Ο Σίντρεκ και ο Λάτιρ δεν έδειξαν να πτοούνται με την νέα αυτή απειλή, προχώρησαν μπροστά και εμπλάκηκαν σε μάχη με τους αντιπάλους που είχαν ήδη σκοτώσει μια φορά. Τώρα όμως ήταν πιο προσεκτικοί, ήξεραν πως έστω μια γρατζουνιά από τα Γκόμπλιν θα τους έθετε κάτω από την ίδια κατάρα που τα κινούσε τώρα. Θα περνούσαν στο παγερό βασίλειο των απέθαντων. Ο μάγος έχοντας κρατήσει απασχολημένους τους Ιππότες με αυτήν την επαναφορά των ακολούθων του στράφηκε στην Ετάνια. Πρόφερε ένα καινούριο ξόρκι και μια σκοτεινή ενέργεια τινάκτηκε από το ραβδί του. Η ενέργεια σταμάτησε μπροστά στην Ετάνια και εκεί μορφοποιήθηκε σε ανθρώπινο σώμα.
Με οδυνηρή έκπληξη η κοπέλα βρέθηκε να αντικρίζει ένα σκοτεινό είδωλό της, μαύρος χιτώνας, μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια, ένα μαύρο αβυσσαλέο. Και το χειρότερο δεν ήταν αυτή η εξωτερική ομοιότητα. Στο μαγικό αυτό είδωλο υπήρχαν όλα όσα ένιωθε η Ετάνια αλλά φρικτά στρεβλωμένα. Η αγάπη της για την Ζέμις και η διάθεση να την προστατέψει ήταν μια περιφρόνηση για την πιο αδύναμη και παρορμητική κοπέλα, η αφοσίωση στον Άλασταρ ήταν μια υποκριτική κάλυψη της δίψας για μεγαλύτερη δύναμη, η θλίψη για το χαμό του Άλαμον ανακούφιση που ένας αντίζηλος είχε βγει από τη μέση ακόμα και αυτό που είχε νιώσει για τον Ίριαν ήταν μια φτηνή λαγνεία. Η Ετάνια τα ένιωθε όλα αυτά, ήταν σαν να υπήρχαν στο μυαλό της δυο συνειδήσεις.
-Δεν είσαι εγώ, είπε ψιθυριστά.
-Είσαι σίγουρη; απάντησε το είδωλο και άπλωσε το χέρι του στο μέτωπο της Ετάνια που ούρλιαξε από πόνο και απόγνωση. Όλα ήταν τόσο σκοτεινά ξαφνικά και ανούσια.
Η Ζέμις ρίγησε βλέποντας την φίλη της να υποφέρει έτσι. Δεν μπορούσε να το αφήσει απλά να συμβαίνει. Σήκωσε το χέρι της και μια φλόγα το τύλιξε, δίσταζε όμως να την εξαπολύσει. Η Ετάνια και το σκοτεινό της είδωλο ήταν πολύ κοντά και φοβόταν πως θα τη χτυπούσε αν προσπαθούσε να το καταστρέψει.
Συνειδητοποίσε τι έπρεπε νσ κάνει. Έπρεπε να σταματήσει αυτήν την σκοτεινή μαγεία και αφού δεν μπορούσε να χτυπήσει το αποτέλεσμα έπρεπε να την σταματήσει από την πηγή. Στράφηκε στο σκοτεινό μάγο.
-Σκότωσες τον Άλαμον! ούρλιαξε και φλόγες τινάκτηκαν από τα λεπτοκαμωμένα δάκτυλά της με στόχο εκείνον που δεν έδειξε να ταράζεται. Αντίθετα ύψωσε το ραβδί του που δέχθηκε τις φλόγες και έδειξε να μπορεί να τις αντέξει. Και όχι μόνο αυτό αλλά τις απορροφούσε. Η Ζέμις αύξησε τη δύναμη της φλόγας αλλά ο μάγος συνέχιζε να την απορροφά στο ραβδί του, η κοπέλα κατάλαβε ότι ήταν μάταια η προσπάθειά της και έκανε να τη σταματήσει μόνο και μόνο για να αντιληφθεί ότι δεν μπορούσε. Με κάποιο τρόπο ο μάγος την είχε εγκλωβίσει και μέσα από τη φλόγα απορροφούσε τις δυνάμεις της. Ο μάγος γέλασε θριαμβευτικά ενώ η Ζέμις σωριαζόταν στο χορτάρι. Ένα φίδι ξεγλύστρισε ύπουλα και αθόρυβα προς το μέρος της.
Μια νέα δύναμη εχθρικού πεζικού ανέβαινε στο πλάτωμα. Ο Φένορ ήρθε κοντά στον Ίριαν, από μια αμυχή στο μάγουλό του έτρεχε αίμα όπως και από ένα βαθύτερο τραύμα στο δεξί χέρι ψηλά κοντά στον ώμο.
-Πρέπει να φύγετε!
-Εσύ;
-Ξέρουμε και οι δυο ότι ο μόνος τρόπος να βρείτε πλοίο είναι να το επιτρέψει η λαίδη Μόρι. Και δεν θα το κάνει για' μενα. Θα μείνω με δέκα εθελοντές. Θα σαλπάρετε αμέσως μόλις έχετε πλοίο, δεν θα περιμένετε! Κατανοητό;
Ο Ίριαν κοίταξε τον επερχόμενο εχθρό.
-Μπορούμε να τους καταφέρουμε.
-Δεν μπορούμε να ρισκάρουμε την ασφάλεια της Έλισεθ.
-Δεν....
Ο Φένορ έσφιξε το μπράτσο του φίλου του.
-Ξέρω, δεν θες να μας αφήσεις πίσω αλλά πρέπει. Φύγετε!
Ο Ίριαν δέχθηκε αυτό που ήξερε πως έπρεπε να γίνει και ας μη του άρεσε.Συγκέντρωσε όλους τους άνδρες που θα πήγαιναν μαζί του σε κλειστό σχηματισμό γύρω από το κάρο στο οποίο βρισκόταν η Έλισεθ με τον Γκρέγκον να την καλύπτει πάντα με την ασπίδα του. Η Ρουθ ανέβηκε και εκείνη, ήταν αμφίβολο αν θα μπορούσε να οδηγήσει ένα άλογο μέσα από τη μάχη και εκεί θα ήταν πιο προστατευμένη.
Έφιπποι τώρα όλοι οι Ιππότες ξεκίνησαν με ορμή να περάσουν μέσα από το πλήθος των αντιπάλων τους, ίππευαν τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο που αγγίζονταν τα γόνατά τους. Με τις ασπίδες και τους θώρακες τους ήταν καλυμμένοι από τα δόρατα και τις αλοβάρδες που ρίχθηκαν προς το μέρος τους όπως και τα άλογά τους. Διέσπασαν το μέτωπο των εχθρών τους και διέσχισαν τις γραμμές τους. Μόλις βρέθηκαν σε ελεύθερο χώρο και κινήθηκαν στο δρόμο ο Φένορ και μια ομάδα Ιππότων αποκόπηκαν και παρατάχθηκαν στο δρόμο.
-Θα σας βρούμε στο κάστρο Τάνιους, φώναξε ο Φένορ και ο Ίριαν ένευσε πριν ξεκινήσουν να καλπάζουν.
Η Ρουθ κοίταξε πίσω και το βλέμμα της στάθηκε στον Φένορ που είχε τραβήξει τη σπάθα του και ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τον εχθρό. Ευχήθηκε να τον δει να επιστρέφει ζωντανός.
Ο Λάτιρ αποκεφάλισε ένα από τα απέθαντα Γκόμπλιν που σωριάστηκε αμέσως στα πόδια του σε έναν σωρό. Κοίταξε γύρω, ο μάγος είχε υψώσει το ραβδί του προς τον Θόρας. Λίγο πιο πέρα η Ετάνια αντιμετώπιζε το μαγικό είδωλό της με το μαρτύριο της να εντείνεται σε κάθε στιγμή που περνούσε, ο Σίντρεκ μαχόταν με τα δυο τελευταία Γκόμπλιν. Η Ζέμις ήταν πεσμένη στο χορτάρι. Καθώς την κοίταζε εντόπισε το φίδι που πλησίαζε ήδη στα φλογάτα μαλλιά της που έκαναν τόσο αντίθεση με το χλωμό τώρα δέρμα της.
-Σίντρεκ!
Ο συμπολεμιστής του έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του και εκείνος του έδειξε την πεσμένη κοπέλα. Κατάλαβε ότι ήθελε να τον προειδοποιήσει πως δεν θα κάλυπτε τα νώτα του και ένευσε κοφτά πριν επιστρέψει στη μάχη. Ο Λάτιρ έτρεξε κοντά στην Ζέμις και στρέφοντας το όπλο του με την αιχμή προς το έδαφος κάρφωσε το φίδι στη γη με έναν πνιχτό ήχο. Έσκυψε πάνω από την κοπέλα που ανάσαινε με κόπο.
-Θόρας! φώναξε.
Εκείνος έτρεξε και γονάτισε δίπλα στην Ζέμις. Έβγαλε από μια τσέπη ένα μικρό φιαλίδιο. Το άνοιξε και προσπάθησε να χύσει το περιεχόμενο στα κλειστά χείλη της.
-Έλα κοκκινομάλλα, ψιθύρισε, είσαι μαχήτρια. Μην τα παρατάς τώρα.
Ο σκοτεινός μάγος κραύγασε θριαμβευτικά καθώς εκείνη τη στιγμή η Ετάνια έπεφτε άψυχα στα χέρια του ειδώλου της που έσκυβε από πάνω της σαν να εραστής που ετοιμάζεται να τη φιλήσει.
Ο Άλασταρ όμως δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα. Έκανε ένα βήμα μπροστά και ύψωσε το ραβδί του. Ένα λευκό φως τινάκτηκε από αυτό και τύλιξε την Ετάνια ενώ ο μάγος απήγγειλε.
Εκείνη έχει ζωή
εσύ δεν είσαι αυτή,
σκιά είσαι μοχθηρή
που στο φως θα χαθεί.
Το είδωλο χάθηκε κάνοντας τον σκοτεινό μάγο να ουρλιάξει σαν να είχε πληγωθεί. Ο Σέντρικ που είχε ήδη τελειώσει και με τα δυο εναπομείναντα Γκόμπλιν όρμηξε μπροστά εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία για να επιτεθεί στον εχθρό. Αλλά εκείνος ήταν πιο γρήγορος, πρόφερε ένα ξόρκι και εξαφανίστηκε ενώ η λεπίδα του Ιππότης έσκιζε ήδη το χιτώνα του.
Το κάστρο Τάνιους ήταν ένα βαριά οχυρωμένο φρούριο στην ακτή, μεγάλα και ψηλά τείχη με πύργους σε τακτά διαστήματα. Κύριος του ήταν ο κόμης Σάκτους ένας ήσυχος άνδρας με ελάχιστο προσωπικό θάρρος και μέτρια προσωπικότητα. Ήταν πιστός στο βασιλιά αλλά αν είχε βεβαιωθεί ότι εκείνος ήταν νεκρός θα είχε ακολουθήσει τον νέο κύριο της Εσπέρια. Ο Ίριαν κοίταξε το κάστρο σκεφτικός. Αν έμπαιναν ίσως να αποδεικνυόταν πολύ δύσκολο να ξαναβγούν. Ήταν όμως το μόνο σημείο από το οποίο θα μπορούσαν να επιβιβαστούν σε πλοίο. Το κάστρο δέσποζε στο λιμάνι του Χαρμίς. Ο Ιππότης έλπιζε πως θα μπορούσαν από' δω να πάρουν πλοίο για τις δυτικές ακτές της Εσπέρια κάνοντας τους διώκτες τους να χάσουν τα ίχνη τους.
Γύρω του οι υπόλοιποι Ιππότες περίμεναν εντολές. Ήταν όλοι κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι αλλά περίμεναν πότε θα το θεωρούσε ασφαλές ο Ίριαν να προχωρήσουν. Μόνο η Έλισεθ είχε αποκοιμηθεί στο κάρο δίπλα στον Γκρέγκον που είχε δεχθεί ακόμα ένα τραύμα προστατεύοντας την. Ο Ιππότης είχε τώρα επιδεμένο το χέρι του που είχε βάλει μπροστά σε ένα δόρυ για να την καλύψει.
Καλπασμός ακούστηκε από το δρόμο και όλων τα χέρια πήγαν στις λαβές των όπλων τους. Αυτοί που πλησίαζαν ωστόσο ήταν οι δικοί τους. Όλοι όσοι είχαν μείνει πίσω επέστρεφαν με μόνο έναν γερμένο πάνω στο λαιμό του αλόγου του φανερά τραυματισμένο. Η Ρουθ κοίταξε με ανησυχία να εντοπίσει ποιος ήταν ο τραυματίας. Ήταν ο Φένορ; Οι Ιππότες έφτασαν κοντά τους και ακόμα δεν είχε δει αν ο τραυματίας ήταν εκείνος. Πλησίασε καθώς οι νεοφερμένοι ξεπέζευαν και ενώνονταν με τους υπόλοιπους. Τότε διέκρινε τον Φένορ και η ανακούφιση που τον έβλεπε υπερκάλυψε κάθε άλλο συναίσθημα. Παρασυρμένη από αυτήν την αίσθηση έτρεξε προς το μέρος του και ρίχτηκε πάνω του, τον αγκάλιασε και χωρίς να συνειδητοποιεί τι έκανε τον φίλησε φευγαλέα στα χείλη και μετά ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. Εκείνος την κράτησε νιώθοντας μια αναπάντεχη γαλήνη να τον γεμίζει όπως την κρατούσε. Και εκείνη ακούγοντας το χτύπο της καρδιάς του ησύχασε.
-Τώρα που είμαστε όλοι εδώ μπορούμε να προχωρήσουμε, είπε ο Ίριαν. Από όσο είδαμε δεν υπάρχει ασυνήθιστη δραστηριότητα.
-Έπρεπε να είχες προχωρήσει. Είπα να μην μας περιμένετε.
-Ήθελα να ξέρω αν μας καταδιώκουν, απάντησε ο Ίριαν. Αν είχατε σκοτωθεί και συνεχιζαν να μας καταδιώκουν θα τους άφηνα να συνεχίσουν και μετά θα πήγαινα στο κάστρο.
-Κατάλαβα, ας προχωρήσουμε.
Η Ρουθ αποτραβήκτηκε από την αγκαλιά του και συνειδητοποιώντας τι είχε κάνει δεν τόλμησε να τον κοιτάξει. Αλλά εκείνος είπε το όνομά της και αναγκάστηκε να τον κοιτάξει. Το βλέμμα του έδειχνε ενδιαφέρον και τις έννοιες με τις οποίες ήταν φορτωμένος. Δεν είχε το βλέμμα που είχε δει σε άλλους άνδρες όταν είχαν στα χέρια τους μια κοπέλα. Δεν είχε τίποτα το λάγνο ή το πρόστυχο. Κανένα πονηρό χαμόγελο δεν είχε φανεί στο πρόσωπό του. Έτσι δεν ήταν δύσκολο να τον κοιτάξει και δεν ένιωθε τόσο άσχημα για ό,τι είχε μόλις συμβεί πσρότι ντρεπόταν κάπως.
-Η Έλισεθ; ρώτησε ο Ιππότης.
-Καλά είναι, κουράστηκε και κοιμήθηκε.
Ο Φένορ ένευσε και επέστρεψε στο άλογό του. Προχώρησαν προς το κάστρο Τάνιους.
Ο Άλασταρ με μια κίνηση εξαφάνισε τα πτώματα και μετά πλησίασε τους δυο Ιππότες που είχαν σκάψει έναν τάφο για τον Άλαμον. Ο Θόρας απόθεσε το σώμα στον τάφο και μετά ο μάγος με ένα ξόρκι του κάλυψε την τελευταία κατοικία του μαθητευόμενού του με ένα μνημείο από γρανίτη και μάρμαρο.
-Είθε η ψυχή σου να αναπαυθεί εκεί που αναπαύονται οι γενναίοι, είπε ο Άλασταρ.
Μάζεψαν τα πράγματά τυς και ετοιμάστηκαν να αποχωρήσουν από το πεδίο της μάχης που είχε υπάρξει νικηφόρο αλλά έφερε και την πικρή ανάμνηση του θανάτου του φίλου τους. Πλησίασαν τα άλογα, Δυο είχαν σκοτωθεί, το ένα ήταν του Άλαμον, το άλλο της Ζέμις. Η κοπέλα ανέβηκε στο άλογο του Λάτιρ και πιάστηκε από τη μέση του Ιππότη. Με μια τελευταία ματιά στον τάφο του συντρόφου τους ξεκίνησαν.
Με οδυνηρή έκπληξη η κοπέλα βρέθηκε να αντικρίζει ένα σκοτεινό είδωλό της, μαύρος χιτώνας, μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια, ένα μαύρο αβυσσαλέο. Και το χειρότερο δεν ήταν αυτή η εξωτερική ομοιότητα. Στο μαγικό αυτό είδωλο υπήρχαν όλα όσα ένιωθε η Ετάνια αλλά φρικτά στρεβλωμένα. Η αγάπη της για την Ζέμις και η διάθεση να την προστατέψει ήταν μια περιφρόνηση για την πιο αδύναμη και παρορμητική κοπέλα, η αφοσίωση στον Άλασταρ ήταν μια υποκριτική κάλυψη της δίψας για μεγαλύτερη δύναμη, η θλίψη για το χαμό του Άλαμον ανακούφιση που ένας αντίζηλος είχε βγει από τη μέση ακόμα και αυτό που είχε νιώσει για τον Ίριαν ήταν μια φτηνή λαγνεία. Η Ετάνια τα ένιωθε όλα αυτά, ήταν σαν να υπήρχαν στο μυαλό της δυο συνειδήσεις.
-Δεν είσαι εγώ, είπε ψιθυριστά.
-Είσαι σίγουρη; απάντησε το είδωλο και άπλωσε το χέρι του στο μέτωπο της Ετάνια που ούρλιαξε από πόνο και απόγνωση. Όλα ήταν τόσο σκοτεινά ξαφνικά και ανούσια.
Η Ζέμις ρίγησε βλέποντας την φίλη της να υποφέρει έτσι. Δεν μπορούσε να το αφήσει απλά να συμβαίνει. Σήκωσε το χέρι της και μια φλόγα το τύλιξε, δίσταζε όμως να την εξαπολύσει. Η Ετάνια και το σκοτεινό της είδωλο ήταν πολύ κοντά και φοβόταν πως θα τη χτυπούσε αν προσπαθούσε να το καταστρέψει.
Συνειδητοποίσε τι έπρεπε νσ κάνει. Έπρεπε να σταματήσει αυτήν την σκοτεινή μαγεία και αφού δεν μπορούσε να χτυπήσει το αποτέλεσμα έπρεπε να την σταματήσει από την πηγή. Στράφηκε στο σκοτεινό μάγο.
-Σκότωσες τον Άλαμον! ούρλιαξε και φλόγες τινάκτηκαν από τα λεπτοκαμωμένα δάκτυλά της με στόχο εκείνον που δεν έδειξε να ταράζεται. Αντίθετα ύψωσε το ραβδί του που δέχθηκε τις φλόγες και έδειξε να μπορεί να τις αντέξει. Και όχι μόνο αυτό αλλά τις απορροφούσε. Η Ζέμις αύξησε τη δύναμη της φλόγας αλλά ο μάγος συνέχιζε να την απορροφά στο ραβδί του, η κοπέλα κατάλαβε ότι ήταν μάταια η προσπάθειά της και έκανε να τη σταματήσει μόνο και μόνο για να αντιληφθεί ότι δεν μπορούσε. Με κάποιο τρόπο ο μάγος την είχε εγκλωβίσει και μέσα από τη φλόγα απορροφούσε τις δυνάμεις της. Ο μάγος γέλασε θριαμβευτικά ενώ η Ζέμις σωριαζόταν στο χορτάρι. Ένα φίδι ξεγλύστρισε ύπουλα και αθόρυβα προς το μέρος της.
Μια νέα δύναμη εχθρικού πεζικού ανέβαινε στο πλάτωμα. Ο Φένορ ήρθε κοντά στον Ίριαν, από μια αμυχή στο μάγουλό του έτρεχε αίμα όπως και από ένα βαθύτερο τραύμα στο δεξί χέρι ψηλά κοντά στον ώμο.
-Πρέπει να φύγετε!
-Εσύ;
-Ξέρουμε και οι δυο ότι ο μόνος τρόπος να βρείτε πλοίο είναι να το επιτρέψει η λαίδη Μόρι. Και δεν θα το κάνει για' μενα. Θα μείνω με δέκα εθελοντές. Θα σαλπάρετε αμέσως μόλις έχετε πλοίο, δεν θα περιμένετε! Κατανοητό;
Ο Ίριαν κοίταξε τον επερχόμενο εχθρό.
-Μπορούμε να τους καταφέρουμε.
-Δεν μπορούμε να ρισκάρουμε την ασφάλεια της Έλισεθ.
-Δεν....
Ο Φένορ έσφιξε το μπράτσο του φίλου του.
-Ξέρω, δεν θες να μας αφήσεις πίσω αλλά πρέπει. Φύγετε!
Ο Ίριαν δέχθηκε αυτό που ήξερε πως έπρεπε να γίνει και ας μη του άρεσε.Συγκέντρωσε όλους τους άνδρες που θα πήγαιναν μαζί του σε κλειστό σχηματισμό γύρω από το κάρο στο οποίο βρισκόταν η Έλισεθ με τον Γκρέγκον να την καλύπτει πάντα με την ασπίδα του. Η Ρουθ ανέβηκε και εκείνη, ήταν αμφίβολο αν θα μπορούσε να οδηγήσει ένα άλογο μέσα από τη μάχη και εκεί θα ήταν πιο προστατευμένη.
Έφιπποι τώρα όλοι οι Ιππότες ξεκίνησαν με ορμή να περάσουν μέσα από το πλήθος των αντιπάλων τους, ίππευαν τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο που αγγίζονταν τα γόνατά τους. Με τις ασπίδες και τους θώρακες τους ήταν καλυμμένοι από τα δόρατα και τις αλοβάρδες που ρίχθηκαν προς το μέρος τους όπως και τα άλογά τους. Διέσπασαν το μέτωπο των εχθρών τους και διέσχισαν τις γραμμές τους. Μόλις βρέθηκαν σε ελεύθερο χώρο και κινήθηκαν στο δρόμο ο Φένορ και μια ομάδα Ιππότων αποκόπηκαν και παρατάχθηκαν στο δρόμο.
-Θα σας βρούμε στο κάστρο Τάνιους, φώναξε ο Φένορ και ο Ίριαν ένευσε πριν ξεκινήσουν να καλπάζουν.
Η Ρουθ κοίταξε πίσω και το βλέμμα της στάθηκε στον Φένορ που είχε τραβήξει τη σπάθα του και ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τον εχθρό. Ευχήθηκε να τον δει να επιστρέφει ζωντανός.
Ο Λάτιρ αποκεφάλισε ένα από τα απέθαντα Γκόμπλιν που σωριάστηκε αμέσως στα πόδια του σε έναν σωρό. Κοίταξε γύρω, ο μάγος είχε υψώσει το ραβδί του προς τον Θόρας. Λίγο πιο πέρα η Ετάνια αντιμετώπιζε το μαγικό είδωλό της με το μαρτύριο της να εντείνεται σε κάθε στιγμή που περνούσε, ο Σίντρεκ μαχόταν με τα δυο τελευταία Γκόμπλιν. Η Ζέμις ήταν πεσμένη στο χορτάρι. Καθώς την κοίταζε εντόπισε το φίδι που πλησίαζε ήδη στα φλογάτα μαλλιά της που έκαναν τόσο αντίθεση με το χλωμό τώρα δέρμα της.
-Σίντρεκ!
Ο συμπολεμιστής του έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του και εκείνος του έδειξε την πεσμένη κοπέλα. Κατάλαβε ότι ήθελε να τον προειδοποιήσει πως δεν θα κάλυπτε τα νώτα του και ένευσε κοφτά πριν επιστρέψει στη μάχη. Ο Λάτιρ έτρεξε κοντά στην Ζέμις και στρέφοντας το όπλο του με την αιχμή προς το έδαφος κάρφωσε το φίδι στη γη με έναν πνιχτό ήχο. Έσκυψε πάνω από την κοπέλα που ανάσαινε με κόπο.
-Θόρας! φώναξε.
Εκείνος έτρεξε και γονάτισε δίπλα στην Ζέμις. Έβγαλε από μια τσέπη ένα μικρό φιαλίδιο. Το άνοιξε και προσπάθησε να χύσει το περιεχόμενο στα κλειστά χείλη της.
-Έλα κοκκινομάλλα, ψιθύρισε, είσαι μαχήτρια. Μην τα παρατάς τώρα.
Ο σκοτεινός μάγος κραύγασε θριαμβευτικά καθώς εκείνη τη στιγμή η Ετάνια έπεφτε άψυχα στα χέρια του ειδώλου της που έσκυβε από πάνω της σαν να εραστής που ετοιμάζεται να τη φιλήσει.
Ο Άλασταρ όμως δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα. Έκανε ένα βήμα μπροστά και ύψωσε το ραβδί του. Ένα λευκό φως τινάκτηκε από αυτό και τύλιξε την Ετάνια ενώ ο μάγος απήγγειλε.
Εκείνη έχει ζωή
εσύ δεν είσαι αυτή,
σκιά είσαι μοχθηρή
που στο φως θα χαθεί.
Το είδωλο χάθηκε κάνοντας τον σκοτεινό μάγο να ουρλιάξει σαν να είχε πληγωθεί. Ο Σέντρικ που είχε ήδη τελειώσει και με τα δυο εναπομείναντα Γκόμπλιν όρμηξε μπροστά εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία για να επιτεθεί στον εχθρό. Αλλά εκείνος ήταν πιο γρήγορος, πρόφερε ένα ξόρκι και εξαφανίστηκε ενώ η λεπίδα του Ιππότης έσκιζε ήδη το χιτώνα του.
Το κάστρο Τάνιους ήταν ένα βαριά οχυρωμένο φρούριο στην ακτή, μεγάλα και ψηλά τείχη με πύργους σε τακτά διαστήματα. Κύριος του ήταν ο κόμης Σάκτους ένας ήσυχος άνδρας με ελάχιστο προσωπικό θάρρος και μέτρια προσωπικότητα. Ήταν πιστός στο βασιλιά αλλά αν είχε βεβαιωθεί ότι εκείνος ήταν νεκρός θα είχε ακολουθήσει τον νέο κύριο της Εσπέρια. Ο Ίριαν κοίταξε το κάστρο σκεφτικός. Αν έμπαιναν ίσως να αποδεικνυόταν πολύ δύσκολο να ξαναβγούν. Ήταν όμως το μόνο σημείο από το οποίο θα μπορούσαν να επιβιβαστούν σε πλοίο. Το κάστρο δέσποζε στο λιμάνι του Χαρμίς. Ο Ιππότης έλπιζε πως θα μπορούσαν από' δω να πάρουν πλοίο για τις δυτικές ακτές της Εσπέρια κάνοντας τους διώκτες τους να χάσουν τα ίχνη τους.
Γύρω του οι υπόλοιποι Ιππότες περίμεναν εντολές. Ήταν όλοι κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι αλλά περίμεναν πότε θα το θεωρούσε ασφαλές ο Ίριαν να προχωρήσουν. Μόνο η Έλισεθ είχε αποκοιμηθεί στο κάρο δίπλα στον Γκρέγκον που είχε δεχθεί ακόμα ένα τραύμα προστατεύοντας την. Ο Ιππότης είχε τώρα επιδεμένο το χέρι του που είχε βάλει μπροστά σε ένα δόρυ για να την καλύψει.
Καλπασμός ακούστηκε από το δρόμο και όλων τα χέρια πήγαν στις λαβές των όπλων τους. Αυτοί που πλησίαζαν ωστόσο ήταν οι δικοί τους. Όλοι όσοι είχαν μείνει πίσω επέστρεφαν με μόνο έναν γερμένο πάνω στο λαιμό του αλόγου του φανερά τραυματισμένο. Η Ρουθ κοίταξε με ανησυχία να εντοπίσει ποιος ήταν ο τραυματίας. Ήταν ο Φένορ; Οι Ιππότες έφτασαν κοντά τους και ακόμα δεν είχε δει αν ο τραυματίας ήταν εκείνος. Πλησίασε καθώς οι νεοφερμένοι ξεπέζευαν και ενώνονταν με τους υπόλοιπους. Τότε διέκρινε τον Φένορ και η ανακούφιση που τον έβλεπε υπερκάλυψε κάθε άλλο συναίσθημα. Παρασυρμένη από αυτήν την αίσθηση έτρεξε προς το μέρος του και ρίχτηκε πάνω του, τον αγκάλιασε και χωρίς να συνειδητοποιεί τι έκανε τον φίλησε φευγαλέα στα χείλη και μετά ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. Εκείνος την κράτησε νιώθοντας μια αναπάντεχη γαλήνη να τον γεμίζει όπως την κρατούσε. Και εκείνη ακούγοντας το χτύπο της καρδιάς του ησύχασε.
-Τώρα που είμαστε όλοι εδώ μπορούμε να προχωρήσουμε, είπε ο Ίριαν. Από όσο είδαμε δεν υπάρχει ασυνήθιστη δραστηριότητα.
-Έπρεπε να είχες προχωρήσει. Είπα να μην μας περιμένετε.
-Ήθελα να ξέρω αν μας καταδιώκουν, απάντησε ο Ίριαν. Αν είχατε σκοτωθεί και συνεχιζαν να μας καταδιώκουν θα τους άφηνα να συνεχίσουν και μετά θα πήγαινα στο κάστρο.
-Κατάλαβα, ας προχωρήσουμε.
Η Ρουθ αποτραβήκτηκε από την αγκαλιά του και συνειδητοποιώντας τι είχε κάνει δεν τόλμησε να τον κοιτάξει. Αλλά εκείνος είπε το όνομά της και αναγκάστηκε να τον κοιτάξει. Το βλέμμα του έδειχνε ενδιαφέρον και τις έννοιες με τις οποίες ήταν φορτωμένος. Δεν είχε το βλέμμα που είχε δει σε άλλους άνδρες όταν είχαν στα χέρια τους μια κοπέλα. Δεν είχε τίποτα το λάγνο ή το πρόστυχο. Κανένα πονηρό χαμόγελο δεν είχε φανεί στο πρόσωπό του. Έτσι δεν ήταν δύσκολο να τον κοιτάξει και δεν ένιωθε τόσο άσχημα για ό,τι είχε μόλις συμβεί πσρότι ντρεπόταν κάπως.
-Η Έλισεθ; ρώτησε ο Ιππότης.
-Καλά είναι, κουράστηκε και κοιμήθηκε.
Ο Φένορ ένευσε και επέστρεψε στο άλογό του. Προχώρησαν προς το κάστρο Τάνιους.
Ο Άλασταρ με μια κίνηση εξαφάνισε τα πτώματα και μετά πλησίασε τους δυο Ιππότες που είχαν σκάψει έναν τάφο για τον Άλαμον. Ο Θόρας απόθεσε το σώμα στον τάφο και μετά ο μάγος με ένα ξόρκι του κάλυψε την τελευταία κατοικία του μαθητευόμενού του με ένα μνημείο από γρανίτη και μάρμαρο.
-Είθε η ψυχή σου να αναπαυθεί εκεί που αναπαύονται οι γενναίοι, είπε ο Άλασταρ.
Μάζεψαν τα πράγματά τυς και ετοιμάστηκαν να αποχωρήσουν από το πεδίο της μάχης που είχε υπάρξει νικηφόρο αλλά έφερε και την πικρή ανάμνηση του θανάτου του φίλου τους. Πλησίασαν τα άλογα, Δυο είχαν σκοτωθεί, το ένα ήταν του Άλαμον, το άλλο της Ζέμις. Η κοπέλα ανέβηκε στο άλογο του Λάτιρ και πιάστηκε από τη μέση του Ιππότη. Με μια τελευταία ματιά στον τάφο του συντρόφου τους ξεκίνησαν.
2 σχόλια:
Φιού!!! Αν πέθαινε η Ζέμις θα τρελαινόμουν!!!
Άτσα η Ρουθ!! 8-)
Περιμένοντας τη συνέχεια!!!:)
Α δεν θα αργήσει η συνέχεια, σύντομα.
Προς το παρόν εχω μια άλλη ανάρτηση να κάνω.
Δημοσίευση σχολίου