Ο Πρώτος Ένορκος 6

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο επιθεωρητής Τζέντον στάθηκε ακουμπισμένος στον παραστάτη της πόρτας και κοίταζε την Γκαμπριέλα καθώς ντυνόταν. Η κοπέλα του είχε ζητήσει να περιμένει έξω ως που να ντυθεί και να την πάει στα κρατητήρια που βρίσκονταν στο δικαστικό μέγαρο. Εκεί όπου θα παρέμενε ως που να εκδικαστεί η υπόθεσή της. Αν αθωονόταν θα ήταν ελεύθερη να φύγει, αν καταδικαζόταν θα μεταφερόταν στις φυλακές ως την εκτέλεση της θανατικής ποινής. Ο επιθεωρητής δεν είχε δεχθεί αναγκάζοντάς την να βγάλει μπροστά του την νοσοκομειακή ρόμπα που φορούσε και δεν είχε τη λεπτότητα να κοιτάξει αλλού αλλά αντιθέτως κοίταξε άπληστα το λεπτό της σώμα όπως γυμνώθηκε και μετά άρχισε να ντύνεται. Η Σύνθια είχε φέρει στην Γκαμπριέλα μερικά ρούχα αλλά κανένα νέο από τους γονείς της που φαίνονταν να μην ενδιαφέρονται καθόλου για την τύχη της.

   Η Γκαμπριέλα ολοκλήρωσε το ντύσιμό της, δεν χρειαζόταν και πολύ ώρα για να φορέσει εσώρουχα, ένα παντελόνι και μια κολλεγιακή μπλούζα, και προχώρησε προς το μέρος του επιθεωρητή που έβγαλε από μια τσέπη ένα ζευγάρι χειροπέδες.

   -Είναι απαραίτητο αυτό; ρώτησε η κοπέλα.

   Στη θέα του συγκεκριμένου αντικειμένου η Γκαμπριέλα ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό. Γινόταν πιο απτή η πραγματικότητα πως ήταν κρατούμενη. Κοίταξε ικετευτικά τον επιθεωρητή αλλά απτόητος εκείνος τις πέρασε τις χειροπέδες.

   Ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια της λαμπυρίζοντας στο δυνατό φως του διαδρόμου του νοσοκομείου, ήταν πια κρατούμενη.



   -Η αναφορά που ζητήσατε, σερ, είπε ο Άλαν Κένινγκ τυπικά.

   Στεκόταν σε στάση προσοχής μπροστά στον Μάικ Μακ Γκρέγκορ στο γραφείο του δεύτερου. Ο υπολοχαγός πήρε το φάκελο από τον υπαξιωματικό.

   -Εντάξει Άλαν, είπε χαλάρωσε. Ημιανάπαυση, ανάπαυση.

   Ο Κένινγκ εκτέλεσε το πρόσταγμα και περίμενε καθώς ο υπολοχαγός διάβαζε τα περιεχόμενα του φακέλου. Πριν τον συναντήσει στο νοσοκομείο δεν τον είχε ποτέ ξαναδεί αλλά είχε ακούσει πολλά για τον Μάικ Μακ Γκρέγκορ, ήταν ένας ζωντανός θρύλος ανάμεσα στους Ρέηντζερς με πολλές αποστολές στο ενεργητικό του. Όσοι είχαν υπηρετήσει μαζί του είχαν να λένε γι' αυτόν. Ήταν αποφασιστικός, αμείλικτος με τους εχθρούς του αλλά πιστός φίλος και διέθετε ένα πολυμήχανο μυαλό συνδιασμένο με μια κάποια αδιαφορία για τους κανόνες.

   -Μάλιστα, είπε ο Μακ Γκρέγκορ, κλείνοντας το φάκελο. Καταθέσατε φυσικά.

   -Ναι αλλά δεν θα μας καλέσουν για κατάθεση στη δίκη μας είπε ο εισαγγελέας. Δεν είμαστε βασικοί μάρτυρες και δεν μας χρειάζεται. Απαγγέλθηκαν κατηγορίες ήδη και ορίστηκε δικάσιμος.

   -Κατάλαβα, είπε ο Μακ Γκρέγκορ. Εντάξει Άλαν, ελεύθερος.

   Ο Κένινγκ χαιρέτησε στρατιωτικά και έφυγε. Ο Μακ Γκρέγκορ κοίταξε συνωφρυομένος το φάκελο που ήταν τώρα πάνω στο γραφείο του. Ύστερα σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό.



   Ο Τζέντον ήταν αρκετά σίγουρος για τον εαυτό του ώστε να μεταφέρει μόνος του την Γκαμπριέλα στη φυλακή. Έριξε άγαρμπα την κοπέλα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του και μετά έκατσε στο τιμόνι. Ξεκίνησε τόσο απότομα που η Γκαμπριέλα χτύπησε το κεφάλι της στο διαχωριστικό ανάμεσα στις μπροστά και στις πίσω θέσεις. Έβγαλε μια κραυγή πόνου που ο Τζέντον αγνόησε και προσπάθησε να ανακαθίσει. Το κάθισμα βρωμούσε ιδρώτα, τσιγάρο και ανθρώπινες ακαθαρσίες. Η Γκαμπριέλα ένιωσε την ανάγκη να κάνει εμετό και κόλλησε το πρόσωπό της στο διαχωριστικό ελπίζοντας σε λίγο καθαρό αέρα.

   Τρόμος την κατέλαβε όταν είδε πως ο επιθεωρητής την πήγαινε στις φυλακές και όχι στο κρατητήριο του δικαστικού μεγάρου όπου κρατούνταν συνήθως οι υπόδικοι μέχρι να δικαστούν.

   -Δεν πρέπει να είμαι εδώ, δεν έχω καταδικαστεί, είπε τραυλίζοντας από το φόβο.

   Η μόνη απάντηση του Τζέντον ήταν μια φοβερή βλαστήμια που συνόδευε την προσταγή να σκάσει. Η Γκαμπριέλα το έκανε έντρομη. Δεν ξαναμίλησε ενώ το αυτοκίνητο περνούσε μια ατσάλινη πύλη και σταματούσε σε μια μικρή αυλή. Ο επιθεωρητής την έβγαλε από το αυτοκίνητο με τον ίδιο κομψό τρόπο που την είχε βάλει και την οδήγησε σε μια μικρή πόρτα και από έναν στενό διάδρομο σε ένα δωμάτιο όπου περίμεναν τρεις άνδρες με τη στολή των δεσμοφυλάκων της φυλακής.

   -Γδύσου! μούγκρισε ο ένας. Τελείως.

   -Ε.. εδώ; Μπροστά..... ξεκίνησε η κοπέλα αλλά ο ένας από τους δεσμοφύλακες την άρπαξε βίαια από το σαγόνι και φώναξε:

   -Εδώ μετράει μόνο ο δικός μας λόγος! Είμαστε θεοί για' σένα κατάλαβες;

   Δάκρυα ντροπής άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια της καθώς γδυνόταν μπροστά στους τρεις δεσμοφύλακες.

   -Καλή είναι, είπε ο ένας από τους δεσμοφύλακες, ό,τι πρέπει για ένα ιδιωτικό πάρτυ.

   -Να το κανονίσουμε τότε, είπε ένας άλλος.

   Η Γκαμπριέλα δεν ήταν κάποια εκπάγλου καλλονής γυναίκα δεν ήταν όμως και κάποια άσχημη, ήταν μια όμορφη κοπελίτσα με όλη τη δροσιά των είκοσι χρόνων της . Της άρεσε το σώμα της και η εμφάνισή της αλλά αυτή τη στιγμή ένιωθε μόνο ντροπή.

   -Ωραία προχώρα, είπε ο ένας δεσμοφύλακας.

   -Έτσι;

   Η απάντηση ήταν ένα χτύπημα στους γλουτούς της που την έκανε να φωνάξει από τον πόνο. Βγήκε από το δωμάτιο και προχώρησε στο διάδρομο με τους δεσμοφύλακες και με τα χέρια της δεμένα πίσω με τις χειροπέδες ώστε να μην μπορεί να κρύψει τη γύμνια της. Πέρασαν μια καγκελόπορτα όπου στεκόταν ένας ένοπλος σκοπός και βρέθηκαν στο χώρο με τα κελιά. Καθώς περνούσαν το διάδρομο με τα κελιά δεξιά και αριστερά γέλια και αισχρά σχόλια άρχισαν να ακούγονται κάνοντας την να σκύψει ντροπιασμένη το κεφάλι. Τελικά σταμάτησαν μπροστά σ' ένα κελί και ένας δεσμοφύλακας φώναξε:

   -Άνοιξε το 12C.

   Με έναν υπόκωφο ήχο η πόρτα του κελιού άνοιξε και την έσπρωξαν μέσα. Αμέσως μετά δέχθηκε ένα βάναυσο χτύπημα στα πόδια στην πίσω μεριά των μηρών και μετά στους γλουτούς. Έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας από τον πόνο και δέχθηκε μια σειρά από χτυπήματα στην πλάτη και τα πλευρά που την βύθισαν σε μια θάλασσα καυτού πόνου. Σωριάστηκε στο πάτωμα κλαίγοντας. Ένας από τους δεσμοφύλακες έσκυψε από πάνω της και το χέρι του περιπλανήθηκε πρόστυχα στο σώμα της.

   -Ένα δωράκι από την κυρία Βάλμοντ, είπε, και μόλις αρχίσαμε.

   Βγήκε αφήνοντας τη Γκαμπριέλα να κλαίει, νιώθοντας πονεμένη, εξευτελισμένη και μόνη.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου