III.
Το
ταξίδι της λεγεώνας συνεχίστηκε χωρίς απρόοπτα αν και όχι χωρίς εντάσεις. Ο
Άριος είχε προτείνει στον Γάιο να του πουλήσει την Ζλάτκα για να ζεστάνει το
κρεβάτι του αλλά ο τριβούνος αρνήθηκε βλέποντας και μόνο το τρομοκρατημένο
βλέμμα της κάτι που δεν άρεσε καθόλου στον συγκλητικό.
Οι
Ούννοι μετά την ήττα τους είχαν αφήσει την περιοχή και η λεγεώνα είχε την
δυνατότητα να ταξιδέψει χωρίς μάχη ενώ οι τραυματίες της ανάρρωσαν και ήταν και
πάλι έτοιμοι για μάχη.
Οι
λεγεωνάριοι είχαν άριστο ηθικό μετά την νίκη τους στην εχθρική ενέδρα και οι
πορείες γίνονταν σε καλό κλίμα και με καλή διάθεση. Ο πιο χαρούμενος από τους
λεγεωνάριος ήταν ο Σέργιος. Είχε διακριθεί στην μάχη και ο Γάιος τον είχε
προτείνει για προαγωγή αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Είχε έρθει πολύ πιο κοντά με
την Άρια Καικίλια μετά τη διάσωσή της από τον Ούννο, μιλούσαν πολύ περισσότερο
στο ταξίδι τώρα μιας και η κοπέλα ταξίδευε έφιππη και πολλές φορές ήταν κοντά
του.
Στην
ενέδρα είχαν σκοτωθεί οι άνδρες που μετέφεραν το φορείο της κοπέλας και ο Γάιος
είχε αρνηθεί στον Άριο λεγεωνάριους για να κάνουν αυτήν την δουλειά κάτι που
είχε επίσης δημιουργήσει εντάσεις ανάμεσά τους.
Φτάνοντας
στο Λούγδουνο δεν μπήκαν στην πόλη που μάστιζε μια επιδημία πυρετού. Δεν ήταν
θανατηφόρα αλλά ο Άριος φοβήθηκε και ο Γάιος δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να εξασθενίσει
τους άνδρες του καθώς δεν ήξερε τι θα έκαναν οι Ούννοι. Έτσι ο Άριος ανέλαβε
την διοίκηση της Γαλατίας αλλά έχοντας την έδρα του στο στρατόπεδο της
λεγεώνας.
Το
στρατόπεδο της λεγεώνας κατασκευάστηκε στην κορυφή ενός λόφου και οχυρώθηκε με
ένα ξύλινο τείχος. Οι λεγεωνάριοι φτιάξανε τις σκηνές τους σε τακτικές γραμμές
αφήνοντας στο κέντρο έναν κενό τετράγωνο χώρο όπου μπορούσε να παραταχθεί
ολόκληρη η λεγεώνα. Εκεί είχε τοποθετηθεί και η σκηνή του Γάιου όπως και του
Άριου και μια που χρησιμοποιούσε ο δεύτερος σαν διοικητήριο για τις δημόσιες
υποθέσεις.
Μετά
την εγκατάσταση της λεγεώνας η ζωή των ανδρών μπήκε σε έναν ήσυχο ρυθμό.
Φρουρούσαν το στρατόπεδο και έκαναν περιπολίες στην περιοχή αλλά ήταν μια ζωή
στρατοπέδου, πιο ήσυχη και ξέννοιαστη. Ο Σέργιος εκμεταλλεύτηκε τα μειωμένα
καθήκοντά τους για να περνάει ακόμα περισσότερο χρόνο μαζί με την Άρια. Τώρα
πλέον δεν ήταν μια απλή φίλη, ο εκατόνταρχος είχε πολύ πιο δυνατά αισθήματα για
εκείνη.
Όσο
για την κοπέλα δεν υστερούσε σε αισθήματα απέναντί του, ήταν όλα πρωτόγνωρα για
εκείνη και δεν είχε κανέναν να μιλήσει για αυτά. Ποτέ δεν είχε νιώσει για
κάποιον άνδρα έτσι. Είχε ακούσει να μιλάνε για το γίνεται μεταξύ ενός άνδρα και
μιας γυναίκας αλλά στο διεφθαρμένο κλίμα της αυτοκρατορικής αυλής δεν τολμούσε
να πιστέψει ότι θα ένιωθε κάτι τέτοιο ποτέ. Μην έχοντας μητέρα ή αδερφή δεν
είχε σε ποιον να εκμυστηρευθεί αυτά που ένιωθε για τον Σέργιο. Έτσι επεδίωκε να
περνάει όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε μαζί του προσπαθώντας να καταλάβει τι
ένιωθε.
Ήταν
ένα βράδυ τρεις περίπου μήνες αφού είχαν εγκατασταθεί στο στρατόπεδο όταν ο
Σέργιος αποφάσισε να λύσει την κατάσταση αυτή. Είχαν κάνει με την Άρια έναν
περίπατο μέσα στο στρατόπεδο και είχαν κατευθυνθεί στην βορειοανατολική γωνία
του. Εκτός από τους δυο λεγεωνάριους που ήταν σκοπιά επάνω στον πύργο δεν
υπήρχε κανένας τριγύρω. Η περιοχή αυτή δεν πολυχρησιμοποιείτο γιατί ήταν στην
άκρη του λόφου και άρχιζε η έντονη κατωφέρεια. Έτσι ήταν μόνοι τους.
Ο
Σέργιος ήταν σίγουρος για αυτό που ήθελε να κάνει, το πως θα το έλεγε ήταν που
τον δυσκόλευε, δεν ήταν λόγιος ή ποιητής, ήταν στρατιώτης. Και στρατιώτης σε
μια θέση που ποτέ δεν είχε βρεθεί πιο πριν.
-Χαίρομαι
που έχω τη συντροφιά σου Άρια, είπε τελικά.
-Και’
γω, είπε η κοπέλα. Νιώθω τόσο πολύ ότι με καταλαβαίνεις.
-Αυτό
ακριβώς νιώθω και εγώ, ό,τι με καταλαβαίνεις. Και ταυτόχρονα ότι είσαι τόσο
διαφορετική από άλλες γυναίκες.
-Είμαι
μια συνηθισμένη πατρικία όπως δεκάδες άλλες, η οικογένειά μου δεν είναι καν από
τις παλαιότερες.
-Δεν
είσαι σαν αυτές όμως, είσαι τόσο ξεχωριστή, τόσο διαφορετική, δεν έχεις το μυαλό
σου στην διασκέδαση και τα όργια. Δεν έχεις διεφθαρρεί. Είσαι μια κοπέλα που
μπορεί να εμπιστευθεί κανείς..... Να....
Η
Άρια κοίταξε παραξενεμένη τον ετοιμόλογο εκατόνταρχο που πρώτη φορά άκουγε να
κομπιάζει.
-Τι;Πες
μου, τον ενθάρρυνε.
-Να
σε αγαπήσει, είπε ο Σέργιος κοιτώντας την κατάματα. Να σε θελήσει για γυναίκα
του. Για σύντροφό του στη ζωή.... Και εγώ σε θέλω.... Άρια....
Η
κοπέλα συνέχισε να τον κοιτάζει σαν μαγεμένη, δεν φανταζόταν ότι θα συνέβαινε
αυτό σε εκείνη. Ένας έρωτας όπως στις ιστορίες από παλιά.
-Άρια
Καικίλια, θές να γίνεις γυναίκα μου;
-Ποια
ήταν η απάντησή της; ρώτησε ο Γουίλλιαμ.
Ήταν
στο δωμάτιο με τη μακέτα που αναπαριστούσε τη μάχη. Εκείνος είχε προχωρήσει στη
«διεξαγωγή» της πάνω στην μακέτα και είχε κρατήσει σημειώσεις. Η Μέρεντιθ είχε έρθει
να του πει τι είχε διαβάσει πιο κάτω στο κείμενο παρότι δεν υπήρχε τίποτα για
τη μάχη παρά μόνο η αναφορά στο πως ήταν το στρατόπεδο.
Ο
Γουίλλιαμ την άκουσε με προσοχή και τώρα τη διέκοψε για να ρωτήσει την απάντηση
στην πλέον σημαντική ερώτηση που είχε κάνει ποτέ ο Σέργιος στην Άρια.
-Είπε
ναι, είπε η κοπέλα. Δέχθηκε αμέσως.
-Βάζω
στοίχημα ότι ο Άριος δεν ενθουσιάστηκε, παρατήρησε ο Γουίλλιαμ κάνοντας την Μέρεντιθ
να χαμογελάσει.
-Όχι,
δεν ενθουσιάστηκε καθόλου είναι η αλήθεια αλλά ο Σέργιος και η Άρια αποφάσισαν
να παντρευτούν εκμεταλλευόμενοι μια απουσία του Άριου στην πόλη όπου είχαν ξεσπάσει
ταραχές και αναγκάστηκε να πάει αυτοπροσώπως για να επιβάλλει την τάξη.
-Και;
Έγινε ο γάμος;
-Δεν
ξέρω, ομολόγησε η Μέρεντιθ. Μετέφρασα ως το σημείο αυτό που θα παντρεύονταν.
Ο
Γουίλλιαμ κοίταξε τη μακέτα του στρατοπέδου. Έδειξε ένα σημείο κοντά στην
κεντρική σκηνή του Γάιου. Συνήθως κάπου στο κέντρο έστηναν την σημαία της λεγεώνας
και τη σκηνή του στρατηγού και μετά την σκηνή που ήταν ο φορητός τους ναός. Εδώ
θα έγινε ο γάμος.
Στράφηκε
να δει την Μέρεντιθ και βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από εκείνη καθώς είχε
πλησιάσει για να δει. Το βλέμμα του χάθηκε στο δικό της, η αναπνοή του έγινε
πιο γρήγορη σαν για να συντονιστεί με τη δική της. Τα χείλη του σχεδόν άγγιζαν
τα δικά της. Και μετά την φίλησε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου