Ο Πρώτος Ένορκος 8

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Η Γκαμπριέλα κοίταξε την κοπέλα απέναντί της. Δεν ήξερε αν μπορούσε να την εμπιστευτεί, δεν ήξερε ποια ήταν και τι ήθελε από αυτήν. Φοβόταν το χειρότερο μετά από όσα είχαν γίνει τις τελευταίες ώρες. Αν ήταν κανονική κρατούμενη που ήταν και την είχαν φέρει στο κελί της τέτοια ώρα;
   -Εσύ τι έκανες; είπε προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για να σκεφθεί.
   -Φόνο, και είμαι μέσα ισόβια, στο είπα, έκανε ανυπόμονα η άλλη.
   -Ποιον σκότωσες;
   -Αυτό δεν είναι κάτι που χρειάζεται να το ξέρεις, είπε απότομα η άλλη κοπέλα.
   Η Γκαμπριέλα δεν ήξερε τι να σκεφθεί, αν ήταν κάποιο κόλπο για να την εξευτελίσουν πάλι ή ακόμα χειρότερα για να της αποσπάσουν μια ομολογία; Ήθελε τόσο πολύ κάποιον για να μιλήσει. Ένιωθε μόνη - και ήταν - και ήθελε απεγνωσμένα να ανοιχτεί σε κάποιον.
   -Γιατί σε φέρανε τέτοια ώρα στο κελί; Που σε είχανε πριν;
   -Στο αναρρωτήριο, είπε η άλλη.
   -Γιατί;
   -Έκανα απόπειρα αυτοκτονίας, δυστυχώς απέτυχα.
  Η Γκαμπριέλα ένιωσε ένα ρίγος να τη διατρέχει. Με την ίδια αδιαφορία είχε πει πως ήταν καταδικασμένη σε ισόβια για φόνο και πως είχε δοκιμάσει να αυτοκτονήσει. Την κοίταξε και εκείνη της έδειξε τα χέρια της επιδεμένα στους καρπούς.
   -Λοιπόν; Τι έκανες; Και πόσα έφαγες;
   -Δεν έχω καταδικαστεί, αποφάσισε να απαντήσει η Γκαμπριέλα. Είμαι υπόδικος.
   -Υπόδικος; Και σε έφεραν στην πτέρυγα με τους βαρυποινίτες;
   Η συγκρατούμενή της έσκυψε μπροστά με ενδιαφέρον. Η Γκαμπριέλα ενστικτωδώς έκανε πίσω. Εκείνη γέλασε, το γέλιο της ήταν δυνατό και κελαρυστό σαν τρεχούμενο νερό.
   -Σκάσε Νιέβανς! μούγκρισε ένας δεσμοφύλακας.
   Η Γκαμπριέλα πάγωσε στο άκουσμα της φωνής που ανήκε σε έναν από τους βασανιστές της. Η Νιέβανς έπιασε το χέρι της, το άγγιγμα της ήταν απαλό και ζεστό, σχεδόν στοργικό και έκανε ανυπόφορη τη σιωπή και τη μυστικότητα στην Γκαμπριέλα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να της εξηγεί πως βρέθηκε εκεί.

   -Είχες δεν είχες έμπλεξες με αυτήν την υπόθεση, είπε ο Γουίλλιαμ Βαλίν καθώς εκείνος και ο Μάικ Μακ Γκρέγκορ κάθονταν στο ίδιο τραπέζι για το πρωινό.
   -Δεν το ζήτησα εγώ, είπε ο υπολοχαγός πίνοντας λίγο από τον καφέ του. Υπάρχει κάτι που δεν μου αρέσει σε αυτήν την υπόθεση Γουίλλιαμ, αλλά δεν ξέρω τι είναι.
   -Ας ελπίσουμε πως θα το ανακαλύψεις, είπε ο Βαλίν με ένα χαμόγελο.
   -Η δίκη αρχίζει μεθαύριο οπότε θα δω και τι συμβαίνει.
   -Πάντως ο δικαστικός νευρίασε πολύ που δεν του επιτρέψανε την είσοδο, σχολίασε ο Βαλίν ενώ έπιανε το μαχαίρι και το πιρούνι για να φάει τα αυγά με μπέικον που ήταν το πρωινό του. Ξέρεις ότι μπορείς να αρνηθείς επικαλούμενος τα καθήκοντά σου εδώ και είναι εύλογο κώλυμα για να μην παραστείς ως ένορκος.
   -Θέλω να παραστώ ως ένορκος, είπε ο Μακ Γκρέγκορ. Γιατί κάτι με ενοχλεί από την αρχή. Και αν δεν το κατανοήσω ίσως πάει μια αθώα για την ένεση.

   Όταν οδήγησαν την Γκαμπριέλα στο κελί της οι δεσμοφύλακες και βασανιστές της είχαν πετάξει πάνω στο κρεβάτι της ρούχα για να ντυθεί. Εκείνη δεν το είχε καταλάβει βυθισμένη όπως ήταν στον πόνο αλλά και μετά όταν σύρθηκε στο κρεβάτι της. Τώρα με τη βόηθεια της συκρατούμενής της είχε φορέσει την πορτοκαλί στολή της φυλακής.
   -Δεν πρέπει να είσαι εδώ κανονικά, είπε η Νιέβανς, πες το στο δικηγόρο σου.
   -Δεν έχω δικηγόρο, είπε η Γκαμπριέλα. Δεν έχω κανέναν.
   -Μην το βάλεις κάτω, είπε η Νιέβανς, δεν πρέπει να παραδοθείς έτσι αμαχητί. Θα σου διορίσει το δικαστήριο δικηγόρο αν δεν έχεις, βέβαια καλύτερα να έχεις δικό σου αλλά........
   Η Νιέβανς σταμάτησε να μιλάει καθώς δυο δεσμοφύλακες πλησίασαν την πόρτα του κελιού.
   -Σήκω Ράνσομ, είπε βαριεστημένα ο ένας στην Γκαμπριέλα, ζητάνε να σε δουν.
   Η Γκαμπριέλα βγήκε από το κελί διστακτικά, φοβισμένα, περιμένοντας ένα χτύπημα ή ένα πρόστυχο άγγιγμα αλλά δεν συνέβει τίποτα. Ήταν δυο άνδρες που απλά έκαναν τη δουλειά τους. Την οδήγησαν σε ένα μικρό δωμάτιο όπου βρισκόταν ήδη μια γυναίκα. Ήταν κανονικού ύψους με λεπτοκαμωμένο σώμα. Είχε καστανοκόκκινα μαλλιά και μελιά μάτια που δέσποζαν στο αυστηρό πρόσωπό της, φορούσε ένα σκούρο μπλε ταγέρ και κρατούσε έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα. Της έκανε νόημα να καθίσει και απευθύνθηκε στους δυο συνοδούς της.
   -Περιμένετε έξω σας παρακαλώ. Αυτή είναι μια εμπιστευτική συνομιλία μεταξύ δικηγόρου και πελάτη.
   Οι δυο δεσμοφύλακες βγήκαν από το δωμάτιο. Ήταν άδειο από έπιπλα αν εξαιρούσε κανείς ένα τραπέζι και δυο καρέκλες, με γυμνούς τοίχους και έναν λαμπτήρα πυρακτώσεως να κρέμεται από ένα καλώδιο.
   -Γκαμπριέλα, είπε η άλλη γυναίκα, ονομάζομαι Ιόλη Χόφμαν και είμαι δικηγόρος. Αν δεν έχεις αντίρρηση προτίθεμαι να αναλάβω την υπεράσπισή σου.
   -Σε... σας διόρισε το δικαστήριο;
   -Μίλα μου στον ενικό, είπε η Ιόλη. Δεν με διόρισε το δικαστήριο.
   -Τότε πως;
   -Μου είπε ένας φίλος για την υπόθεσή σου. Δεν έχει σημασία τώρα αυτό. Η δίκη είναι μεθαύριο και θα πρέπει να ετοιμαστούμε.
   -Δεν έχω χρήματα για να σε πληρώσω.
   -Δεν μου χρειάζονται χρήματα, απάντησε η Ιόλη Χόφμαν κάνοντας την Γκαμπριέλα να την κοιτάξει έκπληκτη με την παράδοξη αυτή δήλωση.
   -Δεν μπορεί, είπε η Γκαμπριέλα, είναι κάποιο κόλπο για να μου αποσπάσετε ομολογία.
   -Δεν είναι κόλπο, μη φοβάσαι, είπε η Ιόλη και χαμογέλασε.
   Το χαμόγελο απάλυνε κάπως την αυστηρότητα του προσώπου της.Άφησε το χαρτοφύλακά της στο τραπέζι και βολεύτηκε στην άλλη καρέκλα.
   -Πριν από αρκετά χρόνια ίδρυσα μια οργάνωση για να βοηθήσω κοπέλες σαν και' σενα. Δεν θέλω λοιπόν αμοιβή.
   -Τότε δέχομαι την βοήθειά σου, είπε η Γκαμπριέλα. Δεν έχω και κανέναν άλλο να με βοηθήσει, πρόσθεσε μελαγχολικά.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου