Κεφάλαιο IV
Διπλή Προδοσία
Το κάστρο Τάνιους από κοντά έδειχνε ακόμα πιο επιβλητικό. Πλησίασαν την άκρη της φαρδιάς τάφρου και στάθηκαν μιας και η κρεμαστή γέφυρα που οδηγούσε στην πύλη ήταν σηκωμένη. Ο Φένορ κοίταξε τις επάλξεις, υπήρχαν αρκετοί άνδρες εκεί που τους παρατηρούσαν προσεκτικά. Η Ρουθ που ίππευε δίπλα του πρόσεξε πως οι Ιππότες ήταν σε ετοιμότητα σαν να μην ήταν σίγουροι τι να περιμένουν.
-Ποιος πλησιάζει την πύλη του κάστρου Τάνιους; απαίτησε να μάθει μια βαριά φωνή.
-Είμαι ο Φένορ του Άκρεν, απάντησε ο Ιππότης, με τη συνοδεία μου. Ευελπιστώ να βρω πλοίο για υο ταξιδέψω στο Μάκασορ.
Ψίθυροι ακούστηκαν και μετά σιωπή. Ο Φένορ κοίταξε τον Ίριαν που ένευσε. Οι Ιππότες ήταν έτοιμοι να απομακρυνθούν με ταχύτητα, ο Γκρέγκον πάνω στο κάρο φαινομενικά αμέριμνος κοιτούσε το παιχνίδισμα των άστρων στο νερό της τάφρου αλλά η ασπίδα του ήταν τοποθετημένη έτσι ώστε να καλύπτει την κοιμισμένη Έλισεθ και να την κρύβει από κάθε παρατηρητή.
-Ο Ίριαν του Μάκασορ είναι μαζί σας;
-Ναι, εγώ είμαι ο Ίριαν, δήλωσε την παρουσία του ο Ιππότης.
Η κρεμαστή γέφυρα άρχισε να κατεβαίνει. Ο Φένορ κοίταξε τους συμπολεμιστές του και συννενοήθηκαν για τη σειρά που θα έμπαιναν μέσα στο κάστρο. Προχώρησαν στη γέφυρα με τις οπλές των αλόγων τους να ακούγονται στο ξύλο της. Πέρασαν κάτω από την επιβλητική καμάρα της πύλης και τις αιχμηρές άκρες της τραβηγμένης καταρρακτής.
Βρέθηκαν σε μια στενή εσωτερική αυλή όπου ήταν όλοι κοντά κοντά. Ο Φένορ κοίταξε τις επάλξεις γύρω. Δεν υπήρχαν εδώ στρατιώτες. Ο Ίριαν ήρθε δίπλα του.
-Αν μας την είχαν στήσει εδώ θα μας περίμεναν, θα ήταν δύσκολο να αμυνθούμε.
Μια μορφή στάθηκε στην κορυφή της σκάλας που οδηγούσε στο εσωτερικό του κάστρου.
-Είμαι ο οικονόμος Τουκ, είπε μια φωνή.
-Οικονόμος; ψιθύρισε ο Φένορ στον Ίριαν που ήταν το ίδιο έκπληκτος.
-Σας καλωσορίζω στο κάστρο Τάνιους, είστε φιλοξενούμενοι του κυρίου μου κόμητος Σάκτους. Περάστε μέσα και τα άλογά σας θα τα φροντίσουν οι ιπποκόμοι μας.
Οι Ιππότες ξεπέζεψαν και πήραν από τη σέλα τα πράγματά τους. Ο Γκρέγκον κατέβηκε από το κάρο με τη βοήθεια του Ορθ που πήρε αγκαλιά την Έλισεθ. Ανέβηκαν τη σκάλα και πέρασαν σε ένα μεγάλο χωλ και είδαν εκεί καλύτερα τον άνδρα που τους είχε υποδεκτεί. Ήταν ένας μικρόσωμος άνδρας με μαύρα υγρά μάτια σαν τρωκτικού.
-Και αυτή ποια είναι; ρώτησε κοιτώντας την κοιμισμένη πριγκίπισσα.
-Η κόρη μου! είπε κοφτά ο Ορθ, υπάρχει κάποιο πρόβλημα;
-Όχι ευγενικέ Ιππότη, βιάστηκε να πει ο Τουκ.
Υπηρέτες ήρθαν για να τους οδηγήσουν στα δωμάτια που θα φιλοξενούνταν. Ο Φένορ στράφηκε στον Τουκ.
-Είμαστε ευγνώμονες για τη φιλοξενία αλλά πρέπει να μιλήσω στον άρχοντα Σάκτους για να βρω πλοίο.
-Ο κόμης Σάκτους είναι άρρωστος. Έχω αναλάβει να χειρίζομαι εγώ τα θέματα του οίκου του.
-Αλλά δεν μπορείς να ασκείς την εξουσία του, το απαγορεύει ο νόμος.
-Αυτή ανήκει στη λαίδη Μόρι.
-Τότε θα οδηγήσεις τον Ίριαν σε' κεινη; Λυπούμαι που θα χαλάσουμε την ανάπαυσή της αλλά.....
-Θα οδηγήσω τον σερ Ίριαν στην λαίδη Μόρι.
Ο Ίριαν στάθηκε δίπλα στον Φένορ και έσφιξε τον ώμο του.
Ίππευαν χωρίς να μιλούν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάποια επίθεση. Ο σκοτεινός μαγος θα επέστρεφε με ενισχύσεις. Ο Άλασταρ δεν έδειχνε να είναι κουρασμένος αλλά ήταν ο μόνος. Οι υπόλοιποι έδειχναν την κόπωση που τους διακατείχε λιγότερο ή περισσότερο. Οι δυο ιππότες είχαν εκπαιδευθεί να αντέχουν σε κακουχίες και στην κόπωση της μάχης και έτσι δεν έδειχναν πολύ κουρασμένοι. Η Ετάνια αντίθετα ήταν πολύ χλωμή, η μάχη είχε κοστίσει πολύ σε εκείνη και τώρα έδειχνε ότι άγγιζε τα όριά της. Η Ζέμις προσπαθούσε σκληρά να μην αποκοιμηθεί, τα μάτια της έκλειναν και τιναζόταν κάθε φορά που την κυρίευε ο ύπνος. Ο Θόρας έδειχνε καλύτερα αν και φανερά καταβεβλημένος και εκείνος.
Ο Άλασταρ που προπορευόταν φαινόταν να ψάχνει κάτι. Σταμάτησε ξαφνικά και οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν. Η Ζέμις έγειρε στη πλάτη του Λάτιρ και αποκοιμήθηκε, ο Ιππότης το κατάλαβε και την κοίταξε πάνω από τον ώμο του κρύβοντας ένα χαμόγελο. Ο Σίντρεκ έφερε το άλογό του δίπλα στον Άλασταρ και ρώτησε το μάγο:
-Γιατί σταματήσαμε;
-Εντόπισα το σκοτεινό μάγο.
-Που βρίσκεται;
-Στο Στορμγκαρντ. Εκεί ένιωσα και κάτι άλλο που δεν έχει θέση στον κόσμο αυτό μόνο που τώρα δεν θα βιάζομαι να φύγω για να προστατευθεί η Έλισεθ.
-Τι σκοπεύεις να κάνεις; Θα πάμε εκεί να τον αντιμετωπίσουμε;
-Όχι, εσείς θα με περιμένετε σε ένα πανδοχείο που είναι εδώ κοντά στο Σίραξ, μόνος μου θα πάω. Βλέπεις ο Άλιξ μπορεί να κινηθεί πολύ πιο γρήγορα από τα δικά σας άλογα.
Στράφηκε και εξήγησε και στους υπόλοιπους την κατάσταση και μετά ψιθύρισε κάτι στον μονόκερω που ξεχύθηκε σε έναν απίστευτα γρήγορο καλπασμό ώστε μέσα σε λεπτά να χαθεί από τα μάτια τους.
Ο Ίριαν ακολούθησε τον οικονόμο σε μια σειρά διαδρόμων, ο ιππότης πρόσεξε ότι όσα άτομα από το υπηρετικό προσωπικό συνάντησαν υποκλίνονταν στον οικονόμο από φόβο και κοιτούσαν ανήσυχοι τον ίδιο. Ακόμα και αν φοβούνταν τον Τουκ που μπορεί να ήταν σκληρός, ή αυστηρός στα καθήκοντά του ή και τα δυο, δεν θα έπρεπε να ισχύει το ίδιο και για εκείνον.
Ο Τουκ τελικά σταμάτησε μπροστά σε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα. Την άνοιξε και με μια υπόκλιση άφησε τον Ίριαν να περάσει. Ο Ιππότης το έκανε για να βρεθεί σε ένα μεγάλο δωμάτιο με υγρή αρωματισμένη ατμόσφαιρα ενώ ο οιοκονόμος έκλεινε πίσω του την πόρτα. Ο Ίριαν προχώρησε ως που είδε πέρα από μια δεύτερη πόρτα τη σκοτεινή επιφάνεια του νερού. Εκείνη τη στιγμή την πέρασε η λαίδη Αλένια Μόρι. Ήταν μια ψηλή γυναίκα με σώμα κοσμημένο με πλούσιες καμπύλες. Παρ' ότι είχε περάσει την πρώτη της νεότητα δεν έπαυε να είναι εξαιρετικά όμορφη όπως και φιλήδονη.
Σαν δόκιμος Ιππότης είχε υπηρετήσει στο κάστρο και είχε συνάψει δεσμό με την λαίδη Μόρι. Στην αρχή είχε πιστέψει ότι ήταν κάποιο αίσθημα που την είχε φέρει κοντά του αλλά γρήγορα κατάλαβε πως το μόνο που την ενδιέφερε ήταν οι απολαύσεις που μπορούσε να έχει.
-Καλησπέρα Ίριαν, είπε με φωνή γλυκιά και σαγηνευτική.
Ο Ίριαν απείχε πολύ από το να γοητευθεί παρότι το αραχνούφαντο ρούχο που είχε εκείνη φορέσει περίεγραφε προκλητικά το γυμνό κατά τ' άλλα σώμα της.
-Καλησπέρα.
-Χαίρομαι που σε βλέπω, είπε η λαίδη Μόρι. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε πιέζοντας το σώμα της στο δικό του. Ποτέ δεν έπαψα να σε ποθώ, του ψιθύρισε.
Ο Ιππότης πολύ θα ήθελε να τη χαστουκίσει αλλά δεν το έκανε. Έπρεπε να εξασφαλίσει την άδεια απόπλου. Η λαίδη Μόρι έκανε λίγο πίσω.
-Μου αρέσεις πολύ, είπε. Σε θέλω τώρα
Ήταν εύκολο να παραδοθεί και να κάνει αυτό που ήθελε η γυναίκα απέναντί του και να αποκτήσει την άδεια που χρειάζονταν. Αλλά τη στιγμή που η λαίδη Μόρι τον πλησίαζε για να τον φιλήσει γεμάτη ηδυπάθεια τα λεπτά χαρακτηριστικά της Ετάνια πέρασαν μπροστά από τα μάτια του και τραβήκτηκε. Τι ήταν αυτό; Κάποιο προαίσθημα για επερχόμενο κίνδυνο;
-Είμαι βιαστικός, είπε, θέλω άδεια για απόπλου. Μόλις επιστρέψω θα είμαι όλος δικός σου.
Η Ρουθ κοίταζε την Έλισεθ που κοιμόταν με αγάπη που υπολειπόταν μόνο της μητρικής. Χαιρόταν που η μικρή προστατευόμενή της μπορούσε να κοιμηθεί με όσα είχαν συμβεί, ευχόταν να το μπορούσε και εκείνη αλλά δεν ήταν δυνατόν. Ανησυχούσε πολύ για το μέλλον. Για την Έλισεθ αλλά και τους γενναίους πολεμιστές που ήταν η τελευταία τους ελπίδα.
Άκουσε βήματα στο διάδρομο και μετά ένα χτύπημα στην πόρτα. Σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει. Στο κάστρο δεν θεωρούσε ότι κινδύνευαν και έτσι άνοιξε ανεπιφύλακτα την πόρτα. Στο άνοιγμα στεκόταν ο Φένορ, το βλοσυρό ύφος του την προετοίμασε για άσχημα νέα.
-Ο Σάκτους είναι νεκρός, τον βρήκε ο Μακέρ. Δεν πέθανε από φυσικό θάνατο και έγινε την τελευταία ώρα. Δεν αμφιβάλλω σε ποιον θα το φορτώσουν.
-Μα γιατί;
-Προφανώς όποιος έχει οργανώσει την συνωμοσία αυτή έταξε στην λαίδη Μόρι την ατιμωρησία για να ξεφορτωθεί τον άνδρα της αν τον βοηθούσε. Είμαστε παγιδευμένοι στο κάστρο και σίγουρα πρέπει να βιαστούμε. Ας ελπίσουμε πως ο Ίριαν κατάφερε να πάρει αυτό που θέλουμε.
Εκείνη τη στιγμή η Έλισεθ ξύπνησε, τινάχτηκε καθιστή και άρχισε να ουρλιάζει.
Ο Σίντρεκ ξεπέζεψε από το άλογο και οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν στην αυλή του πανδοχείου που βρισκόταν στην είσοδο του μικρού χωριού του Σίραξ. Δυο σταβλίτες έτρεξαν να πάρουν τα ηνία των αλόγων για να τα οδηγήσουν στο στάβλο ενώ εκείνοι κουρασμένοι καθώς ήταν έμπαιναν στο πανδοχείο. Η μεγάλη αίθουσα ήταν άδεια μια τέτοια πρωινή ώρα, όσοι διανυκτέρευαν στο πανδοχείο βρίσκονταν στα δωμάτιά τους. Ο Σίντρεκ πλησίασε τον άνδρα πίσω από τον πάγκο και είπε ήσυχα:
-Θα θέλαμε ότι μπορείς να μας προσφέρεις για πρωινό και μετά μερικά δωμάτια για ύπνο.
-Έχω μόνο δυο δωμάτια.
-Εντάξει, θα βολευθούμε, είπε ο Ιππότης.
Γύρισε κοντά στους υπόλοιπους και κάθισε στο τραπέζι.
-Δεν μου αρέσει, αυτός ο τύπος, είπε η Ζέμις. Με κοιτάει περίεργα.
-Δεν θα μείνουμε πολύ, είπε ο Σίντρεκ, ίσα να φάμε κάτι και να κοιμηθούμε λίγο. Μετά θα περιμένουμε τον Άλασταρ έξω από το χωριό.
Ο πανδοχέας έφερε πιάτα με κρέας και μια κανάτα με κρασί. Τα ακούμπησε στο τραπέζι και κοίταξε πάλι την Ζέμις. Ο Λάτιρ στράφηκε προς το μέρος του και εκείνος έσπευσε να απομακρυνθεί. Ήταν ένας κοντόχοντρος άνδρας με απλά ρούχα και μια βρώμικη ποδιά που είχε σίγουρα πολλά χρόνια να έρθει σε επαφή με νερό. Κοίταζε τον κόσμο μέσα από μισόκλειστα μάτια που του έδιναν ένα απωθητικό υπολογιστικό ύφος.
Γευμάτισαν σιωπηλοί, κουρασμένοι. Ακόμα και ο πρόσχαρος Θόρας δεν μιλούσε, ούτε καν για να πειράξει την Ετάνια που ήπιε μόνο νερό. Είχαν μόλις ολοκληρώσει το πρωινό αυτό γεύμα τους όταν η Ετάνια που είχε σταθεί όρθια παραπάτησε.
-Ζαλίζομαι, ψιθύρισε. Έκανε ακόμα ένα ασταθές βήμα και μετά κατάλαβε. Ναρκωτικό φίλτρο.
-Ναι, είπε ο πανδοχέας. Απόσταγμα άνθους Λιμούλ. Μην το πολεμάτε, απλά δεν μπορείτε. Οι άνδρες του λόρδου Βάλρους έρχονται, θα πιάσεις πολλά κοκκινομάλλα.
Αυτή η φράση σφράγισε τη μοίρα του. Με μια κραυγή θυμού ο Λάτιρ ξεθηκάρωσε τη σπάθα του και την εκτόξευσε εναντίον του. Παρά την κατάσταση στην οποία ήταν ο Ιππότης δεν αστόχησε. Η σπάθα χτύπησε τον πανδοχέα και διαπερνώντας τον τον τίναξε πίσω καρφώνοντάς τον στον τοίχο. Η Ζέμις κοίταξε την Ετάνια.
-Εσύ μπορείς να τηλεμεταφερθείς, είπε. Φύγε.
Εκείνη την κοίταξε αναποφάσιστη.
-Αν μπορείς να φύγεις κάνε το, είπε ο Σίντρεκ.
Είχε σηκωθεί και βάδιζε γρήγορα προς την πόρτα που υπήρχε πίσω από τον πάγκο.
-Εμείς θα οχυρωθούμε εκεί μέσα, που υπολογίζω πως είναι το κελάρι. Με λίγη τύχη θα περάσει η επίδραση του ναρκωτικού πριν καταφέρουν να σπάσουν την πόρτα.
Ο Ιππότης άνοιξε την πόρτα.
-Ναι το κελάρι είναι.
Ο Θόρας πήγε κοντά, δεν έδειχνε να έχει εηρεαστεί και ξαφνικά η Ετάνια κατάλαβε το λόγο, εκείνος δεν είχε πιει νερό, μόνο κρασί και μάλιστα από το δικό του φλασκί. Έκλεισε τα μάτια της και συγκεντρώθηκε, την επόμενη στιγμή δεν ήταν εκεί. Η Ζέμις σωριάστηκε αλλά ο Λάτιρ πρόλαβε και την άρπαξε στα χέρια του. Προχώρησε γρήγορα στο κελάρι όπου απώθεσε ευγενικά το κορίτσι στο δάπεδο και μετά κάθισε δίπλα της. Έγειρε πίσω ενώ τα μάτια του έκλειναν. Ο Σίντρεκ είχε ανακτήσει το όπλο του φίλου του και το κλειδί για την πόρτα από την τσέπη του ύπουλου πανδοχέα. Μπήκε στο κελάρι και κλείδωσε. Κάθισε και αυτός κάτω.
-Τώρα επαφιόμαστε στα χέρια σου, είπε στον Θόρας, ας ελπίσουμε ότι θα φτιάξεις το αντίδοτο πριν φτάσουν οι άνθρωποι του Βάλρους και καταφέρουν να σπάσουν την πόρτα.
-Που θα πας; ρώτησε η λαίδη Μόρι.
-Στο Μάκασορ. Στη γενέτειρά μου θα μπορέσω να δημιουργήσω ένα στρατό και μετά να αντιμετωπίσω εκείνον που επιτέθηκε στην Ιπποσύνη.
-Δεν έχεις καμία ελπίδα, είπεη λαίδη Μόρι μοχθηρά, έχει ήδη τελειώσει!
-Δεν τελείωσε όσο ζει ακόμα έστω και ένας από' μας.
-Τότε θα πεθάνετε όλοι, είπε η γυναίκα μανιασμένα και έδειξε από το παράθυρο το δρόμο που έφερνε στο κάστρο. Μια ομάδα ιππέων κρατώντας πυρσούς πλησίαζε καλπάζοντας. Είναι ήδη αργά. Μείνε μαζί μου ή πήγαινε να πεθάνεις μαζί τους!
Διπλή Προδοσία
Το κάστρο Τάνιους από κοντά έδειχνε ακόμα πιο επιβλητικό. Πλησίασαν την άκρη της φαρδιάς τάφρου και στάθηκαν μιας και η κρεμαστή γέφυρα που οδηγούσε στην πύλη ήταν σηκωμένη. Ο Φένορ κοίταξε τις επάλξεις, υπήρχαν αρκετοί άνδρες εκεί που τους παρατηρούσαν προσεκτικά. Η Ρουθ που ίππευε δίπλα του πρόσεξε πως οι Ιππότες ήταν σε ετοιμότητα σαν να μην ήταν σίγουροι τι να περιμένουν.
-Ποιος πλησιάζει την πύλη του κάστρου Τάνιους; απαίτησε να μάθει μια βαριά φωνή.
-Είμαι ο Φένορ του Άκρεν, απάντησε ο Ιππότης, με τη συνοδεία μου. Ευελπιστώ να βρω πλοίο για υο ταξιδέψω στο Μάκασορ.
Ψίθυροι ακούστηκαν και μετά σιωπή. Ο Φένορ κοίταξε τον Ίριαν που ένευσε. Οι Ιππότες ήταν έτοιμοι να απομακρυνθούν με ταχύτητα, ο Γκρέγκον πάνω στο κάρο φαινομενικά αμέριμνος κοιτούσε το παιχνίδισμα των άστρων στο νερό της τάφρου αλλά η ασπίδα του ήταν τοποθετημένη έτσι ώστε να καλύπτει την κοιμισμένη Έλισεθ και να την κρύβει από κάθε παρατηρητή.
-Ο Ίριαν του Μάκασορ είναι μαζί σας;
-Ναι, εγώ είμαι ο Ίριαν, δήλωσε την παρουσία του ο Ιππότης.
Η κρεμαστή γέφυρα άρχισε να κατεβαίνει. Ο Φένορ κοίταξε τους συμπολεμιστές του και συννενοήθηκαν για τη σειρά που θα έμπαιναν μέσα στο κάστρο. Προχώρησαν στη γέφυρα με τις οπλές των αλόγων τους να ακούγονται στο ξύλο της. Πέρασαν κάτω από την επιβλητική καμάρα της πύλης και τις αιχμηρές άκρες της τραβηγμένης καταρρακτής.
Βρέθηκαν σε μια στενή εσωτερική αυλή όπου ήταν όλοι κοντά κοντά. Ο Φένορ κοίταξε τις επάλξεις γύρω. Δεν υπήρχαν εδώ στρατιώτες. Ο Ίριαν ήρθε δίπλα του.
-Αν μας την είχαν στήσει εδώ θα μας περίμεναν, θα ήταν δύσκολο να αμυνθούμε.
Μια μορφή στάθηκε στην κορυφή της σκάλας που οδηγούσε στο εσωτερικό του κάστρου.
-Είμαι ο οικονόμος Τουκ, είπε μια φωνή.
-Οικονόμος; ψιθύρισε ο Φένορ στον Ίριαν που ήταν το ίδιο έκπληκτος.
-Σας καλωσορίζω στο κάστρο Τάνιους, είστε φιλοξενούμενοι του κυρίου μου κόμητος Σάκτους. Περάστε μέσα και τα άλογά σας θα τα φροντίσουν οι ιπποκόμοι μας.
Οι Ιππότες ξεπέζεψαν και πήραν από τη σέλα τα πράγματά τους. Ο Γκρέγκον κατέβηκε από το κάρο με τη βοήθεια του Ορθ που πήρε αγκαλιά την Έλισεθ. Ανέβηκαν τη σκάλα και πέρασαν σε ένα μεγάλο χωλ και είδαν εκεί καλύτερα τον άνδρα που τους είχε υποδεκτεί. Ήταν ένας μικρόσωμος άνδρας με μαύρα υγρά μάτια σαν τρωκτικού.
-Και αυτή ποια είναι; ρώτησε κοιτώντας την κοιμισμένη πριγκίπισσα.
-Η κόρη μου! είπε κοφτά ο Ορθ, υπάρχει κάποιο πρόβλημα;
-Όχι ευγενικέ Ιππότη, βιάστηκε να πει ο Τουκ.
Υπηρέτες ήρθαν για να τους οδηγήσουν στα δωμάτια που θα φιλοξενούνταν. Ο Φένορ στράφηκε στον Τουκ.
-Είμαστε ευγνώμονες για τη φιλοξενία αλλά πρέπει να μιλήσω στον άρχοντα Σάκτους για να βρω πλοίο.
-Ο κόμης Σάκτους είναι άρρωστος. Έχω αναλάβει να χειρίζομαι εγώ τα θέματα του οίκου του.
-Αλλά δεν μπορείς να ασκείς την εξουσία του, το απαγορεύει ο νόμος.
-Αυτή ανήκει στη λαίδη Μόρι.
-Τότε θα οδηγήσεις τον Ίριαν σε' κεινη; Λυπούμαι που θα χαλάσουμε την ανάπαυσή της αλλά.....
-Θα οδηγήσω τον σερ Ίριαν στην λαίδη Μόρι.
Ο Ίριαν στάθηκε δίπλα στον Φένορ και έσφιξε τον ώμο του.
Ίππευαν χωρίς να μιλούν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάποια επίθεση. Ο σκοτεινός μαγος θα επέστρεφε με ενισχύσεις. Ο Άλασταρ δεν έδειχνε να είναι κουρασμένος αλλά ήταν ο μόνος. Οι υπόλοιποι έδειχναν την κόπωση που τους διακατείχε λιγότερο ή περισσότερο. Οι δυο ιππότες είχαν εκπαιδευθεί να αντέχουν σε κακουχίες και στην κόπωση της μάχης και έτσι δεν έδειχναν πολύ κουρασμένοι. Η Ετάνια αντίθετα ήταν πολύ χλωμή, η μάχη είχε κοστίσει πολύ σε εκείνη και τώρα έδειχνε ότι άγγιζε τα όριά της. Η Ζέμις προσπαθούσε σκληρά να μην αποκοιμηθεί, τα μάτια της έκλειναν και τιναζόταν κάθε φορά που την κυρίευε ο ύπνος. Ο Θόρας έδειχνε καλύτερα αν και φανερά καταβεβλημένος και εκείνος.
Ο Άλασταρ που προπορευόταν φαινόταν να ψάχνει κάτι. Σταμάτησε ξαφνικά και οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν. Η Ζέμις έγειρε στη πλάτη του Λάτιρ και αποκοιμήθηκε, ο Ιππότης το κατάλαβε και την κοίταξε πάνω από τον ώμο του κρύβοντας ένα χαμόγελο. Ο Σίντρεκ έφερε το άλογό του δίπλα στον Άλασταρ και ρώτησε το μάγο:
-Γιατί σταματήσαμε;
-Εντόπισα το σκοτεινό μάγο.
-Που βρίσκεται;
-Στο Στορμγκαρντ. Εκεί ένιωσα και κάτι άλλο που δεν έχει θέση στον κόσμο αυτό μόνο που τώρα δεν θα βιάζομαι να φύγω για να προστατευθεί η Έλισεθ.
-Τι σκοπεύεις να κάνεις; Θα πάμε εκεί να τον αντιμετωπίσουμε;
-Όχι, εσείς θα με περιμένετε σε ένα πανδοχείο που είναι εδώ κοντά στο Σίραξ, μόνος μου θα πάω. Βλέπεις ο Άλιξ μπορεί να κινηθεί πολύ πιο γρήγορα από τα δικά σας άλογα.
Στράφηκε και εξήγησε και στους υπόλοιπους την κατάσταση και μετά ψιθύρισε κάτι στον μονόκερω που ξεχύθηκε σε έναν απίστευτα γρήγορο καλπασμό ώστε μέσα σε λεπτά να χαθεί από τα μάτια τους.
Ο Ίριαν ακολούθησε τον οικονόμο σε μια σειρά διαδρόμων, ο ιππότης πρόσεξε ότι όσα άτομα από το υπηρετικό προσωπικό συνάντησαν υποκλίνονταν στον οικονόμο από φόβο και κοιτούσαν ανήσυχοι τον ίδιο. Ακόμα και αν φοβούνταν τον Τουκ που μπορεί να ήταν σκληρός, ή αυστηρός στα καθήκοντά του ή και τα δυο, δεν θα έπρεπε να ισχύει το ίδιο και για εκείνον.
Ο Τουκ τελικά σταμάτησε μπροστά σε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα. Την άνοιξε και με μια υπόκλιση άφησε τον Ίριαν να περάσει. Ο Ιππότης το έκανε για να βρεθεί σε ένα μεγάλο δωμάτιο με υγρή αρωματισμένη ατμόσφαιρα ενώ ο οιοκονόμος έκλεινε πίσω του την πόρτα. Ο Ίριαν προχώρησε ως που είδε πέρα από μια δεύτερη πόρτα τη σκοτεινή επιφάνεια του νερού. Εκείνη τη στιγμή την πέρασε η λαίδη Αλένια Μόρι. Ήταν μια ψηλή γυναίκα με σώμα κοσμημένο με πλούσιες καμπύλες. Παρ' ότι είχε περάσει την πρώτη της νεότητα δεν έπαυε να είναι εξαιρετικά όμορφη όπως και φιλήδονη.
Σαν δόκιμος Ιππότης είχε υπηρετήσει στο κάστρο και είχε συνάψει δεσμό με την λαίδη Μόρι. Στην αρχή είχε πιστέψει ότι ήταν κάποιο αίσθημα που την είχε φέρει κοντά του αλλά γρήγορα κατάλαβε πως το μόνο που την ενδιέφερε ήταν οι απολαύσεις που μπορούσε να έχει.
-Καλησπέρα Ίριαν, είπε με φωνή γλυκιά και σαγηνευτική.
Ο Ίριαν απείχε πολύ από το να γοητευθεί παρότι το αραχνούφαντο ρούχο που είχε εκείνη φορέσει περίεγραφε προκλητικά το γυμνό κατά τ' άλλα σώμα της.
-Καλησπέρα.
-Χαίρομαι που σε βλέπω, είπε η λαίδη Μόρι. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε πιέζοντας το σώμα της στο δικό του. Ποτέ δεν έπαψα να σε ποθώ, του ψιθύρισε.
Ο Ιππότης πολύ θα ήθελε να τη χαστουκίσει αλλά δεν το έκανε. Έπρεπε να εξασφαλίσει την άδεια απόπλου. Η λαίδη Μόρι έκανε λίγο πίσω.
-Μου αρέσεις πολύ, είπε. Σε θέλω τώρα
Ήταν εύκολο να παραδοθεί και να κάνει αυτό που ήθελε η γυναίκα απέναντί του και να αποκτήσει την άδεια που χρειάζονταν. Αλλά τη στιγμή που η λαίδη Μόρι τον πλησίαζε για να τον φιλήσει γεμάτη ηδυπάθεια τα λεπτά χαρακτηριστικά της Ετάνια πέρασαν μπροστά από τα μάτια του και τραβήκτηκε. Τι ήταν αυτό; Κάποιο προαίσθημα για επερχόμενο κίνδυνο;
-Είμαι βιαστικός, είπε, θέλω άδεια για απόπλου. Μόλις επιστρέψω θα είμαι όλος δικός σου.
Η Ρουθ κοίταζε την Έλισεθ που κοιμόταν με αγάπη που υπολειπόταν μόνο της μητρικής. Χαιρόταν που η μικρή προστατευόμενή της μπορούσε να κοιμηθεί με όσα είχαν συμβεί, ευχόταν να το μπορούσε και εκείνη αλλά δεν ήταν δυνατόν. Ανησυχούσε πολύ για το μέλλον. Για την Έλισεθ αλλά και τους γενναίους πολεμιστές που ήταν η τελευταία τους ελπίδα.
Άκουσε βήματα στο διάδρομο και μετά ένα χτύπημα στην πόρτα. Σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει. Στο κάστρο δεν θεωρούσε ότι κινδύνευαν και έτσι άνοιξε ανεπιφύλακτα την πόρτα. Στο άνοιγμα στεκόταν ο Φένορ, το βλοσυρό ύφος του την προετοίμασε για άσχημα νέα.
-Ο Σάκτους είναι νεκρός, τον βρήκε ο Μακέρ. Δεν πέθανε από φυσικό θάνατο και έγινε την τελευταία ώρα. Δεν αμφιβάλλω σε ποιον θα το φορτώσουν.
-Μα γιατί;
-Προφανώς όποιος έχει οργανώσει την συνωμοσία αυτή έταξε στην λαίδη Μόρι την ατιμωρησία για να ξεφορτωθεί τον άνδρα της αν τον βοηθούσε. Είμαστε παγιδευμένοι στο κάστρο και σίγουρα πρέπει να βιαστούμε. Ας ελπίσουμε πως ο Ίριαν κατάφερε να πάρει αυτό που θέλουμε.
Εκείνη τη στιγμή η Έλισεθ ξύπνησε, τινάχτηκε καθιστή και άρχισε να ουρλιάζει.
Ο Σίντρεκ ξεπέζεψε από το άλογο και οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν στην αυλή του πανδοχείου που βρισκόταν στην είσοδο του μικρού χωριού του Σίραξ. Δυο σταβλίτες έτρεξαν να πάρουν τα ηνία των αλόγων για να τα οδηγήσουν στο στάβλο ενώ εκείνοι κουρασμένοι καθώς ήταν έμπαιναν στο πανδοχείο. Η μεγάλη αίθουσα ήταν άδεια μια τέτοια πρωινή ώρα, όσοι διανυκτέρευαν στο πανδοχείο βρίσκονταν στα δωμάτιά τους. Ο Σίντρεκ πλησίασε τον άνδρα πίσω από τον πάγκο και είπε ήσυχα:
-Θα θέλαμε ότι μπορείς να μας προσφέρεις για πρωινό και μετά μερικά δωμάτια για ύπνο.
-Έχω μόνο δυο δωμάτια.
-Εντάξει, θα βολευθούμε, είπε ο Ιππότης.
Γύρισε κοντά στους υπόλοιπους και κάθισε στο τραπέζι.
-Δεν μου αρέσει, αυτός ο τύπος, είπε η Ζέμις. Με κοιτάει περίεργα.
-Δεν θα μείνουμε πολύ, είπε ο Σίντρεκ, ίσα να φάμε κάτι και να κοιμηθούμε λίγο. Μετά θα περιμένουμε τον Άλασταρ έξω από το χωριό.
Ο πανδοχέας έφερε πιάτα με κρέας και μια κανάτα με κρασί. Τα ακούμπησε στο τραπέζι και κοίταξε πάλι την Ζέμις. Ο Λάτιρ στράφηκε προς το μέρος του και εκείνος έσπευσε να απομακρυνθεί. Ήταν ένας κοντόχοντρος άνδρας με απλά ρούχα και μια βρώμικη ποδιά που είχε σίγουρα πολλά χρόνια να έρθει σε επαφή με νερό. Κοίταζε τον κόσμο μέσα από μισόκλειστα μάτια που του έδιναν ένα απωθητικό υπολογιστικό ύφος.
Γευμάτισαν σιωπηλοί, κουρασμένοι. Ακόμα και ο πρόσχαρος Θόρας δεν μιλούσε, ούτε καν για να πειράξει την Ετάνια που ήπιε μόνο νερό. Είχαν μόλις ολοκληρώσει το πρωινό αυτό γεύμα τους όταν η Ετάνια που είχε σταθεί όρθια παραπάτησε.
-Ζαλίζομαι, ψιθύρισε. Έκανε ακόμα ένα ασταθές βήμα και μετά κατάλαβε. Ναρκωτικό φίλτρο.
-Ναι, είπε ο πανδοχέας. Απόσταγμα άνθους Λιμούλ. Μην το πολεμάτε, απλά δεν μπορείτε. Οι άνδρες του λόρδου Βάλρους έρχονται, θα πιάσεις πολλά κοκκινομάλλα.
Αυτή η φράση σφράγισε τη μοίρα του. Με μια κραυγή θυμού ο Λάτιρ ξεθηκάρωσε τη σπάθα του και την εκτόξευσε εναντίον του. Παρά την κατάσταση στην οποία ήταν ο Ιππότης δεν αστόχησε. Η σπάθα χτύπησε τον πανδοχέα και διαπερνώντας τον τον τίναξε πίσω καρφώνοντάς τον στον τοίχο. Η Ζέμις κοίταξε την Ετάνια.
-Εσύ μπορείς να τηλεμεταφερθείς, είπε. Φύγε.
Εκείνη την κοίταξε αναποφάσιστη.
-Αν μπορείς να φύγεις κάνε το, είπε ο Σίντρεκ.
Είχε σηκωθεί και βάδιζε γρήγορα προς την πόρτα που υπήρχε πίσω από τον πάγκο.
-Εμείς θα οχυρωθούμε εκεί μέσα, που υπολογίζω πως είναι το κελάρι. Με λίγη τύχη θα περάσει η επίδραση του ναρκωτικού πριν καταφέρουν να σπάσουν την πόρτα.
Ο Ιππότης άνοιξε την πόρτα.
-Ναι το κελάρι είναι.
Ο Θόρας πήγε κοντά, δεν έδειχνε να έχει εηρεαστεί και ξαφνικά η Ετάνια κατάλαβε το λόγο, εκείνος δεν είχε πιει νερό, μόνο κρασί και μάλιστα από το δικό του φλασκί. Έκλεισε τα μάτια της και συγκεντρώθηκε, την επόμενη στιγμή δεν ήταν εκεί. Η Ζέμις σωριάστηκε αλλά ο Λάτιρ πρόλαβε και την άρπαξε στα χέρια του. Προχώρησε γρήγορα στο κελάρι όπου απώθεσε ευγενικά το κορίτσι στο δάπεδο και μετά κάθισε δίπλα της. Έγειρε πίσω ενώ τα μάτια του έκλειναν. Ο Σίντρεκ είχε ανακτήσει το όπλο του φίλου του και το κλειδί για την πόρτα από την τσέπη του ύπουλου πανδοχέα. Μπήκε στο κελάρι και κλείδωσε. Κάθισε και αυτός κάτω.
-Τώρα επαφιόμαστε στα χέρια σου, είπε στον Θόρας, ας ελπίσουμε ότι θα φτιάξεις το αντίδοτο πριν φτάσουν οι άνθρωποι του Βάλρους και καταφέρουν να σπάσουν την πόρτα.
-Που θα πας; ρώτησε η λαίδη Μόρι.
-Στο Μάκασορ. Στη γενέτειρά μου θα μπορέσω να δημιουργήσω ένα στρατό και μετά να αντιμετωπίσω εκείνον που επιτέθηκε στην Ιπποσύνη.
-Δεν έχεις καμία ελπίδα, είπεη λαίδη Μόρι μοχθηρά, έχει ήδη τελειώσει!
-Δεν τελείωσε όσο ζει ακόμα έστω και ένας από' μας.
-Τότε θα πεθάνετε όλοι, είπε η γυναίκα μανιασμένα και έδειξε από το παράθυρο το δρόμο που έφερνε στο κάστρο. Μια ομάδα ιππέων κρατώντας πυρσούς πλησίαζε καλπάζοντας. Είναι ήδη αργά. Μείνε μαζί μου ή πήγαινε να πεθάνεις μαζί τους!
4 σχόλια:
Καλά ο Άλασταρ είναι τύπου Νταμπλντορ και Γκάνταλφ ο λευκός/γκρίζος, παντοδύναμος κι έτσι;;; P Για να πήγε μόνος του να αντιμετωπίσει τον μάγο;; P
Επίσης, μία παρατήρηση! (Μη με πρεξηγήσεις ξέρεις ότι ΛΑΤΡΕΥΩ τις ιστορίες σου!) Γιατί ΠΑΝΤΑ υπάρχει μία κουκλάρα, η οποία τυχαίνει επίσης να είναι εντελώς ρηχή και να επιθυμεί μόνο τη σωματική επαφή, που κάνει τα αδύνατα δυνατά για να ρίξει στο κρεβάτι τον (στην προκειμένη) Ίριαν; Οκ, είπαμε είναι υπέροχος, αλλά τέτοια μανία; Επίσης, από τη μεριά του ήρωας με την αυστηρότατη ηθική ακαιρεότητα που εν υποκείπτει ποτέ στις προτάσεις της γυναίκας αυτής;; Οκ, είπαμε, είναι ιππότης, είναι καλός, είνια όμορφος, πόσο πια να προβληθεί η ακεραιότητά του; Το καταλάβαμε, θέλει και συν+αίσθημα, αλλά relax κύριος. Ποιος είσαι δηλαδή; Και η άλλη, αμέσως μόλις μπήκε το τεκνό αυτό στο δωμάτιο, αντί να τον ρωτήσει τι ζητά, γιατί ήρθε, να τον ενημερώσει πόσο τον ποθεί. Λες κι αυτή τόσα χρόνια δεν είχε άλλους εραστές!!
Εν κατακλείδι, αυτό που θέλω να πω είναι, είνια άνθρωπος, ας δει λίγη χαρά, ή ας πάψουν να του την πέφτουν συνέχεια!!
:)
Πού θα μεταφερθεί η Ετάνια;;; Ελπίζω να μην πάθουν τίποτε οι άλλοι!!
Αχ δεν με προσέχεις, δεν με προσέχεις! Δεν χρειάζεται να ρωτήσει τι θέλει. Το είχαν ήδη πει στον οικονόμο και αυτή είχε προετοιμαστεί ήδη, θυμήσου ρωτησανε για τον Ίριαν πριν περάσουν την πύλη, όσο για το πάθος της το ξέρανε, ο Φένορ είχε πει ότι μόνος εκείνος θα έπαιρνε άδεια απόπλου.
Όσο για την Ετάνια, διάβασε και την επόμενη συνέχεια να δεις που θα εμφανιστεί.
Α και η λαίδη Μόρι δεν είναι ωραία, εμένα δεν θα μου άρεσε καθόλου.
Εμμμ...εσένα γλυκέ μου!! Αλλά μυθιστόρημα γράφεις, μία μίνι αντικειμενικότητα δεν έβλαψε ποτέ κανέναν!!!:P
Δίνω μαθήματα στον υπόλοιπο αντρικό πληθυσμό, η γυναίκα δεν χρειαζεται στήθος σαν καρπούζι για να είναι όμορφη. Εξ' άλλου δεν την κοιτάμε εκεί, την κοιτάμε στα μάτια.
Δημοσίευση σχολίου