Η Συνάντηση 2

Author: Νυχτερινή Πένα /


2.

   -Η Πορφυρή Καρδιά τράβηξε την προσοχή μου, δεν είναι και κάτι που βλέπεις συχνά.
   Είχε μια όμορφη γλυκιά φωνή και του άρεσε.
   -Ναι, το ξέρω, της είπε. Την έχω δέκα χρόνια.
   Η δική του φωνή ήταν βαθιά, ζεστή φωνή. Μπορούσε να τον φανταστεί να δίνει διαταγές στη φωτιά της μάχης. Την ξάφνιασε με τη δήλωσή του, αν ήταν τώρα νέος γα τη διάκριση αυτή πόσο περισσότερο όταν την είχε αποκτήσει.
   -Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός και ξέρω μερικά πράγματα, είπε.
   -Πως τον λένε; Ίσως τον ξέρω, συνεργάστηκα πολλές φορές με Αμερικανούς αξιωματικούς.
   -Στρατηγός εν αποστρατεία πλέον Τζων Σίλκο.
   -Δεν τον ξέρω προσωπικά αλλά είχα διατελέσει υπό τις διαταγές του σαν διοικητή του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, κοντά στην Κανταχάρ. Εσύ είσαι η...
   -Άλις Σίλκο, είπε η κοπέλα και έτεινε το χέρι της.
   -Μάικ Μακ Γκρέγκορ, της συστήθηκε εκείνος και το έσφιξε.
   Όπως είχε υποθέσει το χέρι του ήταν απαλό παρότι χέρι στρατιώτη.
   -Θα μείνεις καιρό στη Βοστώνη; Ή θα συνεχίσεις και πέρα από τη Βοστώνη;
   -Όχι στη Βοστώνη πάω αλλά θα μείνω μόλις σήμερα, αύριο το πρωί θα επιστρέψω στο Κοντ για να με παραλάβει το επόμενο πλοίο μου.
   -Κρίμα, είπε η κοπέλα φέρνοντας ένα χαμόγελο στα χείλη του. Η Βοστώνη είναι τόσο ωραία.
   -Ναι, το ξέρω.
   -Που θα μείνεις; Έχεις κλείσει σε ξενοδοχείο;
   -Όχι, ήμουν στη θάλασσα αλλά υπέθεσα ότι θα βρω, είπε ο Μάικ. Έκανα λάθος λες; πρόσθεσε ανάλαφρα.
   -Έχω μια φίλη διευθύντρια στο Σέρατον. Θες να της μιλήσω;
   -Αν χρειαστεί, και αν δεν σου κάνει κόπο.
   -Κανένας κόπος, το λεωφορείο θα μας αφήσει σχεδόν απ' έξω.
  Δαγκώθηκε. Είχε φανεί και πάλι αυθόρμητη, ένα γεγονός που οι γονείς της κατέκριναν γιατί οδηγούσε πολλές φορές στο να μην κρατάει τους τύπους που θεωρούνταν απαραβίαστοι σαν νόμοι στους κύκλους τους. Ο Ανδρέας διασκέδαζε με τον αυθορμητισμό της, ή τουλάχιστον συνήθιζε να το κάνει.
   -Σε ευχαριστώ πολύ, είπε ο Μάικ. Εσύ γιατί πας στη Βοστώνη; Εκεί δουλεύεις;
   -Ναι.
   -Με τι ασχολείσαι; Αν επιτρέπεται φυσικά.
   -Είμαι χορεύτρια του κλασσικού χορού, είπε η Άλις περιμένοντας να δει την απαξιωτική γκριμάτσα που έκαναν συνήθως εκείνοι οι γνωστοί που δεν ήταν αρκετά διπλωμάτες ώστε να κρύψουν την απαρέσκειά τους. Αλλά ο Μάικ δεν έδειξε κάτι τέτοιο.
   -Μπαλαρίνα, δηλαδή; ρώτησε. Δεν ξέρω πολλά για το συγκεκριμένο χώρο.
   -Ναι, το μπαλέτο είναι η μεγάλη μου αγάπη, ασχολούμαι από τεσσάρων ετών. Είκοσι πέντε χρόνια δηλαδή. Μια ζωή ολόκληρη.
   Ήταν είκοσι εννέα λοιπόν, ο Μάικ την είχε υπολογίσει για λίγο πιο μικρή, η δροσερή επιδερμίδα και η φρεσκάδα του προσώπου της τον είχαν κάνει να την υπολογίσει γύρω στα είκοσι πέντε.
   -Είναι υπέροχο το συναίσθημα ότι μπορείς να εκφράσεις συναισθήματα μέσα από όλο το σώμα σου, με τις κινήσεις και τις στάσεις. Και η ενέργεια που νιώθεις συγκεντρωμένη μέσα σου είναι κάτι το ασύλληπτο, μεθυστικό.
   -Το αγαπάς, είναι προφανές, σχολίασε ο Μάικ. Να υποθέσω ότι είσαι με κάποιο από τα μεγάλα μπαλέτα της Βοστώνης.
   -Ναι, κάνουμε πρόβες για να ανεβάσουμε την Κυριακή μετά των ευχαριστιών τον Καρυοθραύστη.
   -Α πολύ ωραία. Θα το ήθελα να το δω αυτό.
   -Θα σου δώσω πρόσκληση, τα εισητήρια έχουν εξαντληθεί ξέρεις.
   -Ευχαριστώ, αλλά θα είμαι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
   -Ω ναι, το ξέχασα, είπε η Άλις και δαγκώθηκε.
   -Μην το κάνεις, αυτό είπε ο Μάικ. Είναι κρίμα, έχεις όμορφα χείλη, μην τα χαλάς.
   Η Άλις τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Ήταν μια αντανακλαστική κίνηση, την έκανε όταν βρισκόταν σε αμηχανία από όταν ήταν μικρό κοριτσάκι. Ο Ανδρέας την μάλωνε για την ανώριμή της συνήθεια. Αλλά ο άνδρας απέναντί της είχε πει να μην το κάνει για έναν τελείως διαφορετικό λόγο που ήταν ταυτόχρονα και φιλοφρόνηση.
   Η κοπέλα που θα ήταν μαζί του δεν θα ήταν υποχρεωμένη να είναι εξαιρετικά προσεκτική για να μην προκαλέσει την δυσαρέσκειά του. Ασυναίσθητα κοίταξε τα χέρια του. Δεν φορούσε βέρα ή κάτι άλλο τέτοιο. Ήταν ελεύθερος. Άρα η κοπέλα που είχε μακαρίσει δεν υπήρχε. Μάλλον. Δαγκώθηκε, θυμήθηκε τι της είχε πει και σταμάτησε. Πέρασε απαλά τη γλώσσα της πάνω από τα χείλη της για να σιγουρευτεί ότι δεν τα είχε κάνει να σκάσουν. Σταμάτησε καθώς συνειδητοποίησε απότομα ότι η κίνηση αυτή θα μπορούσε να είχε παρεξηγηθεί. Κοίταξε τον Μάικ αλλά εκείνος την παρατηρούσε ατάραχος.
   -Εντάξει, δεν τα έσκασες, είπε, αλλά να τα προσέχεις. Πρέπει να μην το κάνεις αυτό.
   Η Άλις γέλασε. Ένιωθε τόσο ξαλαφρωμένη ξαφνικά. Αυτός ο άνδρας την έκανε να νιώθει άνετα να είναι ο εαυτός της.
   -Θα τα προσέχω, είπε χαμογελώντας.
  Έξω ο ουρανός είχε γίνει πιο μουντός. Τα σύννεφα είχαν καλύψει τον ουρανό από τη μια ως την άλλη άκρη του ορίζοντα, η βροχή δεν θα αργούσε να καταφτάσει.
   -Μου αρέσει αυτός ο καιρός, είπε η Άλις.
  -Και' γω τον προτιμώ και τίποτα δεν μου είχε λείψει στη Νεκρά Θάλασσα περισσότερο από μια συννεφιασμένη μέρα. Αλλά από το Γιβλαρτάρ και μετά δεν έχω παράπονο, είχαμε πολλές μέρες με τον αγαπημένο μου καιρό.
   -Λένε πως είναι καιρός για μελαγχολικούς, είπε η Άλις. Αλλά εμένα μου αρέσει, να είμαι σπίτι στα ζεστά και έξω να βρέχει με αστραπές και βροντές. Χωμένη στο κρεβάτι μου ας πούμε, να βλέπω έξω την βροχή.
   Είναι παράξενο πως μπορούν να ξυπνήσουν οι αναμνήσεις. Η φράση της Άλις έφερε στο μυαλό του την τελευταία φορά που είχε γίνει αυτό αν και είχαν περάσει μερικά χρόνια ήδη.

2 σχόλια:

velis είπε...

Ο στρατιώτης & η μπαλαρίνα… παραμύθι δεν ήταν αυτό;
Επειδή μού αρέσει η ιστορία αγάπης που άρχισες, σε προειδοποιώ μην την τελειώσεις ως αστυνομικό… & οπωσδήποτε να είναι αίσιο το τέλος τους.
Όπως πάντα ευγενική, ε;

Νυχτερινή Πένα είπε...

Α ο μολυβένιος στρατιώτης, ξέρεις πως τελείωσε αυτό ε;


Για το τέλος μμμ... δεν εγγυάμαι τίποτα.

Δημοσίευση σχολίου