Ο Πρώτος Ένορκος 5

Author: Νυχτερινή Πένα /

   -Δεν είναι δυνατόν, ψέλλισε η κοπέλα. Μου επιτέθηκε και με βίασε, τον χτύπησα για να ξεφύγω. Δεν πέθανε.

   -Το σώμα του Άντονι Βάλμοντ βρέθηκε στο δάσος με ένα και μόνο θανάσιμο τραύμα στο λαιμό. Δίπλα του βρέθηκε το μαχαίρι με το οποίο έγινε ο φόνος και στο οποίο βρίσκονται τα δακτυλικά σου αποτυπώματα.

   -Δεν τον δολοφόνησα, ούρλιαξε η κοπέλα καθώς πανικόβλητη διαπίστωνε ότι από θύμα γινόταν θύτης, ότι κατηγορούνταν για ένα έγκλημα που επέσυρε την ποινή του θανάτου.

   -Έχεις δικαίωμα να μην μιλήσεις, ό,τι πεις μπορεί και θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου στο δικαστήριο. Έχεις δικαίωμα νομικής εκπροσώπησης, αν δεν μπορείς να προσλάβεις δικηγόρο το κράτος θα βρει ένα για' σένα με έξοδά του. Κατάλαβες όσα σου είπα;

   -Ναι, είπε η κοπέλα μουδιασμένη. Το ξέσπασμά της την είχε αφήσει να νιώθει άτονη, αδύναμη.

   -Δεν μπορείς να φύγεις ακόμα από το νοσοκομείο μου είπανε, θα μείνεις λοιπόν αλλά απαγορεύεται η έξοδός σου από αυτό το δωμάτιο χωρίς αστυνομική συνοδεία. Θα θεωρηθεί ως απόδραση με τις ανάλογες συνέπειες.

   Ο επιθεωρητής έφυγε και η Γκαμπριέλα ρίχτηκε στο κρεβάτι κλαίγοντας.



   Ο Ζαν - Πιερ Μπόνακορ ήταν ένας άνδρας κανονικού ύψους με πυκνά μαύρα μαλλιά που φρόντιζε να είναι πάντα καλοκουρεμένα και άψογα χτενισμένα. Το ίδιο προσεγμένη ήταν και η υπόλοιπη εμφάνισή του, κουστούμια ειδικά ραμμένα για εκείνον στην περίφημη Σάβιλ Ρόουντ του Λονδίνου, γυμναστήριο κάθε μέρα για να διατηρείται εμφανίσιμος, καθόλου καταχρήσεις. Ή σχεδόν καθόλου, σκέφθηκε καθώς ακολουθούσε τον γραμματέα του δικαστηρίου στο γραφείο του δικαστή Στήβεν Άιρτον.

   Ο Ζαν - Πιερ Μπόνακορ ήταν ο προϊστάμενος εισαγγελέας της πόλης του Τορόντο και είχε μεγάλες φιλοδοξίες. Στο δικαστήριο είχε κάνει όνομα ως ένα από τα πιο κοφτερά νομικά μυαλά της γενιάς του και ως δύσκολος αντίπαλος στις δίκες. Στο ευρύ κοινό ήταν γνωστός ως ένας αμείλικτος με τους κακοποιούς δικαστικός που επεδίωκε πάντα την ανώτερη προβλεπόμενη από το νόμο ποινή.

   Διασχίζοντας τους διαδρόμους του δικαστικού μεγάρου του Τορόντο στην οδό Άρμορι ο Μπόνακορ παρουσίαζε την εικόνα του τέλειου επαγγελματία με το προσεγμένο ντύσιμο και το δερμάτινο χαρτοφύλακα στα χέρια του. Είχε αναλάβει προσωπικά την υπόθεση κατά της Γκαμπριέλα Ράνσομ και πήγαινε να κανονίσει με τον δικαστή τη δικάσιμο.

   Στάθηκε μπροστά στην δρύινη πόρτα χωρίς να δείξει τη νευρικότητά του και μόλις ο γραμματέας του επέτρεψε μπήκε στο γραφείο. Ο Στήβεν Άιρτον ένας μαυρομάλλης άνδρας γύρω στα σαράντα επτά καθόταν στην πολυθρόνα πίσω από το γεμάτο με έγγραφα και δικογραφίες μαονένιο γραφείο του.

   -Κάθισε Πιερ, είπε ο δικαστής, που μιλούσε στους περισσότερους δικαστικούς και δικηγόρους στον ενικό όταν δεν βρίσκονταν στην αίθουσα του δικαστηρίου. Τι σε φέρνει στο γραφείο μου;

   Ο Μπόνακορ έριξε μια ματιά γύρω. Οι τοίχοι του γραφείου ήταν γεμάτοι με βιβλιοθήκες κατάφορτες με βιβλία και φακέλους. Ο δικαστής ήταν μέλος του ανώτατου δικαστηρίου και έγκριτος νομικός. Αν ήταν άλλος δικαστής δεν θα ήταν τόσο αβρός αλλά με τον συγκεκριμένο έπρεπε να προσέχει. Κανείς δεν μπορούσε να καυχηθεί πως είχε καταφέρει να χειραγωγήσει τον Στήβεν Άιρτον.

   -Ανέλαβα την υπόθεση κατά της Ράνσομ.

   -Φόνος εκ προμελέτης αν δεν κάνω λάθος, είπε ο δικαστής με τον ήσυχο τρόπο του που είχε ξεγελάσει δικηγόρους να ξεπεράσουν τα όρια για να τους βάλει αμέσως στη θέση τους.

   -Υπάρχουν καλά στοιχεία, θα πάει για την ένεση σίγουρα.

   -Εντάξει, είπε ο Άιρτον και κοίταξε το ημερολόγιο που είχε ανοιγμένο στο γραφείο του. Τι λες για τις 15 Οκτωβρίου;

   -Θα προτιμούσα στις 6.

   -Σε μια εβδομάδα;

   -Ναι.

   Ο Άιρτον κοίταξε τον εισαγγελέα με ένα βλέμμα που φανέρωνε καχυποψία και δεν σήκωνε άρνηση στην ερώτηση που αναπόφευκτα θα ακολουθούσε.

   -Γιατί βιάζεσαι τόσο Πιερ;

   -Έχω τους λόγους μου, είπε ενοχλημένος ο εισαγγελέας.

   -Δεν αμφιβάλλω, είπε ο Άιρτον, αλλά πες τους μου ή περίμενε τις 15 του μήνα.

   Ο Μπόνακορ βλαστήμησε μέσα του αλλά δεν είχε επιλογές. Και δεν ήθελε να κάνει εχθρό του το δικαστή που θα δίκαζε την υπόθεση.

   -Στις 18 είναι οι εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου εισαγγελίας του Οντάριο και θα είμαι υποψήφιος. Έχω ισχυρές πιθανότητες για τη θέση ειδικά αν θα προέρχομαι από μια δικαστική νίκη σε μια υπόθεση φόνου.

   -Πιστεύεις ότι θα πάρει δημοσιότητα;

   -Είμαι σίγουρος.

   Ο Άιρτον δεν συμπαθούσε αυτή τη φιλοδοξία που έδειχνε ο Μπόνακορ αλλά προτιμούσε να γίνονται γρήγορα οι δίκες.

   -Εντάξει, στις έξι. Έχει βρει η συνήγορο η κατηγορούμενη;

   -Δεν έχει.

   -Πρέπει να βρει για να αρχίσει η δίκη.

   -Δεν νομίζω να μην βρει, με τέτοια οικογένεια. Είναι από τις πλέον επιφανείς.

   -Δεν έχουμε τίποτα άλλο να πούμε, ξέρεις τη διαδικασία.



   Η Γκαμπριέλα καθόταν στην άκρη του κρεβατιού της τυλιγμένη σε μια ρόμπα του νοσοκομείου. Οι δικοί της δεν της είχαν φέρει ρούχα την πρώτη φορά που είχαν έρθει να τη δουν και μετά δεν είχαν έρθει ξανά. Τους είχε τηλεφωνήσει όταν ο επιθεωρητής Τζέντον της είχε απαγγείλει την κατηγορία αλλά το είχε σηκώσει η Σύνθια, μια από τις καμαριέρες, και της είχε πει ότι δεν βρίσκονταν στο σπίτι. Δεν της είχαν τηλεφωνήσει.

   Ήταν μόνη της, μια νέα γυναίκα που ο βιασμός της από έναν άνδρα, που ως τότε εκτιμούσε, την είχε απομονώσει από τον υπόλοιπο κόσμο. Ένα γεγονός του οποίου αποτελούσε ακούσιο θύμα την είχε κάνει απόβλητη, ανεπιθύμητη ακόμα και από εκείνους που την είχαν φέρει στον κόσμο. Τώρα κανείς δεν την ήθελε, μια γυναίκα μόνη.

   Κοίταξε τη γιατρό απέναντί της. Η δόκτωρ Τζούντιθ Σπένσερ ήταν η γυναικολόγος που την είχε κουράρει, μια φιλική γυναίκα τριάντα οκτώ ετών, μητέρα δυο παιδιών.

   -Είσαι έτοιμη να βγεις από το νοσοκομείο Γκαμπριέλα, της είπε η γιατρός. Υπάρχει ένα θέμα που πρέπει να εξεταστεί αλλά ακόμα δεν είμαστε σε θέση να το δούμε.

   -Ποιο είναι αυτό γιατρέ; ρώτησε ανήσυχη η κοπέλα.

   -Η βία που ασκήθηκε πάνω σου προκάλεσε εσωτερικό τραυματισμό, σε ποιο βαθμό δεν το ξέρουμε ακόμα. Θα πρέπει να περάσουν λίγες μέρες πρώτα, αυτή τη στιγμή υπάρχουν πολλά τραύματα που πρέπει να επουλωθούν για να έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα.

   - Τι συνέπειες θα έχει αυτό; Αν υπάρχει σοβαρός εσωτερικός τραυματισμός;

   -Δεν θα μπορέσεις να αποκτήσεις ποτέ παιδιά, είπε η γιατρός σφιγμένα και πρόσθεσε, ας μη βάζουμε το κακό με το μυαλό μας. Είναι νωρίς για να πούμε ότι θα συμβεί. Το ανέφερα γιατί θα πρέπει να σε δω πάλι την ερχόμενη εβδομάδα.

   -Αν δεν είμαι στη φυλακή, είπε με πίκρα η κοπέλα.

   -Το έμαθα, είπε η Τζούντιθ, και λυπάμαι πολύ. Πες στη δικηγόρο σου να έρθει σε επαφή μαζί μου.

   -Εντάξει.

   Η γιατρός βγήκε και η Γκαμπριέλα έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες της. Λυγμοί άρχισαν να τραντάζουν το λεπτό σώμα της.



   Ο Ζαν - Πιερ Μπόνακορ μετά το δικαστήριο κατευθύνθηκε προς το Μπήμοντ Χάιτς, μια από τις αριστοκρατικές περιοχές του Τορόντο. Έφτασε γρήγορα και σταμάτησε το αυτοκίνητό του στην σιδερένια δίφυλλη καγκελόπορτα ενός μεγάλου αρχοντικού που το περιέβαλλε ένας αναλόγων διαστάσεων κήπος. Η πόρτα άνοιξε και ο εισαγγελέας οδήγησε το αυτοκήνητό του στη χαλικόστρωτη αλέα μπροστά από την είσοδο του αρχοντικού. Βγήκε από το αυτοκίνητο και, καθώς ακουγόταν ο ηλεκτρονικός ήχος που πιστοποιούσε πως είχε κλειδώσει, ανέβηκε τα σκαλιά προς την πόρτα που ένας βλοσυρός μπάτλερ κρατούσε ανοιχτή. Ο ίδιος μπάτλερ οδήγησε τον Μπόνακορ στο μικρό σαλόνι όπου ανάμεσα σε ακριβά έπιπλα και στην θαλπωρή του αναμμένου τζακιού τον περίμεναν δυο γυναίκες.

   Ο Μπόνακορ χαιρέτησε με σεβασμό τη γηραιότερη εκ των δυο. Ήταν μια ξερακιανή γυναίκα με στεγνό, αυστηρό πρόσωπο που φανέρωνε άνθρωπο με πυγμή. Ήταν η Έλεν Βάλμοντ, επί τριάντα χρόνια ήταν η επικεφαλής της οικογένιας και διοικούσε με ατσαλένια θέληση την τεράστια οικογενειακή επιχείρηση. Από το θάνατο του συζύγου της ως την ώρα που ο γιος της ανέλαβε τα ηνία, διοίκησε οικογένεια και επιχείρηση με απόλυτη επιτυχία.

   Ήταν σκληρή και ανηλεής και ανέθρεψε το γιο της να γίνει το ίδιο πιστεύοντας πως εκείνος που έχει τη δύναμη να αρπάξει κάτι δικαιούται να το κάνει.

   -Καλημέρα, κυρία Βάλμοντ, είπε ο εισαγγελέας.

   -Λοιπόν; είπε η Έλεν Βάλμοντ αυταρχικά παρότι είχε πια συμπληρώσει και την όγδοη δεκαετία της ζωής της.

   -Ξεκινήσαμε, είπε ο Μπόνακορ. Η δίκη αρχίζει στις 6 Οκτωβρίου.

   -Τη θέλω νεκρή, είπε η γυναίκα. Θέλω η σκύλα που σκότωσε το γιο μου να πεθάνει αφού εξευτελιστεί.

   -Θα καταδικαστεί και θα εκτελεστεί, είπε ο Μπόνακορ. Εγώ χρειάζεται να καταφέρω τους ενόρκους να την καταδικάσουν. Μετά η θανατική ποινή είναι σίγουρη.

   -Πέτυχέ το αυτό και η θέση που εποφθαλμιάς θα γίνει δική σου, είπε η Έλεν Βάλμοντ. Θα έχεις όποια μέσα χρειαστείς.

   Ο εισαγγελέας σηκώθηκε.

   -Είμαστε σύμφωνοι, είπε.

   Η δεύτερη γυναίκα στο δωμάτιο περίμενε να φύγει για να μιλήσει:

   -Και αν όντως ο Άντονι τη βίασε;

   -Δεν είχε παρά να τον υπομείνει, είπε ατάραχα η γηραιά γυναίκα, ποια ήταν αυτή; Κάποια ασήμαντη χωριάτα, τιμή της που την άγγιξε καν.

   Κοίταξε τη συνομιλίτριά της με ένα βλέμμα που είχε τρομάξει και πολύ γενναιότερους ανθρώπους. Εκείνη κεραυνοβολημένη από το τρομακτικό αυτό βλέμμα μαζεύτηκε και κοίταξε το πάτωμα.

   -Θα την κάνω να το πληρώσει, είπε η Έλεν Βάλμοντ με μια φωνή που έσταζε δηλητήριο.

2 σχόλια:

Unknown είπε...

Τέλειο!
Μπράβο! Συνέχισε την καλή δουλειά!

Νυχτερινή Πένα είπε...

Ευχαριστώ Νατάσσα.Σύντομα η συνέχεια.

Δημοσίευση σχολίου