Ο Πρώτος Ένορκος 10

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Στο αγγλοσαξωνικό λεγόμενο νομικό σύστημα η ετυμηγορία σε υποθέσεις κακουργήματος βγαίνει από δώδεκα ενόρκους. Καλούνται συνήθως 101 άτομα τυχαία από τους εκλογικούς καταλόγους. Τα ονόματα αυτά κοινοποιούνται στους αντίδικους. Από' κει και πέρα εκείνοι μελετούν τους υποψηφίους προσπαθώντας να συμπεράνουν ποια θα είναι η ανταπόκρισή τους στην υπόθεση και με σκοπό να σχηματίσουν ένα σώμα ενόρκων όσο πιο ευνοΐκό γίνεται προς αυτούς. Κάθε πλευρά μπορεί να κάνει ερωτήσεις στους υποψηφίους και έχει το δικαίωμα να απορρίψει κάποιον που θεωρεί προκατειλημμένο. Μπορεί να απορρίψει εως δώδεκα άτομα στην επιλογή συν δυο στην επιλογή των αναπληρωματικών ενόρκων. Η ρύθμιση αυτή αποβλέπει στην ισορροπημένη σύσταση του σώματος αλλά οι αντίδικοι πάντα προσπαθούν να το εκμεταλλευτούν για να το διαμορφώσουν προς το συμφέρον της υπόθεσής τους.
   Η Ιόλη το εξήγησε αυτό στην Γκαμπριέλα καθώς έβλεπαν μαζί το προφίλ του κάθε υποψηφίου.
   -Θέλουμε νέους ανοιχτόμυαλους ανθρώπους, είπε η δικηγόρος, κατά προτίμηση κοπέλες που μπορούν να σε καταλάβουν και ίσως έχουν βρεθεί στην ίδια θέση ή κινδύνεψαν να βρεθούν.
   -Πως είναι τα πράγματα;
   -Από τους 101 που κλήθηκαν να παρουσιαστούν για τη δίκη θα έρθουν 84, οι υπόλοιποι είτε έχουν αλλάξει τόπο διαμονής είτε έχουν πεθάνει. Από τους 84 γύρω στους 15 με 20 θα έχουν κάποιο εύλογο κώλυμα για να απαλλαγούν αν και ο Άιρτον είναι ιδιαίτερα αυστηρός στο θέμα αυτό. Από τους 65 με 70 που θα μείνουν οι περισσότεροι από αυτούς που θα ήθελα είναι στα τελευταία νούμερα.
   -Άσχημα, δηλαδή, συνόψισε η Γκαμπριέλα σκύβοντας το κεφάλι.
  Η Ιόλη άπλωσε το χέρι της και έπιασε το σαγόνι της, ανασήκωσε απαλά το κεφάλι της και την κοίταξε στα μάτια.
   -Μην το βάζεις κάτω, είπε. Θα παλέψουμε για να βγεις από' δω μέσα, εντάξει;
   Η Γκαμπριέλα ένευσε.

   -Θυμάσαι τον Τενβίνσκι; ρώτησε ο Βαλίν.
   Ο Μάικ Μακ Γκρέγκορ σήκωσε το βλέμμα του από τα έγγραφα που μελετούσε και κοίταξε το φίλο και συνάδελφό του. Ο Βαλίν καθόταν στο περβάζι του παραθύρου κοιτώντας τη βροχή έξω ενώ εκείνος καθόταν στο γραφείο του στο δωμάτιό του.
   -Βγήκε από τη φυλακή ο ταραξίας; είπε ο υπολοχαγός.
   -Ναι, είπε κεφάτα ο Βαλίν, αλλά μην ανησυχείς θα επιστρέψει σύντομα.
   -Μπα; Τι έκανε πάλι;
   -Έμπλεξε σε έναν καβγά και τον συνέλαβαν. Μάντεψε τι είχε πάνω του.
   -Χασίς όπως κάθε φορά.
   -Όχι μόνο, και μια χειροβομβίδα και ένα πιστόλι.
   Ο Μακ Γκρέγκορ σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε κοντά στον Βαλίν.
   -Αυτήν την φορά θα πάει για καλά μέσα. Αλλά δεν με απασχολεί αυτό.
   -Σε απασχολεί η δίκη, είπε ο Βαλίν.
   -Ακόμα παλέυω με το σκοτάδι, δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτό που μου διαφεύγει.
   -Δώσε χρόνο στον εαυτό σου, είπε ο Βαλίν, και θα το θυμηθείς.
   -Ίσως να μην έχω πολύ χρόνο. Η δικάσιμος είναι μεθαύριο κάτι που δείχνει πως ο εισαγγγελέας βιάζεται.
   Ο Μακ Γκρέγκορ κοίταξε την βροχή που έπεφτε με ορμή σχηματίζοντας λιμνούλες και ρυάκια στο δρόμο.
   -Ίσως χρειαστούν άλλα μέσα, είπε αργά καθώς ακόμα συλλογιζόταν τις συνέπειες αυτού που ετοιμαζόταν να προτείνει.
   Ο Βαλίν είχε ήδη καταλάβει και η απάντησή του ήταν έτοιμη.
   -Μέσα, θα το πω και στους υπόλοιπους.
   Ο Μάικ ένευσε. Η μονάδα που διοικούσε, το 29ο απόσπασμα Ρέηντζερς ήταν μια μικρή αλλά το γεγονός αυτό επέτρεπε στα μέλη της να γνωρίζονται καλά και να είναι δεμένοι μεταξύ τους. Ο Μακ Γκρέγκορ ήταν επικεφαλής της από το Νοέμβριο του 1997, πλησίαζε στη συμπλήρωση έντεκα ετών στη θέση αυτή και δεν είχε δεχθεί να την αλλάξει με άλλη παρ' ότι θα μπορούσε.
   -Μάικ, είπε ο Βαλίν από την πόρτα, απόψε θα πάω σε ένα επίσημο πάρτι, θα ήθελες να έρθεις;
   Ο Μακ Γκρέγκορ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του καθώς πήγαινε να καθίσει στο γραφείο του.

   Η Γκαμπριέλα επέστρεψε κουρασμένη στο κελί της αλλά σίγουρα σε καλύτερη ψυχολογική κατάσταση απ' αυτήν στην οποία βρισκόταν όταν είχε φύγει. Η προετοιμασία για τη δίκη την είχε κουράσει αλλά τουλάχιστον τώρα έκανε κάτι για να υπερασπίσει τον εαυτό της, δεν περίμενε μοιρολατρικά το τέλος. Η Ιόλη την είχε εμψυχώσει και τώρα ήταν αποφασισμένη, δεν θα πέθαινε χωρίς να παλέψει για το δίκιο της.
   Οι δεσμοφύλακες που την συνόδευσαν ήταν το ίδιο αδιάφοροι με τους πρωινούς και στη διαδρομή από το δωμάτιο που είχε συναντήσει την Ιόλη ως το κελί της δεν μίλησαν σχεδόν καθόλου και όταν το έκαναν ήταν μεταξύ τους και όχι προς αυτήν.
   Η Νιέβανς δεν βρισκόταν στο κελί και η Γκαμπριέλα απόρησε μ' αυτό αλλά δεν είχε τη δύναμη να το καλοσκεφθεί, την προηγούμενη νύχτα δεν είχε κοιμηθεί και τώρα μόλις ξάπλωσε βυθίσθηκε σε ένα λήθαργώδη ύπνο που όμοιο του δεν είχε ξαναβιώσει ποτέ.

   -Εδώ 29ο απόσπασμα, δεχόμαστε συγκεντρωμένα πυρά! Να πάρει μας ακούει κανείς;
   Οι αντάρτες είχαν εξαπολύσει την επίθεσή τους και οι Ρέηντζερς μάχονταν με νύχια και με δόντια να τους απωθήσουν. Οι αντάρτες είχαν αιματοκυλίσει τη χώρα αλλά μπροστά στους βετεράνους Ρέηντζερς δεν τα κατάφερναν παρά μόνο χάρη στο ότι υπερτερούσαν κατά πολύ σε αριθμό. Οι Ρέηντζερς δεν μπορούσαν να δοκιμάσουν να αναδιπλωθούν καθώς στην περίμετρο που υπερασπίζονταν είχαν καταφύγει δεκάδες πρόσφυγες, κυρίως γυναίκες και παιδιά.
   -Οι Γιάνκηδες βάλανε ως συνήθως την ουρά στα σκέλια και την κάνανε, είπε ο Βαλίν καθώς ήρθε δίπλα του. Πως είσαι;
   -Θα δείξει, είπε ενώ ο πόνος τον διέτρεχε σαν αδηφάγα πύρινη λαίλαπα.
   Ακούμπησε στον τοίχο που ήταν φτιαγμένος από πλίνθους ψημμένους στον ήλιο και έκλεισε τα μάτια του πολεμώντας τη ναυτία που απειλούσε να τον κυριεύσει. Τα ξανάνοιξε και βρέθηκε να κοιτάζει μια γυναίκα που θήλαζε το μωρό της κουλουριασμένη στη γωνία που σχημάτιζε ο τοίχος λίγο πιο πέρα.
   -Θα πεθάνουμε όλοι, είπε η γυναίκα.
   -Θα τα καταφέρουμε, είπε ο Μακ Γκρέγκορ.
   -Αν φτάσουν ως εδώ, είπε η γυναίκα, σε εκλιπαρώ να με σκοτώσεις. Και μετά φύλαξε μια σφαίρα για τον εαυτό σου.

   Τινάκτηκε και ανακάθισε στο κρεβάτι μούσκεμα στον ιδρώτα όπως τότε είχε μουσκέψει στο ίδιο του το αίμα. Πήρε βαθιά ανάσα και έκλεισε τα μάτια του. Ποτέ πριν το παρελθόν δεν τον είχε στοιχειώσει έτσι, γιατί τώρα; Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και πήγε στο μπάνιο. Έριξε νερό στο πρόσωπό του και ένιωσε καλύτερα.
   Επέστρεψε στο δωμάτιο και σταμάτησε στην πόρτα που ακούστηκε ένα σιγανό χτύπημα. Την άνοιξε για να βρεθεί μπροστά στον Βαλίν που επέστρεφε από το πάρτι που του είχε πει.
   -Το ήξερα ότι δεν κοιμάσαι, είπε εκείνος, είδα το φως. Έχω νέα.
   -Τι νέα;
   -Από εκείνα που δεν σου αρέσουν. Ο Μπόνακορ ήταν στο πάρτι.
   -Και;
   -Είπε σε μια τύπισσα με βαθύ ντεκολτέ, τόσο που να βλέπω τον αφαλό της από' κει, πολλά για τη δίκη και η Μεγκ μου είπε ότι αυτή είναι στο ΙΤV.
   Ο Μάικ μόρφασε, η Μεγκ ήταν η τελευταία σε μια σειρά από ερωμένες του Βαλίν αλλά ήταν δημοσιογράφος και δεν έκανε λάθος σε τέτοια θέματα. Η δίκη πριν καν αρχίσει θα ήταν πρώτη είδηση σε όλη τη χώρα.
   -Κατάρα! είπε ο Μακ Γκρέγκορ.
   Έξω μια βροντή συντάρασσε τα πάντα σαν να γκρεμιζόταν ο ουρανός.

Εκείνος Που Αναζητούσε

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Κάποτε ήταν ένας άνθρωπος που του άρεσε να περπατάει απαρατήρητος στον κόσμο. Το προτιμούσε έτσι, να μην τραβάει την προσοχή και να ασχολείται μόνο με όσα τον ενδιέφεραν. Δεν του άρεσε η πολυκοσμία και έτσι απέφευγε ακόμα περισσότερο την κίνηση ανάμεσα στα πλήθη της πολυάνθρωπης πόλης. Αυτό που ήθελε ήταν να ασχολείται με την αποκόμιση γνώσης, όχι γιατί τον ενδιέφερε να κερδίσει κάτι ή να τη χρησιμοποιήσει. Απλά είχε μια ακόρεστη δίψα να μαθαίνει, να διευρύνει τις γνώσεις του όλο και πιο πέρα. Δεν τον ενδιέφεραν όλοι οι τομείς της γνώσης αλλά οι περισσότεροι και μπορούσε να μελετήσει με το ίδιο ενδιαφέρον την ιστορία του τάγματος των Ναϊτών Ιπποτών και τα ναυπηγικά σχέδια των μεγάλων πλοίων των αρχών του εικοστού αιώνα.
   Αφοσιωμένος στην αποκόμιση αυτή των γνώσεων είχε ξεχάσει τους ανθρώπους γύρω του για χρόνια. Αλλά κάποια στιγμή αναγκάστηκε να στραφεί σε αυτούς. Έφτασε σε ένα εκπληκτικό επίπεδο γνώσης και δεν έβρισκε πλέον εύκολα σε όσα διάβαζε παρά ψήγματα νέας γνώσης. Αναζητώντας πάντα περισσότερα αποτάνθηκε σε έναν σοφό.
   -Έμαθες πολλά νεαρέ, του είπε εκείνος ( δεν ήταν νεαρός αλλά για τον σοφό όλοι νεαροί ήταν εδώ και πολλά χρόνια ), και σου λείπει μόνο ένα να βρεις αλλά δεν θα το βρεις μόνο με τη μελέτη. Θα το βρεις κοντά σε ανθρώπους.
   Αυτό ακούστηκε πολύ παράξενο στον άνθρωπο που αναζητούσε τη γνώση. Τι θα μπορούσε να βρει κοντά στους ανθρώπους; Αλλά είχε εμπιστοσύνη στο σοφό και έτσι δεν αμφισβήτησε τη συμβουλή του. Αποφάσισε να την ακολουθήσει. Παρότι δεν κατανοούσε τους ανθρώπους αφέθηκε να έρθει σε επαφή μαζί τους.
   Πρώτα συνάντησε ένα παιδί, είδε την αθωότητα και την πίστη σε ένα καλύτερο μέλλον, έμαθε πως να κάνει συνέχεια μια νέα αρχή και να μην αφήνει τις αντίθετες δυνάμεις να τον πνοούν, να αναζητεί τη γνώση με την επιμονή και την υπομονή που έχει ένα παιδί που ανακαλύπτει τον κόσμο. Αλλά δεν βρήκε αυτό που έλειπε.
   Ύστερα συνάντησε μια κοπέλα που θα μπορούσε να αγαπήσει αλλά ο θάνατος την πήρε μακριά του πριν προλάβει να ζήσει μαζί της αυτό που ένιωθε και αυτό αντί να τον βοηθήσει έκανε τα πράγματα χειρότερα πληγώνοντάς τον.
   Μετά συνάντησε μια άλλη γυναίκα που εκμεταλλεύτηκε για τους δικούς της σκοπούς την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει και τον έκανε να αποκτήσει ακόμα χειρότερη άποψη για την πλειονότητα των ανθρώπων γύρω του.
   Και ακόμα δεν είχε βρει αυτό που θα συμπλήρωνε την γνώση που είχε αποκομίσει και που συνέχιζε να αποκομίζει μιας και το άνοιγμά του προς τους ανθρώπους δεν είχε σταματήσει τις ώρες που περνούσε με τα διαβάσματά του. Αλλά επειδή είχε ακόμα εμπιστοσύνη στο σοφό συνέχισε να ψάχνει.
   Μετά συνάντησε έναν άγγελο, ο άγγελος του πρόσφερε υποστήριξη, τον βοήθησε να επουλώσει τις πληγές του και να σταθεί στα πόδια του.
   Ύστερα συνάντησε έναν δαίμονα που δοκίμασε να ανοίξει και πάλι τις πληγές του και να τον κάνει να πονέσει και να αιμορραγήσει. Το κατάφερε ως ένα σημείο.
   Μετά από τόσες ατυχείς συναντήσεις ετοιμαζόταν να αποσυρθεί και πάλι στη σιγουριά της μελέτης του αποφασισμένος να μην την εγκαταλείψει πια γιατί δεν άξιζε. Τότε συνάντησε εκείνη. Εκείνη δεν αναζητούσε τίποτα, ήξερε ποιος ήταν ο στόχος και ο σκοπός της και τον υπηρετούσε με όλη τη δύναμή της.
   Η προσωπικότητά της τον κέρδισε αμέσως. Η ευγένια και ο γλυκός της χαρακτήρας της τον έμαθαν να νοιάζεται, του έδειξαν μια τρυφερότητα που ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι υπήρχε, βρήκε μια αδερφή ψυχή να καταλαβαίνει τις σκέψεις και τις αναζητήσεις του. Να αντιλαμβάνεται όλα όσα τον απασχολούσαν. Και η αναζήτησή του έτσι έλαβε τέλος.

Ο Πρώτος Ένορκος 9

Author: Νυχτερινή Πένα /

   -Με χτυπήσανε, είπε η Γκαμπριέλα. Όταν με έφεραν εδώ.
   Ξαφνικά όλα όσα ένιωθε ήρθαν στην επιφάνεια και ένιωσε να την πνίγουν. Αναλύθηκε σε λυγμούς. Η Ιόλη την αγκάλιασε και η κοπέλα αφέθηκε σ' αυτήν την παρήγορη αγκαλιά που της προσφερόταν με την θέρμη που θα έπρεπε να έχει η μητρική αγκαλιά.
   -Καταλαβαίνω, τη διαβεβαίωσε η Ιόλη.
   Η Γκαμπριέλα την κοίταξε με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα ακόμα και κούνησε το κεφάλι της. Η Ιόλη έσκυψε κοντά της και της είπε απαλά:
   -Σε καταλαβαίνω γιατί το έχω περάσει και' γω το μαρτύριο που περνάς. Και για' μένα ήταν ακόμα χειρότερο.
   Η Γκαμπριέλα την κοίταξε με έκπληξη, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι πίσω από το αυστηρό παρουσιαστικό της δικηγόρου κρυβόταν μια τραγωδία. Η Ιόλη πήρε μια βαθιά ανάσα για να διώξει από το μυαλό της τις οδυνηρές αναμνήσεις και να επικεντρωθεί σε αυτό που έπρεπε να γίνει.
   -Θα μιλήσω με τον εισαγγελέα για την μεταχείρισή σου. Εσύ να μην μιλήσεις για την υπόθεση και τη δίκη σου με κανέναν αν δεν είμαι παρούσα.
   -Με έχουν στο κελί με μια κοπέλα, είπε η Γκαμπριέλα σκεφτική, που ήθελε να μάθει και της είπα τα πάντα. Είχα ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον, πρόσθεσε βλέποντας πως η Ιόλη έμεινε σιωπηλή, σκεπτόμενη τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό.
   -Πως τη λένε; ρώτησε η δικηγόρος τελικά.
   -Ένας δεσμοφύλακας την είπε Νιέβανς.
   -Η Αλεξάνδρα Νιέβανς; εκπλάγηκε η Ιόλη.
   -Δεν ξέρω, την φώναξε Νιέβανς και η ίδια μου είπε ότι έχει καταδικασθεί σε ισόβια για φόνο.
   -Διπλός φόνος, είπε η Ιόλη, να προσέχεις με την Νιέβανς. Η ψυχολογία της είναι τρομερά ασταθής. Έχει αποπειραθεί να αυτοκτονήσει.
   -Το ξανάκανε.
   Η Ιόλη πήγε ως την πόρτα του δωματίου. Σταμάτησε εκεί σκεπτική.
   -Σε συμπάθησε;
   -Η Νιέβανς; Νομίζω πως ναι, γιατί;
   -Αν η Νιέβανς σε συμπαθεί και σε πάρει υπό την προστασία της δεν θα έχεις προβλήματα με άλλες κρατούμενες.
   Η δικηγόρος επέστρεψε κοντά στην Γκαμπριέλα. Άνοιξε το χαρτοφύλακά της και έβγαλε μερικά έντυπα πιασμένα μαζί με συρραπτικό. Τα άφησε στο τραπέζι μαζί με ένα στυλό. Έκλεισε το χαρτοφύλακα και κοίταξε στοχαστική την Γκαμπριέλα. Η κοπέλα δεν μίλησε περιμένοντας από εκείνη να το κάνει.
   -Αυτά τα έγγραφα είναι η τυπική διαδικασία ότι αναλαμβάνω την υπεράσπισή σου, είπε τελικά η Ιόλη.
    Η Γκαμπριέλα πήρε το στυλό για να υπογράψει αλλά η Ιόλη έπιασε το χέρι της.
   -Ως που να τελειώσει αυτή η υπόθεση τουλάχιστον πρέπει να είσαι πολύ προσεκτική. Μη βάζεις την υπογραφή σου χωρίς να διαβάσεις τι υπογράφεις.
   Η Γκαμπριέλα διάβασε τα έγγραφα και μετά έβαλε την υπογραφή της.
   -Ωραία, είπε η Ιόλη, πρέπει να προετοιμαστούμε για τη δίκη. Ας αρχίσουμε από την εμφάνιση. Δεν είναι καλό να παρουσιαστείς στη δίκη με την στολή της φυλακής. Θα προϊδεάσει αρνητικά τους ενόρκους.
   -Δεν έχω ρούχα, μου τα πήρανε.
   -Θα φροντίσω εγώ για τα ρούχα και θα αλλάξεις στο δικαστήριο. Πες μου κάτι άλλο, πριν από την κακοποίησή σου από τον Βάλμοντ είχες ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις;
   Η Γκαμπριέλα ήταν μεγαλωμένη σε μια αυστηρή και πουριτανική οικογένεια και ήταν τελείως ασυνήθιστη σε μια τέτοια συζήτηση. Κοκκίνισε και χαμήλωσε το βλέμμα.
   -Συγνώμη που σε ρωτώ κάτι τέτοιο, είπε η Ιόλη, αλλά θα χρειαστεί να αντιμετωπίσεις τέτοιες ερωτήσεις στη δίκη.
   -Ναι, ψέλλισε η Γκαμπριέλα. Είχα ολοκληρωμένες σχέσεις.
   -Είχες σχέση με συνάδερφο στη δουλειά;
   -Όχι.
   Η Ιόλη ανάσανε ανακουφισμένη.
  -Πολύ καλά, αν είχες θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου. Πες μου αν ξέρεις κάποια άτομα που θα μπορούσαν να καταθέσουν υπέρ σου, εννοώ γενικά για το χαρακτήρα σου και το τι άνθρωπος είσαι. Ο εισαγγελέας θα προσπαθήσει να σε σκιαγραφήσει με τα μελανότερα χρώματα. Θα ανακαλύψει και το παραμικρό που μπορεί να υπάρχει εναντίον σου.
   -Δεν έχω κάνει τίποτα.
   -Εντάξει. σκέψου αυτό που σου είπα, θα μας χρειαστεί μια ευνοϊκή κατάθεση.
  
   Ο Ζαν - Πιερ Μπόνακορ ήταν καθισμένος στο γραφείο του στο δικαστικό μέγαρο και μελετούσε τα στοιχεία των 101 υποψηφίων ενόρκων. Είχε μάθει πολλά για αυτούς και με βάση αυτά τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει είχε κάνει μια εκτίμηση για το ποια θα ήταν η άποψη τους για την υπόθεση. Ήθελε στους ενόρκους άνδρες, συντηρητικούς και κατά προτίμηση πουριτανούς. Είχε χωρίσει τους υποψηφίους ενόρκους σε πέντε κατηγορίες με την πρώτη να είναι αυτή με τους πιο επιθυμητούς και η πέμπτη με τους πιο ανεπιθύμητους υποψηφίους.
    Κοίταξε τον φάκελο που κράταγε στα χέρια του. Ο υπολοχαγός Μάικ Μακ Γκρέγκορ. Ένα αίνιγμα, ο φάκελός του ήταν απόρρητος και το περιβάλλον του ήταν οι Ρέηντζερς που δεν μπορούσε να δοκιμάσει να πάρει λόγια και να μάθει γι' αυτόν. Σε ποια κατηγορία να τον έβαζε; Αποφάσισε να περιμένει την εξέτασή του στο δικαστήριο για να κρίνει.
   Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και ο Μπόνακορ είπε απότομα:
  -Περάστε!
   Η έκφρασή του μαλάκωσε καθώς στο γραφείο έμπαινε η Έλεν Βάλμοντ. Η αυταρχική ηλικιωμένη γυναίκα κάθισε σε μια πολυθρόνα απέναντί του και ρώτησε κοφτά:
   -Λοιπόν;
   -Είμαστε έτοιμοι.
  -Η Ράνσομ δεν πέρασε καθόλου καλή νύχτα, είπε θριαμβευτικά η γριά και εξήγησε τι είχε συμβεί τη νύχτα στη φυλακή.
   -Δεν ήταν καθόλου συνετό αυτό, είπε ο Μπόνακορ και βιάστηκε να προσθέσει, δεν την λυπάμαι καθόλου, καθώς η τρομερή γυναίκα απέναντί του τον κοίταζε ερωτηματικά.
   -Αν εμφανιστεί με μώλωπες στο δικαστήριο θα κερδίσει τη συμπάθεια των ενόρκων, εξήγησε. Φτάνουν αυτοί που έχει ήδη.
   -Έχουν ήδη ιαθεί, είπε η Έλεν και έδωσα οδηγίες να μην αφήσουν σημάδια.
   -Να μην ξαναγίνει, μένουν λιγότερες από τριάντα έξι ώρες ως τη δίκη. Μην την χάσουμε από λάθη μας. Θα υπάρχει χρόνος για τέτοια μετά.
   -Πολύ καλά, είπε η Βάλμοντ. Έχω κανονίσει να την έχουν με την Νιέβανς, αυτό πειράζει;
   -Η Νιέβανς είναι εξαιρετικά ασταθής, είπε ο Μπόνακορ ανάβοντας ένα τσιγάρο. Το ξέρω γιατί εγώ την έστειλα στη φυλακή, θα κάνει ράκος την Ράνσομ κάτι που το θέλουμε. Όσο πιο κακή ψυχολογία έχει τόσο το καλύτερο.

Υποκρισία;

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Σήμερα αναγνώρισα με οδυνηρό τρόπο το πόσο λίγο καταλαβαίνω τους ανθρώπους γύρω μου. Μίλησα σε μια φίλη και αυτή άνοιξε πυρ γιατί θεωρεί ότι υποκρίνομαι απέναντί της, κάτι που ποτέ δεν έκανα και είναι μάλιστα εκείνη που με ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον με μια μόνη εξαίρεση. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
  Έχω μια φίλη, στο παρελθόν είχε ένα μεγάλο θέμα με μια άλλη κοπέλα. Τα πως και τα γιατί δεν είναι του παρόντος ούτε εγώ είμαι σε θέση να τα κρίνω. Είχαμε μιλήσει για το θέμα αυτό πριν από τρεις μήνες και έκτοτε δεν είχε ξαναναφερθεί σε αυτό οπότε υπέθετα και' γω ότι είχε λυθεί πια.
   Έτυχε πρόσφατα να έρθω σε επαφή με την άλλη κοπέλα, η οποία μιλάει για κάποια προβλήματα που έχει καθώς και για τον έρωτα που ζει αυτόν τον καιρό. Της ευχήθηκα να λύσει τα θέματα που την απασχολούν και να είναι ευτυχισμένη.
   Κατόπιν διαπίστωσα ότι μάλλον το πρόβλημα υφίσταται για την φίλη μου αλλά δεν είχαμε μιλήσει στο ενδιάμεσο.
   Και σήμερα το πρωί κατηγορήθηκα για υποκρισία. Είναι υποκρισία αυτό που συνέβει;
   Συμπέρασμα, δεν καταλαβαίνω καθόλου τους ανθρώπους γύρω μου. Τέτοιες ώρες συνήθως αποτραβιέμαι στην σκοτεινή ησυχία του γραψίματός μου και το σκέφτομαι ξανά αν κάνω λάθος που ανοίγομαι σε κάποιους. Στο τέλος πάντα το πληρώνω.

Ο Πρώτος Ένορκος 8

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Η Γκαμπριέλα κοίταξε την κοπέλα απέναντί της. Δεν ήξερε αν μπορούσε να την εμπιστευτεί, δεν ήξερε ποια ήταν και τι ήθελε από αυτήν. Φοβόταν το χειρότερο μετά από όσα είχαν γίνει τις τελευταίες ώρες. Αν ήταν κανονική κρατούμενη που ήταν και την είχαν φέρει στο κελί της τέτοια ώρα;
   -Εσύ τι έκανες; είπε προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για να σκεφθεί.
   -Φόνο, και είμαι μέσα ισόβια, στο είπα, έκανε ανυπόμονα η άλλη.
   -Ποιον σκότωσες;
   -Αυτό δεν είναι κάτι που χρειάζεται να το ξέρεις, είπε απότομα η άλλη κοπέλα.
   Η Γκαμπριέλα δεν ήξερε τι να σκεφθεί, αν ήταν κάποιο κόλπο για να την εξευτελίσουν πάλι ή ακόμα χειρότερα για να της αποσπάσουν μια ομολογία; Ήθελε τόσο πολύ κάποιον για να μιλήσει. Ένιωθε μόνη - και ήταν - και ήθελε απεγνωσμένα να ανοιχτεί σε κάποιον.
   -Γιατί σε φέρανε τέτοια ώρα στο κελί; Που σε είχανε πριν;
   -Στο αναρρωτήριο, είπε η άλλη.
   -Γιατί;
   -Έκανα απόπειρα αυτοκτονίας, δυστυχώς απέτυχα.
  Η Γκαμπριέλα ένιωσε ένα ρίγος να τη διατρέχει. Με την ίδια αδιαφορία είχε πει πως ήταν καταδικασμένη σε ισόβια για φόνο και πως είχε δοκιμάσει να αυτοκτονήσει. Την κοίταξε και εκείνη της έδειξε τα χέρια της επιδεμένα στους καρπούς.
   -Λοιπόν; Τι έκανες; Και πόσα έφαγες;
   -Δεν έχω καταδικαστεί, αποφάσισε να απαντήσει η Γκαμπριέλα. Είμαι υπόδικος.
   -Υπόδικος; Και σε έφεραν στην πτέρυγα με τους βαρυποινίτες;
   Η συγκρατούμενή της έσκυψε μπροστά με ενδιαφέρον. Η Γκαμπριέλα ενστικτωδώς έκανε πίσω. Εκείνη γέλασε, το γέλιο της ήταν δυνατό και κελαρυστό σαν τρεχούμενο νερό.
   -Σκάσε Νιέβανς! μούγκρισε ένας δεσμοφύλακας.
   Η Γκαμπριέλα πάγωσε στο άκουσμα της φωνής που ανήκε σε έναν από τους βασανιστές της. Η Νιέβανς έπιασε το χέρι της, το άγγιγμα της ήταν απαλό και ζεστό, σχεδόν στοργικό και έκανε ανυπόφορη τη σιωπή και τη μυστικότητα στην Γκαμπριέλα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να της εξηγεί πως βρέθηκε εκεί.

   -Είχες δεν είχες έμπλεξες με αυτήν την υπόθεση, είπε ο Γουίλλιαμ Βαλίν καθώς εκείνος και ο Μάικ Μακ Γκρέγκορ κάθονταν στο ίδιο τραπέζι για το πρωινό.
   -Δεν το ζήτησα εγώ, είπε ο υπολοχαγός πίνοντας λίγο από τον καφέ του. Υπάρχει κάτι που δεν μου αρέσει σε αυτήν την υπόθεση Γουίλλιαμ, αλλά δεν ξέρω τι είναι.
   -Ας ελπίσουμε πως θα το ανακαλύψεις, είπε ο Βαλίν με ένα χαμόγελο.
   -Η δίκη αρχίζει μεθαύριο οπότε θα δω και τι συμβαίνει.
   -Πάντως ο δικαστικός νευρίασε πολύ που δεν του επιτρέψανε την είσοδο, σχολίασε ο Βαλίν ενώ έπιανε το μαχαίρι και το πιρούνι για να φάει τα αυγά με μπέικον που ήταν το πρωινό του. Ξέρεις ότι μπορείς να αρνηθείς επικαλούμενος τα καθήκοντά σου εδώ και είναι εύλογο κώλυμα για να μην παραστείς ως ένορκος.
   -Θέλω να παραστώ ως ένορκος, είπε ο Μακ Γκρέγκορ. Γιατί κάτι με ενοχλεί από την αρχή. Και αν δεν το κατανοήσω ίσως πάει μια αθώα για την ένεση.

   Όταν οδήγησαν την Γκαμπριέλα στο κελί της οι δεσμοφύλακες και βασανιστές της είχαν πετάξει πάνω στο κρεβάτι της ρούχα για να ντυθεί. Εκείνη δεν το είχε καταλάβει βυθισμένη όπως ήταν στον πόνο αλλά και μετά όταν σύρθηκε στο κρεβάτι της. Τώρα με τη βόηθεια της συκρατούμενής της είχε φορέσει την πορτοκαλί στολή της φυλακής.
   -Δεν πρέπει να είσαι εδώ κανονικά, είπε η Νιέβανς, πες το στο δικηγόρο σου.
   -Δεν έχω δικηγόρο, είπε η Γκαμπριέλα. Δεν έχω κανέναν.
   -Μην το βάλεις κάτω, είπε η Νιέβανς, δεν πρέπει να παραδοθείς έτσι αμαχητί. Θα σου διορίσει το δικαστήριο δικηγόρο αν δεν έχεις, βέβαια καλύτερα να έχεις δικό σου αλλά........
   Η Νιέβανς σταμάτησε να μιλάει καθώς δυο δεσμοφύλακες πλησίασαν την πόρτα του κελιού.
   -Σήκω Ράνσομ, είπε βαριεστημένα ο ένας στην Γκαμπριέλα, ζητάνε να σε δουν.
   Η Γκαμπριέλα βγήκε από το κελί διστακτικά, φοβισμένα, περιμένοντας ένα χτύπημα ή ένα πρόστυχο άγγιγμα αλλά δεν συνέβει τίποτα. Ήταν δυο άνδρες που απλά έκαναν τη δουλειά τους. Την οδήγησαν σε ένα μικρό δωμάτιο όπου βρισκόταν ήδη μια γυναίκα. Ήταν κανονικού ύψους με λεπτοκαμωμένο σώμα. Είχε καστανοκόκκινα μαλλιά και μελιά μάτια που δέσποζαν στο αυστηρό πρόσωπό της, φορούσε ένα σκούρο μπλε ταγέρ και κρατούσε έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα. Της έκανε νόημα να καθίσει και απευθύνθηκε στους δυο συνοδούς της.
   -Περιμένετε έξω σας παρακαλώ. Αυτή είναι μια εμπιστευτική συνομιλία μεταξύ δικηγόρου και πελάτη.
   Οι δυο δεσμοφύλακες βγήκαν από το δωμάτιο. Ήταν άδειο από έπιπλα αν εξαιρούσε κανείς ένα τραπέζι και δυο καρέκλες, με γυμνούς τοίχους και έναν λαμπτήρα πυρακτώσεως να κρέμεται από ένα καλώδιο.
   -Γκαμπριέλα, είπε η άλλη γυναίκα, ονομάζομαι Ιόλη Χόφμαν και είμαι δικηγόρος. Αν δεν έχεις αντίρρηση προτίθεμαι να αναλάβω την υπεράσπισή σου.
   -Σε... σας διόρισε το δικαστήριο;
   -Μίλα μου στον ενικό, είπε η Ιόλη. Δεν με διόρισε το δικαστήριο.
   -Τότε πως;
   -Μου είπε ένας φίλος για την υπόθεσή σου. Δεν έχει σημασία τώρα αυτό. Η δίκη είναι μεθαύριο και θα πρέπει να ετοιμαστούμε.
   -Δεν έχω χρήματα για να σε πληρώσω.
   -Δεν μου χρειάζονται χρήματα, απάντησε η Ιόλη Χόφμαν κάνοντας την Γκαμπριέλα να την κοιτάξει έκπληκτη με την παράδοξη αυτή δήλωση.
   -Δεν μπορεί, είπε η Γκαμπριέλα, είναι κάποιο κόλπο για να μου αποσπάσετε ομολογία.
   -Δεν είναι κόλπο, μη φοβάσαι, είπε η Ιόλη και χαμογέλασε.
   Το χαμόγελο απάλυνε κάπως την αυστηρότητα του προσώπου της.Άφησε το χαρτοφύλακά της στο τραπέζι και βολεύτηκε στην άλλη καρέκλα.
   -Πριν από αρκετά χρόνια ίδρυσα μια οργάνωση για να βοηθήσω κοπέλες σαν και' σενα. Δεν θέλω λοιπόν αμοιβή.
   -Τότε δέχομαι την βοήθειά σου, είπε η Γκαμπριέλα. Δεν έχω και κανέναν άλλο να με βοηθήσει, πρόσθεσε μελαγχολικά.

Ο Πρώτος Ένορκος 7

Author: Νυχτερινή Πένα /

   -29ο απόσπασμα Ρέηντζερς! Χρειαζόμαστε άμεσα πυρά υποστήριξης και εκκένωση από την περιοχή. Επαναλαμβάνω...
   Ο Μάγιερς επαναλάμβανε την κλήση για εσπευσμένη εκκένωση ενώ ο Βαλίν επέδενε το τραύμα του Μάικ Μακ Γκρέγκορ. Το αίμα είχε βάψει τη στολή του υπολοχαγού κόκκινη στην κοιλιακή χώρα. Σφαίρες σφύριζαν γύρω τους σαν έντομα διψασμένα για αίμα.
   -Κουράγιο θα τα καταφέρεις, είπε ο Βαλίν στον ανώτερό του και προσωπικό του φίλο.
   Ο Μακ Γκρέγκορ χαμογέλασε με κόπο και κατέβαλλε προσπάθεια να μη φωνάξει καθώς ο Βαλίν τελείωνε με τον επίδεσμο. Είχε αρνηθεί μια ένεση μορφίνης καθώς περίμεναν από στιγμή σε στιγμή την επίθεση των ανταρτών και ήθελε να έχει πλήρη συναίσθηση του τι γίνεται.
   Με μια ιαχή στην δυσνόητη τοπική διάλεκτο οι αντάρτες εκδήλωσαν την επίθεσή τους. Ο Μακ Γκρέγκορ έπιασε το όπλο του και είπε στον Βαλίν:
   -Δεν θα χρειαστεί να ανησυχώ γι' αυτό αν δεν τους απωθήσουμε τώρα.

   Ανακάθισε και έμεινε για μια στιγμή να αφουγκράζεται τη σιγαλιά της νύχτας ενώ το μυαλό του γύριζε πίσω στην αιματηρή επιχείρηση διάσωσης. Είχε πολύ καιρό να σκεφθεί τη Γκάνα και τη θητεία του εκεί με την ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στο παράθυρο. Η βάση αλλά και το αεροδρόμιο πέρα από αυτή ήταν βυθισμένα στην ησυχία. Κοίταξε το ρολόι του και διαπίστωσε πως ήταν λίγο μετά τις τέσσερις το πρωί.
   Γύρισε και κάθισε πάλι στο κρεβάτι του. Κάτι πάλευε να έρθει από το υποσυνείδητό του στην επιφάνεια αλλά δεν ήξερε ακόμα τι.
  

   Η Γκαμπριέλα ήταν κουλουριασμένη στο στενό κρεβάτι του κελιού της και κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια το σκοτάδι. Άκουγε τα βήματα των δεσμοφυλάκων που περιπολούσαν στους διαδρόμους και έτρεμε στην ιδέα πως θα άκουγε βήματα να σταματούν έξω από το κελί της. Μετά την κακοποίησή της είχε μείνει πολύ ώρα ξαπλωμένη στο παγωμένο πάτωμα ως που να βρει τη δύναμη να συρθεί στο ένα από τα δυο κρεβάτια του κελιού.
   Αυτό που φοβόταν έγινε λίγο πριν τα ξημερώματα. Βήματα ακούστηκαν έξω από το κελί της και η Γκαμπριέλα ένιωσε την καρδιά της να σταματάει από το φόβο. Τραβήχτηκε πίσω και κόλλησε την πλάτη της στον τοίχο. Έκλεισε τα μάτια της περιμένοντας τον πόνο αλλά δεν συνέβει αυτό. Η πόρτα του κελιού άνοιξε με κρότο και σχεδόν αμέσως μετά έκλεισε. Η Γκαμπριέλα άκουσε βήματα και τόλμησε να ανοίξει τα μάτια της. Στο απέναντι κρεβάτι είχε καθίσει μια κοπέλα. Δεν ήταν πολύ μεγαλύτερη από την ίδια και δεν έδειχνε για εγκληματίας.
   "Είσαι στη φυλακή, θύμισε στον εαυτό της η Γκαμπριέλα, δεν θα βρισκόταν εδώ αν δεν ήταν εγκληματίας." Αλλά μήπως και η ίδια δεν βρισκόταν εδώ μόνο και μόνο γιατί είχε αμυνθεί και δεν είχε αφεθεί παθητικά στα χέρια του βιαστή της;
   -Γιατί είσαι εδώ; ρώτησε χαμηλόφωνα η άλλη κοπέλα.
   -Εσύ;
   -Για φόνο. Έχω φάει ισόβια.
   Η Γκαμπριέλα την κοίταξε επιφυλακτικά. Δεν έμοιαζε με δολοφόνο αν δεν ήταν το βλέμμα της. Στα μαύρα μάτια της μπορούσε να δει μια πρωτοφανή σκληρότητα που την έκανε να ριγήσει.
   -Λοιπόν; είπε η άλλη. Γιατί είσαι εδώ;
  

   -Συγνώμη σερ, είπε ο νεαρός στρατονόμος που πλησίασε διακόπτοντας τον Μακ Γκρέγκορ από την εκπαίδευση μιας τάξης υποψηφίων Ρέηντζερς.
   -Τι συμβαίνει;
   Στους Ρέηντζερς γίνονταν δεκτοί άνδρες των υπολοίπων σωμάτων των Καναδικών ενόπλων δυνάμεων που είχαν τουλάχιστον ένα χρόνο θητείας ή σε σπάνιες περιπτώσεις που κάποιοι είχαν επιδείξει κάποια σπάνια ταλέντα. Όλοι περνούσαν από μια σειρά σωματικών και πνευματικών δοκιμασιών τις οποίες έπρεπε να φέρουν εις πέρας με σχεδόν τέλεια αποτελέσματα.
   Ο Μακ Γκρέγκορ εκπαίδευε τους υποψήφιους Ρέηντζερς σε θέματα επιβίωσης σε εχθρικό έδαφος μιας και είχε πείρα από πολλές επιχειρήσεις σε πολεμικές ζώνες και κάποιες φορές πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Η εκπαίδευση γινόταν σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο που χρησιμοποιείτο για την εξομοίωση συνθηκών μάχης. Οι είκοσι άνδρες μπροστά του ήταν καθισμένοι σε τρεις σειρές σε πάγκους ενώ ο ίδιος στεκόταν.
   Ο Μακ Γκρέγκορ κοίταξε τον στρατονόμο που είχε σταθεί στην άκρη του χώρου. Ανέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια που τους χώριζαν και εκείνος του έτεινε έναν λευκό φάκελο με την σφραγίδα του υπουργείου δικαιοσύνης και το όνομά του.
   -Το έφερε ένας δικαστικός κλητήρας, είπε ο στρατονόμος, και επέμενε να παραδοθεί τώρα αμέσως. Ήθελε να υπογράψετε αυτό για την παραλαβή.
   Ο Μακ Γκρέγκορ έβαλε την υπογραφή του και ευχαρίστησε το στρατονόμο που ξεκίνησε να επιστρέψει στο πόστο του στην πύλη της βάσης όπου περίμενε και ο δικαστικός κλητήρας. Ο Μάικ άνοιξε το φάκελο και συνοφρυώθηκε.
   -Όλα καλά σερ; ρώτησε ένας από τους εκπαιδευόμενους.
   -Ναι, είπε ο Μακ Γκρέγκορ.
   Επέστρεψε στο καθήκον του βάζοντας στην τσέπη του χιτωνίου του το έγγραφο που τον καλούσε ως υποψήφιο ένορκο στην υπόθεση της πολιτείας κατά της Γκαμπριέλα Ράνσομ. Είχε τον αριθμό ένα. Θα ήταν ο πρώτος ένορκος που θα εξεταζόταν για τη δίκη.

Ο Πρώτος Ένορκος 6

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο επιθεωρητής Τζέντον στάθηκε ακουμπισμένος στον παραστάτη της πόρτας και κοίταζε την Γκαμπριέλα καθώς ντυνόταν. Η κοπέλα του είχε ζητήσει να περιμένει έξω ως που να ντυθεί και να την πάει στα κρατητήρια που βρίσκονταν στο δικαστικό μέγαρο. Εκεί όπου θα παρέμενε ως που να εκδικαστεί η υπόθεσή της. Αν αθωονόταν θα ήταν ελεύθερη να φύγει, αν καταδικαζόταν θα μεταφερόταν στις φυλακές ως την εκτέλεση της θανατικής ποινής. Ο επιθεωρητής δεν είχε δεχθεί αναγκάζοντάς την να βγάλει μπροστά του την νοσοκομειακή ρόμπα που φορούσε και δεν είχε τη λεπτότητα να κοιτάξει αλλού αλλά αντιθέτως κοίταξε άπληστα το λεπτό της σώμα όπως γυμνώθηκε και μετά άρχισε να ντύνεται. Η Σύνθια είχε φέρει στην Γκαμπριέλα μερικά ρούχα αλλά κανένα νέο από τους γονείς της που φαίνονταν να μην ενδιαφέρονται καθόλου για την τύχη της.

   Η Γκαμπριέλα ολοκλήρωσε το ντύσιμό της, δεν χρειαζόταν και πολύ ώρα για να φορέσει εσώρουχα, ένα παντελόνι και μια κολλεγιακή μπλούζα, και προχώρησε προς το μέρος του επιθεωρητή που έβγαλε από μια τσέπη ένα ζευγάρι χειροπέδες.

   -Είναι απαραίτητο αυτό; ρώτησε η κοπέλα.

   Στη θέα του συγκεκριμένου αντικειμένου η Γκαμπριέλα ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό. Γινόταν πιο απτή η πραγματικότητα πως ήταν κρατούμενη. Κοίταξε ικετευτικά τον επιθεωρητή αλλά απτόητος εκείνος τις πέρασε τις χειροπέδες.

   Ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια της λαμπυρίζοντας στο δυνατό φως του διαδρόμου του νοσοκομείου, ήταν πια κρατούμενη.



   -Η αναφορά που ζητήσατε, σερ, είπε ο Άλαν Κένινγκ τυπικά.

   Στεκόταν σε στάση προσοχής μπροστά στον Μάικ Μακ Γκρέγκορ στο γραφείο του δεύτερου. Ο υπολοχαγός πήρε το φάκελο από τον υπαξιωματικό.

   -Εντάξει Άλαν, είπε χαλάρωσε. Ημιανάπαυση, ανάπαυση.

   Ο Κένινγκ εκτέλεσε το πρόσταγμα και περίμενε καθώς ο υπολοχαγός διάβαζε τα περιεχόμενα του φακέλου. Πριν τον συναντήσει στο νοσοκομείο δεν τον είχε ποτέ ξαναδεί αλλά είχε ακούσει πολλά για τον Μάικ Μακ Γκρέγκορ, ήταν ένας ζωντανός θρύλος ανάμεσα στους Ρέηντζερς με πολλές αποστολές στο ενεργητικό του. Όσοι είχαν υπηρετήσει μαζί του είχαν να λένε γι' αυτόν. Ήταν αποφασιστικός, αμείλικτος με τους εχθρούς του αλλά πιστός φίλος και διέθετε ένα πολυμήχανο μυαλό συνδιασμένο με μια κάποια αδιαφορία για τους κανόνες.

   -Μάλιστα, είπε ο Μακ Γκρέγκορ, κλείνοντας το φάκελο. Καταθέσατε φυσικά.

   -Ναι αλλά δεν θα μας καλέσουν για κατάθεση στη δίκη μας είπε ο εισαγγελέας. Δεν είμαστε βασικοί μάρτυρες και δεν μας χρειάζεται. Απαγγέλθηκαν κατηγορίες ήδη και ορίστηκε δικάσιμος.

   -Κατάλαβα, είπε ο Μακ Γκρέγκορ. Εντάξει Άλαν, ελεύθερος.

   Ο Κένινγκ χαιρέτησε στρατιωτικά και έφυγε. Ο Μακ Γκρέγκορ κοίταξε συνωφρυομένος το φάκελο που ήταν τώρα πάνω στο γραφείο του. Ύστερα σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό.



   Ο Τζέντον ήταν αρκετά σίγουρος για τον εαυτό του ώστε να μεταφέρει μόνος του την Γκαμπριέλα στη φυλακή. Έριξε άγαρμπα την κοπέλα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του και μετά έκατσε στο τιμόνι. Ξεκίνησε τόσο απότομα που η Γκαμπριέλα χτύπησε το κεφάλι της στο διαχωριστικό ανάμεσα στις μπροστά και στις πίσω θέσεις. Έβγαλε μια κραυγή πόνου που ο Τζέντον αγνόησε και προσπάθησε να ανακαθίσει. Το κάθισμα βρωμούσε ιδρώτα, τσιγάρο και ανθρώπινες ακαθαρσίες. Η Γκαμπριέλα ένιωσε την ανάγκη να κάνει εμετό και κόλλησε το πρόσωπό της στο διαχωριστικό ελπίζοντας σε λίγο καθαρό αέρα.

   Τρόμος την κατέλαβε όταν είδε πως ο επιθεωρητής την πήγαινε στις φυλακές και όχι στο κρατητήριο του δικαστικού μεγάρου όπου κρατούνταν συνήθως οι υπόδικοι μέχρι να δικαστούν.

   -Δεν πρέπει να είμαι εδώ, δεν έχω καταδικαστεί, είπε τραυλίζοντας από το φόβο.

   Η μόνη απάντηση του Τζέντον ήταν μια φοβερή βλαστήμια που συνόδευε την προσταγή να σκάσει. Η Γκαμπριέλα το έκανε έντρομη. Δεν ξαναμίλησε ενώ το αυτοκίνητο περνούσε μια ατσάλινη πύλη και σταματούσε σε μια μικρή αυλή. Ο επιθεωρητής την έβγαλε από το αυτοκίνητο με τον ίδιο κομψό τρόπο που την είχε βάλει και την οδήγησε σε μια μικρή πόρτα και από έναν στενό διάδρομο σε ένα δωμάτιο όπου περίμεναν τρεις άνδρες με τη στολή των δεσμοφυλάκων της φυλακής.

   -Γδύσου! μούγκρισε ο ένας. Τελείως.

   -Ε.. εδώ; Μπροστά..... ξεκίνησε η κοπέλα αλλά ο ένας από τους δεσμοφύλακες την άρπαξε βίαια από το σαγόνι και φώναξε:

   -Εδώ μετράει μόνο ο δικός μας λόγος! Είμαστε θεοί για' σένα κατάλαβες;

   Δάκρυα ντροπής άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια της καθώς γδυνόταν μπροστά στους τρεις δεσμοφύλακες.

   -Καλή είναι, είπε ο ένας από τους δεσμοφύλακες, ό,τι πρέπει για ένα ιδιωτικό πάρτυ.

   -Να το κανονίσουμε τότε, είπε ένας άλλος.

   Η Γκαμπριέλα δεν ήταν κάποια εκπάγλου καλλονής γυναίκα δεν ήταν όμως και κάποια άσχημη, ήταν μια όμορφη κοπελίτσα με όλη τη δροσιά των είκοσι χρόνων της . Της άρεσε το σώμα της και η εμφάνισή της αλλά αυτή τη στιγμή ένιωθε μόνο ντροπή.

   -Ωραία προχώρα, είπε ο ένας δεσμοφύλακας.

   -Έτσι;

   Η απάντηση ήταν ένα χτύπημα στους γλουτούς της που την έκανε να φωνάξει από τον πόνο. Βγήκε από το δωμάτιο και προχώρησε στο διάδρομο με τους δεσμοφύλακες και με τα χέρια της δεμένα πίσω με τις χειροπέδες ώστε να μην μπορεί να κρύψει τη γύμνια της. Πέρασαν μια καγκελόπορτα όπου στεκόταν ένας ένοπλος σκοπός και βρέθηκαν στο χώρο με τα κελιά. Καθώς περνούσαν το διάδρομο με τα κελιά δεξιά και αριστερά γέλια και αισχρά σχόλια άρχισαν να ακούγονται κάνοντας την να σκύψει ντροπιασμένη το κεφάλι. Τελικά σταμάτησαν μπροστά σ' ένα κελί και ένας δεσμοφύλακας φώναξε:

   -Άνοιξε το 12C.

   Με έναν υπόκωφο ήχο η πόρτα του κελιού άνοιξε και την έσπρωξαν μέσα. Αμέσως μετά δέχθηκε ένα βάναυσο χτύπημα στα πόδια στην πίσω μεριά των μηρών και μετά στους γλουτούς. Έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας από τον πόνο και δέχθηκε μια σειρά από χτυπήματα στην πλάτη και τα πλευρά που την βύθισαν σε μια θάλασσα καυτού πόνου. Σωριάστηκε στο πάτωμα κλαίγοντας. Ένας από τους δεσμοφύλακες έσκυψε από πάνω της και το χέρι του περιπλανήθηκε πρόστυχα στο σώμα της.

   -Ένα δωράκι από την κυρία Βάλμοντ, είπε, και μόλις αρχίσαμε.

   Βγήκε αφήνοντας τη Γκαμπριέλα να κλαίει, νιώθοντας πονεμένη, εξευτελισμένη και μόνη.

Ο Πρώτος Ένορκος 5

Author: Νυχτερινή Πένα /

   -Δεν είναι δυνατόν, ψέλλισε η κοπέλα. Μου επιτέθηκε και με βίασε, τον χτύπησα για να ξεφύγω. Δεν πέθανε.

   -Το σώμα του Άντονι Βάλμοντ βρέθηκε στο δάσος με ένα και μόνο θανάσιμο τραύμα στο λαιμό. Δίπλα του βρέθηκε το μαχαίρι με το οποίο έγινε ο φόνος και στο οποίο βρίσκονται τα δακτυλικά σου αποτυπώματα.

   -Δεν τον δολοφόνησα, ούρλιαξε η κοπέλα καθώς πανικόβλητη διαπίστωνε ότι από θύμα γινόταν θύτης, ότι κατηγορούνταν για ένα έγκλημα που επέσυρε την ποινή του θανάτου.

   -Έχεις δικαίωμα να μην μιλήσεις, ό,τι πεις μπορεί και θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου στο δικαστήριο. Έχεις δικαίωμα νομικής εκπροσώπησης, αν δεν μπορείς να προσλάβεις δικηγόρο το κράτος θα βρει ένα για' σένα με έξοδά του. Κατάλαβες όσα σου είπα;

   -Ναι, είπε η κοπέλα μουδιασμένη. Το ξέσπασμά της την είχε αφήσει να νιώθει άτονη, αδύναμη.

   -Δεν μπορείς να φύγεις ακόμα από το νοσοκομείο μου είπανε, θα μείνεις λοιπόν αλλά απαγορεύεται η έξοδός σου από αυτό το δωμάτιο χωρίς αστυνομική συνοδεία. Θα θεωρηθεί ως απόδραση με τις ανάλογες συνέπειες.

   Ο επιθεωρητής έφυγε και η Γκαμπριέλα ρίχτηκε στο κρεβάτι κλαίγοντας.



   Ο Ζαν - Πιερ Μπόνακορ ήταν ένας άνδρας κανονικού ύψους με πυκνά μαύρα μαλλιά που φρόντιζε να είναι πάντα καλοκουρεμένα και άψογα χτενισμένα. Το ίδιο προσεγμένη ήταν και η υπόλοιπη εμφάνισή του, κουστούμια ειδικά ραμμένα για εκείνον στην περίφημη Σάβιλ Ρόουντ του Λονδίνου, γυμναστήριο κάθε μέρα για να διατηρείται εμφανίσιμος, καθόλου καταχρήσεις. Ή σχεδόν καθόλου, σκέφθηκε καθώς ακολουθούσε τον γραμματέα του δικαστηρίου στο γραφείο του δικαστή Στήβεν Άιρτον.

   Ο Ζαν - Πιερ Μπόνακορ ήταν ο προϊστάμενος εισαγγελέας της πόλης του Τορόντο και είχε μεγάλες φιλοδοξίες. Στο δικαστήριο είχε κάνει όνομα ως ένα από τα πιο κοφτερά νομικά μυαλά της γενιάς του και ως δύσκολος αντίπαλος στις δίκες. Στο ευρύ κοινό ήταν γνωστός ως ένας αμείλικτος με τους κακοποιούς δικαστικός που επεδίωκε πάντα την ανώτερη προβλεπόμενη από το νόμο ποινή.

   Διασχίζοντας τους διαδρόμους του δικαστικού μεγάρου του Τορόντο στην οδό Άρμορι ο Μπόνακορ παρουσίαζε την εικόνα του τέλειου επαγγελματία με το προσεγμένο ντύσιμο και το δερμάτινο χαρτοφύλακα στα χέρια του. Είχε αναλάβει προσωπικά την υπόθεση κατά της Γκαμπριέλα Ράνσομ και πήγαινε να κανονίσει με τον δικαστή τη δικάσιμο.

   Στάθηκε μπροστά στην δρύινη πόρτα χωρίς να δείξει τη νευρικότητά του και μόλις ο γραμματέας του επέτρεψε μπήκε στο γραφείο. Ο Στήβεν Άιρτον ένας μαυρομάλλης άνδρας γύρω στα σαράντα επτά καθόταν στην πολυθρόνα πίσω από το γεμάτο με έγγραφα και δικογραφίες μαονένιο γραφείο του.

   -Κάθισε Πιερ, είπε ο δικαστής, που μιλούσε στους περισσότερους δικαστικούς και δικηγόρους στον ενικό όταν δεν βρίσκονταν στην αίθουσα του δικαστηρίου. Τι σε φέρνει στο γραφείο μου;

   Ο Μπόνακορ έριξε μια ματιά γύρω. Οι τοίχοι του γραφείου ήταν γεμάτοι με βιβλιοθήκες κατάφορτες με βιβλία και φακέλους. Ο δικαστής ήταν μέλος του ανώτατου δικαστηρίου και έγκριτος νομικός. Αν ήταν άλλος δικαστής δεν θα ήταν τόσο αβρός αλλά με τον συγκεκριμένο έπρεπε να προσέχει. Κανείς δεν μπορούσε να καυχηθεί πως είχε καταφέρει να χειραγωγήσει τον Στήβεν Άιρτον.

   -Ανέλαβα την υπόθεση κατά της Ράνσομ.

   -Φόνος εκ προμελέτης αν δεν κάνω λάθος, είπε ο δικαστής με τον ήσυχο τρόπο του που είχε ξεγελάσει δικηγόρους να ξεπεράσουν τα όρια για να τους βάλει αμέσως στη θέση τους.

   -Υπάρχουν καλά στοιχεία, θα πάει για την ένεση σίγουρα.

   -Εντάξει, είπε ο Άιρτον και κοίταξε το ημερολόγιο που είχε ανοιγμένο στο γραφείο του. Τι λες για τις 15 Οκτωβρίου;

   -Θα προτιμούσα στις 6.

   -Σε μια εβδομάδα;

   -Ναι.

   Ο Άιρτον κοίταξε τον εισαγγελέα με ένα βλέμμα που φανέρωνε καχυποψία και δεν σήκωνε άρνηση στην ερώτηση που αναπόφευκτα θα ακολουθούσε.

   -Γιατί βιάζεσαι τόσο Πιερ;

   -Έχω τους λόγους μου, είπε ενοχλημένος ο εισαγγελέας.

   -Δεν αμφιβάλλω, είπε ο Άιρτον, αλλά πες τους μου ή περίμενε τις 15 του μήνα.

   Ο Μπόνακορ βλαστήμησε μέσα του αλλά δεν είχε επιλογές. Και δεν ήθελε να κάνει εχθρό του το δικαστή που θα δίκαζε την υπόθεση.

   -Στις 18 είναι οι εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου εισαγγελίας του Οντάριο και θα είμαι υποψήφιος. Έχω ισχυρές πιθανότητες για τη θέση ειδικά αν θα προέρχομαι από μια δικαστική νίκη σε μια υπόθεση φόνου.

   -Πιστεύεις ότι θα πάρει δημοσιότητα;

   -Είμαι σίγουρος.

   Ο Άιρτον δεν συμπαθούσε αυτή τη φιλοδοξία που έδειχνε ο Μπόνακορ αλλά προτιμούσε να γίνονται γρήγορα οι δίκες.

   -Εντάξει, στις έξι. Έχει βρει η συνήγορο η κατηγορούμενη;

   -Δεν έχει.

   -Πρέπει να βρει για να αρχίσει η δίκη.

   -Δεν νομίζω να μην βρει, με τέτοια οικογένεια. Είναι από τις πλέον επιφανείς.

   -Δεν έχουμε τίποτα άλλο να πούμε, ξέρεις τη διαδικασία.



   Η Γκαμπριέλα καθόταν στην άκρη του κρεβατιού της τυλιγμένη σε μια ρόμπα του νοσοκομείου. Οι δικοί της δεν της είχαν φέρει ρούχα την πρώτη φορά που είχαν έρθει να τη δουν και μετά δεν είχαν έρθει ξανά. Τους είχε τηλεφωνήσει όταν ο επιθεωρητής Τζέντον της είχε απαγγείλει την κατηγορία αλλά το είχε σηκώσει η Σύνθια, μια από τις καμαριέρες, και της είχε πει ότι δεν βρίσκονταν στο σπίτι. Δεν της είχαν τηλεφωνήσει.

   Ήταν μόνη της, μια νέα γυναίκα που ο βιασμός της από έναν άνδρα, που ως τότε εκτιμούσε, την είχε απομονώσει από τον υπόλοιπο κόσμο. Ένα γεγονός του οποίου αποτελούσε ακούσιο θύμα την είχε κάνει απόβλητη, ανεπιθύμητη ακόμα και από εκείνους που την είχαν φέρει στον κόσμο. Τώρα κανείς δεν την ήθελε, μια γυναίκα μόνη.

   Κοίταξε τη γιατρό απέναντί της. Η δόκτωρ Τζούντιθ Σπένσερ ήταν η γυναικολόγος που την είχε κουράρει, μια φιλική γυναίκα τριάντα οκτώ ετών, μητέρα δυο παιδιών.

   -Είσαι έτοιμη να βγεις από το νοσοκομείο Γκαμπριέλα, της είπε η γιατρός. Υπάρχει ένα θέμα που πρέπει να εξεταστεί αλλά ακόμα δεν είμαστε σε θέση να το δούμε.

   -Ποιο είναι αυτό γιατρέ; ρώτησε ανήσυχη η κοπέλα.

   -Η βία που ασκήθηκε πάνω σου προκάλεσε εσωτερικό τραυματισμό, σε ποιο βαθμό δεν το ξέρουμε ακόμα. Θα πρέπει να περάσουν λίγες μέρες πρώτα, αυτή τη στιγμή υπάρχουν πολλά τραύματα που πρέπει να επουλωθούν για να έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα.

   - Τι συνέπειες θα έχει αυτό; Αν υπάρχει σοβαρός εσωτερικός τραυματισμός;

   -Δεν θα μπορέσεις να αποκτήσεις ποτέ παιδιά, είπε η γιατρός σφιγμένα και πρόσθεσε, ας μη βάζουμε το κακό με το μυαλό μας. Είναι νωρίς για να πούμε ότι θα συμβεί. Το ανέφερα γιατί θα πρέπει να σε δω πάλι την ερχόμενη εβδομάδα.

   -Αν δεν είμαι στη φυλακή, είπε με πίκρα η κοπέλα.

   -Το έμαθα, είπε η Τζούντιθ, και λυπάμαι πολύ. Πες στη δικηγόρο σου να έρθει σε επαφή μαζί μου.

   -Εντάξει.

   Η γιατρός βγήκε και η Γκαμπριέλα έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες της. Λυγμοί άρχισαν να τραντάζουν το λεπτό σώμα της.



   Ο Ζαν - Πιερ Μπόνακορ μετά το δικαστήριο κατευθύνθηκε προς το Μπήμοντ Χάιτς, μια από τις αριστοκρατικές περιοχές του Τορόντο. Έφτασε γρήγορα και σταμάτησε το αυτοκίνητό του στην σιδερένια δίφυλλη καγκελόπορτα ενός μεγάλου αρχοντικού που το περιέβαλλε ένας αναλόγων διαστάσεων κήπος. Η πόρτα άνοιξε και ο εισαγγελέας οδήγησε το αυτοκήνητό του στη χαλικόστρωτη αλέα μπροστά από την είσοδο του αρχοντικού. Βγήκε από το αυτοκίνητο και, καθώς ακουγόταν ο ηλεκτρονικός ήχος που πιστοποιούσε πως είχε κλειδώσει, ανέβηκε τα σκαλιά προς την πόρτα που ένας βλοσυρός μπάτλερ κρατούσε ανοιχτή. Ο ίδιος μπάτλερ οδήγησε τον Μπόνακορ στο μικρό σαλόνι όπου ανάμεσα σε ακριβά έπιπλα και στην θαλπωρή του αναμμένου τζακιού τον περίμεναν δυο γυναίκες.

   Ο Μπόνακορ χαιρέτησε με σεβασμό τη γηραιότερη εκ των δυο. Ήταν μια ξερακιανή γυναίκα με στεγνό, αυστηρό πρόσωπο που φανέρωνε άνθρωπο με πυγμή. Ήταν η Έλεν Βάλμοντ, επί τριάντα χρόνια ήταν η επικεφαλής της οικογένιας και διοικούσε με ατσαλένια θέληση την τεράστια οικογενειακή επιχείρηση. Από το θάνατο του συζύγου της ως την ώρα που ο γιος της ανέλαβε τα ηνία, διοίκησε οικογένεια και επιχείρηση με απόλυτη επιτυχία.

   Ήταν σκληρή και ανηλεής και ανέθρεψε το γιο της να γίνει το ίδιο πιστεύοντας πως εκείνος που έχει τη δύναμη να αρπάξει κάτι δικαιούται να το κάνει.

   -Καλημέρα, κυρία Βάλμοντ, είπε ο εισαγγελέας.

   -Λοιπόν; είπε η Έλεν Βάλμοντ αυταρχικά παρότι είχε πια συμπληρώσει και την όγδοη δεκαετία της ζωής της.

   -Ξεκινήσαμε, είπε ο Μπόνακορ. Η δίκη αρχίζει στις 6 Οκτωβρίου.

   -Τη θέλω νεκρή, είπε η γυναίκα. Θέλω η σκύλα που σκότωσε το γιο μου να πεθάνει αφού εξευτελιστεί.

   -Θα καταδικαστεί και θα εκτελεστεί, είπε ο Μπόνακορ. Εγώ χρειάζεται να καταφέρω τους ενόρκους να την καταδικάσουν. Μετά η θανατική ποινή είναι σίγουρη.

   -Πέτυχέ το αυτό και η θέση που εποφθαλμιάς θα γίνει δική σου, είπε η Έλεν Βάλμοντ. Θα έχεις όποια μέσα χρειαστείς.

   Ο εισαγγελέας σηκώθηκε.

   -Είμαστε σύμφωνοι, είπε.

   Η δεύτερη γυναίκα στο δωμάτιο περίμενε να φύγει για να μιλήσει:

   -Και αν όντως ο Άντονι τη βίασε;

   -Δεν είχε παρά να τον υπομείνει, είπε ατάραχα η γηραιά γυναίκα, ποια ήταν αυτή; Κάποια ασήμαντη χωριάτα, τιμή της που την άγγιξε καν.

   Κοίταξε τη συνομιλίτριά της με ένα βλέμμα που είχε τρομάξει και πολύ γενναιότερους ανθρώπους. Εκείνη κεραυνοβολημένη από το τρομακτικό αυτό βλέμμα μαζεύτηκε και κοίταξε το πάτωμα.

   -Θα την κάνω να το πληρώσει, είπε η Έλεν Βάλμοντ με μια φωνή που έσταζε δηλητήριο.

Για' Σενα

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η φωνή σου
τόσο υπέροχα γλυκιά,
σαν μια μελωδία
που έρχεται από εποχές
χαμένες στο χρόνο
να ξυπνήσει στην καρδιά
αναμνήσεις που είχε ξεχάσει.

Το γέλιο σου
καθαρό, κρυστάλλινο,
σαν νερό ορεινής πηγής,
ποτέ δεν είναι αρκετό όσο και να τ' ακούω
έχει τη δύναμη μακριά να διώχνει
κάθε μαύρη σκέψη, κάθε έννοια,
και να με χαροποιεί.

Η παρουσία σου ομορφαίνει
τη ζωή μου,
βγάζει από το σκοτάδι την ψυχή μου,
το νου μου ταξιδεύει,
τη σκέψη μου γλυκά
και τρυφερά ημερεύει.

Ο Πρώτος Ένορκος 4

Author: Νυχτερινή Πένα /

   -Τι είπες; ρώτησε ο πατέρας της προσποιούμενος πως δεν είχε ακούσει, προειδοποιώντας τη με τον τόνο του πως δεν ήθελε να ακούσει, δεν ήθελε να ξέρει.

   Δεν του έκανε τη χάρη.

   -Μου επιτέθηκε και με βίασε ο Άντονι Βάλμοντ πατέρα, είπε με μια φωνή που έτρεμε από την ταπείνωση και τον εξευτελισμό που ένιωθε.

   Ο πατέρας της πήγε στην πόρτα του δωματίου και κοίταξε έξω στο διάδρομο, μετά την έκλεισε και ακούμπησε πάνω της.

   -Γνωρίζω τον Άντονι από πριν γεννηθείς, ήταν πάντα παρορμητικός και πάντα γυναικάς. Αν του έδωσες την αφορμή.... Αν τον φλέρταρες λίγο και τον προκάλεσες..... Μετά δεν μπορούσες να το σταματήσεις και έγινε. Δεν θα το κάνουμε και θέμα, δεν ήταν η πρώτη σου φορά έτσι δεν είναι;

    Ακούγοντας τον πατέρα της να μιλάει έτσι η Γκαμπριέλα ένιωσε μια πίεση να αυξάνει κάπου μέσα της φτάνοντας σε ένα εφιαλτικό κρεσέντο, δημιουργώντας της την επιθυμία να ουρλιάξει.

   -Κοίταξέ με μπαμπά! ούρλιαξε τελικά πετώντας το σεντόνι που τη σκέπαζε από πάνω της και αποκαλύπτοντας το γυμνό και μωλωπισμένο σώμα της. Κοίτα τι μου έκανε ο αξιότιμος φίλος σου!

   -Γκαμπριέλα! Ντροπή μπροστά στον πατέρα σου!

   Η μητέρα της έσπευσε να την σκεπάσει ενώ η κοπέλα έγερνε πίσω στο μαξιλάρι της εξαντλημένη από αυτό το ξέσπασμά της.

   -Έξω βρίσκεται ένας επιθεωρητής του εγκληματολογικού, είπε ο Ρέτζιναλντ Ράνσομ. Δεν θα καταθέσεις τίποτα για βιασμό. Θα πεις ότι μια ερωτική συνεύρεση ξέφυγε από τον έλεγχο και αυτό είναι όλο.

   Η Γκαμπριέλα κοίταξε τον πατέρα της με μια οδυνηρή έκπληξη να αποτυπώνεται γλαφυρότατα στο πρόσωπό της. Ο πατέρας της νοιαζόταν να κρατήσει το όνομά του καθαρό από το σκάνδαλο.

   -Δεν μπορώ......ξεκίνησε αδύναμα αλλά ο πατέρας της δεν είχε ακόμη τελειώσει.

   -Οπωσδήποτε ο Άντονι θα πληρώσει για τη σιωπή μας αλλά αυτό θα γίνει σιωπηρά και κρυφά όχι εν γνώσει όλης της πόλης.

   -Τον μαχαίρωσα, είπε η κοπέλα και ένα ρίγος τη διέτρεξε καθώς εκείνη η στιγμή ζωντάνευε στο μυαλό της. Πεσμένη στο χορταριασμένο έδαφος, με το σώμα του βιαστή της πάνω της να την καθηλώνει, με τα πόδια και τα χέρια της δεμένα να παλεύει απεγνωσμένα να αμυνθεί, να λυθεί για να σώσει τον εαυτό της αφού τα ουρλιακτά της δεν ακούγονταν από κανέναν και κανένας δεν ερχόταν να την σώσει. Ο Άντονι Βάλμοντ είχε καρφώσει ένα μαχαίρι στο έδαφος κοντά στο δεξί της χέρι και προσπαθούσε να το φτάσει. Απορροφημένος από την πράξη του και την ευχαρίστηση που αντλούσε από αυτή ο βασανιστής της δεν αντελήφθηκε εγκαίρως πως είχε ελευθερώσει το χέρι της. Με τη δύναμη της απελπισίας το άρπαξε και χτύπησε.

    Έκλεισε τα μάτια της. Δεν ήθελε να θυμάται.

   -Ανόητο κορίτσι τι έκανες; είπε ο πατέρας της. Είσαι μόνη σου τώρα.

   Η Γκαμπριέλα άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε πληγωμένη τον πατέρα της. Δεν ήταν δυνατόν να είναι τόσο σκληρός. Δεν καταλάβαινε;

   -Μπαμπά μην μ' αφήσετε, είπε και η φωνή της ακούστηκε παρακλητική σαν μικρού κοριτσιού που παρακαλεί να μην το αφήσουν έξω στο κρύο.

   -Λυπάμαι, είπε ο Ρέτζιναλντ και βγήκε από το δωμάτιο.

   -Μαμά; έκανε η Γκαμπριέλα αλλά η μητέρα της δεν γύρισε να την κοιτάξει.

   Έγειρε πίσω και έκλεισε τα μάτια της. Καυτά δάκρυα κύλισαν κάτω από τις μακριές βλεφαρίδες της.

   -Ο επιθεωρητής Τζέντον περιμένει να σε δει, είπε η νοσοκόμα.

   -Ας έρθει, είπε η κοπέλα. Να τελειώνουμε.

  Η φωνή της μόλις ακουγόταν, το ένα σοκ διαδεχόταν το άλλο – πρώτα η κτηνωδία του βιασμού, μετά η εγκατάλειψή της από την οικογένειά της – και δεν άντεχε άλλο, ήταν σωματικά και, κυρίως, ψυχολογικά εξαντλημένη.

   Η νοσοκόμα βγήκε και επέστρεψε σχεδόν αμέσως με έναν άνδρα. Ο επιθεωρητής Τόμας Τζέντον ήταν ένας κανονικού ύψους άνδρας με μαύρα μαλλιά και μαύρα μισόκλειστα μάτια. Το βαρύ σαγόνι και η σπασμένη μύτη του θύμιζαν πυγμάχο. Φορούσε ένα ταλαιπωρημένο κουστούμι χωρίς γραβάτα και μύριζε τσιγάρο.

   Κοίταξε την Γκαμπριέλα με έναν τρόπο που την έκανε να νιώσει άσχημα σαν να ήθελε να δει το γυμνό σώμα της κάτω από το σεντόνι που το σκέπαζε.

   -Πες μου με δικά σου λόγια τι συνέβει, είπε τελικά κοιτάζοντάς τη στα μάτια.

   Με σβησμένη φωνή η κοπέλα του διηγήθηκε πως σταμάτησε με το αυτοκίνητό της όταν της έκανε νόημα ο Άντονι Βάλμοντ, φίλος του πατέρα της και αφεντικό της, πως την οδήγησε στο δάσος και πως πάλεψε να ξεφύγει, πως με ωμή βία της επιβλήθηκε και πως κατάφερε τελικά να ξεφύγει. Ο επιθεωρητής την άκουσε ανέκφραστος και μετά έφυγε χωρίς πολλές ερωτήσεις ή να χαιρετήσει.


   Ο Μάικ Μακ Γκρέγκορ στάθηκε στο παράθυρο του δωματίου του στη βάση Ντάουνβιου και κοίταξε τη σκοτεινιά έξω. Το δωμάτιο του υπολοχαγού ήταν στο ίδιο κτίριο που στρατωνιζόταν και η μονάδα του. Δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, ένα κρεβάτι, ένας φοριαμός, ένα ράφι για βιβλια και ένα μικρό γραφειάκι. Δεν τον ένοιαζε, είχε βολευθεί σε αυτό μια χαρά.

   Ήταν έτοιμος για υπηρεία, από την επαφή του με τις Τουρκικές φυλακές δεν είχε απομείνει παρά μόνο το επιδεμένο, απο τη μέση του πήχυ ως τον καρπό, αριστερό χέρι του και το ξυρισμένο κεφάλι του κάτι που γινόταν πάντα στις φυλακές αυτής της χώρας που οι ψείρες ήταν πολυπληθείς σαν την άμμο της θαλάσσης.

   Ήταν έτοιμος για μια αποστολή, δεν ήταν γι' αυτό που θα του τύχαινε.



   Οι   δυο επόμενες μέρες της Γκαμπριέλα ήταν γεμάτες εξατάσεις, ούρων και αίματος,γυναικολογικές, υπέρηχο κοιλίας, καθώς και μαγνητική τομογραφία. Είχε μόλις επιστρέψει από αυτήν την τελευταία εξέταση όταν ο επιθεωρητής μπήκε στο δωμάτιό της χωρίς να περιμένει την άδεια κανενός.

   -Γκαμπριέλα Ράνσομ, είπε με αυστηρή φωνή, συλλαμβάνεσαι για τον εκ προθέσεως φόνο του Άντονι Βάλμοντ.

Στο Μάτι Του Κυκλώνα

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Υπάρχει ένα παλιό ρητό που λέει ότι εκείνος που ξέρει τον εαυτό δεν χάνεται σε οποιαδήποτε δίνη και αν βρεθεί. Θα βρει τη θέση του ακόμα και στο μάτι του κυκλώνα. Και κάπως έτσι είναι και η δική μου ζωή. Σπάνια μια μέρα ακολουθεί το πρόγραμμα που της έχω θέσει, η δουλειά μου έχει απρόοπτα. Έτσι μοιάζει συνέχεια σαν να προσπαθώ να τιθασεύσω έναν ανεμοστρόβιλο ή να βάλω σε τάξη το χάος.

   Από την άλλη πλευρά έχω τη δίνη της δημιουργίας. Εκτός από το μυθιστόρημά μου που κάνω τις τελευταίες ετοιμασίες πριν δοκιμάσω την περιπέτεια μιας εκδόσεως, γράφω ταυτόχρονα άλλο ένα μυθιστόρημα, τη συνέχειά του προς έκδοσιν, και τέσσερεις άλλες ιστορίες για δημοσίευση σε διάφορα στάδια.

   Όπως είναι αναμενόμενο αν δεν δουλεύω γράφω και δεν έχω χρόνο και για πολλά πολλά άλλα. Αλλά σε όλη αυτήν την δραστηριότητα που μπορεί εξ' αιτίας της δουλειάς να είναι τρομερά πιεστική διατηρώ μια σπάνια ηρεμία και γαλήνη. Γαλήνη που δεν οφείλεται στη δική μου ιδιοσυγκρασία αλλά σε κάποιον άλλο. Σε κάποια άλλη για να είμαι ακριβής.

   Σε κάποια που με δίδαξε ποια είναι η αληθινή δύναμη και το θάρρος. Σε κάποια που με δίδαξε επίσης να είμαι μακρόθυμος και να νοιάζομαι. Σε κάποια που είναι μακριά αλλά μόνο σωματικά γιατί τη νιώθω πάντα κοντά μου και με ενθαρρύνει πάντα στα σχέδιά μου.

   Σε ευχαριστώ για όλα. Εύχομαι να μπορέσω να σου ανταποδώσω έστω και λίγα από όλα αυτά που μου προσφέρεις.