Η
αρκούδα σηκώθηκε στα πίσω πόδια της και βρυχήθηκε. Ο Μιχάλης στάθηκε ατάραχος
μπροστά στο άγριο ζώο με τα δυνατά άκρα που μπορούσαν να συνθλίψουν το κρανίο
του με ένα απλό χτύπημα. Δεν έκανε πίσω, δεν φοβήθηκε καν. Η αρκούδα πεινασμένη
προφανώς έκανε ακόμα ένα βήμα μπροστά αλλά την επόμενη στιγμή ακούστηκε ένας
πυροβολισμός και έπεσε στο χιόνι με το αίμα να κυλάει ελεύθερα από το πλευρό
της.
Ο
Μιχάλης έκπληκτος που ζούσε ακόμα στράφηκε να δει τον δημιουργό αυτού του
θαύματος. Ένας άνδρας ντυμένος με ρούχα κατάλληλα για επιβίωση στην αφιλόξενη
αυτή περιοχή πλησίαζε έκπληκτος με την παρουσία του Μιχάλη εδώ περισσότερο από
ότι εκείνος με την σωτηρία του. Κρατούσε ένα τυφέκιο με διόπτρα και ο Μιχάλης
δεν χρειαζόταν να ρωτήσει ποιος ήταν. Τον αναγνώρισε εύκολα, είχε εξάλλου
ακριβώς τα ίδια μάτια με την κόρη του.
Ο
Στράουντ στεκόταν μπροστά στο container μελετώντας το μηχανισμό που το κρατούσε
κλειστό. Ήξερε τώρα ότι ο συνδιασμός είχε αλλάξει μόλις πριν λίγες ώρες και
προσπαθούσε να μαντέψει ποιος το είχε κάνει. Ήταν σίγουρος ότι δεν ήταν έργο
του Αλέξανδρου, το επιχείρημά του ήταν σωστό. Δεν χρειαζόταν να το ανοίξει και
αυτό τον έκανε να αναρωτιέται. Και αφού πλέον η Σιμόν δεν βρισκόταν στο πλοίο
σε ποιον είχε εμπιστευτεί την πληροφορία; Ποιος είχε φροντίσει να αλλάξει
αμέσως τον κωδικό;
-Ο
καταραμένος ανάπηρος! μούγκρισε ο δικηγόρος και διέταξε: Πηγαίνετε να τον
φέρετε. Θα τον κάνω να μαρτυρήσει.
-Ευχαριστώ
πλοίαρχε Γκρήνγουντ, είπε ο Μιχάλης.
-Ξέρεις
ποιος είμαι; είπε εκείνος και σήκωσε το όπλο του σημαδεύοντας το στήθος του.
-Δεν
είμαι με εκείνους που προκάλεσαν τη βύθιση του Βολτέρα. Ήρθαμε να βρούμε το
πλοίο και τυχόν επιζώντες. Αν και είμαστε σε κατάσταση ομηρίας.
-Ομηρίας;
-Είναι
πολλά που γίνανε. Πόσοι έχετε επιζήσει; ρώτησε ο Μιχάλης. Ήταν έτοιμος να
πεθάνει και ούτως ή άλλως δεν είχε παρά αναβληθεί η ώρα που θα άφηνε αυτόν τον
κόσμο, αλλά ήθελε να καταστρέψει τα σχέδια του Στράουντ αν μπορούσε.
-Δέκα,
είπε ο πλοίαρχος, από τριάντα. Είμαστε οπλισμένοι.
-Τότε
ίσως μπορούμε να κάνουμε κάτι. Πως βγήκατε στη στεριά; Έχετε βάρκα;
-Ναι,
έχουμε βρει καταφύγιο εδώ κοντά σε έναν όρμο.
-Ίσως
μπορούμε να κανουμε κάτι.
-Από
το πλοίο κατεβάζουν μια βάρκα, είπε ο πλοίαρχος.
-Ο
Στράουντ κατάλαβε, είπε ο Μιχάλης απογοητευμένος. Φύγε πλοίαρχε, το καθίκι δεν
θα δείξει οίκτο. Δεν προλαβαίνουμε.
-Καθυστέρησέ
τον όσο μπορείς, είπε ο πλοίαρχος. Και κράτα την προσοχή του μακριά από τη
στεριά. Έχω ένα σχέδιο.
Οι
άνδρες του Στράουντ οδήγησαν τον Αλέξανδρο και Χάνα στο χώρο της δεξαμενής του
βαθυσκάφους. Το επανδρωμένο βαθυσκάφος του Κέλντις καταδυόταν σε μια δεξαμενή
που γέμιζε με νερό, όταν γέμιζε η δεξαμενή άνοιγε η ειδική θυρίδα και έβγαινε
στον ωκεανό. Τώρα ήταν τοποθετημένο στην άκρη και δεμένο με τους ειδικούς
ιμάντες που το ασφάλιζαν από τον κλυδωνισμό των θαλασσοταραχών. Το ίδιο
ασφαλισμένος ήταν και ο ειδικός γερανός που το καθέλκυε. Η δεξαμενή ήταν
κλεισμένη με το ειδικό κάλυμμα και άδεια.
Υπό
την απειλή όπλου ο Αλέξανδρος και η Χάνα κατέβηκαν στη δεξαμενή που αμέσως μετά
ξανάκλεισαν οι άνδρες του Στράουντ βυθίζοντάς τους στο σκοτάδι.
-Φοβάμαι,
ψιθύρισε η Χάνα.
Στο
σκοτάδι βρήκε το χέρι του Αλέξανδρου και το έσφιξε. Εκείνος την τράβηξε στην
αγκαλιά του όπου η Χάνα βρήκε καταφύγιο σαν τρομαγμένο παιδί. Της χάιδεψε τα
μαλλιά και έσκυψε και τη φίλησε.
Ακούστηκε
ένας μεταλλικός ήχος, εκκωφαντικός στον κλειστό χώρο, και νερό άρχισε να
χύνεται στην δεξαμενή. Η Χάνα σφίχτηκε πάνω στον Αλέξανδρο.
-Κράτα
με, ψιθύρισε.
Ο
Αλέξανδρος δεν απάντησε, το μυαλό του σκεφτόταν πυρετωδώς έναν τρόπο να
αποδράσουν από το πεπρωμένο που τους είχε ετοιμάσει ο Στράουντ. Ήξερε ότι είχαν
λίγο χρόνο, η δεξαμενή γέμιζε σε είκοσι λεπτά. Από εκείνη τη στιγμή θα ζούσαν
όσο χρόνο θα τους χάριζε ο αέρας στα πνευμόνια τους.
Το
παγωμένο νερό του ωκεανού ήρθε να αγκαλιάσει τις γάμπες τους και ένας λυγμός
ξέφυγε από τα χείλη της Χάνα.
-Συγχώρεσέ
με Αλέξανδρε.
-Τι
να συγχωρήσω Χάνα; είπε εκείνος με το μυαλό του για μια στιγμή να αφήνει την
κατάσταση στην οποία βρίσκονταν. Δεν υπάρχει τίποτα να συγχωρήσω.
-Πριν
από έξι χρόνια σε άφησα ξαφνικά γιατί αυτό ζήτησε ο πατέρας μου. Αλλά μόνο αφού
έγινε αυτό ανακάλυψα ότι ήμουν........
-Δεν
υπάρχει τίποτα να συγχωρήσω Χάνα. Ό,τι έγινε έγινε, δεν ζω στο παρελθόν.
Η
Χάνα δεν απάντησε. Το νερό ανέβαινε ψηλότερα παγώνοντάς τους. Ο Αλέξανδρος
συνέχιζε να ψάχνει για οδό διαφυγής αλλά συνειδητοποιούσε πως δεν υπηρχε, θα
πέθαιναν.
Ο
Μιχάλης οδηγήθηκε και πάλι μπροστά στον Στράουντ υπό την απειλή όπλου. Εκείνος
στεκόταν ακόμα μπροστά στο μηχανισμό που του έκλεινε το δρόμο. Ο Μιχάλης
χαμογέλασε βλέποντας την έκφραση ανήμπορης λύσσας που ήταν ζωγραφισμένη στο
πρόσωπό του.
-Άνοιξε
το! πρόσταξε ο Στράουντ.
-Ο
χρυσός που βρίσκεται εκεί μέσα, είπε ήρεμα ο Μιχάλης ανήκει στη δημοκρατία της
Χιλής. Όχι σε έναν άρπαγα σαν εσένα.
Ο
Στράουντ ύψωσε το όπλο του.
-Δεν
μπορείς να με απειλήσεις με το θάνατο, είμαι ήδη στα πρόθυρά του.
-Τώρα
θα τα περάσεις.
-Και
εσύ δεν θα ανοίξεις ποτέ το κουτί, είπε ο Μιχάλης.
-Θα
μετρήσω ως το τρία, μετά απλά θα πεθάνεις. Ένα..... δύο....
Το
νερό είχε γεμίσει σχεδόν τη δεξαμενή. Ο Αλέξανδρος και η Χάνα κρατούνταν στην
επιφάνεια πολύ κοντά στο κλειστό σκέπαστρο. Το παγωμένο νερό τους έκανε να
μουδιάσουν, η αναπνοή τους έβγαινε με δυσκολία και οι κινήσεις τους είχαν
αρχίσει να γίνονται αργές και υποτονικές. Ο Αλέξανδρος σήκωσε τα χέρια του και δοκίμασε
το σκέπαστρο, δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσει να το μετακινήσει. Το νερό
συνέχιζε να ανεβαίνει και να τους φέρνει όλο και πιο κοντά στο σκέπαστρο. Τώρα
πια ίσα που είχαν χώρο να μείνουν τα κεφάλια τους έξω από το νερό.
-Αλέξανδρε,
είπε η Χάνα, νιώθω τόσο κουρασμένη.
-Μην
εγκαταλείπεις.
Ο
Αλέξανρος κολύμπησε προς το μέρος της και πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση
της.
-Πρέπει
να σου πω.....
Η
φωνή της έσβησε και το σώμα της χαλάρωσε, ο Αλέξανδρος ίσα που πρόλαβε να την
πιάσει πριν βυθιστεί. Το νερό έφτανε στα χείλη του παγωμένο σαν το άγγιγμα του
θανάτου. Απελπισμένος άπλωσε το ελεύθερο χέρι του και έσπρωξε και πάλι το
σκέπαστρο που παρέμεινε ακίνητο. Το νερό πάφλαζε γύρω του, θα τον σκέπαζε, πήρε
βαθιά ανάσα καθώς περνούσε κάτω από την επιφάνεια. Ενστικτωδώς κάλυψε με το
χέρι του το στόμα και τη μύτη της Χάνα για να μην πνιγεί εισπνέοντας νερό.
Το
στήθος του άρχισε να πονάει καθώς ο αέρας στα πνευμόνια του τελείωνε. Με έναν
μηχανικό ήχο το κλείστρο άρχισε να ανοίγει. Ο Αλέξανδρος άρχισε να κολυμπάει
προς το άνοιγμα που όλο και μεγάλωνε. Ένιωθε να απλώνεται στο στήθος του ένα
κάψιμο και την καρδιά του να χτυπάει ακανόνιστα. Προσπάθησε να δώσει ώθηση με
τα πόδια του αλλά δεν μπορούσε να τα κινήσει, τα ένιωθε βαριά.
Άρχισε
να χαλαρώνει τη λαβή του στο σώμα της Χάνα, καταλάβαινε ότι θα την άφηνε αλλά
δεν είχε άλλη δύναμη πια. Έντρομος είδε τα δάκτυλά του να ανοίγουν παρά τη
θέλησή του.
Δυνατά
χέρια άρπαξαν εκείνον και τη Χάνα και τους τράβηξαν έξω από το νερό. Ανέπνευσε
λαίμαργα τον αέρα.
Ο
Στράουντ κατέβασε το όπλο του και κοίταξε τον Μιχάλη στα μάτια.
-Πραγματικά
δεν φοβάσαι να πεθάνεις, είπε, αλλά θα σε κάνω να υποφέρεις. Πάρτε τον στο
θάλαμο αποσυμπίεσης.
Όπως
όλα τα πλοία που διέθεταν βαθυσκάφος και ανάλογο πλήρωμα το Κέλντις διέθετε
θάλαμο αποσυμπίεσης για να αντιμετωπιστούν ατύχηματα που απειλούσαν αυτό το
πλήρωμα με θάνατο ή σοβαρές αναπηρίες. Ο Μιχάλης μπήκε στον θάλαμο που
προοριζόταν για τέσσερα άτομα κανονικά και πίσω του έκλεισε η πόρτα. Αμέσως
ξεκίνησε η διαδικασία αποσυμπίεσης, σε άτομα που κινδυνεύουν από εμβολισμό
είναι σωτήρια, ο μόνος τρόπος να γλιτώσουν, αλλά για το Μιχάλη που δεν
αντιμετώπιζε κάτι τέτοιο θα ήταν ένας αργός και επώδυνος τρόπος να πεθάνει.
Ένιωσε στο εσωτερικό των αυτιών του την πίεση καθώς ο αέρας διέρρεε από το δωμάτιο.
Ο
Στράουντ στάθηκε απέναντι από τον Μιχάλη από την άλλη πλευρά του από πλεξιγκλάς
τοίχου του θαλάμου. Εκείνος δεν τον κοίταξε, ήξερε πως αυτή τη φορά δεν θα
ξέφευγε από το θάνατο και είχε αποφασίσει πως δεν ήθελε το πρόσωπο του Στράουντ
να είναι η τελευταία εικόνα που θα έπαιρνε μαζί του από τη ζωή. Έκλεισε τα
μάτια του και σκέφθηκε τη Βερόνικα. Σε λίγο θα βρισκόταν κοντά της.
Ένιωσε
την πίεση μέσα στο κεφάλι του να μεγαλώνει, σαν να κινδύνευε να εκραγεί, πράγμα
που δεν απείχε πολύ από την αλήθεια. Καθώς μειωνόταν η εξωτερική πίεση η
εσωτερική ωθούσε τα όρια του σώματός του προς τα έξω. Αίμα άρχισε να τρέχει από
τη μύτη και τα μάτια του. Ο πόνος έφτασε σε ένα εφιαλτικό κρεσέντο αλλά δεν
άνοιξε τα μάτια του και έσφιξε τα χείλη συγκρατώντας μια κραυγή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου