Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα η Έμα Σίνγκλετον τινάκτηκε με μια κραυγή. Ανακάθισε στο κρεβάτι της και παραμέρισε τα μαλλιά της από το ιδρωμένο της μέτωπο.
-Θεέ μου, μονολόγησε, τι εφιάλτης.
Σηκώθηκε απ' το κρεβάτι της και πήγε στο μεγάλο παράθυρο του δωματίου που έβλεπε σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους του χωριού. Είχε αρχίσει να βρέχει.
Άφησε το παράθυρο και προχώρησε προς τον μπάνιο βγάζοντας καθοδόν το φανελάκι και το εσώρουχο της. Μπήκε κάτω από το ντουζ και προσπάθησε να ξεχάσει τους εφιάλτες της.
Καθόλου εύκολο.
Κάτω από το φως της ημέρας μπορούσε να τους ξεχνάει - ακόμα και να τους παίρνει στα αστεία - τις μοναχικές όμως ώρες της νύχτας ήταν αδύνατον. Τον τελευταίο καιρό έβλεπε τρομακτικούς εφιάλτες. Εφιάλτες που εικόνιζαν αιματηρές μάχες και νοσηρές, ανίερες τελετές. Πολεμιστές και τέρατα. Δεν ήξερε γιατί της συνέβαινε αυτό και δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να το μάθει.
Απόψε τα πράγματα είχαν πάρει μια πολύ άσχημη τροπή. Είχε δει μια σκηνή που διαδραματίζονταν σε ένα μέρος που ήξερε πολύ καλά, στο νεκροταφείο του χωριού.
-Τι μου συμβαίνει; μονολόγησε, τρελαίνομαι;
Βγήκε από το ντουζ και τυλίκτηκε σε ένα μπουρνούζι.
Ψηλά στο ύψωμα του νεκροταφείου, ο μαυροφορεμένος άνδρας βαριανάσαινε γονατισμένος στο βρεγμένο χώμα. Το Λιθίκ είχε αποδειχθεί εξαιρετικά ισχυρό. Το είχε όμως καταστρέψει. Σηκώθηκε, θηκάρωσε το όπλο του και προχώρησε προς το μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό.
Η Έμα τυλιγμένη με το μπουρνούζι έκατσε στο γραφείο της. Ήταν τοποθετημένο κοντά στο παράθυρο για να μπορεί να βλέπει έξω. Πλησίαζε το ξημέρωμα πια αλλά η κοπέλα δεν είχε καμία όρεξη για ύπνο. Ο αποψινός εφιάλτης της είχε στερήσει αυτή τη χαρά. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου, που κρατούσε πάντα κλειδωμένο, και έβγαλε το ημερολόγιο της. Το άνοιξε, και κοίταξε αυτά που είχε γράψει τις προηγούμενες ημέρες. Αναστέναξε. Πήρε το στυλό κι άρχισε να γράφει με το στρωτό γραφικό της χαρακτήρα:
Ξημερώματα Δευτέρας 10 Μαίου,
ακόμα ένας εφιάλτης, ένας εφιάλτης που δύσκολα μπορώ να ξεχάσω. Οι εφιάλτες που τόσο καιρό με βασανίζουν ήταν από την αρχή φρικτοί, έχω δει από την αρχή σε αυτούς αποτρόπαια πράγματα. Μάχες που δεν μπορούν να έχουν γίνει - όχι στο δικό μας κόσμο, δεν υπάρχουν τέτοια πλάσματα παρά μόνο στα χειρότερα ονειρά μας. Τελετές, που και μόνο η σκέψη πως ένας άνθρωπος μπορεί να πραγματοποιήσει με αρρωσταίνει, και άλλες φρικτές ακατανόμαστες πράξεις. Όμως ο αποψινός εφιάλτης ήταν ακόμα χειρότερος κατά κάποιον τρόπο. Είδα έναν άνθρωπο να μιλάει με τους νεκρούς και να αντιμετωπίζει κάτι φρικτό που δεν μπορώ να περιγράψω, κι αυτό δεν έγινε σε κάποιο μακρινό τόπο αλλά εδώ στο νεκροταφείο του χωριού μας. Φοβάμαι , φοβάμαι πως τρελαίνομαι. Σε ποιον να μιλήσω; Στη μητέρα; Έχει ήδη πολλά προβλήματα για να της φορτώσω και αυτό, ένα πρόβλημα που πολύ φοβάμαι πως είναι άλυτο. Ίσως η Λουίζα να μπορεί να μου δώσει κάποια συμβουλή.
Έκλεισε το ημερολόγιο και το έβαλε πίσω στη θέση του. Έβγαλε το μπουρνούζι και άρχισε να ντύνεται, ήταν νωρίς ακόμα, αλλά δεν είχε και τίποτα άλλο που μπορούσε να κάνει. Έβαλε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα τζιν παντελόνι, χτενίστηκε και επιθεώρησε το είδωλό της στον καθρέφτη. Είχε μαύρα, σχετικά κοντά, μαλλιά συνήθως πιασμένα σε έναν μικρό κότσο, όπως τώρα, και μαύρα μάτια που δέσποζαν σε ένα ντελικάτο πρόσωπο που παρά τη χλομάδα του ήταν πανέμορφο. Ήταν λεπτοκαμωμένη και κανονικού ύψους. Για τα αγόρια δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστική, αλλά αυτό δεν την ενδιέφερε, ειδικά υπό τις παρούσες συνθήκες.
Μόλις ξημέρωσε, πήρε την τσάντα της και βγήκε στο δρόμο με κατεύθυνση το σχολείο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου