Οι μαυροντυμένοι καβαλάρηδες πλησίασαν και απλώθηκαν κατά μήκος της πρόχειρης οχύρωσης. Ετοιμάζονταν για επίθεση. Τα φρικαλέα υποζύγιά τους έβγαλαν μια ομαδική υψίσυχνη οιμωγή και τα άλογα χιμίντρισαν τρομαγμένα.
-Στα όπλα Ιππότες! φώναξε ο Ίριαν. Ο εχθρός βρίσκεται εδώ!
Η φωνή του αντήχησε στο στρατόπεδο αφυπνίζοντας τους συντρόφους του που άρχισαν να βγαίνουν από τις σκηνές για να πάρουν θέσεις μάχης ενώ έδεναν ακόμα τους ιμάντες στους θώρακές τους και τις ζώνες με τα όπλα τους.
-Λουθ, Ντάις, είπε ο Φένορ, ησυχάστε τα άλογα.
Πάτησε πάνω στον άξονα του κάρου και ανέβηκε μετά σ' αυτό για να βλέπει καλύτερα τους εισβολείς.
-Είμαι ο Φένορ του Άκρεν, Ιππότης του Ρόδου, αναφέρετε το λόγο της παρουσίας σας εδώ!
-Δώστε μας την Έλισεθ του Οίκου της Ντρομέθια και θα σας χαρίσουμε τις αξιοθρήνητες ζωές σας.
-Η Έλισεθ Ντρομέθια, πριγκίπισσα του Στέμματος τελεί υπό την προστασία της Ιπποσύνης και δεν θα παραδοθεί παρά μόνο στον πατέρα της το νόμιμο Υψηλο Βασιλιά της Εσπέρια.
-Τότε θα πεθάνετε! είπε ο επικέφαλης των μαυροντυμένων και έβγαλε μαι κραυγή στην οποία οι Ιππότες απάντησαν με μια πολεμική ιαχή και προχώρησαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό τους. Κραυγές και κλαγγές όπλων ακούστηκαν καθώς μια άγρια και σκληρή μάχη ξεσπούσε.
Ο επικεφαλής τους σήκωσε το χέρι του οπλισμένο με το μαύρο ραβδί του και μια πορφυρή ριπή ενέργειας τινάχθηκε προς τον Φένορ που πήδηξε από το κάρο και κύλισε στο χορτάρι ενώ το κάρο εξαφανιζόταν σε μια λαμπερή έκρηξη φωτός. Με το πέρασμα ελεύθερο ο αντίπαλός του εφόρμησε καβάλα στο φρικιαστικό του υποζύγιο. Ύψωσε το ραβδί του για να καταφέρει ένα πλήγμα στον Ιππότη πριν μπορέσει να σηκωθεί αλλά το χτύπημά του εμποδίστηκε από δυο όπλα. Ο Ίριαν είχε σπεύσει να βοηθήσει τον φίλο του και εμπλάκηκε σε μια μονομαχία με υποζύγιο και αναβάτη. Ο Φένορ σηκώθηκε όρθιος και έριξε μια ματιά γύρω. Οι Ιππότες είχαν συγκρατήσει την επίθεση στα όρια του στρατοπέδου τους, οι εργασίες οχύρωσης της προηγούμενης μέρας είχαν αποδειχθεί πολύτιμες, τους βοηθούσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους. Ένας από τους επιτιθέμενους είχε καρφωθεί στα αιχμηρά εμπόδια μαζί με το φρικαλέο ζώο που ίππευε. Ένας Ιππότης είχε πέσει λίγο ποιο πέρα διαπερασμένος από ένα μαύρο σπαθί. Ένας ακόμα πολεμιστής είχε τραυματιστεί και δυο σύντροφοί του τον μετέφεραν μακριά από τη μάχη.
Η Ρουθ στεκόταν στην είσοδο της σκηνής και κοίταζε τρομαγμένη την μάχη. Έτρεξε κοντά της.
-Μείνε μέσα μαζί με την Έλισεθ, καλύτερα να μην την δουν αυτά τα τέρατα.
Η κοπέλα ένευσε και μπήκε και πάλι στη σκηνή. Ο Φένορ ξεθηκάρωσε τη σπάθα του και επέστρεψε στη μάχη. Έφτασε πάνω στην ώρα για να βοηθήσει τον Ορθ. Ο μεγαλόσωμος πολεμιστής είχε σπάσει τη σπάθα του πάνω στο ραβδί ενός μάγου της Βαρ Ντραζούλ και πάλευε μαζί του με γυμνά χέρια ενώ προσπαθούσε να φυλαχθεί από τα χτυπήματα του υποζυγίου του που ευτυχώς εμποδιζόταν από το φράχτη να τον φτάσει με τα φονικά νύχια του.
Ο Άλασταρ ξεπέζευσε από τον Άλιξ καθώς σταματούσε και οι δυο Ιππότες που ίππευαν μαζί του τον μιμήθηκαν. Είχαν μόλις μπει σε ένα μικρό, ήσυχο χωριό με χαμηλά λιθόχτιστα σπίτια, και είχαν σταματήσει μπροστά στο πανδοχείο του όπως έλεγε μια μεγάλη επιγραφή πάνω από την πόρτα.
-Γιατί σταματήσαμε; ρώτησε ο Σίντρεκ.
-Γιατί χρειάζομαι και εγώ κάπου λίγη ξεκούραση από το δρόμο και μας περιμένουν εδώ.
Οι δυο Ιππότες ακολούθησαν τον μάγο μέσα στο πανδοχείο. Ήταν ευχάριστα δροσερό και σχετικά άδειο μιας και ακόμα δεν ήταν ούτε μεσημέρι. Ο Άλασταρ προχώρησε προς ένα τραπέζι στο βάθος όπου κάθονταν ήδη μερικά άτομα και τα οποία σηκώθηκαν μόλις τον είδαν. Ο Άλασταρ πλησίασε με τους δυο Ιππότες και είδαν πως τέσσερα άτομα περίμεναν τον μάγο, δυο άνδρες και δυο κοπέλες. Ο Άλασταρ κάλεσε τους δυο Ιππότες να πλησιάσουν και αφού τους σύστησε είπε:
-Επιτρεψτε μου να σας παρουσιάσω τους μαθητές μου. Ο Άλαμον Φοντάρ, δόκιμος μάγος.
Ο Άλαμον ένας νεαρός άνδρας με μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια τους χαιρέτησε σοβαρά. Τα αδρά, ευγενικά χαρακτηριστικά του πρόδιδαν καταγωγή από τα ξωτικά.
-Ο Θόρας απο το Μαρεπέλ.
Ο Θόρας ένας κοντούλης άνδρας ντυμένος με τα απλά ρούχα ενός ταξιδιώτη, παντελόνι, πουκάμισο, γιλέκο και ταξιδιωτικό μανδύα, τους χαιρέτησε πρόσχαρα.
-Ελπίζω εσείς τουλάχιστον να εκτιμάτε το καλό φαγητό και το κρασί, είπε φέρνοντας ένα χαμόγελο στους δυο Ιππότες.
-Η Ετάνια από το Δρικλ, επίσης μαθητευόμενή μου και δόκιμη μάγος.
Οι δυο Ιππότες μαγεύτηκαν από την Ετάνια. Ήταν μια όμορφη κοπέλα στα τέλη της εφηβείας της, είχε καστανά μαλλιά που έπεφταν ίσα ως τους ώμους, υπέροχα πράσινα μάτια που δέσποζαν σε ένα ντελικάτο γλυκό πρόσωπο. Το δέρμα της ήταν λευκό σαν το χιόνι κάτι που τόνιζε και ο λευκός της μανδάς.
-Και η Ζέμις, η προστατευόμενή μου.
Αν η Ετάνια είχε μόλις βγει από την εφηβεία η Ζέμις τώρα τη διένυε, ήταν ένα λεπτοκαμωμένο κορίτσι με κόκκινα μαλλιά και με ανάλογη φλογερή ιδιοσυγκρασία.
-Κοιτά μη γελάσεις, είπε στον Άλαμορ, θα σε πονέσει πολύ! Χαίρομαι για τη γνωριμία, είπε και χάρισε στους δυο Ιππότες ένα λοξό χαμόγελο.
-Τι συμβαίνει Άλασταρ; ρώτησε η Ετάνια. Ακούσαμε περίεργα πράγματα.
-Συμβαίνουν περίεργα πράγματα. Σας άφησα προχθές για να μεταβώ στο Στόρμγκαρντ με ένα ξόρκι τηλεμεταφοράς γιατί με κάλεσε σε βοήθεια η Έλισεθ.
-Που είναι τώρα;
-Όπως ξέρετε το ξόρκι αυτό μπορεί να μεταφέρει εμένα μόνο αλλά ευτυχώς ο Άλιξ ήταν κοντά, είπε ο μάγος και εξήγησε τι είχε συμβεί και τα όσα είχαν ειπωθεί στην Νούθια.
-Λέγονται και χειρότερα, είπε η Ετάνια. Ακατανόμαστοι τρόμοι και σκιές κινούνται τη νύχτα. Οι άνθρωποι έξω από τις πόλεις κλείνονται στα σπίτια τους μόλις πέσει το σκοτάδι. Στην Ατρέα ένα κορίτσι που σπουδάζει με τις αρπίστριες στον Οίκο του Ματιού ξύπνησε ουρλιάζοντας. Το όραμα που είδε ήταν τόσο δυνατό ώστε ακόμα να είναι σε κατάσταση σοκ. Αλλά μιλάει για την επιστροφή του Ακλαρόθ και των λεγεώνων του. Και τις περιγράφει.
-Γιατί αυτό είναι περίεργο; ρώτησε ο Σίντρεκ. Υπάρχουν πολλες....
-Η Έσερετ είναι τυφλή.
-Άσχημα νέα που δυστυχώς δείχνουν όλα προς την ίδια κατεύθυνση, είπε ο Άλασταρ. Ας ξεκουραστούμε και ας ξαναπάρουμε την πορεία μας προς βορράν να μάθουμε τι συνέβει με το βασιλιά πρώτα.
Ο Ίριαν χτύπησε και με τα δυο σπαθιά του παίρνοντας ακόμα μια ζωή. Ο μάγος σωριάστηκε στο έδαφος παρασέρνοντας το υποζύγιό του το οποίο χτύπησε με ένα βέλος ο Λουθ. Οι Ιππότες είχαν αρχίσει να υπερισχύουν στη μάχη με τους αντιπάλους τους της αδερφότητας και να εξοντώνουν συστηματικά τους τελευταίους. Είδε τον Φένορ να μονομαχεί με ένα μάγο και να τον διαπερνάει με το όπλο του. Ο φίλος του γύρισε και τον κοίταξε, χαμογέλασε αλλά αμέσως μετά φώναξε μια προειδοποίηση. Ο Ίριαν δεν άκουσε τι του φώναξε μέσα στη φασαρία της μάχης αλλά γύρισε και κατάλαβε τι ήταν αυτό που τον είχε θορυβήσει. Ένας μάγος ερχόταν ίσια επάνω του με το φρικαλέο υποζύγιό του.
-Στα όπλα Ιππότες! φώναξε ο Ίριαν. Ο εχθρός βρίσκεται εδώ!
Η φωνή του αντήχησε στο στρατόπεδο αφυπνίζοντας τους συντρόφους του που άρχισαν να βγαίνουν από τις σκηνές για να πάρουν θέσεις μάχης ενώ έδεναν ακόμα τους ιμάντες στους θώρακές τους και τις ζώνες με τα όπλα τους.
-Λουθ, Ντάις, είπε ο Φένορ, ησυχάστε τα άλογα.
Πάτησε πάνω στον άξονα του κάρου και ανέβηκε μετά σ' αυτό για να βλέπει καλύτερα τους εισβολείς.
-Είμαι ο Φένορ του Άκρεν, Ιππότης του Ρόδου, αναφέρετε το λόγο της παρουσίας σας εδώ!
-Δώστε μας την Έλισεθ του Οίκου της Ντρομέθια και θα σας χαρίσουμε τις αξιοθρήνητες ζωές σας.
-Η Έλισεθ Ντρομέθια, πριγκίπισσα του Στέμματος τελεί υπό την προστασία της Ιπποσύνης και δεν θα παραδοθεί παρά μόνο στον πατέρα της το νόμιμο Υψηλο Βασιλιά της Εσπέρια.
-Τότε θα πεθάνετε! είπε ο επικέφαλης των μαυροντυμένων και έβγαλε μαι κραυγή στην οποία οι Ιππότες απάντησαν με μια πολεμική ιαχή και προχώρησαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό τους. Κραυγές και κλαγγές όπλων ακούστηκαν καθώς μια άγρια και σκληρή μάχη ξεσπούσε.
Ο επικεφαλής τους σήκωσε το χέρι του οπλισμένο με το μαύρο ραβδί του και μια πορφυρή ριπή ενέργειας τινάχθηκε προς τον Φένορ που πήδηξε από το κάρο και κύλισε στο χορτάρι ενώ το κάρο εξαφανιζόταν σε μια λαμπερή έκρηξη φωτός. Με το πέρασμα ελεύθερο ο αντίπαλός του εφόρμησε καβάλα στο φρικιαστικό του υποζύγιο. Ύψωσε το ραβδί του για να καταφέρει ένα πλήγμα στον Ιππότη πριν μπορέσει να σηκωθεί αλλά το χτύπημά του εμποδίστηκε από δυο όπλα. Ο Ίριαν είχε σπεύσει να βοηθήσει τον φίλο του και εμπλάκηκε σε μια μονομαχία με υποζύγιο και αναβάτη. Ο Φένορ σηκώθηκε όρθιος και έριξε μια ματιά γύρω. Οι Ιππότες είχαν συγκρατήσει την επίθεση στα όρια του στρατοπέδου τους, οι εργασίες οχύρωσης της προηγούμενης μέρας είχαν αποδειχθεί πολύτιμες, τους βοηθούσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους. Ένας από τους επιτιθέμενους είχε καρφωθεί στα αιχμηρά εμπόδια μαζί με το φρικαλέο ζώο που ίππευε. Ένας Ιππότης είχε πέσει λίγο ποιο πέρα διαπερασμένος από ένα μαύρο σπαθί. Ένας ακόμα πολεμιστής είχε τραυματιστεί και δυο σύντροφοί του τον μετέφεραν μακριά από τη μάχη.
Η Ρουθ στεκόταν στην είσοδο της σκηνής και κοίταζε τρομαγμένη την μάχη. Έτρεξε κοντά της.
-Μείνε μέσα μαζί με την Έλισεθ, καλύτερα να μην την δουν αυτά τα τέρατα.
Η κοπέλα ένευσε και μπήκε και πάλι στη σκηνή. Ο Φένορ ξεθηκάρωσε τη σπάθα του και επέστρεψε στη μάχη. Έφτασε πάνω στην ώρα για να βοηθήσει τον Ορθ. Ο μεγαλόσωμος πολεμιστής είχε σπάσει τη σπάθα του πάνω στο ραβδί ενός μάγου της Βαρ Ντραζούλ και πάλευε μαζί του με γυμνά χέρια ενώ προσπαθούσε να φυλαχθεί από τα χτυπήματα του υποζυγίου του που ευτυχώς εμποδιζόταν από το φράχτη να τον φτάσει με τα φονικά νύχια του.
Ο Άλασταρ ξεπέζευσε από τον Άλιξ καθώς σταματούσε και οι δυο Ιππότες που ίππευαν μαζί του τον μιμήθηκαν. Είχαν μόλις μπει σε ένα μικρό, ήσυχο χωριό με χαμηλά λιθόχτιστα σπίτια, και είχαν σταματήσει μπροστά στο πανδοχείο του όπως έλεγε μια μεγάλη επιγραφή πάνω από την πόρτα.
-Γιατί σταματήσαμε; ρώτησε ο Σίντρεκ.
-Γιατί χρειάζομαι και εγώ κάπου λίγη ξεκούραση από το δρόμο και μας περιμένουν εδώ.
Οι δυο Ιππότες ακολούθησαν τον μάγο μέσα στο πανδοχείο. Ήταν ευχάριστα δροσερό και σχετικά άδειο μιας και ακόμα δεν ήταν ούτε μεσημέρι. Ο Άλασταρ προχώρησε προς ένα τραπέζι στο βάθος όπου κάθονταν ήδη μερικά άτομα και τα οποία σηκώθηκαν μόλις τον είδαν. Ο Άλασταρ πλησίασε με τους δυο Ιππότες και είδαν πως τέσσερα άτομα περίμεναν τον μάγο, δυο άνδρες και δυο κοπέλες. Ο Άλασταρ κάλεσε τους δυο Ιππότες να πλησιάσουν και αφού τους σύστησε είπε:
-Επιτρεψτε μου να σας παρουσιάσω τους μαθητές μου. Ο Άλαμον Φοντάρ, δόκιμος μάγος.
Ο Άλαμον ένας νεαρός άνδρας με μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια τους χαιρέτησε σοβαρά. Τα αδρά, ευγενικά χαρακτηριστικά του πρόδιδαν καταγωγή από τα ξωτικά.
-Ο Θόρας απο το Μαρεπέλ.
Ο Θόρας ένας κοντούλης άνδρας ντυμένος με τα απλά ρούχα ενός ταξιδιώτη, παντελόνι, πουκάμισο, γιλέκο και ταξιδιωτικό μανδύα, τους χαιρέτησε πρόσχαρα.
-Ελπίζω εσείς τουλάχιστον να εκτιμάτε το καλό φαγητό και το κρασί, είπε φέρνοντας ένα χαμόγελο στους δυο Ιππότες.
-Η Ετάνια από το Δρικλ, επίσης μαθητευόμενή μου και δόκιμη μάγος.
Οι δυο Ιππότες μαγεύτηκαν από την Ετάνια. Ήταν μια όμορφη κοπέλα στα τέλη της εφηβείας της, είχε καστανά μαλλιά που έπεφταν ίσα ως τους ώμους, υπέροχα πράσινα μάτια που δέσποζαν σε ένα ντελικάτο γλυκό πρόσωπο. Το δέρμα της ήταν λευκό σαν το χιόνι κάτι που τόνιζε και ο λευκός της μανδάς.
-Και η Ζέμις, η προστατευόμενή μου.
Αν η Ετάνια είχε μόλις βγει από την εφηβεία η Ζέμις τώρα τη διένυε, ήταν ένα λεπτοκαμωμένο κορίτσι με κόκκινα μαλλιά και με ανάλογη φλογερή ιδιοσυγκρασία.
-Κοιτά μη γελάσεις, είπε στον Άλαμορ, θα σε πονέσει πολύ! Χαίρομαι για τη γνωριμία, είπε και χάρισε στους δυο Ιππότες ένα λοξό χαμόγελο.
-Τι συμβαίνει Άλασταρ; ρώτησε η Ετάνια. Ακούσαμε περίεργα πράγματα.
-Συμβαίνουν περίεργα πράγματα. Σας άφησα προχθές για να μεταβώ στο Στόρμγκαρντ με ένα ξόρκι τηλεμεταφοράς γιατί με κάλεσε σε βοήθεια η Έλισεθ.
-Που είναι τώρα;
-Όπως ξέρετε το ξόρκι αυτό μπορεί να μεταφέρει εμένα μόνο αλλά ευτυχώς ο Άλιξ ήταν κοντά, είπε ο μάγος και εξήγησε τι είχε συμβεί και τα όσα είχαν ειπωθεί στην Νούθια.
-Λέγονται και χειρότερα, είπε η Ετάνια. Ακατανόμαστοι τρόμοι και σκιές κινούνται τη νύχτα. Οι άνθρωποι έξω από τις πόλεις κλείνονται στα σπίτια τους μόλις πέσει το σκοτάδι. Στην Ατρέα ένα κορίτσι που σπουδάζει με τις αρπίστριες στον Οίκο του Ματιού ξύπνησε ουρλιάζοντας. Το όραμα που είδε ήταν τόσο δυνατό ώστε ακόμα να είναι σε κατάσταση σοκ. Αλλά μιλάει για την επιστροφή του Ακλαρόθ και των λεγεώνων του. Και τις περιγράφει.
-Γιατί αυτό είναι περίεργο; ρώτησε ο Σίντρεκ. Υπάρχουν πολλες....
-Η Έσερετ είναι τυφλή.
-Άσχημα νέα που δυστυχώς δείχνουν όλα προς την ίδια κατεύθυνση, είπε ο Άλασταρ. Ας ξεκουραστούμε και ας ξαναπάρουμε την πορεία μας προς βορράν να μάθουμε τι συνέβει με το βασιλιά πρώτα.
Ο Ίριαν χτύπησε και με τα δυο σπαθιά του παίρνοντας ακόμα μια ζωή. Ο μάγος σωριάστηκε στο έδαφος παρασέρνοντας το υποζύγιό του το οποίο χτύπησε με ένα βέλος ο Λουθ. Οι Ιππότες είχαν αρχίσει να υπερισχύουν στη μάχη με τους αντιπάλους τους της αδερφότητας και να εξοντώνουν συστηματικά τους τελευταίους. Είδε τον Φένορ να μονομαχεί με ένα μάγο και να τον διαπερνάει με το όπλο του. Ο φίλος του γύρισε και τον κοίταξε, χαμογέλασε αλλά αμέσως μετά φώναξε μια προειδοποίηση. Ο Ίριαν δεν άκουσε τι του φώναξε μέσα στη φασαρία της μάχης αλλά γύρισε και κατάλαβε τι ήταν αυτό που τον είχε θορυβήσει. Ένας μάγος ερχόταν ίσια επάνω του με το φρικαλέο υποζύγιό του.
2 σχόλια:
Έτσι και πάθει τίποτα ο Ίριαν θα γίνει χαμός!!!! Θα πάω εγώ να τους πετσοκόψω όλους!!
Συμπαθώ Ετάνια!! :)
Περιμένω μέρος 5ο!
Α βλέπω απέκτησες και συμπάθειες! Και διάλεξες και τα άτομα.
Δημοσίευση σχολίου