Η Συνάντηση 1

Author: Νυχτερινή Πένα /


1.

   Σηκώθηκε από την κουκέτα του αγνοώντας το κούνημα του πλοίου, είχε μείνει πολύ καιρό πάνω στο Γουώρλορντ για να μην τον πειράζουν πια λίγες ριπές αέρα, είχε δει και πολύ χειρότερα. Στάθηκε στη μέση της καμπίνας και έριξε μια ματιά. Δεν θύμιζε και πολύ αυτό που ήταν το σπίτι του για το τελευταίο εξάμηνο. Είχε μαζέψει όλα τα πράγματά του, βρίσκονταν ήδη τακτοποιημένα στο μεγάλο σακίδιο και στο χαρτοφύλακα κοντά στην πόρτα. Μόνο τη στολή που θα φορούσε είχε αφήσει έξω.
   Έκανε κρύο και έτσι αποφάσισε να ντυθεί γρήγορα. Ολοκλήρωσε το ντύσιμό του και βγήκε από την καμπίνα. Πέρασε στο κατάστρωμα και ανέβηκε στη γέφυρα. Στάθηκε στη δεξιά πτέρυγα. Από εκεί μπορούσε να δει το λιμάνι του Κοντ Άιλαντ. Σε λίγο θα αποβιβαζόταν.
   Μπήκε στη γέφυρα όπου βρισκόταν ο αξιωματικός υπηρεσίας και οι άνδρες που επάνδρωναν τις διάφορες θέσεις. Η θέση του ήταν εδώ έξι μήνες σαν αξιωματικός οπλισμού. Πλησίασε τον αξιωματικό υπηρεσίας.
   -Καλημέρα Πήτερ, σε πόση ώρα θα φτάσουμε;
   -Σε τρία περίπου τέταρτα, Μάικ.
   -Ωραία, θα είμαι στο καρέ των αξιωματικών. Πήτερ δεν θέλω τιμητικό άγημα, σφύριγμα και τα λοιπά. Απλά θα αποβιβαστώ.
   -Μάλιστα. Ο πλοίαρχος είπε....
   -Θα μιλήσω εγώ μαζί του, εσύ απλά ενημέρωσε όταν θα φτάνουμε.

   Άνοιξε τα μάτια της και μετά γύρισε νωχελικά ανάσκελα. Τεντώθηκε νιώθοντας ακόμα την γλυκιά χαλάρωση του ύπνου. Κοίταξε τα σχέδια που έκανε το φως στην οροφή του δωματίου όπως περνούσε από τις γρίλιες του κλειστού παραθύρου. Τεντώθηκε ξανά βγάζοντας τα χέρια της έξω από τα σκεπάσματα.
   Τα τράβηξε πάλι μέσα, έκανε λίγο κρύο σήμερα. Αλλά δεν μπορούσε να χουζουρεύσει. Έπρεπε να σηκωθεί. Έπρεπε να πάει στο θέατρο για την πρόβα, είχε να ρυθμίσει πολλά θέματα πριν συναντήσει για μεσημέρι τον Ανδρεα. Είχαν κανονίσει να φάνε μαζί.
   Σηκώθηκε και έβγαλε το νυχτικό της καθοδόν για το μπάνιο, ακολούθησε και το εσώρουχο και μετά μπήκε με απόλαυση κάτω από το χλιαρό νερό που την ξύπνησε για τα καλά. Αφέθηκε λίγο στην αναζωογονητική επίδραση του ντουζ πριν βγεί και αρχίσει να σκουπίζει το νερό από πάνω της με ένα απαλό μπουρνούζι.
   Βγήκε από το μπάνιο και άρχισε να ντύνεται. Εσώρουχα, ένα άνετο υφασμάτινο παντελόνι και μια απλή μπλούζα. Έβαλε και ένα ελαφρύ μπουφάν για το κρύο και ετοιμάστηκε να βγει από το σπίτι.
   Όπως είχε ζητήσει η αποβίβασή του έγινε απλά και ανεπίσημα αν και είχε φροντίσει να αποχαιρετίσει όλους τους άνδρες του πληρώματος του πολεμικού. Κατέβηκε στην αποβάθρα με το σακίδιο να κρέμεται στο αριστερό πλευρό του και το χαρτοφύλακα στο δεξί χέρι, προχώρησε στο γυμνό τσιμέντο της προς την έξοδο του λιμανιού και το δρόμο.
   Είχε έξι μήνες που δεν είχε περπατήσει σε στεριά. Ήταν υπολοχαγός των Καναδών Ρέηντζερς, επίλεκτης μονάδας των ειδικών δυνάμεων. Στα δεκατρία χρόνια που υπηρετούσε σε αυτή είχε ταξιδέψει σε πολλά μέρη του κόσμου, ειχε μετάσχει σε πολλές εκστρατείες και είχε δει πολλά. Τώρα επέστρεφε από την Ερυθρά θάλασσα όπου το Γουώρλορντ είχε συμμετάσχει στην αρμάδα για την καταπολέμηση της πειρατείας που ανθούσε στις ακτές της Σομαλίας.
   Βγήκε στο δρόμο και προχώρησε στην στάση του λεωφορείου. Κοίταξε τα μικρά περιποιημένα σπίτια του ακρωτηρίου Κοντ. Ήταν πολύ πρωί ακόμα και υπήρχαν λίγοι άνθρωποι στο δρόμο. Έριξε μια ματιά πίσω, το Γουώρλορντ έκανε πίσω για να βγει από το λιμάνι, επέστρεφε στον Καναδά για αναβάθμιση και ανάπαυση του πληρώματος. Ο ίδιος θα επιβιβαζόταν το επόμενο πρωί στο καταδρομικό Χουντ που έπλεε προς τον Περσικό.
   Πήρε τα μάτια του από το πολεμικό, που μόλις είχε ανακρούσει πρύμνα και έπαιρνε πορεία βόρεια, και κοίταξε πάλι τα όμορφα σπίτια με τους περιποιημένους κήπους. Σύμφωνα με την πινακίδα που κρεμόταν πίσω του και είχε διαβάσει μόλις στάθηκε εδώ σε λίγα λεπτά θα έπρεπε να έρθει το λεωφορείο.
   Μια γυναίκα που πλησίαζε τράβηξε την προσοχή του. Ήταν κανονικού ύψους με λεπτό σώμα. Περπατούσε γρήγορα, με ένα περπάτημα που είχε κάτι το ανάλαφρο και αέρινο. Ήταν απλά ντυμένη αλλά κομψά. Όπως έφτανε πιο κοντά παρατήρησε περισσότερες λεπτομέρειες. Είχε σπαστά μακριά μαλλιά στο χρώμα του μελιού και μεγάλα καστανά μάτια. Είχε όμορφο συμμετρικό πρόσωπο που το πλαισίωναν και το αναδείκνυαν τα μαλλιά της. Πρόσεξε τα χείλη της, ήταν καλοσχηματισμένα και ελαφρά σαρκώδη.

   Βγήκε από το σπίτι και πήρε μια βαθιά ανάσα στον κρύο αέρα. Είχε μαζί της μια τσάντα από αυτές που μπορούν να κρεμαστούν στους ώμους. Είχε πάρει μαζι της μια αλλαξιά εσώρουχα για να αλλάξει μετά την πρόβα καθώς και τα ρούχα για το μπαλέτο.
   Της άρεσε η πρωινή ήσυχη διαδρομή με συντροφιά τις σκέψεις της. Σκεψεις που έτρεχαν στην παράσταση του Καρυοθραύστη σε λίγες μέρες. Κρίμα που θα ήταν η τελευταία της παράσταση, αλλά ο Ανδρέας ήταν ανυποχώρητος ως προς αυτό. Θα έπρεπε να σταματήσει το μπαλέτο μετά το γάμο τους. Δεν ηταν καθώς πρέπει για μια κυριά Φον Ντράικε.
   Ξαφνιάστηκε βρίσκοντας κάποιον εδώ, όλα τα πρωινά ήταν μόνη στη στάση περιμένοντας το λεωφορείο για τη Βοστώνη. Ήταν λίγο μακριά αλλά είχε προτιμήσει να μην αφήσει αυτό το σπίτι για ένα που να εξυπηρετεί καλύτερα μιας και εδώ έμενε από τότε που ήταν φοιτήτρια. Το είχε αγαπήσει αυτό το διαμέρισμα.
   Ο άνδρας της έριξε μια ματιά, επιδοκιμαστική της φάνηκε. Τον κοίταξε και εκείνη, ήταν ψηλός και αρκετά γεροδεμένος. Φορούσε τη στολή των ειδικών δυνάμεων με τα διακριτικά υπολοχαγού. Είχε έναν αριθμό από παράσημα που σήμαινε ότι είχε κάνει πολλά στην καριέρα του. Χαμογέλασε, πράγματα που πρόσεχε όντας κόρη στρατιωτικού. Πλησιάζοντας είδε με έκπληξη πως στο μανίκι του είχε την Καναδική σημαία. Δεν ήταν Αμερικανός. Μάλλον περίεργο. Πλησιάζοντας είδε ότι είχε γαλανά μάτια και κοντοκουρεμένα καστανά μαλλιά.
   Έφτασε στην στάση. Στάθηκε δίπλα του να περιμένει το λεωφορείο.
  
   Έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στην κοπέλα δίπλα του, κατάλοιπο της συνεχούς εγρήγορσης στην οποία είχε μάθει να βρίσκεται στις εκστρατείες που είχε μετάσχει και δεν απέβαλλε ούτε όταν δεν υπήρχε λόγος να βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση. Από κοντά ήταν πιο όμορφη και η έκφρασή της έδειχνε πως ήταν χαμένη σε σκέψεις.
   Το λεωφορείο κατέφτασε και σταμάτησε μπροστά στην στάση. Την άφησε να ανέβει πρώτη μιας και εκείνος είχε και αποσκευές. Ακολούθησε μέσα στο λεωφορείο και αφού τοποθέτησε το σακίδιο σε ένα από τα ειδικά πλέγματα για τις αποσκευές έψαξε για θέση. Βρήκε μια άδεια σε ένα ζευγάρι αντικριστών θέσεων και κάθισε. Μόλις το έκανε διαπίστωσε ότι είχε καθίσει απέναντι στην κοπέλα που ήταν μαζί στην στάση.
   Η κοπέλα πλήρωσε για το εισητήριο και εκείνος παρατήρησε τα χέρια της. Είχε λεπτά, ντελικάτα χέρια αλλά νευρώδη, θα ήταν αρκετά χειροδύναμη. Ήρθε η δική του σειρά να πληρώσει και έδειξε την στρατιωτική του ταυτότητα που του εξασφάλιζε δωρεάν μετακίνηση με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, δεν ήταν Αμερικανός αλλά η ρύθμιση αυτή κάλυπτε και αξιωματικούς συμμάχων χωρών διαπιστευμένων στο έδαφος των ΗΠΑ.
   Κοίταξε και πάλι έξω, τα σύννεφα είχαν πυκνώσει, η μέρα που θα περνούσε στη Μασαχουσέτη θα ήταν συννεφιασμένη και βροχερή. Αλλά δεν το πείραζε καθόλου αυτό, τέτοιος καιρός του άρεσε και τον είχε στερηθεί μέχρι που το Γουώρλορντ είχε φτάσει στο Γιβλαρτάρ.

   Ξαφνιάστηκε κάπως βλέποντας τον ξένο να κάθεται απέναντί της αν και δεν θα έπρεπε, ελάχιστες ελεύθερες θέσεις υπήρχαν στο λεωφορείο. Του έριξε μια ματιά, πιο προσεκτική τώρα. Στο δεξί μάγουλο είχε μια χαρακιά, κάποιο παλιό τραύμα που τώρα έκλεινε, όπως και στην ράχη του δεξιού του χεριού. Είχε μεγάλα, δυνατά χέρια παρατήρησε. Της θύμιζαν τα χέρια του Ανδρέα μόνο που έδειχναν ικανά για πιο απαλές και μετρημένες κινήσεις παρά τη δύναμη που έκρυβαν.
   Μια κίνησή του έκανε τα παράσημα να κινηθούν και να τραβήξουν την προσοχή της. Μέτρησε πέντε παράσημα, διακεκριμένων υπηρεσιών της δημοκρατίας της Ονδούρας, Μεγαλόσταυρος του βασιλείου της Τόνγκα, διακεκριμένων υπηρεσιών της πατρίδας του αλλά και της δικής της και μετά ήταν το παράσημο της Πορφυρής Καρδιάς. Αυτό το τελευταίο την ξάφνιασε, ήταν η ανώτερη διάκριση της πατρίδας της και απορούσε πως ένας ξένος και μάλιστα τόσο νέος την είχε κερδίσει. Πήρε το βλέμμα της από τα παράσημα και διασταυρώθηκε με το δικό του. Κοκκίνισε, σίγουρα είχε καταλάβει πως τον κοιτούσε. Και τι θα σκεφτόταν; Αποφάσισε να του εξηγήσει τι είχε τραβήξει την προσοχή της μετά από στιγμιαία σκέψη. Και έτσι πήρε μια απόφαση που θα άλλαζε τη ζωή της.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου