Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 17

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Η τραυματισμένη κοπέλα άπλωσε το χέρι της και βρήκε αυτό της Λίζας. Την κράτησε με μια λαβή σταθερή και δυνατή αλλά ταυτόχρονα εύθραυστη.
   -Θα σου εξηγήσω όσα ξέρω, είπε, αλλά πρώτα βεβαιώσου ότι δεν υπάρχει κανείς έξω.
   Η Λίζα ήταν έτοιμη να αρνηθεί να κάνει οτιδήποτε πριν μάθει τι συμβαίνει και πως ξαφνικά είχε περάσει από την καθημερινή της ζωή σε έναν παράδοξο κόσμο βίας και θανάτου, αλλά κάτι στην φωνή της κοπέλας την έπεισε. Υπήρχε μια παράκληση που την ώθησε να δεχθεί το αίτημά της.
   Πήγε κοντά στην πόρτα και κοίταξε έξω από το μικρό παράθυρο δίπλα της. Στην αρχή δεν είδε τίποτα, μετά διέκρινε ανθρώπινες φιγούρες που είχαν μπει ήδη στον κήπο και με δυσκολία έπνιξε μια κραυγή. Κάποιοι έψαχναν για εκείνες, ή την κοπέλα που είχε βρει στον κήπο, και βρίσκονταν εξαιρετικά κοντά.
   -Κάποιοι είναι εκεί έξω, είπε η Λίζα.
   -Βρήκαν τα ίχνη μου, είπε η κοπέλα. Πρέπει να φύγω, δεν πρέπει να τους οδηγήσω σε' σενα.
   Η Λίζα ήταν τρομοκρατημένη αλλά αυτό δεν μπορούσε να το επιτρέψει, να βγει η τυφλωμένη κοπέλα έξω και να αντιμετωπίσει μόνη της τους εχθρούς της. Θυμήθηκε με φρίκη εκείνον που είχε δοκιμάσει να την σκοτώσει, και που θα το είχε πετύχει αν δεν είχε χτυπηθεί από.... δεν ήξερε και η ίδια τι. Δεν θα άφηνε την κοπέλα αυτή να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο. Σταμάτησε την κοπέλα που ψηλαφούσε τον τοίχο για να βρει το δρόμο για την έξοδο.
   -Δεν θα βγεις, είπε ψιθυριστά. Θα μείνουμε μέσα, μπορούν να μπουν στο σπίτι;
   -Ναι.
   Η Λίζα κοίταξε έξω, οι διώκτες τους είχαν πλησιάσει και μπορούσε να τους δει κάπως καθαρότερα. Ένα ρίγος την διαπέρασε, ήταν άνθρωποι δεν υπήρχε αμφιβολία, αλλά οι κινήσεις τους αργές και βεβιασμένες σαν να τις έκαναν ακούσια υπακούοντας σε κάποια πιο ισχυρή θέληση που είχε υποτάξει τη δική τους κινώντας τους σαν μαριονέτες. Τραβήχτηκε από το παράθυρο και ακούμπησε στον τοίχο, έκλεισε τα μάτια της απελπισμένη. Τι μπορούσαν να κάνουν δυο κορίτσια ενάντια σε μια ομάδα ανδρών έστω και αν εκείνοι κινούνταν αργά και κάπως σπασμωδικά;
   Έκλεισε τα μάτια της απελπισμένη.
   Ριψοκινδύνευσε άλλη μια ματιά έξω και αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κραυγή. Οι διώκτες τους πλησίαζαν το σπίτι.

   Σπίθες τινάζονταν από το ραβδί που κρατούσε ο εχθρός του Ροβέρτου καθώς απέκρουε τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που του κατάφερνε ο Ιππότης και με τα δυο σπαθιά του. Τον είχε αναγκάσει να υποχωρήσει και τον έφερνε σε όλο και πιο δύσκολη θέση. Το σοκάκι αντηχούσε από τα χτυπήματα και φωτιζόταν από τις λάμψεις της μαγείας που χρησιμοποιούσε ο άλλος απέναντι στον Ροβέρτο. Η Ψυχή του Δαίμονα που κατείχε τον άνθρωπο αυτό ήταν αρκετά ισχυρή προικισμένη με δυνάμεις μαγείας αλλά ο Ροβέρτος απέκρουε με τα δυο σπαθιά τις ριπές ενέργειας που αξαπέλυε εναντίον του και αντεπιτεθόταν με επιδεξιότητα.
   Ο αντίπαλός του έκανε πίσω και έβγαλε μια υψίσυχνη κραυγή.

   Ο Ίθαν του Ζίριον κοίταξε γύρω του το πεδίο της μάχης, οι γρύπες και οι αναβάτες τους κοίτονταν νεκροί. Ο Σάιμον επέδενε το χέρι του, είχε ένα βαθύ κόψιμο στο μπράτσο από το ράμφος ενός γρύπα. Ο Γκίντεον Νεμίνιον είχε απομακρυνθεί από το πεδίο της μάχης και είχε καθίσει στη ρίζα ενός δέντρου. Είχε μαζέψει τα πόδια του κάτω από το σώμα του και είχε κλείσει τα μάτια του. Φαινόταν βυθισμένος σε σκέψεις. Ο Ροδόλφος της Ασόν έψαχνε να βρει ένα σπαθί μιας και το δικό του είχε σπάσει στον αλυσιδωτό θώρακα ενός από τους αναβάτες των γρυπών.
   Ο Σάιμον τελείωσε με το τραύμα του και έκανε μερικές κινήσεις να δει κατά πόσο επηρέαζε τη μαχητική ικανότητά του. Πήγε προς το άλογό του και έδεσε στη σέλα το μικρό σακίδιό του.
   -Μπορούμε να ξεκινήσουμε;
   -Ναι, είπε ο Ίθαν.
   Ο Ροδόλφος κούνησε το κεφάλι του σε μια άηχη κατάφαση καθώς κοίταζε το εύρημά του. ένα μακρύ σπαθί σε πολύ καλή κατάσταση.
   -Γκίντεον;
   -Ναι πάμε, είπε εκείνος ενώ σηκωνόταν από το έδαφος. Πρέπει να βιαστούμε. Ο Μάικ βρίσκεται στα χέρια του Μπαγκράς.
   -Πως το ξέρεις; ρώτησε ο Αλεξάντερ που βρισκόταν ήδη στη σέλα.
   -Επικοινώνησα με τους δικούς μας στη Νύλια. Κανένας γρύπας δεν πλησίασε τα εχθρικά στρατεύματα άρα αυτός που κουβαλάει τον Μάικ μπορεί να πήγε σε ένα μόνο μέρος. Το Αλκιμάρ.
   -Στο κάστρο του Μπαγκράς, είπε ο Σάιμον βλοσυρά. Δεν θέλω να φανταστώ τι θα του κάνει αυτό το κάθαρμα ο μάγος.
   -Πάμε, είπε ο Αλεξάντερ, δεν σταματάμε ως που να φτάσουμε στο Λόου Κόουβ.
   Ξεκίνησαν με γρήγορο καλπασμό οι πέντε τους παίρνοντας μαζί και το άλογο του Μάικ.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου