Κεφάλαιο Πρώτο
Ο Νυχτερινός Επισκέπτης
Παρά το όνομα του το Λίτλ Ροκ Ον Δε Σι απείχε αρκετά από τη θάλασσα, τόσο ώστε να φαίνεται από αυτό μόνο όταν είχε καλό καιρό. Ο άνδρας όμως που ανέβαινε προς το ύψωμα που βρισκόταν το νεκροταφείο του χωριού δεν ενδιαφερόταν για τη θεά. Παρά το σκοτάδι, ήταν περασμένα μεσάνυχτα, προχωρούσε προς τον προορισμό του με τον τρόπο ανθρώπου που είχε διαβεί πολλές φορές αυτό το μονοπάτι. Ήταν ψηλός και ντυμένος στα μαύρα, μπότες, παντελόνι, χιτώνιο και μανδύας ήταν όλα μαύρα κάνοντας τον δυσδιάκριτο στο σκοτάδι. Όχι ότι υπήρχε τριγύρω κάποιος να τον δει.
Έφτασε στον προορισμό του, άνοιξε την παλιά καγκελόπορτα και αφού στάθηκε για μια στιγμή μπροστά στην εκκλησία προχώρησε σε έναν συγκεκριμένο τάφο. Έμεινε εκεί για μια στιγμή με το κεφάλι σκυμμένο σαν να σκεφτόταν κάτι ή να προσευχόταν. Ύστερα ακούμπησε το γαντοφορεμένο χέρι του στην γκρίζα ταφόπλακα. Ένα φως άρχισε να τρεμοπαίζει κάτω από το απλωμένο χέρι του. Τα γράμματα στην ταφόπλακα άρχισαν να λαμπιρίζουν σαν να ήταν από λιωμένο χρυσό σε καμίνι. Μια νεφελώδης φασματική μορφή υψώθηκε από τον τάφο μπρόστα του.
-Είναι επικίνδυνο να καλείς κάποιον από τον κόσμο των νεκρών άρχοντα, είπε, ποτέ δεν ξέρεις ποιός θα απαντήσει.
-Το γνωρίζω έπρεπε όμως να μάθω. Ξέρω πως βρέθηκες νεκρός έξω από το χωριό κοντά στο παλιό ορυχείο. Πρέπει να μάθω πως συνέβη.
-Γιατί ταράζεις την ανάπαυση μου;
-Αν αγαπούσες αυτό το χωριό και τους ανθρώπους του πρέπει να μάθω, εξαρτάται η ζωή τους από αυτό, είπε ο μαυροφορεμένος άνδρας .
-Θα το κάνω μόνο για χάρη των παιδιών μου, είπε ο φασματικός γέροντας. Βρισκόμουν στο δρόμο για το χωριό όταν εμφανίστηκε από το πουθενά μπροστά μου ένας άνθρωπος. Θα τον αγνοούσα αν δεν ήταν...... δεν ήταν τα μάτια του.
- Τα μάτια του;
-Ήταν σαν δύο λίμνες κόκκινου φωτός. Έκανα να τον προσπεράσω και τότε πρόφερε μία φράση σε μία γλώσσα που και το άκουσμα της μόνο με έκανε να παγώσω. Πέθανα.
-Η Σκοτεινή Γλώσσα, είπε ο μαυροφορεμένος άνδρας περισσότερο μιλώντας στον εαυτό του παρά στη μορφή μπροστά του. Ώστε ο Ζορκάαν βρίσκεται εδώ. Δεν χρειάζεται να μάθω τίποτα άλλο. Αναπαύσου εν ειρήνη γέροντα.
-Ποιός ήταν; Πρέπει να μάθω, είπε ο φασματικός γέροντας.
-Ένας δαίμονας, είπε ο άνδρας.
-Υποσχέσου ότι θα τον καταστρέψεις, είπε ο γέρος, υπόσχεσου το για το καλό του χωριού. Για το καλό των παιδιών μου.
-Το υπόσχομαι, είπε ο άνδρας ήσυχα, αναπαύσου εν ειρήνη.
Η μορφή του γέρου χάθηκε, ο άνδρας κοίταξε για μία στιγμή την ταφόπλακα
-Το υπόσχομαι, ξανάπε.
Γύρισε να φύγει. Μία αφύσικη παγωνιά τον τύλιξε, δεν ήταν πια μόνος.
Σάρωσε με το βλέμμα του το γύρω χώρο. Δεν υπήρχε κανείς, και ούτε περίμενε να δει κάποιον. Αυτό που πλησίαζε δεν είχε υλική υπόσταση, ήταν πνεύμα.Ήταν ένα Λιθίκ, ένα πνεύμα του Αιθέριου Πεδίου, ένας υπηρέτης των δυνάμεων του Σκότους. Η επαφή του με το πνεύμα του γέρου το είχε προσελκύσει εδώ. Παραμέρισε το μανδύα του και τα δάχτυλα του τυλίχτηκαν γύρω από την λαβή της σπάθας που κρεμόταν στο πλευρό του. Την τράβηξε από τη θήκη της και η λάμα έλαμψε με ένα απόκοσμο λευκό φως. Το Λιθίκ ούρλιαξε με μανία.
2 σχόλια:
OYAO!!!! Έχω διαβάσει πολλές ιστορίες σου, αλλά είναι από τις εντυπωσιακότερες αρχές!!
Αν και...χμμ γνωστό μου φαίνεται. Μήπως το έχω ξαναδεί κάπου;;
Περιμένω τη συνέχεια!!!!!
Φιλάκια!!
Ευχαριστώ Τζίνι, η συνέχεια δεν θα αργήσει.
Δημοσίευση σχολίου