Η Εισβολή 11 - συνέχεια

Author: Νυχτερινή Πένα /


Μια άγρια κραυγή τράβηξε την προσοχή του εισβολέα από την Άλις. Την είχε βγάλει ο Μπρούστερ με το σπαθί ανα χείρας ορμούσε εναντίον του. Τον πυροβόλησε. Ο Βρετανός δέκτηκε τη σφαίρα στο στήθος αλλά συνέχισε. Ο εισβολέας τον πυροβόλησε ξανά και ξανά, με την τρίτη σφαίρα κλονίστηκε αλλά δεν έπεσε. Στάθηκε για μια στιγμή και μετά συνέχισε να προχωράει σαν να κρατούσε με τη δύναμη της θελήσεώς του και μόνο τον θάνατο μακριά. Τώρα προχωρούσε βήμα βήμα αλλά με σταθερό προορισμό. Ένας ανθρώπινος αντίπαλος θα είχε πιθανότατα πανικοβληθεί από αυτήν την υπεράνθρωπη αντίδραση, το ρομπότ περίμενε να έρθει κοντά και να τον πυροβολήσει εξ επαφής για να τον αποτελειώσει ξεχνώντας την Άλις κάτω από το πόδι του.
Ο Μπρούστερ έφτασε κοντά, το ρομπότ σήκωσε το όπλο του και πάλι.
-Πολύ αργά τενεκεδάνθρωπε, είπε ο Βρετανός και βύθισε το σπαθί στο θώρακα του ρομπότ με όση δύναμη μπορούσε να επιστρατεύσει. Το ρομπότ έπεσε απελευθερώνοντας την Άλις που σηκώθηκε όρθια.
-Τρέξε στη μαμά σου, είπε ο Μπρούστερ που σαν για να είναι στο ίδιο ύψος μαζί της έπεσε στα γόνατα. Η Άλις έτρεξε στην Τζάνις και μπήκε στο αυτοκίνητο. Ο Τσάρλς Μπρούστερ χαμογέλασε. Κοίταξε τον εχθρό που υποχωρούσε κάτω από την αντεπίθεση του Άλαν και είπε σιγανά.
-Γι’ αυτό δεν θα νικήσετε ποτέ, γιατί είμαστε άνθρωποι.
Έπεσε πίσω για να μην σηκωθεί ποτέ.

Ο Τζώρτζ είδε τον Μπρούστερ να πέφτει και έτρεξε προς το μέρος του. Όταν έφτασε κοντά του ο εχθρός είχε υποχωρήσει. Έσκυψε από πάνω του και διαπίστωσε ότι ο διοικητής του ήταν πια νεκρός. Το χαμόγελο που είχε φέρει στα χείλη του η διάσωση της Άλις δεν είχε σβήσει ούτε με το θάνατο. Ο Τζώρτζ φώναξε δυο από τους άνδρες του να μεταφέρουν το σώμα και προχώρησε να βρει τον Άλαν.

Το οδόφραγμα κατέρρευσε με έναν εκκωφαντικό κρότο που σκέπασε κάθε άλλον ήχο στο πεδίο της μάχης.
-Πίσω στα οχήματα, φώναξε ο Άλαν, φεύγουμε.
Ακόμα ένα λεωφορείο καιγόταν και κάποιοι άμαχοι είχαν σκοτωθεί αλλά όσοι είχαν επιζήσει θα μπορούσαν να φύγουν με τα υπόλοιπα λεωφορεί καθώς οι στρατιώτες είχαν μειωθεί κατά πολύ.
Άρχισαν να επιβιβάζονται ενώ τα δυπ τζιπ και το τεθωρακισμένο μάχονταν σαν οπισθοφυλακή.
-Ο Σάντερς σκοτώθηκε, είπε ο Τζώρτζ, και ο Μπρούστερ. Είσαι ο ανώτερος αξιωματικός. Αναλαμβάνεις διοίκηση.
-Φεύγουμε, ευθεία και μετά αριστερά στην ανατολική οδό Σπρινγκ.
Ξεκίνησαν και πάλι. Η διαφυγή τους από αυτήν την παγίδα σήμαινε και το τέλος της άμεσης καταδίωξης. Πήραν την οδό Σπρινγκ και κινήθηκαν περιφερειακά του αεροδρομίου του Λονγκ Μπιτς ως που βγήκαν στην λεωφόρο Τσέρυλ, εκεί χρειάστηκε να ανταλλάξουν πυρά με εχθρικές δυνάμεις που κατέληξαν στην απώλεια και των άλλων δύο τζιπ με τα πολυβόλα και στην απώλεια είκοσι ανδρών αλλά ήταν το πιο προκεχωρημένο σημείο της εχθρικής προέλασης. Ο δρόμος ήταν ελεύθερος. Από την Τσέρυλ πέρασαν στον αυτοκινητόδρομο 710 και από εκεί στον 10 και μετά στον 5.
Είχε νυχτώσει όταν ήταν πια έξω από την πόλη. Άφησαν τον 5 για την οδό Τέμπλιν που τους έφερε στον αυτοκινητόδρομο Γκόλντεν Στέητ Χάιγουεϊ. Ο Άλαν είχε επιλέξει τη διαδρομή για να μπουν στο δάσος και να σταματήσουν εκεί να ξεκουραστούν και να περάσουν τη νύχτα.
Σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου και όλοι άφησαν τα λεωφορεία για να βγούν και να καθίσουν κάτω από τα δένδρα αμαπνέοντας με ανακούφιση το δροσερό αεράκι.

Ο Άλαν κοίταξε με αγάπη τη γυναίκα του που θήλαζε το μωρό τους. Η Άλις κοιμόταν ξαπλωμένη δίπλα της και σκεπασμένη με μια μικρή κουβέρτα. Πιο πέρα κοιμούνταν τα μικρά παιδιά από το νοσοκομείο και οι μαθητές της Λώρα. Η δασκάλα καθόταν ανάμεσά τους, δίπλα της κοιμόταν το δικό της μωρό.
Ο Άλαν είδε τον Τζώρτζ να πλησιάζει και άφησε την οικογένειά του. Ο Βρετανός φαινόταν κατάκοπος.
-Τελικός απολογισμός, είπε. Όπως ξέρεις ο λόχος σου τα κατάφερε τέλεια, ένας μόλις νεκρός, αρκετοί τραυματίες κανένας σοβαρά. Το ίδιο ισχύει και για εμάς. Πρώτος και δεύτερος λόχος όμως αποδεκατίστηκαν. Από τον πρώτο λόχο έχουν επιζήσει δώδεκα, ανάμεσά τους ωστόσο δυο αξιωματικοί και ένας υπαξιωματικός και από τον δεύτερο δέκα. Κανένας αξιωματικός ή υπαξιωματικός. Επέζησαν και οι τέσσερις των SEAlS, σκληροτράχηλοι τύποι, οφείλω να τους το αναγνωρίσω. Αυτοί είναι όλοι, το ένα τρίτο των ανδρών που είχαμε στο κολλέγιο. Πολίτες 393.
-Από τους οποίους κάμποσοι φέουν όπλα.
-Ναι, και έχουμε ακόμα τέσσερις αστυνομικούς και τους δύο Τεξανούς που αποδείχθηκαν άξιοι να τα βγάλουν πέρα σε μια μάχη.
-Από μέσα πως πάμε; ρώτησε ο Άλαν.
-Το τζιπ που φέρανε οι SEALS ως εδώ, τη μπολντόζα, το τεθωρακισμένο, οκτώ λεωφορεία και τρία ιδιωτικά αυτοκίνητα. Από καύσιμα είμαστε ακόμα καλά. Όπως και από όπλα και πυρομαχικά.
-Τρόφιμα και λοιπά εφόδια;
-Όχι το ίδιο καλά αλλά δεν θα μας λείψουν και άμεσα. Το ερώτημα είναι τι θα κάνουμε από’ δω και μπρος.
-Θα προστατεύσουμε αυτούς τους ανθρώπους και θα πολεμήσουμε τον εχθρό, έχουμε έναν πόλεμο να κερδίσουμε.
-Θα πολεμήσουμε και’ μεις μαζί σας ως που να βρεθεί ένας τρόπος να πάμε πίσω στην πατρίδα μας.
-Θα σας χρειαστούμε, δεν είμαστε και πολλοί, θάψατε τον συνταγματάρχη;
-Ναι, με τη στολή όπως ήταν και με το σπαθί γυμνό στην αγκαλιά του.
-Θα τον ευγνωμωνώ σε όλη μου τη ζωή, χάρη στη θυσία του ζει η Άλις.
-Ήταν γενναίος αξιωματικός. Φτιάξαμε και έναν τάφο για τους υπόλοιπους, βάλαμε τα ονόματα όσων σκοτώθηκαν.
-Ο Θεός ας τους αναπαύσει όλους, είπε ο Άλαν σιγανά.
Ο Τζώρτζ έβαλε το χέρι του στον ώμο του ομοβάθμου του τον οποίο είχε συμπαθήσει στα όσα είχαν περάσει.
-Ξεκουράσου, έχω βάλει σκοπούς, για την ώρα είμαστε ασφαλείς.
Πριν προλάβει να απαντήσει ακούστηκε η τραχιά φωνή ενός άνδρα που έλεγε:
-Ε και; Είμαστε τυχεροί; Έχασες τα μυαλά σου γέρο;
Ήταν ένας άνδρας ντυμένος με κουστούμι και απευθυνόταν με τον σκαιό αυτό τρόπο στον Τζόναθαν. Ο καθηγητής είχε περάσει από όλους τους πολίτες και είχε μιλήσει μαζί τους καθησυχάζοντας και εμψυχώνοντάς τους. Ήξερε τον άνδρα, λεγόταν Τζιμ Πέπερ και ήταν επιχειρηματίας με σημαντική περιουσία.
-Είμαστε σίγουρα τυχεροί τη στιγμή που χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν σήμερα σε αυτήν την εισβολή και εμείς είμαστε ζωντανοί. Και όχι μόνο ζωντανοί αλλά ούτε πεινάμε, ούτε και άμεσα κινδυνεύουμε, και έχουμε πολλοί τις οικογένειες και τους οικείους μας μαζί. Δεν λέω ότι είμαστε στην καλύτερη κατάσταση ή δεν υπάρχουν πράγματα να γίνουν. Αλλά είμαστε κοινότητα και όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε.
Χειροκροτήματα ακούστηκαν και φωνές επιδοκιμασίας που ανάγκασαν τον αντιρρησία να καθίσει κάτω.
-Έχουμε και αντιπολίτευση, γέλασε ο Τζώρτζ. Άντε ξεκουράσου, πάω να ρίξω μια ματιά στους άνδρες και να ξεκουραστώ και’ γω.

Η Ντέηνα ήταν ξαπλωμένη, δεν πονούσε και ένιωθε αρκετά ξεκούραστη τώρα. Η Νάταλι είχε περιποιηθεί το πόδι της και την είχε τακτοποιήσει κάτω από μια κουβέρτα ενώ της είχε φέρει φαγητό και την είχε βοηθήσει να φάει.
Τώρα καθώς η Νάταλι επέστρεφε κοντά της, μετά από μια επίσκεψη στα παιδιά για να βεβαιωθεί ότι ήταν εντάξει, σκέφθηκε πόσο καλά τα κατάφερνε με τις ευθύνες που είχε επωμιστεί ξαφνικά. Η Νάταλι ξάπλωσε και χώθηκε κάτω από την κουβέρτα δίπλα της. Η Ντέηνα την αγκάλιασε και εκείνη κόλλησε το σώμα της στο δικό της.
Τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα παθιασμένο φιλί και το χέρι της Ντέημα γλίστρισε κάτω από το πουκάμισο της Νάταλι για να κλείσει πάνω στο ζεστό της στήθος. Το χάδι έφερε ένα ρίγος ευχαρίστησης στην κοπέλα που πίεσε το σώμα της στης Ντέηνα ενθαρρύνοντας να συνεχίσει να τη χαϊδεύει.
-Πως και δεν φοράς στηθόδεσμο; ρώτησε η Ντέηνα.
-Φορούσα, απάντησε η Νάταλι, αλλά τον χρησιμοποίησα για να επιδέσω το τραύμα σου.
Η Ντέηνα γέλασε πριν χαθούν στο δικό τους μυστικό κόσμο του έρωτα.

Ο Γουίλλιαμ Γκρέηστοουκ κοιτούσε το εμφύτευμα που είχε βγάλει από την Νάντια Κόμπτον. Έπρεπε να βρει τα μέσα για να το εξετάσει διεξοδικά, ήταν σίγουρος πως από αυτό θα μπορούσε να βρει απαντήσεις. Το όφειλε σε όσους είχαν πεθάνει σήμερα στην εισβολή αυτή και πρώτα από όλους στη δημοσιογράφο. Της το χρωστούσε, δεν είχε σκοτώσει ποτέ άλλοτε κάποιον ανίκανο να αμυνθεί και δεν του άρεσε που είχε αναγκαστεί να το κάνει.
Έριξε το εμφύτευμα στην τσέπη του και έμεινε να κοιτάζει την ήσυχη κατασκήνωση της κοινότητάς που είχε διαφύγει από το Λος Άντζελες.

Ο Τζόναθαν αφού είχε μιλήσει με όλους επέστρεφε κοντά στην εγγονή του για να ξεκουραστεί και εκείνος. Είδε τους τέσσερις έφηβους μαθητές του να έχουν ξαπλώσει κάτω από κουβέρτες ανά δύο, ήξερε ότι ο Άνταμ ήταν ζευγάρι με την Τίνα αλλά δεν το ήξερε για τον Άντον με τη Βάλερι παρότι τώρα ήταν ολοφάνερο όπως την κρατούσε αγκαλιά κοιμισμένη με το κεφάλι της στο στέρνο του.
Έκατσε κοντά στην Κάτι. Η μεγαλύτερη δύναμη του ανθρώπου δεν ήταν η ευφυία ή η αντίληψη, αυτές τον είχαν κάνει να προοδεύσει, αλλά η ικανότητα να αγαπά και να νοιάζεται ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Και όσο συνέχιζε να το κάνει αυτό θα κατάφερνε να νικήσει κάθε εχθρό ακόμα και έναν τόσο τερατώδη όσο αυτά τα ρομπότ.
Θα συνέχιζαν να προσπαθούν και να μάχονται να προστατεύσουν όσους αγαπούσαν και θα νικούσαν στο τέλος, όσο και αν χρειαζόταν, ό,τι και αν απαιτείτο.

Τέλος

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου