Όλοι Οι Δρόμοι Οδηγούν Στην Αγάπη

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Για την Κέητ Πήρσον ένα νέο στάδιο της ζωής της ξεκινάει με την άφιξή της στην Βοστώνη για τις σπουδές της. Η πανεπιστημιούπολη και η φοιτητική ζωή είναι κάτι για το οποίο έχει ελάχιστες γνώσεις. Θα μάθει γρήγορα ότι μπορεί να κάνει φίλους αλλά και εχθρούς και πως μπορεί να συναντήσει τον έρωτα της ζωής της.
   Μια αισθηματική ιστορία είναι η νέα μας ιστορία για κατέβασμα, μια ιστορία για αγάπη, φιλία, θέατρο και ενίοτε σκάκι! Καλή ανάγνωση.

Βραβεία

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ως τώρα έχω λάβει τρεις φορές βραβείο με πιο πρόσφατη αυτή από το φίλο μου τον Σκρουτζάκο πριν από σχεδόν πέντε μήνες. Σήμερα γίνανε πέντε μιας και η meanan μου απένειμε με τη μία δύο!
   Οφείλω να πω επτά τυχαία πράγματα για’ μενα.
   1. Γράφω συνέχεια και παραπάνω από ένα πράγμα τη φορά.
   2. Σήμερα συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια που γνωρίζω την πριγκίπισσά μου.
   3. Μου αρέσουν οι πάστες σεράνο.
   4. Υπάρχουν μυστικά που μόνο η πριγκίπισσά μου ξέρει.
   5. Είμαι έμπιστος και καλός φίλος.
   6. Αγαπώ το χειμώνα πολύ πιο πολύ από το καλοκαίρι.
   7. Αυτή τη στιγμή ακούω μουσική από soundrack όπως γίνεται στο 99% των περιπτώσεων.
    Με τη σειρά μου χαρίζω τα βραβεία αυτά σε όλους τους μπλόγκερ που θα με διαβάσουν ως την επόμενη ανάρτηση με την υποχρέωση να γράψουν και εκείνοι επτά πραγματάκια για εκείνους.

Διψώ

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Διψώ για το γλυκό κρασί των χειλιών σου, το απαλό σου φιλί, από τα χείλη σου που είναι πιο απαλά από το απαλότερο βελούδο, πιο γλυκά από το καλύτερο γλυκό και πιο όμορφα από ένα ανοιξιάτικο μπουμπούκι.
   Διψώ για την γαλήνη της αγκαλιάς σου, την γλυκιά ηρεμία που με γεμίζει όταν σε κρατώ στα χέρια μου, όταν τα μαλλιά σου ανεμίζουν στο πρόσωπό μου και το άρωμά σου πλημμυρίζει τις αισθήσεις μου.
   Διψώ για την σιγουριά που το ντελικάτο χεράκι σου, το τόσο ραφινάτο αλλά και δυνατό, φέρνει όταν το κρατώ στο δικό μου, μια υπενθύμιση ότι θα είσαι πάντα μαζί μου ό,τι και αν φέρει η ζωή στο δρόμο μου.
   Διψώ για το χάδι σου, την κάθε μικρή εκδήλωση τρυφερότητας, το κάθε άγγιγμα, τον κάθε τρόπο που με ξαφνιάζεις δείχνοντας πόσο κοντά είμαστε, πόσο άρρηκτα δεμένοι.
   Διψώ για την αγγελική φωνή σου, την μελωδία που έχει όταν μου μιλάς, το νάζι της, και τη γλυκύτητά της ειδικά τις μικρές ώρες της νύχτας όταν έχει έρθει η ώρα να κοιμηθείς στην αγκαλιά μου.
   Διψώ για σένα, για την παρουσία σου στη ζωή μου, για την αγάπη σου πριγκίπισσα και μούσα μου.

Η Συνάντηση 7

Author: Νυχτερινή Πένα /

  Προχώρησαν προς το σπίτι της και η Άλις του έκανε μια μικρή ξενάγηση στο Κοντ. Στο σπίτι δεν έμειναν πολύ, ίσα για να αφήσουν τα πράγματά τους. Ο Καναδός ωστόσο έδειξε να το εγκρίνει και της το είπε. Το βρήκε όμορφο και βολικό.
   Πήραν το δρόμο για την έκθεση βιβλίου συζητώντας και πάλι για τα βιβλία και τους συγγραφείς που προτιμούσαν. Ο Μακ Γκρέγκορ είχε να προσθέσει τη γνώμη του για το βιβλίο που είχε τελειώσει ανάμεσα στις δύο συναντήσεις τους.
   Η έκθεση γινόταν σε μια επίπεδη έκταση στην πίσω πλευρά του φάρου που ήταν σκεπασμένη με μεγάλα καραβόπανα. Ανέμιζαν με το ελαφρύ αεράκι δίνοντας την αίσθηση ότι βρίσκονταν στο κατάστρωμα ενός ιστιοφόρου πλοίου. Ο Μάικ και η Άλις περπάτησαν ανάμεσα στους βαρυφορτωμένους με βιβλία πάγκους εξετάζοντας εκείνα που τραβούσαν την προσοχή τους και σχολιάζοντάς τα.
   Όταν τελειώσαν με τα βιβλία και τις αγορές τους εκεί είχε περάσει για τα καλά η ώρα και η νύχτα είχε απλώσει τα πέπλα της στο στερέωμα. Καθώς περπατούσαν με τις σακούλες με τις αγορές ανά χείρας η Άλις ξέσπασε σε ασυγκράτητα γέλια. Καθώς ο Μακ Γκρέγκορ γύριε να την κοιτάξει η κοπέλα σταμάτησε και άφησε τις σακούλες, σκούπισε τα μάτια της που είχαν δακρύσει από τα γέλια και είπε:
   -Νιώθω τόσο ανάλαφρη όσο δεν είχα νιώσει ποτέ.
   -Καλό είναι αυτό, σχολίασε ο Καναδός.
   -Ναι, είπε η Άλις σηκώνοντας και πάλι τις σακούλες με τα βιβλία, αλλά το ότι έγινε σήμερα σημαίνει κάτι. Πέρασα ένα μεγάλο μέρος της μέρας μαζί σου, είσαι νομίζω η πηγή της αίσθησης αυτής.
   -Μάλλον οι σκέψεις και οι συνειδητοποιήσεις που έκανες, είπε ο Καναδός.
   -Αλλά και πάλι, εσύ τις πυροδότησες, πως μπορώ να σε ευχαριστήσω;
   -Δεν χρειάζεται, χαίρομαι που βοήθησα. Κοίτα, το Χουντ.
   Η Άλις κοίταξε το σχήμα του πλοίου στα ανοιχτά.
   -Πως ξέρεις ότι είναι αυτό; Περνάνε πολλά πολεμικά από εδώ.
   -Το σχήμα ταιριάζει με καταδρομικό που είναι το Χουντ, αλλά υπάρχει και κάτι που το ξεχωρίζει από τα άλλα της κλάσης του. Αυτό το V στα φώτα πορείας, έγινε όταν τοποθετήθηκε η δεύτερη σειρά πυραύλων χωρίς να βγουν οι Aegis που είχε ως τότε. Σε μια ώρα περίπου θα είναι εδώ. Πρέπει να πάρω τα πράγματά μου. Και πιο νωρίς από την ώρα τους, είμαι σίγουρος ότι είναι ο Μέγιερ στο πηδάλιο.
   Προχώρησαν στο σπίτι της Άλις και αφού ο Μάικ βόλεψε τα βιβλία που είχε αγοράσει στο σακίδιό του ξεκίνησε για την προκυμαία με την κοπέλα να τον συνοδεύει. Στάθηκαν στην γυμνή αποβάθρα ενώ το πολεμικό έμπαινε στο λιμάνι. Ο Μάικ στράφηκε στην Άλις.
   -Κάπου εδώ λέμε εις το επανιδείν.
   -Ναι, όντως, είπε η κοπέλα και αυθόρμητα τον αγκάλιασε. Να προσέχεις και αν βρεθείς και πάλι στη Βοστώνη θα χαρώ πολύ να σε δω.
   -Και' γω. Συνήθως μέσω Βοστώνης επιστρέφω στον Καναδά οπότε θα τα ξαναπούμε. Καλή επιτυχία με τον Καρυοθραύστη.
   -Ευχαριστώ, αποφάσισα ότι θα συνεχίσω με το μπαλέτο. Δεν θα αφήσω κανέναν να μου το απαγορεύσει.
   -Πολύ καλά θα κάνεις, είπε ο Μάικ.
   Η Άλις τον άφησε και εκείνος ανέβηκε στο πλοίο. Την χαιρέτησε φτάνοντας στο κατάστρωμα και ενώ το πλοίο απομακρυνόταν ήδη από τη στεριά. Δεν έφυγε από το λιμάνι ωσπού το πλοίο χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Επίλογος

   Η Άλις μπήκε στο καμαρίνι της. Ένιωθε ξεθεωμένη αλλά ταυτόχρονα πανευτυχής. Μόλις είχε τελειώσει ο Καρυοθραύστης και είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία, το κοινό τους είχε αποθεώσει. Σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα και ανέβασε τα πόδια της σε ένα σκαμπό για να τα ξεκουράσει. Γέλασε ευτυχισμένη.
   Στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει είχε βάλει σε μια τάξη τη ζωή της. Είχε κάνει κινήσεις για να συνεχίσει την καριέρα της σαν μπαλαρίνα και είχε χωρίσει με τον Ανδρέα αφού δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί τις αλλαγές που εκείνη ήθελε να κάνει.
   Ένα χτύπημα στην πόρτα την απέσπασε από τις σκέψεις της.
   -Ναι, είπε.
   Μπήκε η Λίλι και ένας νεαρός που φορούσε τη στολή μιας εταιρίας ταχυμεταφορών. Της παρέδωσε ένα δέμα και αφού εκείνη υπέγραψε στο ειδικό μηχάνημα έφυγε.
   -Δώρο από θαυμαστή; την πείραξε η Λίλι.
   -Δεν ξέρω.
   Άνοιξε το κουτί και βρήκε μέσα να την περιμένει μια θήκη που στο άνοιγμά της αποκάλυψε την τέλεια γαλακτερή σφαίρα ενός μαργαριταριού.
   -Αυτό κάνει μια περιουσία, είπε με θαυμασμό η φίλη της, ποιος στο έστειλε;
   Αποδείκτηκε ότι το είχε στείλει ο Μακ Γκρέγκορ, το είχαν βρει μέσα σε ένα δίκτυ που είχε πιαστεί στην προπέλα του Χουντ έξω από το Ντιέγκο Γκαρσία. Δεν είχε φυσικά καμία χρησιμότητα για εκείνον και της το είχε στείλει με τις ευχές για καλή επιτυχία. Η Άλις γέλασε πάλι. Οι ευχές του είχαν πιάσει.
   Έκατσε στο μπουντουάρ της για να γράψει ένα απαντητικό σημείωμα στον άνθρωπο που με μια συνάντηση είχε αλλάξει τη ζωή της.


Τέλος

Η Συνάντηση 6

Author: Νυχτερινή Πένα /


4.


   Η Άλις μπήκε στο θέατρο και προχώρησε ανάμεσα στις σειρές των ντυμένων με κόκκινο και μπλε βελούδο καθισμάτων προς τη σκηνή. Μια κοπέλα την είδε και έτρεξε προς το μέρος της. Ήταν μια από τις καλύτερες μπαλαρίνες της ομάδας, η Λίλι Βέην.
   -Που ήσουν; Τελειώσαμε μόλις.
   -Έγινε ένα ατύχημα στο δρόμο και καθυστερήσαμε.
   -Κρίμα. Καλά δεν πειράζει.... Και αύριο μέρα είναι.
   -Ναι βέβαια, έγινε τίποτα που να πρέπει να ξέρω;
   -Όχι, όλα ένταξει. Είμαστε έτοιμοι για τη μεγάλη μέρα νομίζω.
   -Χαίρομαι, είπε η Άλις, και ας ήμουν άτυχη να μην συμμετάσχω στην πρόβα.
   -Πάμε για έναν καφέ; είπε η Λίλι.
   -Ναι, πάμε, και μετά θα πάω για φαγητό με τον Ανδρέα.
   Προχώρησαν προς την έξοδο.
   -Σε ταλαιπώρησε σήμερα η διαδρομή ε; είπε η Λίλι.
   -Όχι, ευτυχώς έτυχε και είχα παρέα.
   -Παρέα;
   -Έναν αξιωματικό του Καναδικού στρατού που αποβιβάστηκε στο Κοντ για να επιβιβαστεί αύριο σε ένα άλλο πολεμικό. Πέρασε η ώρα μιλώντας μαζί του.
   -Α μάλιστα. Όμορφος;
   Η Άλις γέλασε. Το κριτήριο της Λίλι για τους άνδρες ήταν απλό, η εξωτερική τους ομορφιά και η ικανότητα να την ικανοποιήσουν πρωτίστως σεξουαλικά και μετά στην καλοπέραση. Της περιέγραψε τον Μακ Γκρέγκορ και η Λίλι τη μάλωσε.
   -Χαζή! Έπρεπε να επιμείνεις να τον τακτοποιήσεις και να πας μαζί του στο δωμάτιό του! Θα ξεσκιζόσασταν μια χαρά.
   -Λίλι! Θα παντρευτώ!
   -Ε και; Λες ο Ανδρέας δεν θα έχει ρίξει ανάσκελα καμιά όμορφη γραμματέα ή καμιά ταμία;
   -Όχι, και βέβαια όχι. Δεν θα με αγαπούσε αν το είχε κάνει αυτό.
   -Νομίζω ότι παραείσαι αυστηρή, μικρές απιστίες όλοι κάνουν.
   -Δεν υπάρχουν μικρές απιστίες Λίλι. Αν κάνεις απιστίες δεν αξίζει να έχεις τη σχέση. Δεν αγαπάς αληθινά.
   -Τέλος πάντων, που λες να πάμε;
   -Στο Ideal, ήπια καφέ στο δρόμο, λέω να φάω ένα γλυκό.
   -Να τι κάνει η έλλειψη σεξ, το ρίχουμε στη σοκολάτα.
   -Δεν μου λείπει η σεξουαλική ζωή, διαμαρτυρήθηκε η Άλις.
   Ήταν αλήθεια, δεν της έλειπε αυτή καθ' αυτή η σεξουαλική ζωή, της έλειπε η ικανοποίηση. Μπήκαν στην καφετέρια και ένιωσε κάπως να ηρεμεί και να χαλαρώνει. Η ήσυχη ατμόσφαιρα με τις χαμηλόφωνες συζητήσεις και την απαλή μουσική της ήταν οικεία και πάντα την ησύχαζε.
   Καθίσανε σε ένα τραπέζι και μια σερβιτόρα με ξεβαμμένα τζιν πήρε την παραγγελία τους, καφέ για την Λίλι και μια σοκολάτα για την Άλις. Είχανε μόλις έρθει οι παραγγελίες τους όταν η Άλις εντόπισε σε μια απόμερη πλευρά τον Μακ Γκρέγκορ να πίνει μια κούπα καφέ διαβάζοντας ένα βιβλίο. Τον έδειξε στην Λίλι.
   -Γουστάρω, ρε συ, άφησες μια πολύ καλή ευκαιρία ανεκμετάλλευτη.
   -Βρίσκεις;
   -Ναι βρε! Για σκέψου να σε κρατάει με τα δυνατά του χέρια και να σε φτάνει....
   Η Άλις δεν άκουγε όμως, το μυαλό της είχε γυρίσει και πάλι στον Ανδρέα και το θέμα που υπήρχε ανάμεσά τους όσο αφορούσε την σεξουαλική επαφή. Δεν ήταν άραγε φυσιολογική γυναίκα ή με τον Ανδρέα είχαν κάποιο πρόβλημα; Στο υπόλοιπο της συνάντησής της με την Λίλι δεν μπορούσε να διώξει τη σκέψη από το μυαλό της αν και η φίλη της την έκανε πολλές φορές να γελάει.
   Όταν αποφασίσανε να φύγουν με την Λίλι κοίταξε προς το μέρος του Καναδού που συνέχιζε να διαβάζει πίνοντας τον καφέ του. Δεν έδειχνε να την έχει προσέξει και έτσι εκείνη αποφάσισε να μην του μιλήσει.
   Άφησε την καφετέρια και προχώρησε προς το Σάιμονς, το εστιατόριο που θα γευμάτιζε με τον Ανδρέα. Εκείνος ήταν ήδη εκεί και την περίμενε στο σεπαρέ όπου συνήθως δειπνούσαν. Σηκώθηκε όταν μπήκε και την υποδέκτηκε παίρνοντας τα χέρια της στα δικά του. Αυτή ήταν και όλη η τρυφερότητα που συνήθως της έδειχνε.
   -Πως ήταν η μέρα σου καλή μου;
   -Καλή, είπε η Άλις, αν και είχε αναποδιές.
   -Αναποδιές; Τι είδους; ρώτησε ο Ανδρέας ενώ κάθονταν.
   -Έγινε ένα τρακάρισμα στο δρόμο και καθυστέρησε το λεωφορείο, έχασα την πρόβα.
   -Ε δεν πειράζει και τόσο, αφού είσαι τέλεια στο ρόλο σου και μετά θα σταματήσεις.
   -Ναι, το σκεφτόμουν και αυτό, η τελευταία μου πρόβα, και μετά μία παράσταση και δεν θα ξαναχορέψω.
   -Φυσικά, μετά θα είσαι μια κυρία Φον Ντράικε, θα ήταν τελείως ανάρμοστο. Τα είπαμε αυτά Άλις.
   Η φωνή του είχε ξαφνικά γίνει άγρια και απότομη, για να της θυμίσει ότι δεν του άρεσε η αγάπη της για το χορό και η ενασχόλησή της με το μπαλέτο. Δάγκωσε τα χείλη της, μια αυθόρμητη αντίδραση που είχε προκαλέσει την δυσαρέσκειά του.
   -Και μην το κάνεις αυτό σου έχω πει!
  Η επίπληξη την έκανε να λυπηθεί και ταυτόχρονα να θυμηθεί τον Μακ Γκρέγκορ. Πόσο διαφορετικός ήταν ο Καναδός, πόσο διαφορετικά είχε αντιμετωπίσει αυτή τη μικρή της έκφραση αμηχανίας.
   -Με συγχωρείς Ανδρέα, είπε. Απλά να…..
   -Σου έχω πει να το κόψεις, σαν παιδί κάνεις ώρες ώρες.
   -Πως ήταν η δική σου μέρα; ρώτησε η Άλις αλλάζοντας συζήτηση.
   -Α υπέροχη, έκλεισα επιτέλους τη συμφωνία με τους Ελβετούς. Ξέρεις πόσο σημαντική ήταν για τον όμιλο.
   -Ναι βέβαια.
   -Και στην καλύτερη τιμή που είχαμε ποτέ υποθέσει.
   Σε όλο το υπόλοιπο γεύμα ο Ανδρέας συνέχισε να μιλάει για την επαγγελματική του επιτυχία και το δρόμο που του άνοιγε και τα σχέδια για εξαγορές που είχε κατά νου να ακολουθήσουν. Μετά το γεύμα η Άλις ετοιμάστηκε να φύγει και ρώτησε.
   -Θα τα πούμε το βράδυ;
   -Μπα όχι, θα έχω δουλειά ως αργά.
   -Καλά, θα επιστρέψω και’ γω στο Κοντ.
   -Εντάξει, είπε ο Ανδρέας, θα τα πούμε. Α! Έχεις χαιρετίσματα από τη μητέρα σου. Την είδα τυχαία το πρωί.
   -Ευχαριστώ.
   Η Άλις έφυγε από το εστιατόριο με τη σκέψη της να αναρωτιέται αν θα είχε προχωρήσει με τον Ανδρέα αν δεν είχε συνηγορήσει και η μητέρα της υπέρ αυτής της σχέσης. Με άσχημη διάθεση προχώρησε στη στάση για το λεωφορείο που θα την έφερνε πίσω στο ακρωτήριο Κόντ. Προς μεγάλη της έκπληξη βρήκε εκεί τον Μακ Γκρέγκορ. Ο Καναδός την χαιρέτησε μόλις την είδε.
   -Δεν θα μείνεις στη Βοστώνη; τον ρώτησε.
   -Αλλαγή σχεδίων. Το Χουντ θα είναι στο Κοντ κατά τις τέσσερις τα ξημερώματα αντί για το πρωί οπότε πρέπει να είμαι από νωρίς εκεί και δεν ήταν δυνατό να μείνω στη Βοστώνη και να γίνει αυτό.
   -Οπότε θα μείνεις στο Κοντ, δεν έχει ξενοδοχεία αλλά έχει ένα μικρό πανδοχείο πάνω από το καφέ Ζιρλ.
   -Και αυτό δεν είναι απαραίτητο, δεν προλαβαίνω να κοιμηθώ ούτως ή άλλως. Απλά για να αφήσω τα πράγματά μου.
   -Και πως σκοπεύεις να περάσεις τις ώρες που θα μείνεις στο Κοντ; Αν δεν πειράζει που ρωτάω.
   Η Άλις δαγκώθηκε φοβούμενη ότι είχε πάρει πολύ θάρρος.
   -Είπαμε να μην το κάνεις αυτό, θα σκάσεις τα χείλη σου, παρατήρησε ο Μακ Γκρέγκορ.
   Η διαφορά ανάμεσα στη συμπεριφορά του Καναδού και αυτήν του μνηστήρα της ήταν τόσο έντονη που έφερε μια σκιά στο πρόσωπο της Άλις. Ο Μακ Γκρέγκορ το πρόσεξε, ήταν μαθημένος να παρατηρεί τα πάντα.
   -Συμβαίνει κάτι; Σε πείραξε.....
   -Όχι, κάθε άλλο, είπε η Άλις και ξαφνικά της ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τον εαυτό της. Του είπε όλα όσα την βάραιναν. Η εξομολόγηση ξεπήδησε σαν χείμαρρος από μέσα της, συνέχισε και στο λεωφορείο στη διαδρομή για το Κοντ. Ένιωσε να ξαλαφρώνει καθώς αποκάλυπτε στον Καναδό όσα την απασχολούσαν και την πονούσαν.
   Εκείνος την άκουσε σοβαρά και με μεγάλη προσοχή. Δεν την διέκοψε καθόλου όσο μιλούσε και μόνο όταν εκείνη σταμάτησε να μιλάει εξουθενωμένη της είπε:
   -Αν είναι τόσο μεγάλη η πίεση που ασκεί πάνω σου γιατί δεν ξανασκέφτεσαι την απόφασή σου για το γάμο;
   -Είναι αυτό που η οικογένειά μου περιμένει από εμένα.
   -Μπορεί αλλά δεν θέλουν να καταστρέψεις τον εαυτό σου, αν εξηγήσεις θα καταλάβουν.
   -Το πιστεύεις; ρώτησε με την ελπίδα να φωτίζει το πρόσωπό της η Άλις για να σκυθρωπιάσει αμεσως. Μα είμαστε τόσο κοντά στο γάμο.
   -Καλύτερα να κάνεις πίσω τώρα παρά να το μετανιώνεις μετά, αν το μετανιώνεις πόσο καιρό θα αντέξεις σε έναν τέτοιο γάμο;
   -Ίσως έχεις δίκιο.
   Για λίγο έμειναν σιωπηλοί και οι δυο. Η Άλις σκεφτόταν αυτά που είχαν πει, ο Μακ Γκρέγκορ ήταν αδύνατον να πει τι σκεφτόταν, το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο.
   -Θα πρέπει να μιλήσω στους δικούς μου.
   -Σίγουρα.
   Το λεωφορείο σταμάτησε στην στάση και κατέβηκαν.
   -Να' μαστε πάλι από εκεί που ξεκινήσαμε, είπε η Άλις. Τι θα κάνεις τώρα;
   -Θα βρω να αφήσω κάπου τα πράγματά μου και θα πάω μια βόλτα στην έκθεση βιβλίου που γίνεται κοντά στο φάρο.
   -Αν θες μπορείς να αφήσεις τα πράγματά σου σπίτι μου, δεν είναι μακριά, είπε η Άλις και πρόσθεσε, δεν μου είναι κόπος.
   -Εντάξει τότε, είπε ο Μάικ. Αλήθεια θα ήθελες να έρθεις μαζί μου στην έκθεση;
   -Ναι, θα το ήθελα πολύ.

Η Συνάντηση 5

Author: Νυχτερινή Πένα /

   -Ε....... δίστασε εκείνη και θέλοντας να συγκαλύψει τις σκέψεις της απάντησε: τη ζωή του στρατιωτικού, δεν είναι εύκολη και εσύ έχεις διαλέξει τον πιο δύσκολο δρόμο χωρίς οικογένεια.
   -Από κάποιες απόψεις είναι πιο εύκολο, είπε ο Μάικ, δεν έχεις να κοιτάς πίσω. Και οι πιο πολλοί φίλοι είναι κοντά σου.
   -Ναι, αν το θέτεις έτσι..... Αλλά δεν σου λείπει η οικογένεια;
   -Όχι ιδιαίτερα, εσένα;
   -Ναι, σίγουρα, θέλω μια μεγάλη οικογένεια αλλά δεν θέλω να αφήσω και την καριέρα μου.
   -Λογικό, είπε ο Μάικ. Δεν ζητάς και τίποτα παράδοξο.
   -Εσύ; τι ζητάς;
  -Εγώ; Απλά να πολεμάω για σκοπούς που είναι δίκαιοι και όταν δεν το κάνω αυτό να ασχολούμαι με άλλα αντικείμενα.
   -Ένας ιδεαλιστής, είπε η Άλις. Μια σύντροφος δεν έχει θέση σε αυτήν την ζωή;
   -Υποθέτω πως όταν βρεθεί η κατάλληλη θα έχει.
   -Τι θα ζητούσες από μια κοπέλα; ρώτησε η Άλις. Να είναι όμορφη; Σέξυ;
  -Να είναι ενδιαφέρον άνθρωπος και να μπορώ να μιλήσω μαζί της, να ταιριάζουμε σαν χαρακτήρες.
   -Ναι, καταλαβαίνω, είπε η Άλις με το μυαλό της στις συζητήσεις που είχε με τον Αντρέα. Δεν είχε και πολλές τώρα που το σκεπτόταν, εκτός από πολύ καθημερινά πράγματα, σίγουρα απαραίτητα αλλά δεν μπορούσε να είναι μόνο αυτά.
  -Θα αγαπούσες κάποια λοιπόν αν είχε αυτά που ζητούσες ακόμα και αν είχατε κοινωνικές διαφορές;
   -Ναι, φυσικά. Δεν θα με ένοιαζε αν ήταν μια χωριατοπούλα από κάποια ξεχασμένη γωνιά της Αυστραλίας αν είχε αυτά που ζητάω.
   -Ναι το φαντάζομαι αφού δεν έδιωξες την Νάλα.
   Σκέφτηκε τον Ανδρέα και το πως εκείνος θα είχε αντιδράσει σε μια τέτοια περίπτωση. Με περιφρόνηση συνειδητοποίησε, θα την θεωρούσε ανάξια ακόμα και να του μιλήσει, πόσο δε αν χρειαζόταν προσπάθεια για να συνεννοηθεί μαζί της.
   Τα αυτοκίνητα μπροστά τους άρχισαν και πάλι να κινούνται, το πρόβλημα είχε αποκατασταθεί. Επέστρεψαν στο λεωφορείο και πήραν τις θέσεις τους. Ξεκίνησαν μετά από λίγο και η Άλις κοίταξε το ρολόι της.
   -Πάει, άργησα πολύ, είπε.
   -Θα σου δημιουργήσει πρόβλημα αυτό; ρώτησε ο Μάικ.
  -Πρόβλημα όχι, είπε αλλά θα ήθελα να προλάβω την πρόβα. Τέλος πάντων δεν πειράζει. Για πες μου, εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις; Πως θα περάσεις τη μέρα σου;
   -Δεν έχω κάνει σχέδια, ομολόγησε ο Μάικ. Θα κάνω καμιά βόλτα, θα φάω κάτι, απλά πράγματα.
   -Σου αρέσουν τα ψητά;
   -Ναι, γιατί;
   -Ξέρω ένα καλό μέρος, το έχει ένας Έλληνας. Όχι πολύ μακριά από το ξενοδοχείο που σου πρότεινα. Μόλις φτάσουμε θα σου δώσω οδηγίες να το βρεις.
   -Ευχαριστώ, είπε ο Μάικ Μακ Γκρέγκορ με ένα μικρό χαμόγελο, πολύ ευγενικό εκ μέρους σου.
   Το λεωφορείο επιβράδυνε καθώς έμπαιναν στην πόλη και η κυκλοφορία πύκνωνε γύρω τους. Ο Καναδός κοίταξε έξω. Μετά πάλι τους συνεπιβάτες τους, δεν υπήρχε εγρήγορση στον τρόπο του, όχι φανερή τουλάχιστον, αλλά τον φαντάστηκε να τραβάει όπλο. Αναρωτήθηκε πως θα έδειχνε ο τώρα ήρεμος άνδρας στο πεδίο της μάχης. Σίγουρα θα ήταν τρομακτικός για τον εχθρό και κάποιος που θα αποτελούσε πηγή ενθάρρυνσης για τους άνδρες.
   Καθώς ο Μάικ ξανακοίταγε έξω αναρωτήθηκε αν ο αξιωματικός μπροστά της έβρισκε πληκτική την ζωή όταν δεν ήταν σε πολεμική ετοιμότητα.
   -Είναι κουραστική η κίνηση, είπε.
   -Δεν μπορώ να πω ότι με κουράζει ιδιαίτερα, απάντησε ο Καναδός. Συνηθίζεις σε περιόδους απραξίας και αναμονής ειδικά σε εμπόλεμη ζωνη.
   -Αλήθεια; Δεν θα το φανταζόμουν, ο πατέρας μου διηγούνταν πολλά από τις εμπειρίες του στην υπηρεσία αλλά ποτέ δεν έκανε λόγο για τέτοια διαστήματα.
   -Είναι που δεν έχεις να πεις πολλά για αυτά αν και σε αυτά μαθαίνεις περισσότερο εκείνους που είναι μαζί σου. Από όσα λένε, από όσα κάνουν, τον τρόπο που χειρίζονται την αγωνία και την αναμονή.
   -Πως την χειρίζονται;
   -Είχα έναν υπαξιωματικό από το Κεμπέκ στο Αφγανιστάν που σε ξαστεριές ονόμαζε όσους αστερισμούς βλέπαμε. Ήξερε πάρα πολλά και μας τα έλεγε για τα άστρα και τα αστρονομικά φαινόμενα. Ένας άλλος μελετούσε παρτίδες σκάκι, και όταν είμασταν έξω νοερά. Ο καθένας με τον τρόπο του. Με χιούμορ, με άγχος.
   -Καταλαβαίνω, εσύ;
   -Όταν είμασταν σε βάση ή σε φυλάκιο με βιβλία, έξω κυρίως με την ανά χείρας αποστολή και το πως θα μας διατηρήσω όλους ζωντανούς. Αν δεν χρειαζόταν να είμαι σε επιφυλακή σκεφτόμουν.
   -Τη Νάλα;
   -Από όταν είμασταν μαζί, ναι.
   Η Άλις ζήλεψε και πάλι την άγνωστη κοπέλα. Είχε τη σκέψη του άνδρα που ήταν μαζί της. Μακάρι να μπορούσε να το είχε και εκείνη αυτό. Δεν αμφέβαλλε για το πως ένιωθε ο Ανδρέας αλλά ήξερε ότι η δουλειά ήταν πάντα η πρωταρχική του σκέψη.
   -Εσύ; είπε ο Μάικ. Πως περνάς τις ώρες της αναμονής; Στο λεωφορείο αυτό; Πιάνεις κουβέντα με τους συνταξιδιώτες σου;
   -Συνήθως όχι, είναι εξαίρεση το σημερινό, είπε η κοπέλα με ένα χαμόγελο που ο Καναδός ανταπέδωσε. Συνήθως σκέφτομαι, τις πρόβες, την παράσταση. Ειδικά όταν ξεκινάμε κάτι καινούριο.
   -Λογικό. Άρα σήμερα αν δεν είχαμε συναντηθεί θα σκεφτόσουν την παράσταση του Καρυοθραύστη.
   -Ναι, είπε η κοπέλα. Αλλά δεν μετανιώνω γι' αυτήν την αλλαγή στο πρόγραμμα, πρόσθεσε και χαμογέλασε θερμά. Εσύ; Τι θα έκανες στο λεωφορείο ως την πόλη αν δεν είχαμε πιάσει να μιλάμε;
   -Θα σκεφτόμουν, ενδεχομένως τι θα με περιμένει από αύριο που θα επιβιβαστώ στο Χουντ.
   -Που θα πάει το Χουντ;
   -Στον Περσικό.
   -Πάλι εκεί κάτω δηλαδή.
   -Α ναι, είπε ο Μάικ, πάλι, είναι από τις πιο ταραγμένες περιοχές του πλανήτη, βλέπεις.
   -Ναι, ξέρω, το διαβάζω στις εφημερίδες.
   -Εφημερίδες έχω μήνες να διαβάσω αλλά διαθέτουμε σύνδεση ίντερνετ στα πλοία οπότε μπορώ να παρακολουθώ τι γίνεται στον κόσμο.
   -Δεν το φανταζόμουν αυτό.
   -Έχουμε δορυφορική σύνδεση επικοινωνιών και έτσι μπορούμε να έχουμε και ίντερνετ. Χρειάζεται και στην ψυχαγωγία. Μεσοπέλαγα δεν υπάρχουν πολλά για να κάνει κάποιος.
   -Και τι διαβάζεις στο ίντερνετ;
   -Θέματα που με ενδιαφέρουν, άρθρα, μερικές φορές και ενδιαφέροντα βιβλία.
   -Τι βιβλία;
   -Έχω μια αδυναμία στις ιστορίες δράσης. Σμιθ, Ντε Μιλ, Χίγγινς, είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς.
   -Αλήθεια; Και' μενα μου αρέσουν αν και μια φορά που η μητέρα μου με έπιασε να διαβάζω τον Έβδομο Πάπυρο του Σμιθ και έπεσε πάνω σε μια ερωτική σκηνή........
   Mιλήσανε για βιβλία αρκετή ώρα. Τους διέκοψε η συνειδητοποίηση της Άλις ότι είχαν επιτέλους φτάσει στον προορισμό τους. Κατέβηκαν από το λεωφορείο και η κοπέλα τεντώθηκε να ξεμουδιάσει. Κοίταξε τον Μάικ που έριχνε μια ματιά γύρω.
   -Είχα καιρό να έρθω στην Βοστώνη, είπε ο Καναδός. Αλλά φαίνεται πως δεν έχει αλλάξει, με χαροποιεί αυτό. Είναι ωραίο να βλέπεις ότι μερικά πράγματα δεν αλλάζουν και ότι όσο και να λείψεις πάντα θα είναι εκεί, θα μπορείς να επιστρέψεις σε αυτά.
   -Και τώρα που ήρθες πάλι; Που θα πας;
  -Προς το παρόν στο ξενοδοχείο και δε χρειάζεται να είναι το Σέρατον, είπε ο Καναδός δείχνοντας ένα ξενοδοχείο λίγο πιο πέρα. Είναι για μια μέρα μόλις δεν χρειάζονται και πολλά.
   -Υποθέτω πως έχεις δίκιο. Και ο δικός μου προορισμός δεν είναι μακριά. Εκεί στη γωνία είναι το θέατρο.
   -Καλή επιτυχία με την παράσταση εύχομαι.
   -Ευχαριστώ, είπε η Άλις. Χάρηκα για τη γνωριμία.
   Έτεινε το χέρι της και ο Μάικ το έσφιξε. Ύστερα προχώρησε προς το θέατρο. Ο Μάικ στάθηκε στην προθήκη ενός βιβλιοπωλείου.

Η Συνάντηση 4

Author: Νυχτερινή Πένα /


3.




   Κατέβηκαν από το λεωφορείο και η Άλις έσφιξε πάνω της το μπουφάν της καθώς την χτύπησε ο κρύος αέρας. Περπάτησαν με τον Μάικ στην άκρη του δρόμου. Τα φυλλώματα των δένδρων πάνω από τα κεφάλια τους θρόιζαν στον αέρα. Ο Καναδός δεν έδειχνε να ενοχλείται από το κρύο αλλά πάλι είχε βρεθεί και σε χειρότερα. Η Άλις χάθηκε πάλι στις σκέψεις της.
   Όλες τις φορές που είχε κάνει έρωτα είχε νιώσει πάντα ότι κάτι δεν γινόταν όπως θα έπρεπε, πάντα ένιωθε την επιθυμία να δυναμώνει μέσα της και την έντονη διέγερση να ανάβει σαν φλόγα στο σώμα της αλλά δεν μπορούσε να φτάσει στο κρεσέντο που θα την λύτρωνε, θα την απελευθέρωνε. Έμενε συνέχεια με την αίσθηση του ανικανοποίητου, πεπεισμένη ότι κάτι δεν ήταν σωστό σε αυτήν.
   -Φαίνεται πως θα αργήσουμε, είπε για να πει κάτι.
   -Ναι όντως, είχες βιαστική δουλειά στην Βοστώνη; ρώτησε ο Μάικ.
   -Είχαμε πρόβα, την οποία προβλέπω ότι θα χάσω.
   -Κρίμα.
   -Θα τα καταφέρουν και χωρίς εμένα. Αλλά θα ήθελα να είμαι εκεί.
   -Ναι κατάλαβα. Τι λες για έναν καφέ;
   -Καφέ; Θα ήταν τέλειο αλλά που!
   Ο Μάικ της έδειξε μια αυτοκινούμενη καντίνα που είχε εκμεταλλευθεί την περίσταση για να κάνει λίγη δουλειά. Είχε βρει πολλούς πρόθυμους πελάτες από το λεωφορείο και τα υπόλοιπα οχήματα που είχαν ακινητοποιηθεί εξ' αιτίας του ατυχήματος,
   -Α ωραία! Ναι θα ήθελα έναν καφέ.
   -Πες μου μόνο πως τον πίνεις, είπε ο Μάικ.
   Πήγε στην καντίνα, τραβώντας την προσοχή με την στολή του, και επέστρεψε με δυο πλαστικά κύπελλα με αχνιστό καφέ.
   -Ορίστε, είπε και η Άλις πήρε το κύπελλο που της έτεινε ευχαριστώντας τον.
   Για λίγο έμειναν να κοιτάζουν το τοπίο γύρω από τον αυτοκινητόδρομο πίνοντας τον καφέ τους. Μια γυναίκα επέστρεψε στο λεωφορείο και έριξε μια ματιά στον Μακ Γκρέγκορ. Ύστερα την κοιταξε και η Άλις διάβασε στο πρόσωπό της πολύ εύγλωττα τι σκεπτόταν. Το προφανές, για την ξένη, συμπέρασμα την έκανε να κοκκινίσει. Κοίταξε τον Μακ Γκρέγκορ αλλά εκείνος έδειχνε να παρατηρεί ένα μεγάλο σμήνος πουλιών που πετούσε με κατεύθυνση μακριά από την θάλασσα.
   -Ο πατέρας μου έλεγε ότι αυτό σημαίνει πως θα χαλάσει ο καιρός, είπε και εκείνος ένευσε.
  -Ναι, αποφεύγουν τον καιρό. Και όταν πετούν χαμηλά, καταλαβαίνουν την ατμοσφαιρική πίεση.
   -Πράγματα που έμαθες στο στρατό υποθέτω.
   -Ναι, παρατηρήσεις που μου έμαθε ο Γουίλλιαμ πριν από πολλά χρόνια.
   -Πόσα;
   -Δεκαέξι.
   -Τότε μπήκες στις ειδικές δυνάμεις;
   Ο Μάικ χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε πως είχε βρεθεί στις ειδικές δυνάμεις.
  -Όχι, τότε με εκπαίδευσαν κάποιοι αξιωματικοί και πολέμησα μαζί τους. Αλλά μπήκα στους Ρέηντζερς τρία χρόνια αργότερα.
   -Πολέμησες;
   -Ήταν μια ανεπίσημη επιχείρηση.
   -Αλλά αν δεν ήσουν στους Ρέηντζερς ακόμα πρέπει να ήσουν πολύ νέος.
   -Λίγες μέρες πριν κλείσω τα δεκαοκτώ.
   -Τόσο νέος;
   -Ναι, είπε ο Μακ Γκρέγκορ. Την μέρα που έκλεινα τα δεκαοκτώ κόντεψα για πρώτη φορά να σκοτωθώ.
   -Έχει συμβεί πολλές φορές αυτό;
   -Περισσότερες από όσες θυμάμαι.
   -Δείχνεις να έχεις εξοικειωθεί απόλυτα με αυτό.
   -Απόλυτα, είπε ο Μακ Γκρεγκορ, δεν γίνεται αλλιώς.
   -Και οι δικοί σου; Πως το παίρνουνε;
   -Δεν έχω δικούς μου, αν εννοείς γονείς και αδέρφια.
   -Σύζυγο; Κοπέλα; ρώτησε η Άλις.
   -Όχι, εδώ και αρκετό καιρό.
   -Εκείνη η κοπέλα στο Αφγανιστάν; Δεν προχώρησε; Ας είχατε κάνει και έρωτα;
   -Η Νάλα; είπε ο Καναδός και πρόφερε το όνομα με μια τέτοια τρυφερότητα που η Άλις μπορούσε κάλιστα να τον φανταστεί να την κρατάει στην αγκαλιά του. Η Νάλα δε ζει πια.
   -Λυπάμαι.
  -Δεν χρειάζεται πάνε πια αρκετά χρόνια. Είχε μεγαλώσει με στερήσεις που υπέσκαψαν την υγεία της.
   -Λυπηρό ωστόσο.
   -Ναι, πράγματι, είπε ο Μάικ. Κοίταξε και πάλι μακριά. Η Άλις τον κοίταξε με ενδιαφέρον, ήταν πολύ διαφορετικός από τον Ανδρέα. Τον φαντάστηκε εκείνον στη θέση του. Θα είχε μιλήσει περήφανα για την κατάκτησή του και αδιάφορα γα το ότι δε ζούσε τώρα πια.
   -Τι σκέφτεσαι; ρώτησε ο Μακ Γκρέγκορ που πρόσεξε την παρατεταμένη σιωπή της.

Η Συνάντηση 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ήταν ο χειμώνας του 2006, η νέα χρονιά μόλις είχε μπει. Ο Μάικ ήταν τοποθετημένος στο Ντανούρ, ένα χωριό κοντά στην Κανταχάρ σε ένα προκεχωρημένο φυλάκιο των Νατοϊκών δυνάμεων που συνέχιζαν τον πόλεμο κατά των φανατικών Ταλιμπάν. Ήταν εγκατεστημένο σε μια αγροικία την οποία είχαν επιδιορθώσει και οχυρώσει.
   Εκείνο το πρωί είχε ξεσπάσει μια άγρια θύελλα και είχε ξυπνήσει από το άγριο βουητό του αέρα. Θυμόταν πολύ καλά και τη θύελλα. Ήταν μια από τις χειρότερες που είχε δει όσο ήταν στο Αφγανιστάν. Η θερμοκρασία τη νύχτα είχε πέσει δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν και η ορατότητα επίσης χαμηλή. Οι περιπολίες ήταν μια δοκιμασία αντοχής και γερών νεύρων αλλά το κρύο είχε κόψει την διάθεση στους αντάρτες και η μέρα είχε περάσει ήσυχα.
   Είχε επιστρέψει στο φυλάκιο παγωμένος ως το κόκαλο, μια έκφραση που στα υψίπεδα του Αφγανιστάν ήταν κυριολεκτική. Εκείνη τη νύχτα οι περιπολίες ήταν σε ακόμα πιο τεταμένο κλίμα γιατί είχαν σημειωθεί συγκρούσεις στο αμέσως προηγούμενο διάστημα.
   Η Νάλα κοιμόταν και είχε μπει ήσυχα στο δωμάτιο για να μην την ξυπνήσει. Είχε αφήσει τα όπλα του, είχε γδυθεί και είχε ξαπλώσει σιγά σιγά δίπλα της. Αλλά μόλις είχε ξαπλώσει η κοπέλα είχε γυρίσει προς το μέρος του.
   -Ήρθες, είπε με φωνή βραχνή από τον ύπνο.
   -Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, της είπε.
   Η Νάλα ανασηκώθηκε και στηρήχθηκε στον αγκώνα της. Ο χείμαρρος των μαύρων μαλλιών της έπεφτε και σκίαζε το πρόσωπο με τα αδρά χαρακτηριστικά. Το ελεύθερο χέρι της χάιδεψε το στέρνο του.
   -Είσαι τόσο παγωμένος, είπε. Θα σε ζεστάνω εγώ.
   Τον αγκάλιασε και πίεσε το σώμα της στο δικό του. Την αγκάλιασε και εκείνος και η Νάλα ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. Έμειναν έτσι να παρακολουθούν τη θύελλα που μαινόταν έξω. Το κρεβάτι ήταν παραδοσιακό αφγανικό, στρωμένο στο δάπεδο με πολλά σκεπάσματα μιας και δεν υπήρχε θέρμανση πέρα από μερικές ξυλόσομπες.
   -Φοβάμαι για' σενα, είπε η Νάλα.
   -Δεν χρειάζεται, εσύ να προσέχεις μικρή μου, είπε εκείνος.
   Η Νάλα ανασηκώθηκε από το στέρνο του και τον φίλησε. Ένα φιλί γεμάτο πάθος και πόθο....

  -Μάικ;
  -Συγνώμη, είπε ο Καναδός, αφαιρέθηκα.
  -Κάπου ταξίδευες, είπε η κοπέλα.
  -Ναι, θυμήθηκα κάποτε που έβλεπα έτσι μια καταιγίδα και ήμουν μέσα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Για την ακρίβεια είχα μόλις γυρίσει απ' έξω και ήμουν παγωμένος και η Νάλα προσπαθούσε να με ζεστάνει.
   -Η κοπέλα σου; είπε η Άλις νιώθοντας κάπως απογοητευμένη χωρίς να ξέρει και εκείνη το γιατί.
   -Όχι ακριβώς.
   Υπήρχε μια αδιόρατη μελαγχολία, κάποια θλίψη για κάτι που είχε γίνει παλιά.
   -Όταν πήγα στο Ντανούρ βρήκα τους κατοίκους σε αναταραχή, θέλανε να λιθοβολήσουν την Νάλα γιατί δεν ήθελε να δεχθεί τον άνδρα που της προόριζε ο πατέρας της. Παρενέβηκα με τους άνδρες μου και τους είπα να σταματήσουν. Πήραμε την Νάλα υπό την προστασία μας. Είχε τρομοκρατηθεί τόσο που όπου και αν την βάζαμε να κοιμηθεί ερχόταν να κοιμηθεί δίπλα μου ως που το πήρα απόφαση και την άφηνα. Μια νύχτα που το κρύο ήταν τσουχτερό η Νάλα πέρασε μέσα στο κρεβάτι.
    -Πόσο ήταν;
   -Είκοσι δύο, πολύ μεγάλη για τα δεδομένα τους για να είναι ανύπανδρη. αλλά συνέβαινε εξ' αιτίας του πολέμου. Ήταν μια ήρεμη και γεμάτη πραότητα φύση, επειδή δεν έβγαινε έξω για το φόβο των ντόπιων περνούσε τη μέρα της με το νοικοκυριό.
   -Του φυλακίου;
   -Ναι, της άρεσε. Δεν ήξερε να γράφει και να διαβάζει αλλά έμαθε τάβλι και σκάκι που παίζαμε για να περνάει η ώρα.
   -Και κοιμόταν δίπλα σου όλο τον καιρό;
   -Ναι, πάντα. Εκτός και αν ήμουν σε νυκτερινή περιπολία, τότε κοιμόταν μόνη αλλά και πάλι στο κρεβάτι μου.
   -Είχατε κοιμηθεί μαζί; Εννοώ όχι δίπλα σου αλλά..... είπε αυθόρμητα η κοπέλα και κοκκίνισε συνειδητοποιώντας τι ρωτούσε.
   Αλλά η ευθύτητα αυτή δεν έδειξε να ενοχλεί τον συνομιλητή της.
   -Ναι, απάντησε αβίαστα ο Μάικ. Είχαμε κοιμηθεί μαζί.
   'Ηταν κάτι που το θυμόταν ακόμα και τόσα χρόνια μετά. Την υφή του δέρματός της, τη μυρωδιά των μόλις λουσμένων μαλλιών της, το σημείο που την είχε πρωτοαγγίξει..... Δεν ήθελε να τα σκεφθεί τώρα αυτά και προσήλωσε το βλέμμα του στην Άλις. Εκείνη ωστόσο πήρε το βλέμμα του σαν άδεια για μια ακόμα ερώτηση.
   -Πως έγινε; Είχατε δεσμό;
  Αναρωτήθηκε τι την είχε πιάσει. Ρωτούσε ένα ξένο για το πως είχε συμβεί να κοιμηθεί με κάποια κοπέλα; Αυτό ήταν πέρα από τον αυθορμητισμό που την παρέσερνε συχνά. Αλλά δεν άργησε να βρει την απάντηση. Αυτό το μυστήριο της γνωριμίας, ακόμα και της ερωτικής έλξης ήταν κάτι που δεν το είχε ζήσει. Γνώριζε τον Ανδρέα από τότε που ήταν παιδιά.
   -Η Νάλα ήταν πολύ φοβισμένη, ειδικά τον πρώτο καιρό. Δεν έφευγε από κοντά μου όσο περισσότερο μπορούσε και δεθήκαμε πολύ. Ένα βράδυ είχαμε μολις πάει στο δωμάτιό μας και έβαζα μερικά ακόμα ξύλα στη σόμπα....

   Είχε βάλει μερικά χοντρά κούτσουρα ακόμη στη σόμπα για να κρατήσει ως το πρωί και η Νάλα του διηγείτο μια ιστορία για έναν τσιγκούνη χωριανό που έκανε το κάθετι για οικονομία. Πολλές φορές συμπλήρωνε την ελλιπή γνώση της στα Αγγλικά με εύγλωττες χειρονομίες που εξηγούσαν τι ήθελε να πει. Τον έκανε να γελάσει με την ιστορία αυτή και όπως στέκονταν αντικριστά η Νάλα ξαφνικά τον είχε φιλήσει.
   Δεν ήταν ώρα να το σκεφθεί αυτό. Κοίταξε την κοπέλα απέναντί του.
   -Υποθέτω ότι μετά ακολούθησε..... είπε η Άλις και σταμάτησε ξαφνικά. Θυμήθηκε τη μητέρα της να λέει αυστηρά: Οι καθώς πρέπει νεαρές δεν συζητούν τέτοια πράγματα. Δεν μπόρεσε να μη γελάσει προκαλώντας την έκπληξη του συνομιλητή της.
   -Συγνώμη, είπε, αλλά θυμήθηκα τη μητέρα μου.
   -Τη μητέρα σου;
   -Ναι, πάντα απαγόρευε τέτοια θέματα στο σπίτι.
   -Κατάλαβα, χαμογέλασε ο Μάικ. Τυπική στρατιωτική οικογένεια.
   -Ναι, θυμάμαι ότι τα συζητάγαμε κρυφά αυτά με την αδερφή μου. Ακόμα και με τον Ανδρέα μου έλεγε.....
   Σταμάτησε καθώς συνειδητοποίησε πως ο Μάικ δεν ήξερε ποιος ήταν ο Ανδρέας.
   -Ο Ανδρέας είναι ο μελλοντικός μου σύζυγος. Θα παντρευτούμε σε λίγο καιρό.
   -Συγχαρητήρια, είπε ο Μάικ.
   -Ευχαριστώ. Ακόμα και με τον Ανδρέα όμως....
  Ακόμα και με τον Ανδρέα δεν μιλούσε πολύ για τέτοια πράγματα. Η ίδια μαθημένη στην απαγόρευση που είχε βιώσει στην οικογένεια σπάνια έφερνε τη συζήτηση σε τέτοια θέματα ούτε ο Ανδρέας το έκανε πέρα από μερικά υπονοούμενα και κάποια πονηρά χάδια. Θυμόταν το σοκ της όταν το χέρι του είχε γλυστρίσει ανάμεσα στα πόδια της ενώ φιλιούνταν. Είχε τιναχτεί απότομα αλλά την είχε καθησυχάσει.
   Μια ακόμα πιο έντονη ανάμνηση αναδύθηκε από τη μνήμη της.
  Ήταν καλοκαίρι, είχαν πάει για λίγες μέρες στο Άσπεν στο εξοχικό της οικογένειας Φον Ντράικε μόνο οι δυο τους. Ο πατέρας της ήταν τότε στον Περσικό κόλπο καθώς γίνονταν ήδη ετοιμασίες για πόλεμο με το Ιράκ. Η μητέρα της δεν ήθελε να αφήσει την Βοστώνη και από πλευρά της και η οικογένεια του Ανδρέα είχε υποχρεώσεις έτσι είχαν πάει οι δυο τους μαζί με ένα φιλικό ζευγάρι.
   Συνέβει την τρίτη τους νύχτα εκεί. Είχαν γυρίσει μόλις από μια βόλτα στο βουνό. Είχαν φάει εκεί έξω και έτσι όταν είχαν επιστρέψει είχαν αποσυρθεί στα δωμάτιά τους. Η Άλις είχε ανοίξει το παράθυρο και ανάσαινε με βαθιές ανάσες το μυρωδάτο αέρα του βουνού όταν ο Ανδρέας ήρθε στο δωμάτιό της. Την αγκάλιασε από τη μέση και έφερε τα χείλη του κοντά στο αυτί της, ψιθύρισε το όνομά της και τη φίλησε απαλά. Η Άλις αφέθηκε.
   Τη γύρισε προς το μέρος του και τη φίλησε. Το φιλί ήταν ορμητικό, απαιτητικό, πάντα έτσι ήταν. Την τράβηξε κολλητά πάνω στο σώμα του. Ξεκούμπωσε ένα κουμπί από το πουκάμισό της και πέρασε το χέρι του να αγγίξει την κοιλιά της, η Άλις αφέθηκε στο χάδι και δεν διαμαρτυρήθηκε καθώς ο Ανδρέας ξεκούμπωνε το πουκάμισο περισσότερο ενώ συνέχιζε να τη φιλάει. Ο Ανδρέας συνέχισε να τη χαιδεύει ενώ ξεκούμπωνε το στηθόδεσμό της. Η Άλις ένιωσε τη θηλή να σκληραίνει στην επαφή με τον αέρα και μια προσμονή γεννήθηκε μέσα της για το χάδι που θα ακολουθούσε. Όταν το χέρι του Ανδρέα έκλεισε πάνω στο στήθος της ένα ρίγος τη διέτρεξε, πίεσε μόνη της το σώμα της στο δικό του νιώθοντας τον ερεθισμό του. Ο Ανδρέας έλυσε τη ζώνη της και άφησε το παντελόνι της να γλυστρίσει στο πάτωμα. Εκείνη δεν έφερε αντίρρηση, το ήθελε αυτό που γινόταν αν και μια πλευρά του εαυτού της ένιωθε αγχωμένη με την νέα αυτή εμπειρία.
   Ο Ανδρέας την σήκωσε στα χέρια του και την μετέφερε στο κρεβάτι όπου την απίθωσε απαλά και συνέχισε να την χαιδεύει. Η Άλις έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε να απολαμβάνει τα χάδια που γίνονταν όλο και πιο αισθησιακά. Ασυναίσθητα σχεδόν μετακίνησε τα πόδια της κάνοντας χώρο στο σώμα του και μετά τα έσφιξε στους γοφούς του.
   Ύστερα ένιωσε έναν πόνο, ένα κάψιμο εκεί χαμηλά καθώς για πρώτη φορά δεχόταν έναν άνδρα μέσα της. Δεν τρόμαξε, ήξερε ότι αυτό θα συνέβαινε, όπως και ότι η ηδονή μετά θα κάλυπτε τον πόνο. Αλλά αυτή η κορύφωση που περίμενε δεν ήρθε. Ο Ανδρέας συνέχισε να της κάνει έρωτα δυνατά όλο και με μεγαλύτερη ένταση και έφτασε ξαφνικά στην ολοκλήρωση. Έγειρε στο πλευρό της χαμογελώντας και την τράβηξε στην αγκαλιά του ικανοποιημένος. Εκείνη όμως ένιωθε απογοητευμένη, είχε βιώσει μια υπέροχη, συναρπαστική διέγερση αλλά μετά δεν είχε ακολουθήσει η εκτόνωσή της αφήνοντάς την ανικανοποίητη, σαν κάτι πολύ βασικό να έλειπε.
  Το είχε αποδώσει στην απειρία της και στο ότι ήταν η πρώτη της ερωτική συνεύρεση αλλά και στις επόμενες δεν είχε γίνει κάτι διαφορετικό. Ένιωθε ελλιπής, σαν να μην ήταν ακριβώς κανονική γυναίκα, φοβόταν ότι έφταιγε εκείνη και ντρεπόταν να το συζητήσει με κάποιον. Ήταν περίεργο που ένιωθε πως θα μπορούσε να μιλήσει γι' αυτό με τον άνδρα απέναντί της αν και τον είχε γνωρίσει μόλις πριν λίγο. Ή ίσως γι' αυτό ακριβώς.
   Κοίταξε τον Μάικ που την περίμενε να μιλήσει αντιλαμβανόμενος ότι είχε χαθεί σε σκέψεις. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε πράγματι να του πει τι σκεφτόταν. Δεν ήταν πρέπον αλλά έπρεπε να πάρει την απάντηση.
   -Ακόμα και με τον Ανδρέα δεν μπορούσα να πω πολλά σε αυτό το θέμα, είχα μάθει να ντρέπομαι. Ακόμα και όταν κοιμηθήκαμε πια μαζί... Ούτε τότε.
   -Δεν θα έπρεπε αφού είστε ζευγάρι.
  -Θα έπρεπε αλλά δεν είναι έτσι. Ακόμα και τώρα ντρέπομαι να του πω...... Με κοιτάζει τόσο υπεροπτικά όταν κάτι αγνοώ που είναι για εκείνον προφανές. Δεν.....
   Η φράση της έμεινε ανολοκλήρωτη καθώς με ένα στρίγκλισμα των φρένων το λεωφορείο φρέναρε τινάζοντάς την πάνω στον Μάικ. Τα δικά του αντανακλαστικά ήταν πολύ καλύτερα οξυμένα σε πεδία μάχης και εκστρατείες. Την έπιασε σταθερά όπως βρέθηκε στην αγκαλιά του.
  -Συγνώμη, ψέλλισε η Άλις.
   Ο Μάικ χαμογέλασε.
  -Δεν έγινε τίποτα.
  Η Άλις επέστρεψε στη θέση της. Είχε κοκκινίσει. Διαπίστωσε πως το λεωφορείο δεν κινείτο και πως πολλοί επιβάτες είχαν σηκωθεί για να δουν τι είχε γίνει. Σηκώθηκε και εκείνη, από όσο μπορούσε να δει κάποιο ατύχημα είχε γίνει ακριβώς μπροστά τους με πολλά οχήματα εμπλεκόμενα και ο δρόμος είχε κλείσει.
   -Ωραία αυτό έλειπε, είπε.
  -Θα μείνουμε εδώ αρκετή ώρα απ' ότι φαίνεται, ακούστηκε ο οδηγός, μπορείτε να κατεβείτε αλλά μην απομακρυνθείτε παρακαλώ.
   Άνοιξαν οι δυο πόρτες του λεωφορείου και κρύος αέρας εισέβαλλε στο χώρο.
   -Θα κατέβεις; τη ρώτησε ο Μάικ.
   -Δεν ξέρω.... Εσύ;
   -Ναι λέω να κατέβω.
   -Τότε.... αν θες παρέα, είπε η κοπέλα.
   -Φυσικά.

Η Συνάντηση 2

Author: Νυχτερινή Πένα /


2.

   -Η Πορφυρή Καρδιά τράβηξε την προσοχή μου, δεν είναι και κάτι που βλέπεις συχνά.
   Είχε μια όμορφη γλυκιά φωνή και του άρεσε.
   -Ναι, το ξέρω, της είπε. Την έχω δέκα χρόνια.
   Η δική του φωνή ήταν βαθιά, ζεστή φωνή. Μπορούσε να τον φανταστεί να δίνει διαταγές στη φωτιά της μάχης. Την ξάφνιασε με τη δήλωσή του, αν ήταν τώρα νέος γα τη διάκριση αυτή πόσο περισσότερο όταν την είχε αποκτήσει.
   -Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός και ξέρω μερικά πράγματα, είπε.
   -Πως τον λένε; Ίσως τον ξέρω, συνεργάστηκα πολλές φορές με Αμερικανούς αξιωματικούς.
   -Στρατηγός εν αποστρατεία πλέον Τζων Σίλκο.
   -Δεν τον ξέρω προσωπικά αλλά είχα διατελέσει υπό τις διαταγές του σαν διοικητή του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, κοντά στην Κανταχάρ. Εσύ είσαι η...
   -Άλις Σίλκο, είπε η κοπέλα και έτεινε το χέρι της.
   -Μάικ Μακ Γκρέγκορ, της συστήθηκε εκείνος και το έσφιξε.
   Όπως είχε υποθέσει το χέρι του ήταν απαλό παρότι χέρι στρατιώτη.
   -Θα μείνεις καιρό στη Βοστώνη; Ή θα συνεχίσεις και πέρα από τη Βοστώνη;
   -Όχι στη Βοστώνη πάω αλλά θα μείνω μόλις σήμερα, αύριο το πρωί θα επιστρέψω στο Κοντ για να με παραλάβει το επόμενο πλοίο μου.
   -Κρίμα, είπε η κοπέλα φέρνοντας ένα χαμόγελο στα χείλη του. Η Βοστώνη είναι τόσο ωραία.
   -Ναι, το ξέρω.
   -Που θα μείνεις; Έχεις κλείσει σε ξενοδοχείο;
   -Όχι, ήμουν στη θάλασσα αλλά υπέθεσα ότι θα βρω, είπε ο Μάικ. Έκανα λάθος λες; πρόσθεσε ανάλαφρα.
   -Έχω μια φίλη διευθύντρια στο Σέρατον. Θες να της μιλήσω;
   -Αν χρειαστεί, και αν δεν σου κάνει κόπο.
   -Κανένας κόπος, το λεωφορείο θα μας αφήσει σχεδόν απ' έξω.
  Δαγκώθηκε. Είχε φανεί και πάλι αυθόρμητη, ένα γεγονός που οι γονείς της κατέκριναν γιατί οδηγούσε πολλές φορές στο να μην κρατάει τους τύπους που θεωρούνταν απαραβίαστοι σαν νόμοι στους κύκλους τους. Ο Ανδρέας διασκέδαζε με τον αυθορμητισμό της, ή τουλάχιστον συνήθιζε να το κάνει.
   -Σε ευχαριστώ πολύ, είπε ο Μάικ. Εσύ γιατί πας στη Βοστώνη; Εκεί δουλεύεις;
   -Ναι.
   -Με τι ασχολείσαι; Αν επιτρέπεται φυσικά.
   -Είμαι χορεύτρια του κλασσικού χορού, είπε η Άλις περιμένοντας να δει την απαξιωτική γκριμάτσα που έκαναν συνήθως εκείνοι οι γνωστοί που δεν ήταν αρκετά διπλωμάτες ώστε να κρύψουν την απαρέσκειά τους. Αλλά ο Μάικ δεν έδειξε κάτι τέτοιο.
   -Μπαλαρίνα, δηλαδή; ρώτησε. Δεν ξέρω πολλά για το συγκεκριμένο χώρο.
   -Ναι, το μπαλέτο είναι η μεγάλη μου αγάπη, ασχολούμαι από τεσσάρων ετών. Είκοσι πέντε χρόνια δηλαδή. Μια ζωή ολόκληρη.
   Ήταν είκοσι εννέα λοιπόν, ο Μάικ την είχε υπολογίσει για λίγο πιο μικρή, η δροσερή επιδερμίδα και η φρεσκάδα του προσώπου της τον είχαν κάνει να την υπολογίσει γύρω στα είκοσι πέντε.
   -Είναι υπέροχο το συναίσθημα ότι μπορείς να εκφράσεις συναισθήματα μέσα από όλο το σώμα σου, με τις κινήσεις και τις στάσεις. Και η ενέργεια που νιώθεις συγκεντρωμένη μέσα σου είναι κάτι το ασύλληπτο, μεθυστικό.
   -Το αγαπάς, είναι προφανές, σχολίασε ο Μάικ. Να υποθέσω ότι είσαι με κάποιο από τα μεγάλα μπαλέτα της Βοστώνης.
   -Ναι, κάνουμε πρόβες για να ανεβάσουμε την Κυριακή μετά των ευχαριστιών τον Καρυοθραύστη.
   -Α πολύ ωραία. Θα το ήθελα να το δω αυτό.
   -Θα σου δώσω πρόσκληση, τα εισητήρια έχουν εξαντληθεί ξέρεις.
   -Ευχαριστώ, αλλά θα είμαι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
   -Ω ναι, το ξέχασα, είπε η Άλις και δαγκώθηκε.
   -Μην το κάνεις, αυτό είπε ο Μάικ. Είναι κρίμα, έχεις όμορφα χείλη, μην τα χαλάς.
   Η Άλις τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Ήταν μια αντανακλαστική κίνηση, την έκανε όταν βρισκόταν σε αμηχανία από όταν ήταν μικρό κοριτσάκι. Ο Ανδρέας την μάλωνε για την ανώριμή της συνήθεια. Αλλά ο άνδρας απέναντί της είχε πει να μην το κάνει για έναν τελείως διαφορετικό λόγο που ήταν ταυτόχρονα και φιλοφρόνηση.
   Η κοπέλα που θα ήταν μαζί του δεν θα ήταν υποχρεωμένη να είναι εξαιρετικά προσεκτική για να μην προκαλέσει την δυσαρέσκειά του. Ασυναίσθητα κοίταξε τα χέρια του. Δεν φορούσε βέρα ή κάτι άλλο τέτοιο. Ήταν ελεύθερος. Άρα η κοπέλα που είχε μακαρίσει δεν υπήρχε. Μάλλον. Δαγκώθηκε, θυμήθηκε τι της είχε πει και σταμάτησε. Πέρασε απαλά τη γλώσσα της πάνω από τα χείλη της για να σιγουρευτεί ότι δεν τα είχε κάνει να σκάσουν. Σταμάτησε καθώς συνειδητοποίησε απότομα ότι η κίνηση αυτή θα μπορούσε να είχε παρεξηγηθεί. Κοίταξε τον Μάικ αλλά εκείνος την παρατηρούσε ατάραχος.
   -Εντάξει, δεν τα έσκασες, είπε, αλλά να τα προσέχεις. Πρέπει να μην το κάνεις αυτό.
   Η Άλις γέλασε. Ένιωθε τόσο ξαλαφρωμένη ξαφνικά. Αυτός ο άνδρας την έκανε να νιώθει άνετα να είναι ο εαυτός της.
   -Θα τα προσέχω, είπε χαμογελώντας.
  Έξω ο ουρανός είχε γίνει πιο μουντός. Τα σύννεφα είχαν καλύψει τον ουρανό από τη μια ως την άλλη άκρη του ορίζοντα, η βροχή δεν θα αργούσε να καταφτάσει.
   -Μου αρέσει αυτός ο καιρός, είπε η Άλις.
  -Και' γω τον προτιμώ και τίποτα δεν μου είχε λείψει στη Νεκρά Θάλασσα περισσότερο από μια συννεφιασμένη μέρα. Αλλά από το Γιβλαρτάρ και μετά δεν έχω παράπονο, είχαμε πολλές μέρες με τον αγαπημένο μου καιρό.
   -Λένε πως είναι καιρός για μελαγχολικούς, είπε η Άλις. Αλλά εμένα μου αρέσει, να είμαι σπίτι στα ζεστά και έξω να βρέχει με αστραπές και βροντές. Χωμένη στο κρεβάτι μου ας πούμε, να βλέπω έξω την βροχή.
   Είναι παράξενο πως μπορούν να ξυπνήσουν οι αναμνήσεις. Η φράση της Άλις έφερε στο μυαλό του την τελευταία φορά που είχε γίνει αυτό αν και είχαν περάσει μερικά χρόνια ήδη.

Η Συνάντηση 1

Author: Νυχτερινή Πένα /


1.

   Σηκώθηκε από την κουκέτα του αγνοώντας το κούνημα του πλοίου, είχε μείνει πολύ καιρό πάνω στο Γουώρλορντ για να μην τον πειράζουν πια λίγες ριπές αέρα, είχε δει και πολύ χειρότερα. Στάθηκε στη μέση της καμπίνας και έριξε μια ματιά. Δεν θύμιζε και πολύ αυτό που ήταν το σπίτι του για το τελευταίο εξάμηνο. Είχε μαζέψει όλα τα πράγματά του, βρίσκονταν ήδη τακτοποιημένα στο μεγάλο σακίδιο και στο χαρτοφύλακα κοντά στην πόρτα. Μόνο τη στολή που θα φορούσε είχε αφήσει έξω.
   Έκανε κρύο και έτσι αποφάσισε να ντυθεί γρήγορα. Ολοκλήρωσε το ντύσιμό του και βγήκε από την καμπίνα. Πέρασε στο κατάστρωμα και ανέβηκε στη γέφυρα. Στάθηκε στη δεξιά πτέρυγα. Από εκεί μπορούσε να δει το λιμάνι του Κοντ Άιλαντ. Σε λίγο θα αποβιβαζόταν.
   Μπήκε στη γέφυρα όπου βρισκόταν ο αξιωματικός υπηρεσίας και οι άνδρες που επάνδρωναν τις διάφορες θέσεις. Η θέση του ήταν εδώ έξι μήνες σαν αξιωματικός οπλισμού. Πλησίασε τον αξιωματικό υπηρεσίας.
   -Καλημέρα Πήτερ, σε πόση ώρα θα φτάσουμε;
   -Σε τρία περίπου τέταρτα, Μάικ.
   -Ωραία, θα είμαι στο καρέ των αξιωματικών. Πήτερ δεν θέλω τιμητικό άγημα, σφύριγμα και τα λοιπά. Απλά θα αποβιβαστώ.
   -Μάλιστα. Ο πλοίαρχος είπε....
   -Θα μιλήσω εγώ μαζί του, εσύ απλά ενημέρωσε όταν θα φτάνουμε.

   Άνοιξε τα μάτια της και μετά γύρισε νωχελικά ανάσκελα. Τεντώθηκε νιώθοντας ακόμα την γλυκιά χαλάρωση του ύπνου. Κοίταξε τα σχέδια που έκανε το φως στην οροφή του δωματίου όπως περνούσε από τις γρίλιες του κλειστού παραθύρου. Τεντώθηκε ξανά βγάζοντας τα χέρια της έξω από τα σκεπάσματα.
   Τα τράβηξε πάλι μέσα, έκανε λίγο κρύο σήμερα. Αλλά δεν μπορούσε να χουζουρεύσει. Έπρεπε να σηκωθεί. Έπρεπε να πάει στο θέατρο για την πρόβα, είχε να ρυθμίσει πολλά θέματα πριν συναντήσει για μεσημέρι τον Ανδρεα. Είχαν κανονίσει να φάνε μαζί.
   Σηκώθηκε και έβγαλε το νυχτικό της καθοδόν για το μπάνιο, ακολούθησε και το εσώρουχο και μετά μπήκε με απόλαυση κάτω από το χλιαρό νερό που την ξύπνησε για τα καλά. Αφέθηκε λίγο στην αναζωογονητική επίδραση του ντουζ πριν βγεί και αρχίσει να σκουπίζει το νερό από πάνω της με ένα απαλό μπουρνούζι.
   Βγήκε από το μπάνιο και άρχισε να ντύνεται. Εσώρουχα, ένα άνετο υφασμάτινο παντελόνι και μια απλή μπλούζα. Έβαλε και ένα ελαφρύ μπουφάν για το κρύο και ετοιμάστηκε να βγει από το σπίτι.
   Όπως είχε ζητήσει η αποβίβασή του έγινε απλά και ανεπίσημα αν και είχε φροντίσει να αποχαιρετίσει όλους τους άνδρες του πληρώματος του πολεμικού. Κατέβηκε στην αποβάθρα με το σακίδιο να κρέμεται στο αριστερό πλευρό του και το χαρτοφύλακα στο δεξί χέρι, προχώρησε στο γυμνό τσιμέντο της προς την έξοδο του λιμανιού και το δρόμο.
   Είχε έξι μήνες που δεν είχε περπατήσει σε στεριά. Ήταν υπολοχαγός των Καναδών Ρέηντζερς, επίλεκτης μονάδας των ειδικών δυνάμεων. Στα δεκατρία χρόνια που υπηρετούσε σε αυτή είχε ταξιδέψει σε πολλά μέρη του κόσμου, ειχε μετάσχει σε πολλές εκστρατείες και είχε δει πολλά. Τώρα επέστρεφε από την Ερυθρά θάλασσα όπου το Γουώρλορντ είχε συμμετάσχει στην αρμάδα για την καταπολέμηση της πειρατείας που ανθούσε στις ακτές της Σομαλίας.
   Βγήκε στο δρόμο και προχώρησε στην στάση του λεωφορείου. Κοίταξε τα μικρά περιποιημένα σπίτια του ακρωτηρίου Κοντ. Ήταν πολύ πρωί ακόμα και υπήρχαν λίγοι άνθρωποι στο δρόμο. Έριξε μια ματιά πίσω, το Γουώρλορντ έκανε πίσω για να βγει από το λιμάνι, επέστρεφε στον Καναδά για αναβάθμιση και ανάπαυση του πληρώματος. Ο ίδιος θα επιβιβαζόταν το επόμενο πρωί στο καταδρομικό Χουντ που έπλεε προς τον Περσικό.
   Πήρε τα μάτια του από το πολεμικό, που μόλις είχε ανακρούσει πρύμνα και έπαιρνε πορεία βόρεια, και κοίταξε πάλι τα όμορφα σπίτια με τους περιποιημένους κήπους. Σύμφωνα με την πινακίδα που κρεμόταν πίσω του και είχε διαβάσει μόλις στάθηκε εδώ σε λίγα λεπτά θα έπρεπε να έρθει το λεωφορείο.
   Μια γυναίκα που πλησίαζε τράβηξε την προσοχή του. Ήταν κανονικού ύψους με λεπτό σώμα. Περπατούσε γρήγορα, με ένα περπάτημα που είχε κάτι το ανάλαφρο και αέρινο. Ήταν απλά ντυμένη αλλά κομψά. Όπως έφτανε πιο κοντά παρατήρησε περισσότερες λεπτομέρειες. Είχε σπαστά μακριά μαλλιά στο χρώμα του μελιού και μεγάλα καστανά μάτια. Είχε όμορφο συμμετρικό πρόσωπο που το πλαισίωναν και το αναδείκνυαν τα μαλλιά της. Πρόσεξε τα χείλη της, ήταν καλοσχηματισμένα και ελαφρά σαρκώδη.

   Βγήκε από το σπίτι και πήρε μια βαθιά ανάσα στον κρύο αέρα. Είχε μαζί της μια τσάντα από αυτές που μπορούν να κρεμαστούν στους ώμους. Είχε πάρει μαζι της μια αλλαξιά εσώρουχα για να αλλάξει μετά την πρόβα καθώς και τα ρούχα για το μπαλέτο.
   Της άρεσε η πρωινή ήσυχη διαδρομή με συντροφιά τις σκέψεις της. Σκεψεις που έτρεχαν στην παράσταση του Καρυοθραύστη σε λίγες μέρες. Κρίμα που θα ήταν η τελευταία της παράσταση, αλλά ο Ανδρέας ήταν ανυποχώρητος ως προς αυτό. Θα έπρεπε να σταματήσει το μπαλέτο μετά το γάμο τους. Δεν ηταν καθώς πρέπει για μια κυριά Φον Ντράικε.
   Ξαφνιάστηκε βρίσκοντας κάποιον εδώ, όλα τα πρωινά ήταν μόνη στη στάση περιμένοντας το λεωφορείο για τη Βοστώνη. Ήταν λίγο μακριά αλλά είχε προτιμήσει να μην αφήσει αυτό το σπίτι για ένα που να εξυπηρετεί καλύτερα μιας και εδώ έμενε από τότε που ήταν φοιτήτρια. Το είχε αγαπήσει αυτό το διαμέρισμα.
   Ο άνδρας της έριξε μια ματιά, επιδοκιμαστική της φάνηκε. Τον κοίταξε και εκείνη, ήταν ψηλός και αρκετά γεροδεμένος. Φορούσε τη στολή των ειδικών δυνάμεων με τα διακριτικά υπολοχαγού. Είχε έναν αριθμό από παράσημα που σήμαινε ότι είχε κάνει πολλά στην καριέρα του. Χαμογέλασε, πράγματα που πρόσεχε όντας κόρη στρατιωτικού. Πλησιάζοντας είδε με έκπληξη πως στο μανίκι του είχε την Καναδική σημαία. Δεν ήταν Αμερικανός. Μάλλον περίεργο. Πλησιάζοντας είδε ότι είχε γαλανά μάτια και κοντοκουρεμένα καστανά μαλλιά.
   Έφτασε στην στάση. Στάθηκε δίπλα του να περιμένει το λεωφορείο.
  
   Έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στην κοπέλα δίπλα του, κατάλοιπο της συνεχούς εγρήγορσης στην οποία είχε μάθει να βρίσκεται στις εκστρατείες που είχε μετάσχει και δεν απέβαλλε ούτε όταν δεν υπήρχε λόγος να βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση. Από κοντά ήταν πιο όμορφη και η έκφρασή της έδειχνε πως ήταν χαμένη σε σκέψεις.
   Το λεωφορείο κατέφτασε και σταμάτησε μπροστά στην στάση. Την άφησε να ανέβει πρώτη μιας και εκείνος είχε και αποσκευές. Ακολούθησε μέσα στο λεωφορείο και αφού τοποθέτησε το σακίδιο σε ένα από τα ειδικά πλέγματα για τις αποσκευές έψαξε για θέση. Βρήκε μια άδεια σε ένα ζευγάρι αντικριστών θέσεων και κάθισε. Μόλις το έκανε διαπίστωσε ότι είχε καθίσει απέναντι στην κοπέλα που ήταν μαζί στην στάση.
   Η κοπέλα πλήρωσε για το εισητήριο και εκείνος παρατήρησε τα χέρια της. Είχε λεπτά, ντελικάτα χέρια αλλά νευρώδη, θα ήταν αρκετά χειροδύναμη. Ήρθε η δική του σειρά να πληρώσει και έδειξε την στρατιωτική του ταυτότητα που του εξασφάλιζε δωρεάν μετακίνηση με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, δεν ήταν Αμερικανός αλλά η ρύθμιση αυτή κάλυπτε και αξιωματικούς συμμάχων χωρών διαπιστευμένων στο έδαφος των ΗΠΑ.
   Κοίταξε και πάλι έξω, τα σύννεφα είχαν πυκνώσει, η μέρα που θα περνούσε στη Μασαχουσέτη θα ήταν συννεφιασμένη και βροχερή. Αλλά δεν το πείραζε καθόλου αυτό, τέτοιος καιρός του άρεσε και τον είχε στερηθεί μέχρι που το Γουώρλορντ είχε φτάσει στο Γιβλαρτάρ.

   Ξαφνιάστηκε κάπως βλέποντας τον ξένο να κάθεται απέναντί της αν και δεν θα έπρεπε, ελάχιστες ελεύθερες θέσεις υπήρχαν στο λεωφορείο. Του έριξε μια ματιά, πιο προσεκτική τώρα. Στο δεξί μάγουλο είχε μια χαρακιά, κάποιο παλιό τραύμα που τώρα έκλεινε, όπως και στην ράχη του δεξιού του χεριού. Είχε μεγάλα, δυνατά χέρια παρατήρησε. Της θύμιζαν τα χέρια του Ανδρέα μόνο που έδειχναν ικανά για πιο απαλές και μετρημένες κινήσεις παρά τη δύναμη που έκρυβαν.
   Μια κίνησή του έκανε τα παράσημα να κινηθούν και να τραβήξουν την προσοχή της. Μέτρησε πέντε παράσημα, διακεκριμένων υπηρεσιών της δημοκρατίας της Ονδούρας, Μεγαλόσταυρος του βασιλείου της Τόνγκα, διακεκριμένων υπηρεσιών της πατρίδας του αλλά και της δικής της και μετά ήταν το παράσημο της Πορφυρής Καρδιάς. Αυτό το τελευταίο την ξάφνιασε, ήταν η ανώτερη διάκριση της πατρίδας της και απορούσε πως ένας ξένος και μάλιστα τόσο νέος την είχε κερδίσει. Πήρε το βλέμμα της από τα παράσημα και διασταυρώθηκε με το δικό του. Κοκκίνισε, σίγουρα είχε καταλάβει πως τον κοιτούσε. Και τι θα σκεφτόταν; Αποφάσισε να του εξηγήσει τι είχε τραβήξει την προσοχή της μετά από στιγμιαία σκέψη. Και έτσι πήρε μια απόφαση που θα άλλαζε τη ζωή της.

Ιστολόγιο του μήνα - Αύγουστος 2012

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Σήμερα θα παρουσιάσω ένα από τα πιο αγαπημένα μου ιστολόγια. Είναι ένα καθαρά λογοτεχνικό ιστολόγιο, με ιστορίες σε συνέχειες και κάπου κάπου κάποιο κείμενο με σκέψεις. Μιλάμε για το Πράσινο Πετράδι.
   Αγαπημένο είδος της δημιουργού του είναι τα αστυνομικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αφήνει τα άλλα είδη παραπονεμένα! Στις τρέχουσες ιστορίες της περιλαμβάνεται μια ιστορία φαντασίας ( Η Άρπα της Αμάντας ), μια ιστορία ερωτική στην οποία δεν λείπουν τα μυστήρια και τα κρυμμένα μυστικά ( Η Πριγκίπισσα των Ρόδων και ο Ταξοδευτής ) και μια ιστορία εποχής με έντονη αύρα παραμυθιού αλλά και με πάθη και σχέδια για προσωπικούς σκοπούς ( Σεμίρα ).
   Από το Πράσινο Πετράδι είναι και το πιο πρόσφατα δημοσιευμένο εδώ βιβλίο, τα Χρόνια Πολλά, ένα γρήγορο αστυνομικό που κρατάει το μυστήριο ως τις τελικές αποκαλύψεις.
  Για να διαβάσετε λοιπόν τις ιστορίες του Πράσινου Πετραδιού, ελάτε να το επισκεφθείτε εδώ: http://mprilla.wordpress.com/ και καλή ανάγνωση!