Κοίταξε με την άκρη του ματιού της τον Μάικ. Ο μυστηριώδης σωτήρας της έκανε αργά στο πλάι την άκρη του μανδύα του με το αριστερό χέρι του αφήνοντας ανοιχτό το δρόμο προς τη λαβή της σπάθας του για το άλλο. Σάστισε, σκόπευε να αντιμετωπίσει με σπάθα άντρες που ήταν οπλισμένοι με πολυβόλα; Απελπισμένη κοίταξε γύρω ψάχνοντας για μια λύση, κάποια οδό διαφυγής.
-Θεέ μου,ψιθύρισε καθώς οι αστυνομικοί κατέβαζαν τα όπλα από τους ώμους τους. Ένιωσε τα γόνατά της να λύνονται, τα πόδια της να μην την κρατάνε σαν ήταν από κερί. Άπλωσε το χέρι της ενστικτωδώς να πιαστεί από τον Μάικ για να μην πέσει και τότε είχε μια ιδέα.
Στράφηκε γρήγορα στον Μάικ και γνωρίζοντας πως δεν είχε χρόνο για να του εξηγήσει τον αγκάλιασε περνώντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Πίεσε το σώμα της στο δικό του ευχόμενη να καταλάβει τι ήθελε από αυτόν. Ο μυστηριώδης πολεμιστής ξαφνιάστηκε μόνο για ένα φευγαλέο δευτερόλεπτο, κατόπιν τα χέρια του ήρθαν απαλά στη μέση της και έσκυψε προς το μέρος της. Η κουκούλα του μανδύα του έκρυβε το πρόσωπό του από τους επερχόμενους αστυνομικούς και η Μαίρη-Αν έφερε το δικό της κοντά στο δικό του επιδιώκοντας να κρυφτεί και εκείνη.
Τα χείλη τους αγγίκτηκαν αλλά κανείς από τους δυο δεν τραβήκτηκε. Έμειναν εκεί σαν δυο ερωτευμένοι που απολαμβάνουν την αγάπη τους αγνοώντας τα πάντα γύρω τους, τον κόσμο και τα καιρικά φαινόμενα. Όπως ο Μάικ την είχε αγκαλιάσει ήταν σχεδόν τυλιγμένη στο μανδύα του που ήταν προφανώς φτιαγμένος για βαρύτερη κακοκαιρία γιατί ένιωθε ζεστή και προστατευμένη. Αυτή η αίσθηση προστασίας, και όχι μόνο από τη βροχή που εξακολουθούσε να πέφτει καταρρακτωδώς, την προσκαλούσε να χαλαρώσει, να αφεθεί.
Χωρίς να ξέρει και η ίδια το γιατί φίλησε τον Μάικ. Τον φίλησε με πάθος ένω το χέρι της χάιδευε τα μαλλιά του που έφταναν ως τη βάση του λαιμού του. Εκείνος ανταποκρίθηκε με θέρμη και η Μαίρη-Αν για μια στιγμή ξέχασε την αγωνία της για την Έμα, τα τρομακτικά όντα που είχε δει και τον κίνδυνο που διέτρεχαν.
Η σκληρή πραγματικότητα δεν άργησε να κάνει αισθητή την παρουσία της. Το τρίξιμο βημάτων στη άσφαλτο τους ενημέρωσε πως οι αστυνομικοί βρίσκονταν δίπλα τους. Η Μαίρη-Αν ένιωσε το χέρι του Μάικ να ανεβαίνει στην πλάτη της και να την αγγίζει καθησυχαστικά. Ήταν αυτό που χρειαζόταν για να μην αρχίσει να τρέμει.
Τα βήματα σταμάτησαν.
Η Μαίρη-Αν ένιωσε την ανάσα της να κόβεται.Δεν τολμούσε να γυρίσει να κοιτάξει αλλά ήταν σίγουρη πως οι δυο αστυνομικοί είχαν σταματήσει και τους κοιτούσαν. Ασυναίσθητα το σώμα της σφίκτηκε σε αναμονή ενός χτυπήματος.
-Δεν έχετε σπίτι να το κάνετε αυτό; ρώτησε μια σκληρή, άξεστη φωνή.
-Έλα Γκάβιν, απάντησε μια δεύτερη φωνή, δεν έχουμε χρόνο να χάνουμε με ερωτευμένα ζευγαράκια. Πρέπει να βρούμε αυτούς που ψάχνει Εκείνος.
Οι αστυνομικοί απομακρύνθηκαν περπατώντας γρήγορα. Η Μαίρη-Αν ανάσανε ανακουφισμένη.Έγειρε το κεφάλι της στο στέρνο του Μάικ.
-Πάει, πέρασε, την καθησύχασε εκείνος χαιδεύοντας απαλά τα μαλλιά της. Ξέρω τι ψάχνουν τώρα.
-Ξέρεις; απόρησε η Μαίρη-Αν. Γιατί έστειλαν αυτά τα τέρατα να μας σκοτώσουν; Γιατί μας ψάχνουν;
-Ο Ζορκάαν δεν τους το εξήγησε βέβαια αλλά έχουν την εικόνα στο μυαλό τους. Ψάχνουν να βρουν την Εναρμόνιο Λίθο.
-Τι...σάστισε η Μαίρη-Αν, τι είναι αυτό;
Η Έμα κοιμόταν στο κρεβάτι της Λουίζας γυμνή και κουλουριασμένη σε εμβρυακή στάση. Η βροχή τις είχε πετύχει στο δρόμο και ως που να φτάσουν στο σπίτι της Λουίζας είχαν βραχεί ως το κόκκαλο. Φτάνοντας στο σπίτι η Λουίζα είχε βάλει τα ρούχα να στεγνώσουν και είχε πείσει την Έμα να ξεκουραστεί ως που να γίνει αυτό. Δεν είχε προλάβει καλά – καλά να ξαπλώσει η κοπέλα και είχε αποκοιμηθεί.
Η Λουίζα καθισμένη δίπλα της στο μικρό σεκρετέρ, που μαζί με το κρεβάτι και μια περίτεχνη σκαλιστή ντουλάπα ήταν όλη η επίπλωση του δωματίου, την παρακολουθούσε να κάνει για μια ακόμα φορά έναν ταραγμενο ύπνο. Είχε διαβάσει, με την άδεια της φίλης της, το ημερολόγιο της σε μια προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσει την έννοια αυτών των εφιαλτικών ονείρων που την στοίχειωναν.
Ήξερε τώρα το περιεχόμενο των ονείρων της Έμα αλλά δεν μπορούσε πια να δει πως θα βοηθούσε τη φίλη της. Όταν είχε προτείνει να ψάξουν σε βιβλία για την απάντηση στα πολλά ερωτηματικά που οι εφιάλτες γεννούσαν, το είχε κάνει πιστεύοντας πως υπήρχε μια λογική εξήγηση. Η εξήγηση που τα τελευταία γεγονότα έφερναν μπροστά στα έντρομα μάτια τους δεν ήταν ανάμεσα σ' αυτές που η Λουίζα περίμενε να καταλήξει. Δεν ήξερε πως θα μπορούσε να βοηθήσει την Έμα.
Αυτό που ήξερε ήταν πως δεν θα την εγκατέλειπε. Παρ'ότι είχε αποφύγει να διαβάσει οτιδήποτε άλλο πέρα από τους εφιάλτες της φίλης της είχε καταλάβει πως για την Έμα ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο μπορούσε να στραφεί στις δύσκολες ώρες και σίγουρα δεν είχε ζήσει πιο δύσκολες από τις σημερινές. Κοίταξε την κοιμισμένη Έμα με μια πρωτόγνωρη τρυφερότητα να την κυριεύει. Όχι δεν θα την εγκατέλειπε. Ποτέ.
Φοβόταν βέβαια, και ποιος δεν θα φοβόταν στη θέση της, αλλά δεν μπορούσε να πει ότι είχε ξαφνιαστεί. Από όταν ήταν μικρό κορίτσι η Λουίζα πίστευε ότι υπήρχαν στον κόσμο περισσότερα απ'όσα φαίνονταν. Τώρα πια ήξερε ότι αυτό ήταν αλήθεια.
Τις σκέψεις της διέκοψε η νυσταγμένη φωνή της Έμα:
-Κοιμήθηκα πολύ; Τι ώρα είναι;
Η Λουίζα δεν πρόλαβε να απαντήσει, ένα σύρσιμο ακούστηκε στη στέγη και μαζί του ένας συριστικός ήχος που καμία τους δεν θα ξεχνούσε ποτέ, ο ήχος της επικοινωνίας δυο σαυρόμορφων Σίρθιουμ μεταξύ τους.
Η Λουίζα στράφηκε στην Έμα με τα μάτια της ορθάνοιχτα από το φόβο. Άρχισε να τρέμει και για μια στιγμή η όραση της θόλωσε. Έσφιξε τα δόντια και ξεροκατάπιε προσπαθώντας να καταπολεμήσει την ζάλη που ένιωθε και απειλούσε να την κυριεύσει. Την επανέφερε το ζεστό άγγιγμα της Έμας στο χέρι της, η φίλη της είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και βρισκόταν κοντά της.
-Πρέπει να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, ψιθύρισε. Τι θα μπορούσαμε να χρησι-μοποιήσουμε;
-Δεν.... δεν ξέρω, τραύλισε έντρομη η Λουίζα.
-Το παράθυρο, φώναξε η Έμα ενώ άρπαζε βιαστικά το πανελόνι και το μπλουζάκι της για να ντυθεί, κλείσε και το εξωτερικό παραθυρόφυλλο.
Η Λουίζα όρμηξε στο παράθυρο και άνοιξε το τζάμι για να κάνει αυτό που είπε η Έμα. Είχε μόλις προλάβει να τελειώσει μ' αυτή τη δουλειά όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στο ξύλινο περβάζι και το θυμωμένο σφύριγμα του Σίρθιουμ. Το σαυρόμορφο ον άρχισε να χτυπάει μανιασμένο το παραθυρόφυλλο. Η Λουίζα στράφηκε στη φίλη της που προσπαθούσε με βιαστικές κινήσεις να φορέσει τα παπούτσια της.
-Τα άλλα παράθυρα; ρώτησε εκείνη χωρίς να σταματήσει την προσπάθεια να δέσει με τρεμάμενα χέρια τα κορδόνια της.
-Είναι κλειστά.
Η Έμα σηκώθηκε όρθια ενώ μ ' ένα απαίσιο τρίξιμο το Σίρθιουμ ξεκολλούσε ένα κομμάτι του παραθυρόφυλλου αφήνοντας να γλυστρίσει στο δωμάτιο μια λεπτή δέσμη χλωμού φωτός. Οι δυο κοπέλες αγκαλιάστηκαν. Το άνοιγμα στο παράθυρο έγινε μεγαλύτερο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου