Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 6

Author: Νυχτερινή Πένα /

   -Τι πρόβλημα;
   -Ο Μακέρ του Δρας είχε βγει για περιπολία και επέστρεψε με νέα ότι στην Νούθια πλησιάζει ένα στρατιωτικό απόσπασμα.
   -Καιρός να φύγουμε, είπε ο Φένορ. Ίριαν; Πως είσαι;
   -Μια χαρά, είπε εκείνος και σηκώθηκε. Ας ξεκινήσουμε, είπε και άρχισε να κουμπώνει το χιτώνιό του που είχε ανοίξει η Ετάνια.
   Βγήκαν από τη σκηνή και αρχίσανε να καθοδηγούν τους υπόλοιπους Ιππότες στις ετοιμασίες της αναχώρησης. Άρχισαν να μαζεύουν τις σκηνές και να φορτώνουν στα άλογα τα κομμάτια τους όπως και τα υπόλοιπα εφόδιά τους.
   Η Ρουθ και η Έλισεθ παρακολουθούσαν αυτήν την προετοιμασία χωρίς να έχουν πολλά να κάνουν. Εκείνες είχαν ελάχιστα πράγματα και τα είχαν ήδη μαζεμένα σε ένα σάκο. Η μικρή πριγκίπισσα άφησε ξαφνικά το πλευρό της Ρουθ και έτρεξε στον Ορθ. Ο μεγαλόσωμος Ιππότης είχε φορτώσει στο άλογό του τη σκηνή του και τώρα τοποθετούσε στη σέλα μερικά εφόδια.
   -Πως μπορώ να βοηθήσω; ρώτησε η Έλισεθ.
   -Δεν χρειάζεται υψηλοτάτη, απάντησε τυπικά ο Ορθ.
   -Εγώ το θέλω.
   -Εντάξει τότε, ο Δράκος πεινάει, μπορείς να του δώσεις ένα μήλο;
   -Ποιος είναι ο Δράκος; ρώτησε η μικρούλα.
   Ο Ορθ χάιδεψε τη χαίτη του αλόγου του που χλιμίντρισε ευχαριστημένο. Ο Ιππότης έδωσε στην Έλισεθ ένα κόκκινο μήλο και εκείνη το τάισε στο άλογο με το τρομακτικό όνομα που το έφαγε γαλήνια πλαταγίζοντας με ευχαρίστηση τα χείλη του. Ύστερα έγλυψε με τη γλώσσα του της παλάμη της κάνοντάς την να γελάσει.
   Ο Φένορ πλησίασε και η Ρουθ τον χαιρέτησε. Εκείνος την κοίταξε. Στη θέα της ένιωσε μια περίεργη ζεστασιά να τον γεμίζει. Τώρα η κοπέλα είχε δέσει τα μακριά μαλλιά της σε μια πλεξίδα που έπεφτε στην πλάτη της.
   -Ξέρεις να ιππεύεις; τη ρώτησε.
   -Μεγάλωσα σε μια αγροτική οικογένεια. Μπορώ να ιππεύσω αλλά τα δικά σας είναι πολεμικά άλογα.
   -Είναι καλά εκπαιδευμένα, είπε ο Φένορ.
   -Τότε δεν θα έχω πρόβλημα υποθέτω. Η Έλισεθ;
   -Είναι μικρή για να ιππεύσει, μπορείς να την πάρεις μαζι σου ή να ανέβει στο κάρο που θα πάρουμε μαζί μας με προμήθειες και για να μεταφέρουμε τον Γκρέγκον που είναι τραυματισμένος.

   Φτάνοντας στο πέρασμα της Ναλκάμια ο Άλασταρ και οι σύντροφοί του σ' αυτό το ταξίδι βρήκαν την Ετάνια να τους περιμένει γαλήνια καθισμένη σε έναν βράχο. Σταμάτησαν κοντά της και ξεπέζευσαν.
   -Πιο γρήγορη από ό,τι περίμενα, είπε ο μάγος και η Ετάνια χαμογέλασε με τον έπαινο του μέντορά της.
   -Τι νέα από το Φένορ και τους υπόλοιπους; ρώτησε ο Σίντρεκ ανήσυχος.
   -Είναι καλά, βοήθησα και' γω σ' αυτό.
   Τους εξήγησε τι είχε συμβεί και τα νέα που της είχε μεταφέρει ο Ιππότης.
   -Άρα κάτι περίεργο συμβαίνει, κάποιος λέει ψέμματα. Ο Χάρκους επιβάλλει τη θέλησή του και κατηγορεί την Ιπποσύνη. Τους θέτει εκτός νόμου. Και ο βασιλιάς; Δεν αντιδρά, αν είναι ζωντανός γιατί δεν αντιδρά; Γιατί αυτή η σιωπή; Αν πάλι είναι νεκρός που είναι το σώμα του; Γιατί ο Χάρκους δεν το επιδεικνύει να ισχυροποιήσει τη θέση και τα επιχειρήματά του; Αινίγματα. Αινίγματα χωρίς λύσεις, είπε ο Άλασταρ. Ελάτε. Ας συνεχίσουμε ως το Άκρεν όσο πιο σύντομα μπορούμε για να βρούμε την άκρη.

   Ήταν έτοιμοι για αναχώρηση. Αφού απότισαν τιμές στον τάφο των πεσόντων συντρόφων τους οι Ιππότες ανέβηκαν στα άλογά τους και ξεκίνησαν. Ο δρόμος που ακολουθούσαν ήταν αρκετά φαρδύς κάτι που τους επέτρεπε να ιππεύουν σε σχηματισμό γύρω από το κάρο που μετέφερε τις προμήθειες και τον Γκρέγκον, τον Ιππότη που είχε τραυματιστεί στη σύγκρουση με τους μάγους της Βαρ Ντραζούλ. Για τη μικρή πριγκίπισσα το ταξίδι αυτό ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία μιας και ελάχιστα είχε ταξιδέψει ως τώρα και στο ταξίδι από το Στόρμγκαρντ ως εδώ κοιμόταν. Μιλούσε με τον Γκρέγκον και την άκουγαν να γελάει δυνατά.
   -Περνάει καλά, είπε ο Φένορ καθώς ίππευε όχι πολύ μπροστά από το κάρο.
   -Ναι, πράγματι, είπε η Ρουθ, τι της λέει ο σύντροφός σας και γελάει; Δεν το περίμενα από έναν Ιππότη.
   -Περιλαμβάνονται και μερικές αστείες στιγμές στην ιστορία της Ιπποσύνης.
   -Χαίρομαι που την κάνει να γελάει, μπορεί στο μέλλον να μην έχει την ευκαιρία να το κάνει.
   -Θα τον βρούμε τον βασιλιά και θα δώσουμε τέλος σε αυτήν την παράνοια.
   -Ή θα μας βρει εμάς κάποιο κακό, είπε δυσοίωνα η Ρουθ.
   -Θα σας προστατεύσουμε εμείς, είπε ήσυχα ο Φένορ.
   Η Ρουθ τον κοίταξε.
   -Το κάνατε ήδη, είπε, αλλά με ποιο τίμημα;
   -Όποιο και αν είναι, όποιο και αν χρειαστεί, απάντησε ο Ιππότης.
   -Φοβάμαι, είπε η κοπέλα.
   -Δεν είναι κακό να φοβάσαι, κακό είναι να αφήσεις τον φόβο να σε καθηλώσει. Ήρωες δεν γίνονται εκείνοι που δεν φοβούνται αλλά εκείνοι που νικούν το φόβο τους.
   Ένας Ιππότης πλησίασε καλπάζοντας.
   -Βρήκα μπροστά ένα μέρος κατάλληλο για να περάσουμε τη νύχτα, δίπλα στο χείμαρρο του Σαστελάρ.
   -Ωραία Μακέρ, δείξε μας το δρόμο.

   Ο ήλιος έγειρε στη δύση του σαν κουρασμένος ταξιδιώτης που φτάνει στο τέλος του μεγάλου και κοπιαστικού δρόμου του. Το γλυκό μούχρωμα απλώθηκε στην Εσπέρια, προάγγελος της νύχτας, μιας νύχτας που θα βαφόταν με το άλικο του αίματος.
   Ο Άλασταρ και οι σύντροφοί του σταμάτησαν στην άκρη μιας μικρής κοιλάδας και ετοιμάστηκαν να φτιάξουν τον πρόχειρο καταυλισμό τους σε μια επίπεδη έκταση με γρασίδι. Ήταν ένα μάλλον κρύο βράδυ και μάζεψαν ξύλα για τη φωτιά. Μόλις τα στοίβαξαν ο Σίντρεκ στράφηκε στον Λάτιρ.
   -Έχεις μια τσακμακόπετρα νομίζω αν και ανάμεσα σε τόσους χρήστες της μαγείας δεν νομίζω να μας χρειαστεί.
   -Και βέβαια όχι, είπε η Ζέμις, έδειξε με το δείκτη του δεξιού χεριού της το σωρό των ξύλων και μια ζωηρή φωτιά άναψε.
   Καθίσανε κοντά στη φωτιά και γευματίσανε με τρόφιμα από τις προμήθειες που όλοι κουβαλούσαν. Ο Θόρας έβγαλε από μια τσέπη ένα μικρό μεταλλικό φλασκί και τράβηξε το πώμα. Οσφρίστηκε το περιεχόμενο με απόλαυση και μετά κατέβασε μια γερή γουλιά.
   -Ααα, έκανε, κανένα δεν συγκρίνεται με το παλιό καλό κρασί του Δρικλ. Ετάνια ντροπή, να μην τιμάς αυτό το νέκταρ της γενέτειράς σου!
   -Προτιμώ το μυαλό μου καθαρό, είπε η κοπέλα.
   Ο Θόρας κούνησε το κεφάλι του και σχολίασε στον Σίντρεκ.
   -Δεν με ακούει αυτή η κοπέλα και χάνει όλα τα καλά.
   -Εσύ; Πίνεις; ρώτησε ο Λάτιρ την Ζέμις.
   -Φυσικά, είπε η κοκκινομάλλα χαρίζοντάς του ένα χαμόγελο.
   -Έλα Ιππότη, πάρε να δοκιμάσεις, είπε ο Θόρας και του πέταξε το φλασκί.
   Αφού δειπνήσανε μείνανε λίγη ώρα να συζητάνε μιλώντας κυρίως για την Ιπποσύνη για να γνωρίσουν τους δυο νεοφερμένους στην ομάδα. Απέφευγαν να μιλήσουν για την κατάσταση που αντιμετώπιζαν, δίπλα στη φωτιά ένιωθαν προστατευμένοι και ήθελαν να κρατήσουν μακριά το σκοτάδι που απειλούσε να τους τυλίξει. Μετά ξάπλωσαν εκεί γύρω εκτός από τον Σίντρεκ που έμεινε σκοπός.
   Η Ζέμις ξάπλωσε κοντά στην Ετάνια και διαπίστωσε ότι εκείνη δεν είχε ακόμα κοιμηθεί.
   -Ξαγρυπνάς; ρώτησε χαμηλόφωνα.
   -Δεν έχω ύπνο.
   -Γιατί;
   -Σκεφτόμουν τον Ίριαν του Μάκασορ.
   -Εκείνον που θεράπευσες;
   -Ναι, είπε η Ετάνια. Δεν ξέρω, τη στιγμή που τον άγγιξα και αισθάνθηκα την καρδιά του να χτυπάει κάτι άλλαξε. Δεν ξέρω ακριβώς πως να το πω.... Τέλος πάντων, ας κοιμηθούμε τώρα και τα λέμε το πρωί.
   Η Ετάνια γύρισε στο πλάι και άπλωσε το χέρι της. Χάιδεψε το θύσσανο των κόκκινων μαλλιών της Ζέμις.
   -Καληνύχτα μικρούλα.
   Σε λίγο κοιμούνταν όλοι εκτός από τον Σίντρεκ που στεκόταν σκοπός. Αλλά δεν έμεινε για πολύ μόνος. Μια σκιά εμφανίστηκε στην περίμετρο του μικρού τους καταυλισμού και στάθηκε έξω από το φως που έδινε η φωτιά.
   -Μείνε εκεί που είσαι και δήλωσε το σκοπό της παρουσίας σου εδώ! είπε ο Ιππότης.
   -Σκοπός μου είναι ο θάνατός σας Ιππότη, είπε ο ξένος και προχώρησε αποκαλύπτοντας τον μαύρο χιτώνα ενός σκοτεινού μάγου.

3 σχόλια:

Ginny είπε...

ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!! Όχι, όχι, μην τον σκοτώσεις!!!
Πλέκονται ειδύλλια και χαζοχαίρομαι μόνη μου!!:P ΦΕΝΟΡ+ΡΟΥΘ=LOVE!!!

Νυχτερινή Πένα είπε...

Α θα δεις σύντομα, μεγάλη μάχη θα ακολουθήσει.

Νυχτερινή Πένα είπε...

Ευχαριστώ φίλε μου JK. Σου ανταποδίδω τις ευχές.

Δημοσίευση σχολίου