Εισβολή 1

Author: Νυχτερινή Πένα /



Εισαγωγή

Το ήξερε ότι έρχονταν. Το φώναξε, το ούρλιαζε αλλά κανένας δεν την άκουγε. Ανέκαθεν, από όσο μικρή μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό της ήξερε ότι υπήρχε κίνδυνος. Σαν να υπήρχε ένα ρολόι μέσα στο μυαλό της που μετρούσε αντίστροφα και της έλεγε πόσος χρόνος έμενε ως την έλευση του κινδύνου. Και τώρα ο κίνδυνος είχε φτάσει.
Είχε από μικρή προσπαθήσει να ετοιμάσει τον εαυτό της για τον κίνδυνο που δεν ήξερε τη φύση του. Είχε φροντίσει να αποκτήσει γνώσεις και δεξιότητες που θα την κρατούσαν ζωντανή σε μια ολοκληρωτική καταστροφή, όπως τι είναι φαγώσιμο και τι όχι από όσα βρίσκονται στη φύση, πως περιποιούνται τα τραύματα και πως να κυνηγήσει την τροφή της μόνη της. Το ενδιαφέρον της αυτό την είχε απομακρύνει από τα παιδιά της ηλικίας της και έγινε ένα μοναχικό άτομο, ειδικά από τον καιρό που είχαν πεθάνει οι γονείς της.
Από όταν έμεινε ορφανή ήταν υπό την επιτήρηση της Πρόνοιας και μια στενόμυαλη κοινωνική λειτουργός που δεν καταλάβαινε ότι τα περίεργα ενδιαφέροντά της δεν έβλαπταν κανέναν και εξακολουθούσε να είναι καλή μαθήτρια, την έκλεισε στην ψυχιατρική κλινική Τέιλορ.
Και ο κίνδυνος πλησίαζε. Τώρα είχε φύση και είδος. Ένας εχθρός που πλησίαζε, βίαιος και ανηλεής. Τον ένιωθε και ήξερε απεγνωσμένα ότι έπρεπε να φύγει από δω.
Ως σήμερα. Σήμερα με το πρώτο φως ήξερε ότι ήταν αργά. Δεν προλάβαινε πια. Ο εχθρός είχε φτάσει. Και άρχισε να ουρλιάζει.




1.

Μπέλμοντ Χάιτς,  Νότιο Λος Άντζελες
Πέρασε την μεγάλη συρόμενη πόρτα και οδήγησε το αυτοκίνητό του στην θέση του πάρκινγκ που προοριζόταν για εκείνον. Έσβησε τη μηχανή και βγήκε, στάθηκε και αφουγκράστηκε την ησυχία, ήταν ακόμα πρωί και ελάχιστα άτομα από το προσωπικό και από τους μαθητές βρίσκονταν εδώ. Απόλαυσε αυτήν την ησυχία για μια στιγμή και μετά έκανε τον γύρο του αυτοκινήτου για να ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού και να κατεβάσει την μικρή συνεπιβάτιδά του. Την έλυσε από τη ζώνη ασφαλείας και εκείνη πήδηξε έξω.
-Ευχαριστώ παππού!
Την πήρε από το χέρι και προχώρησαν προς την πίσω είσοδο του κολλεγίου Μπέλμοντ Χάιτς Στάντον Κόλετζ.
Το όνομά του ήταν Τζων Σάκλεφορντ και ήταν ένας ψηλός και ευθυτενής εξηντάρης με αρχοντικό παρουσιαστικό που τονιζόταν από το επίσημο ντύσιμό του, με κουστούμι πάντα, και το σοβαρό πρόσωπό του με το περιποιημένο γένι, γκριζαρισμένο όπως και τα μαλλιά του. Ήταν ήδη δέκα χρόνια διευθυντής του σχολείου και αγαπητός από συναδέρφους και μαθητές.
Στο πλευρό του περπατούσε, αν και ίσως ο όρος δεν αντιπροσώπευε ακριβώς το χορευτικό σχεδόν βήμα της, η Κάτι Σάκλεφορντ. Ήταν κόρη του γιου του που είχε σκοτωθεί με τη σύζυγό του σε έν αυτοκινητιστικό ατύχημα όταν η Κάτι ήταν μωρό. Την είχε μεγαλώσει εκείνος προσπαθώντας να της δώσει την οικογένεια που έπρεπε και η Κάτι τον υπεραγαπούσε.Ήταν οι δυο τους μιας και ο ίδιος είχε από χρόνια χηρέψει και ζούσαν στο σπίτι τους μαζί με μια οικονόμο.
Μπήκαν στο σχολείο. Το Κολλέγιο στεγαζόταν σε ένα κτίριο που καταλάμβανε ένα οικοδομικό τετράγωνο και είχε τρεις πτέρυγες σε σχήμα Π. Ανάμεσα στις δυο παράλληλες πτέρυγες υπήρχε ένας χώροςγια παρκάρισμα των αυτοκινήτων του προσωπικού, δυο μικρά γήπεδα αυλή για τα διαλείμματα. Η επίσημη είσοδος με μια μικρή πρασιά και τη γρανιτένια επιγραφή με το όνομα του κολλεγίου ήταν από την άλλη πλευρά στην οριζόντια γραμμή του Π.
Ονομαζόταν Κολλέγιο αλλά προσέφερε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσεις, ξεκινώντας από το νηπιαγωγείο και ως το κολλέγιο. Τώρα κατευθυνόταν ακριβώς προς αυτήν την τάξη για να αφήσει την Κάτι πριν πάει στο γραφείο του. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στην πολύχρωμη αίθουσα που τον έκανε πάντα να δείχνει γίγαντας αφού θρανία και καρέκλες ίσα που έφταναν ως το μηρό του.
Η νηπιαγωγός, η Λώρα Μαρκς, ήταν ήδη εκεί. Προς το παρόν δεν είχε ακόμα έρθει κανένας από τους μικρούς μαθητές της και ήταν μόνη με τον Άντριου, τον μόλις ενός έτους γιο της. Η Κάτι την καλημέρισε, καθώς ήταν κάθε μέρα η πρώτη που ερχόταν στην τάξη είχε δημιουργήσει μια ξεχωριστή σχέση με τη δασκάλα της.
Ο Τζων την άφησε εκεί και πήρε το δρόμο για το γραφείο του. Στο δρόμο του συνάντησε ένα ζευγαράκι, ξερόβηξε καθώς περνούσε για να διαξόψουν το παθιασμένο φιλί τους. Δεν είχε πρόβλημα με το ότι ήταν ζευγάρι ή ότι φιλιόνταν τόσο παθιασμένα, αλλά ήθελε να μην το κάνουν τόσο δημοσίως μιας και συνήθως υπήρχαν και μικρά παιδιά στους διαδρόμους. Κατά τ’ άλλά του άρεσε αυτό το ζευγάρι, ο Άνταμ με την Τίνα, σε μια πόλη με έντονα ρατσιστικά θέματα ήταν πολύ καλό που ένας λευκός νεαρός τα είχε με μια μιγάδα και δεν το έκρυβαν καθόλου.
Πριν φτάσει στο γραφείο του συνάντησε τον επιστάτη του σχολείου τον κύριο Πέητον, έναν μικροκαμωμένο ανθρωπάκο. Τον καλημέρισε και εκείνος ανταπέδωσε ζεστά την καλημέρα.

Γουίνμιγκτον, Νότιο Λος Άντζελες
Το ταξί ξεκίνησε με τους τροχούς να στριγκλίζουν πάνω στην άσφαλτο και η Τζάνις Φέρμοντ Σρέηντερ έριξε μια ματιά στο σπίτι της που έμενε πίσω. Ήταν η τελευταία φορά που το έβλεπε για μερικές μέρες.
-Πότε θα μπορώ να δω το μωρό;
Κοίταξε δίπλα της την κόρη της. Η Άλις Σρέηντερ ήταν οκτώ χρονών με καστανά μαλλιά και ίδιου χρώματος μάτια, και πανέξυπνη. Τώρα την είχε μαζί της καθώς πήγαινε στο μαιευτήριο για να γεννήσει. Είχε πάρει μαζί της την κόρη της μιας και μια αναποδιά δεν είχε επιτρέψει στο σύζυγό της να επιστρέψει εγκαίρως για να είναι μαζί του.
-Αμέσως μόλις γεννήσω θα σε φωνάξουν μέσα και θα το δεις.
-Ωραία, και θα του πω ένα τραγουδάκι του αδερφούλη μου!
Η Τζάνις χάιδευσε τα μαλλιά της κόρης της και χαμογέλασε. Καθώς θα γεννούσε με προγραμματισμένη γέννα δεν την είχαν πιάσει οι πόνοι και δεν είχε πρόβλημα με τη μετακίνηση. Μπορούσε να δει το πρόσωπό της στον καθρέφτη του ταξί, είχε τα ίδια μάτια και μαλλιά με την κόρη της, από εκείνη τα είχε κληρονομήσει η Άλις, δεν έμοιαζε καθόλου στον Άλαν.
Ακούμπησε το χέρι της στην κοιλιά της, αναρωτήθηκε αν ο γιος τους θα έμοιαζε στον πατέρα του. Κοίταξε το ρολόι της. Σε μερικές ώρες θα πρέπει να ήταν ελεύθερος να έρθει να τη βρει.

Μιραμάρ Βάση Σώματος Πεζοναυτών
Η γυναίκα βόγκηξε με μια φωνή που γινόταν όλο και πιο ψιλή καθώς ο άνδρας που της έκανε έρωτα την έκανε δική του για να γίνει ξαφνικά ένα βραχνό ουρλιακτό μαινάδας καθώς ο άνδρας ολοκλήρωνε κάνοντάς την δική του με έναν τρόπο απότομο και κτητικό. Έμειναν ακίνητοι και οι δυο παίρνοντας βαθιές ανάσες με τα σώματά τους μπλεγμένα.
Η γυναίκα γουργούρισε ναζιάρικα και πίεσε το σώμα της στο δικό του σε μια σαφή πρόσκληση να την ξανακάνει δική του. Αλλά δεν πρόλαβε, οι σειρήνες της βάσης άρχισαν να χτυπάνε ένα σήμα συναγερμού.
-Τι συμβαίνει, λες; είπε ο άνδρας με χαρακτηριστική Βρετανική προφορά.
-Δεν ξέρω, είπε η γυναίκα, καμιά άσκηση ή θα έγινε τίποτα και μπήκαμε σε κατάσταση ετοιμότητας έλα, κάνε μου έρωτα. Μου αρέσεις.
Αλλά και αυτό δεν πρόλαβε ο άνδρας να κάνει καθώς τους σταμάτησε και πάλι ένα χτύπημα στην πόρτα:
-Τζώρτζ;
Ο άνδρας σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρπαξε ένα σεντόνι που το τύλιξε βιαστικά γύρω από τη μέση του. Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε έναν ψηλό μαυρομάλλη άνδρα με πολιτικά, ένα απλό παντελόνι και πουκάμισο και μποτάκια που ήταν φανερά πάνοπλος με δυο πιστόλια να κρέμονται στα πλευρά του.
-Τι έγινε Γουίλ;
-Ακριβώς δεν ξέρω αλλά σήμανε συναγερμός, από τις πρώτες ειδήσεις μιλάμε για μεγάλης κλίμακας χτύπημα στο Λος Άντζελες. Ο στρατηγός είναι σε σύσκεψη ήδη με τους εδώ διοικητές και σε σύνδεση με το Πεντάγωνο. Σε είκοσι λεπτά θα έχουν ενημέρωση των διοικητών.
-Μάλιστα, πρέπει να είμαι εκεί. Σε θέλω μαζί, οι δικοί μας τι κάνουν;
-Περιμένουν, είναι στο θάλαμό μας.
-Ωραία, είπε ο Τζώρτζ και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο.
Η γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι ακόμα κοίταξε τον άνδρα στην πόρτα.
-Θα μου κάνεις παρέα Γουίλ; Φαίνεται ότι το ταίρι μου με άφησε.
-Καλύτερα να ετοιμαστείς, της είπε, νομίζω ότι θα έχουμε άσχημα μπλεξίματα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου