σποδός θα ξαναγίνεις!
Με μια απότομη κίνηση κάρφωσε τη σπάθα του στο έδαφος. Ο ήχος ακούστηκε εκκωφαντικός σαν να είχε συντρίψει βράχο με το όπλο του.
Μπροστά στα μάτια της Λίζας ο εχθρός της διαλύθηκε σε μια βροχή από σπίθες που χάθηκαν στο νυχτερινό αέρα. Η κοπέλα δεν μπορούσε να το πιστέψει και μετά συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να φύγει και άρχισε να τρέχει. Σταμάτησε μόνο μπαίνοντας στο μικρό κήπο του σπιτιού της. Δεν το έκανε γιατί ένιωθε πλέον ασφαλής αλλά γιατί την ανάγκαζε το αναπάντεχο θέαμα.
2 σχόλια:
δεν ξεκολουσαααα απο την οθονη... :)
Χαίρομαι που σου άρεσε.
Αύριο θα έχει και συνέχεια.
Δημοσίευση σχολίου