Ήταν ο χειμώνας του 2006, η νέα χρονιά μόλις είχε μπει. Ο Μάικ ήταν τοποθετημένος στο Ντανούρ, ένα χωριό κοντά στην Κανταχάρ σε ένα προκεχωρημένο φυλάκιο των Νατοϊκών δυνάμεων που συνέχιζαν τον πόλεμο κατά των φανατικών Ταλιμπάν. Ήταν εγκατεστημένο σε μια αγροικία την οποία είχαν επιδιορθώσει και οχυρώσει.
Εκείνο το πρωί είχε ξεσπάσει μια άγρια θύελλα και είχε ξυπνήσει από το άγριο βουητό του αέρα. Θυμόταν πολύ καλά και τη θύελλα. Ήταν μια από τις χειρότερες που είχε δει όσο ήταν στο Αφγανιστάν. Η θερμοκρασία τη νύχτα είχε πέσει δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν και η ορατότητα επίσης χαμηλή. Οι περιπολίες ήταν μια δοκιμασία αντοχής και γερών νεύρων αλλά το κρύο είχε κόψει την διάθεση στους αντάρτες και η μέρα είχε περάσει ήσυχα.
Είχε επιστρέψει στο φυλάκιο παγωμένος ως το κόκαλο, μια έκφραση που στα υψίπεδα του Αφγανιστάν ήταν κυριολεκτική. Εκείνη τη νύχτα οι περιπολίες ήταν σε ακόμα πιο τεταμένο κλίμα γιατί είχαν σημειωθεί συγκρούσεις στο αμέσως προηγούμενο διάστημα.
Η Νάλα κοιμόταν και είχε μπει ήσυχα στο δωμάτιο για να μην την ξυπνήσει. Είχε αφήσει τα όπλα του, είχε γδυθεί και είχε ξαπλώσει σιγά σιγά δίπλα της. Αλλά μόλις είχε ξαπλώσει η κοπέλα είχε γυρίσει προς το μέρος του.
-Ήρθες, είπε με φωνή βραχνή από τον ύπνο.
-Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, της είπε.
Η Νάλα ανασηκώθηκε και στηρήχθηκε στον αγκώνα της. Ο χείμαρρος των μαύρων μαλλιών της έπεφτε και σκίαζε το πρόσωπο με τα αδρά χαρακτηριστικά. Το ελεύθερο χέρι της χάιδεψε το στέρνο του.
-Είσαι τόσο παγωμένος, είπε. Θα σε ζεστάνω εγώ.
Τον αγκάλιασε και πίεσε το σώμα της στο δικό του. Την αγκάλιασε και εκείνος και η Νάλα ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. Έμειναν έτσι να παρακολουθούν τη θύελλα που μαινόταν έξω. Το κρεβάτι ήταν παραδοσιακό αφγανικό, στρωμένο στο δάπεδο με πολλά σκεπάσματα μιας και δεν υπήρχε θέρμανση πέρα από μερικές ξυλόσομπες.
-Φοβάμαι για' σενα, είπε η Νάλα.
-Δεν χρειάζεται, εσύ να προσέχεις μικρή μου, είπε εκείνος.
Η Νάλα ανασηκώθηκε από το στέρνο του και τον φίλησε. Ένα φιλί γεμάτο πάθος και πόθο....
-Μάικ;
-Συγνώμη, είπε ο Καναδός, αφαιρέθηκα.
-Κάπου ταξίδευες, είπε η κοπέλα.
-Ναι, θυμήθηκα κάποτε που έβλεπα έτσι μια καταιγίδα και ήμουν μέσα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Για την ακρίβεια είχα μόλις γυρίσει απ' έξω και ήμουν παγωμένος και η Νάλα προσπαθούσε να με ζεστάνει.
-Η κοπέλα σου; είπε η Άλις νιώθοντας κάπως απογοητευμένη χωρίς να ξέρει και εκείνη το γιατί.
-Όχι ακριβώς.
Υπήρχε μια αδιόρατη μελαγχολία, κάποια θλίψη για κάτι που είχε γίνει παλιά.
-Όταν πήγα στο Ντανούρ βρήκα τους κατοίκους σε αναταραχή, θέλανε να λιθοβολήσουν την Νάλα γιατί δεν ήθελε να δεχθεί τον άνδρα που της προόριζε ο πατέρας της. Παρενέβηκα με τους άνδρες μου και τους είπα να σταματήσουν. Πήραμε την Νάλα υπό την προστασία μας. Είχε τρομοκρατηθεί τόσο που όπου και αν την βάζαμε να κοιμηθεί ερχόταν να κοιμηθεί δίπλα μου ως που το πήρα απόφαση και την άφηνα. Μια νύχτα που το κρύο ήταν τσουχτερό η Νάλα πέρασε μέσα στο κρεβάτι.
-Πόσο ήταν;
-Είκοσι δύο, πολύ μεγάλη για τα δεδομένα τους για να είναι ανύπανδρη. αλλά συνέβαινε εξ' αιτίας του πολέμου. Ήταν μια ήρεμη και γεμάτη πραότητα φύση, επειδή δεν έβγαινε έξω για το φόβο των ντόπιων περνούσε τη μέρα της με το νοικοκυριό.
-Του φυλακίου;
-Ναι, της άρεσε. Δεν ήξερε να γράφει και να διαβάζει αλλά έμαθε τάβλι και σκάκι που παίζαμε για να περνάει η ώρα.
-Και κοιμόταν δίπλα σου όλο τον καιρό;
-Ναι, πάντα. Εκτός και αν ήμουν σε νυκτερινή περιπολία, τότε κοιμόταν μόνη αλλά και πάλι στο κρεβάτι μου.
-Είχατε κοιμηθεί μαζί; Εννοώ όχι δίπλα σου αλλά..... είπε αυθόρμητα η κοπέλα και κοκκίνισε συνειδητοποιώντας τι ρωτούσε.
Αλλά η ευθύτητα αυτή δεν έδειξε να ενοχλεί τον συνομιλητή της.
-Ναι, απάντησε αβίαστα ο Μάικ. Είχαμε κοιμηθεί μαζί.
'Ηταν κάτι που το θυμόταν ακόμα και τόσα χρόνια μετά. Την υφή του δέρματός της, τη μυρωδιά των μόλις λουσμένων μαλλιών της, το σημείο που την είχε πρωτοαγγίξει..... Δεν ήθελε να τα σκεφθεί τώρα αυτά και προσήλωσε το βλέμμα του στην Άλις. Εκείνη ωστόσο πήρε το βλέμμα του σαν άδεια για μια ακόμα ερώτηση.
-Πως έγινε; Είχατε δεσμό;
Αναρωτήθηκε τι την είχε πιάσει. Ρωτούσε ένα ξένο για το πως είχε συμβεί να κοιμηθεί με κάποια κοπέλα; Αυτό ήταν πέρα από τον αυθορμητισμό που την παρέσερνε συχνά. Αλλά δεν άργησε να βρει την απάντηση. Αυτό το μυστήριο της γνωριμίας, ακόμα και της ερωτικής έλξης ήταν κάτι που δεν το είχε ζήσει. Γνώριζε τον Ανδρέα από τότε που ήταν παιδιά.
-Η Νάλα ήταν πολύ φοβισμένη, ειδικά τον πρώτο καιρό. Δεν έφευγε από κοντά μου όσο περισσότερο μπορούσε και δεθήκαμε πολύ. Ένα βράδυ είχαμε μολις πάει στο δωμάτιό μας και έβαζα μερικά ακόμα ξύλα στη σόμπα....
Είχε βάλει μερικά χοντρά κούτσουρα ακόμη στη σόμπα για να κρατήσει ως το πρωί και η Νάλα του διηγείτο μια ιστορία για έναν τσιγκούνη χωριανό που έκανε το κάθετι για οικονομία. Πολλές φορές συμπλήρωνε την ελλιπή γνώση της στα Αγγλικά με εύγλωττες χειρονομίες που εξηγούσαν τι ήθελε να πει. Τον έκανε να γελάσει με την ιστορία αυτή και όπως στέκονταν αντικριστά η Νάλα ξαφνικά τον είχε φιλήσει.
Δεν ήταν ώρα να το σκεφθεί αυτό. Κοίταξε την κοπέλα απέναντί του.
-Υποθέτω ότι μετά ακολούθησε..... είπε η Άλις και σταμάτησε ξαφνικά. Θυμήθηκε τη μητέρα της να λέει αυστηρά: Οι καθώς πρέπει νεαρές δεν συζητούν τέτοια πράγματα. Δεν μπόρεσε να μη γελάσει προκαλώντας την έκπληξη του συνομιλητή της.
-Συγνώμη, είπε, αλλά θυμήθηκα τη μητέρα μου.
-Τη μητέρα σου;
-Ναι, πάντα απαγόρευε τέτοια θέματα στο σπίτι.
-Κατάλαβα, χαμογέλασε ο Μάικ. Τυπική στρατιωτική οικογένεια.
-Ναι, θυμάμαι ότι τα συζητάγαμε κρυφά αυτά με την αδερφή μου. Ακόμα και με τον Ανδρέα μου έλεγε.....
Σταμάτησε καθώς συνειδητοποίησε πως ο Μάικ δεν ήξερε ποιος ήταν ο Ανδρέας.
-Ο Ανδρέας είναι ο μελλοντικός μου σύζυγος. Θα παντρευτούμε σε λίγο καιρό.
-Συγχαρητήρια, είπε ο Μάικ.
-Ευχαριστώ. Ακόμα και με τον Ανδρέα όμως....
Ακόμα και με τον Ανδρέα δεν μιλούσε πολύ για τέτοια πράγματα. Η ίδια μαθημένη στην απαγόρευση που είχε βιώσει στην οικογένεια σπάνια έφερνε τη συζήτηση σε τέτοια θέματα ούτε ο Ανδρέας το έκανε πέρα από μερικά υπονοούμενα και κάποια πονηρά χάδια. Θυμόταν το σοκ της όταν το χέρι του είχε γλυστρίσει ανάμεσα στα πόδια της ενώ φιλιούνταν. Είχε τιναχτεί απότομα αλλά την είχε καθησυχάσει.
Μια ακόμα πιο έντονη ανάμνηση αναδύθηκε από τη μνήμη της.
Ήταν καλοκαίρι, είχαν πάει για λίγες μέρες στο Άσπεν στο εξοχικό της οικογένειας Φον Ντράικε μόνο οι δυο τους. Ο πατέρας της ήταν τότε στον Περσικό κόλπο καθώς γίνονταν ήδη ετοιμασίες για πόλεμο με το Ιράκ. Η μητέρα της δεν ήθελε να αφήσει την Βοστώνη και από πλευρά της και η οικογένεια του Ανδρέα είχε υποχρεώσεις έτσι είχαν πάει οι δυο τους μαζί με ένα φιλικό ζευγάρι.
Συνέβει την τρίτη τους νύχτα εκεί. Είχαν γυρίσει μόλις από μια βόλτα στο βουνό. Είχαν φάει εκεί έξω και έτσι όταν είχαν επιστρέψει είχαν αποσυρθεί στα δωμάτιά τους. Η Άλις είχε ανοίξει το παράθυρο και ανάσαινε με βαθιές ανάσες το μυρωδάτο αέρα του βουνού όταν ο Ανδρέας ήρθε στο δωμάτιό της. Την αγκάλιασε από τη μέση και έφερε τα χείλη του κοντά στο αυτί της, ψιθύρισε το όνομά της και τη φίλησε απαλά. Η Άλις αφέθηκε.
Τη γύρισε προς το μέρος του και τη φίλησε. Το φιλί ήταν ορμητικό, απαιτητικό, πάντα έτσι ήταν. Την τράβηξε κολλητά πάνω στο σώμα του. Ξεκούμπωσε ένα κουμπί από το πουκάμισό της και πέρασε το χέρι του να αγγίξει την κοιλιά της, η Άλις αφέθηκε στο χάδι και δεν διαμαρτυρήθηκε καθώς ο Ανδρέας ξεκούμπωνε το πουκάμισο περισσότερο ενώ συνέχιζε να τη φιλάει. Ο Ανδρέας συνέχισε να τη χαιδεύει ενώ ξεκούμπωνε το στηθόδεσμό της. Η Άλις ένιωσε τη θηλή να σκληραίνει στην επαφή με τον αέρα και μια προσμονή γεννήθηκε μέσα της για το χάδι που θα ακολουθούσε. Όταν το χέρι του Ανδρέα έκλεισε πάνω στο στήθος της ένα ρίγος τη διέτρεξε, πίεσε μόνη της το σώμα της στο δικό του νιώθοντας τον ερεθισμό του. Ο Ανδρέας έλυσε τη ζώνη της και άφησε το παντελόνι της να γλυστρίσει στο πάτωμα. Εκείνη δεν έφερε αντίρρηση, το ήθελε αυτό που γινόταν αν και μια πλευρά του εαυτού της ένιωθε αγχωμένη με την νέα αυτή εμπειρία.
Ο Ανδρέας την σήκωσε στα χέρια του και την μετέφερε στο κρεβάτι όπου την απίθωσε απαλά και συνέχισε να την χαιδεύει. Η Άλις έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε να απολαμβάνει τα χάδια που γίνονταν όλο και πιο αισθησιακά. Ασυναίσθητα σχεδόν μετακίνησε τα πόδια της κάνοντας χώρο στο σώμα του και μετά τα έσφιξε στους γοφούς του.
Ύστερα ένιωσε έναν πόνο, ένα κάψιμο εκεί χαμηλά καθώς για πρώτη φορά δεχόταν έναν άνδρα μέσα της. Δεν τρόμαξε, ήξερε ότι αυτό θα συνέβαινε, όπως και ότι η ηδονή μετά θα κάλυπτε τον πόνο. Αλλά αυτή η κορύφωση που περίμενε δεν ήρθε. Ο Ανδρέας συνέχισε να της κάνει έρωτα δυνατά όλο και με μεγαλύτερη ένταση και έφτασε ξαφνικά στην ολοκλήρωση. Έγειρε στο πλευρό της χαμογελώντας και την τράβηξε στην αγκαλιά του ικανοποιημένος. Εκείνη όμως ένιωθε απογοητευμένη, είχε βιώσει μια υπέροχη, συναρπαστική διέγερση αλλά μετά δεν είχε ακολουθήσει η εκτόνωσή της αφήνοντάς την ανικανοποίητη, σαν κάτι πολύ βασικό να έλειπε.
Το είχε αποδώσει στην απειρία της και στο ότι ήταν η πρώτη της ερωτική συνεύρεση αλλά και στις επόμενες δεν είχε γίνει κάτι διαφορετικό. Ένιωθε ελλιπής, σαν να μην ήταν ακριβώς κανονική γυναίκα, φοβόταν ότι έφταιγε εκείνη και ντρεπόταν να το συζητήσει με κάποιον. Ήταν περίεργο που ένιωθε πως θα μπορούσε να μιλήσει γι' αυτό με τον άνδρα απέναντί της αν και τον είχε γνωρίσει μόλις πριν λίγο. Ή ίσως γι' αυτό ακριβώς.
Κοίταξε τον Μάικ που την περίμενε να μιλήσει αντιλαμβανόμενος ότι είχε χαθεί σε σκέψεις. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε πράγματι να του πει τι σκεφτόταν. Δεν ήταν πρέπον αλλά έπρεπε να πάρει την απάντηση.
-Ακόμα και με τον Ανδρέα δεν μπορούσα να πω πολλά σε αυτό το θέμα, είχα μάθει να ντρέπομαι. Ακόμα και όταν κοιμηθήκαμε πια μαζί... Ούτε τότε.
-Δεν θα έπρεπε αφού είστε ζευγάρι.
-Θα έπρεπε αλλά δεν είναι έτσι. Ακόμα και τώρα ντρέπομαι να του πω...... Με κοιτάζει τόσο υπεροπτικά όταν κάτι αγνοώ που είναι για εκείνον προφανές. Δεν.....
Η φράση της έμεινε ανολοκλήρωτη καθώς με ένα στρίγκλισμα των φρένων το λεωφορείο φρέναρε τινάζοντάς την πάνω στον Μάικ. Τα δικά του αντανακλαστικά ήταν πολύ καλύτερα οξυμένα σε πεδία μάχης και εκστρατείες. Την έπιασε σταθερά όπως βρέθηκε στην αγκαλιά του.
-Συγνώμη, ψέλλισε η Άλις.
Ο Μάικ χαμογέλασε.
-Δεν έγινε τίποτα.
Η Άλις επέστρεψε στη θέση της. Είχε κοκκινίσει. Διαπίστωσε πως το λεωφορείο δεν κινείτο και πως πολλοί επιβάτες είχαν σηκωθεί για να δουν τι είχε γίνει. Σηκώθηκε και εκείνη, από όσο μπορούσε να δει κάποιο ατύχημα είχε γίνει ακριβώς μπροστά τους με πολλά οχήματα εμπλεκόμενα και ο δρόμος είχε κλείσει.
-Ωραία αυτό έλειπε, είπε.
-Θα μείνουμε εδώ αρκετή ώρα απ' ότι φαίνεται, ακούστηκε ο οδηγός, μπορείτε να κατεβείτε αλλά μην απομακρυνθείτε παρακαλώ.
Άνοιξαν οι δυο πόρτες του λεωφορείου και κρύος αέρας εισέβαλλε στο χώρο.
-Θα κατέβεις; τη ρώτησε ο Μάικ.
-Δεν ξέρω.... Εσύ;
-Ναι λέω να κατέβω.
-Τότε.... αν θες παρέα, είπε η κοπέλα.
-Φυσικά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου