Καθισμένος στο καταπράσινο έδαφος ο άνδρας με τα μαύρα αφουγκραζόταν. Είχε ακουμπήσει την πλάτη του στον χοντρό κορμό μιας αιωνόβιας βελανιδιάς και τα χέρια του στα γόνατα των μαζεμένων ποδιών του. Τα μάτια του ήταν κλειστά και το κεφάλι του γερμένο λίγο πίσω, φαινόταν να ακούει ήχους από έναν άλλο κόσμο. Άνοιξε ξαφνικά τα μάτια του, που ήταν στο χρώμα του ουρανού, και τινάχθηκε όρθιος:
-Σίρθιουμ, μουρμούρισε και τραβώντας την κουκούλα του μανδύα του πάνω από τα ξανθά μαλλιά του άρχισε να τρέχει.
Το ουρλιακτό πνίγηκε στο λαιμό της Έμας καθώς το σαυρόμορφο ον, κινούμενο με εκπληκτική για τον όγκο του ταχύτητα, την άρπαξε στα γαμψώνυχα χέρια του. Το σοκ ήταν τέτοιο που η κοπέλα που δεν μπορούσε πλέον ούτε καν να ψιθυρίσει πόσο δε να ουρλιάξει. Είχε τόσο πολύ φοβηθεί που δεν αντιδρούσε καθόλου. Ήταν τόσο αδρανής στα χέρια του αλλόκοτου αυτού πλάσματος όσο και μία κούκλα στα χέρια ενός παιδιού. Το Σίρθιουμ την κρατούσε με τρόπο που να μην την πληγώνουν τα κοφτερά σαν μαχαιριά νύχια του. Έφερε το μακρόστενο ερπετόμορφο κεφάλι του κοντά στο δικό της κάνοντας την να ριγήσει. Παρατήρησε πως τα μάτια του δεν ανοιγόκλειναν και ήταν σταθερά προσηλωμένα στα δικά της. Το Σίρθιουμ έβγαλε μια σειρά από περίεργους λαρυγγικούς ήχους. Έντρομη συνειδητοποίησε πως προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της, όμως εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει. Αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε αν αποτύχαινε σε αυτήν την επικοινωνία. Πριν λίγο ένιωθε να κρυώνει, τώρα όμως ήταν λουσμένη στον ιδρώτα. Το Σίρθιουμ την τράβηξε μέσα στο δωμάτιο και έφερε ακόμα πιο κοντά τα οφιοειδή μάτια του στα ορθάνοιχτα από το φόβο δικά της. Μια οσμή, σαν της αμμωνίας, έφτασε στα ρουθούνια της.
Μία εικόνα, θολή ωστόσο, εμφανίστηκε στο μυαλό της και κατάλαβε πως ό,τι και αν ήταν αυτό το ον μπροστά της προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της τηλεπαθητικά. Δεν είχε καταλάβει τι ζητούσε από’ κείνη. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και έλαβε σαν απάντηση ένα θυμωμένο μουγκρητό. Το Σίρθιουμ την τράνταξε με ευκολία, σαν να μην ζύγιζε παρά όσο ένα φτερό, και μια εικόνα σχηματίσθηκε στο μυαλό της: εκείνη καταματωμένη, κατακρεουργημένη να κείτεται στο πάτωμα του δωματίου της. Ένιωσε τα γόνατα της να λύνονται και άρχισε να τρέμει.
Βήματα ακούσθηκαν στην είσοδο του διαμερίσματος, η Λουίζα ερχόταν να δει τι είχε προκαλέσει το τρομαγμένο ουρλιακτό της φίλης της. Το Σίρθιουμ έστρεψε το κεφάλι του προς τα εκεί και οσμίσθηκε τον αέρα.
-Φύγε Λουίζα, φώναξε η Έμα. Φύγε.
Η φωνή της βγήκε σαν λυγμός και άκουσε τη φίλη της να πλησιάζει.Το Σίρθιουμ την άφησε να πέσει και στράφηκε προς την πόρτα όπου αποσβολωμένη, ανίκανη ακόμα και να ουρλιάξει στεκόταν η Λουίζα. Η Έμα σηκώθηκε όρθια. Ήταν δίπλα στο γραφείο της, συνειδητοποίησε. Το Σίρθιουμ έβγαλε πάλι μια σειρά ήχων απευθυνόμενο στη Λουίζα αυτή τη φορά. Η Έμα αναζήτησε μια λύση, μια διέξοδο από το ζωντανο αυτό εφιάλτη.Το βλέμμα της στάθηκε στο χαρτοκόπτη πάνω στο γραφείο της. Τον άρπαξε προσευχόμενη να μην την αντιληφθεί το Σίρθιουμ. Το σαυρόμορφο ον έκανε ένα βήμα προς τη Λουίζα. Η Έμα έσφιξε το χαρτοκόπτη στο ιδρωμένο χέρι της, προσπαθώντας να σιγουρέψει το κράτημά της, και με τη δύναμη της απελπισίας χτύπησε. Μ' ένα μουγκρητό που τράνταξε το σπίτι το τέρας σωριάστηκε στο πάτωμα και μετά από μερικούς σπασμούς έμεινε ακίνητο. Η Έμα ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν και έπεσε και αυτή.
Η Λουίζα τη βοήθησε να σταθεί.
-Έλα γλυκιά μου, της είπε μαλακά, πρέπει να φύγουμε.
-Πρέπει να πάρω το ημερολόγιό μου, είπε η Έμα. Έχω σημειώσει όλους τους εφιάλτες μου.
Με τρεμάμενο χέρι πήρε το κλειδί και πρόσπάθησε να το βάλει στην κλειδαριά. Το κατάφερε με τη δεύτερη προσπάθεια. Άνοιξε το συρτάρι και άρπαξε βιαστικά το ημερολόγιό της. Ακολουθούμενη από τη Λουίζα βγήκε και πάλι στο δρόμο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου