Δάκρυα 2

Author: Νυχτερινή Πένα /


Η Μαρκέλλα την πήρε από το χέρι και την τράβηξε σε μια απόμερη πλευρά του κήπου.Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά αλλά το πάρτι συνεχιζόταν με αμείωτο ρυθμό.Η Βερόνικα ήταν τώρα πια ο πιο νηφάλιος  από τους παριστάμενουςΔεν της άρεσε να πίνει,σε πάρτι και γιορτές έπινε λίγο ίσα για να μην την κοιτάζουν παράξενα.Η Μαρκέλλα ήταν αντιθέτως αρκετά πιομένη.Τα καστανά μάτια της έλαμπαν και το συνήθως χλωμό πρόσωπό της ήταν αναψοκοκ-κινισμένο.
-Ο Γιώργος δεν έχει μάτια για άλλη απόψε,είπε στη Βερόνικα και της έκανε ένα νόημα προς την πλευρά του μπαρ όπου ένας νεαρός άνδρας έφτιαχνε ένα ποτό.
-Δεν ξέρω,είπε η Βερόνικα,ο Γιώργος τα είχε με τη Μυρτώ και όταν χώρισαν εκείνη έγινε ράκος.
-Τι σκέφτεσαι και' συ,την αποπήρε η Μαρκέλλα.Εσύ τον θες;Σημασία έχει να περάσεις καλά.
-Δεν ξέρω.
-Όλο δεν ξέρω,είσαι.
Η Βερόνικα κοίταξε την φίλη της,ήταν καλή φίλη αλλά δεν μπορούσε να την καταλάβει. Ζούσε μια ζωή ελεύθερη χωρίς προβλήματα.Ήταν ευχαριστημένη από τη ζωή της και δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι δεν ήταν έτσι και για τη Βερόνικα.Δεν της είχε μιλήσει βέβαια ποτέ για την κατάσταση μέσα στην οποία μεγάλωνε.Ότι ο πατέρας της χτυπούσε την ίδια και τη μητέρα της σε κάθε ευκαιρία και κατά προτίμηση με τη δερμάτινη ζώνη του.Η μόνη δυστυχία της που ήξερε η Μαρκέλλα ήταν η εγκατάλειψή της από τον Παύλο,το προηγούμενο αγόρι της.
-Σκέφτεσαι τον Παύλο;είπε η Μαρκέλλα.
-Ε....Ναι,τα' χαμε τρία χρόνια και μετά μια ωραία πρωία απλά με παράτησε.
Αυτό δεν ήταν ακριβές.Ο Παύλος την είχε εγκαταλείψει μετά από τρία χρόνια που ήταν το κορίτσι του και ένα χρόνο ολοκληρωμένων σχέσεων επειδή είχε διαπιστώσει τι συνέβαινε στην οικογένειά της και δεν ήθελε να μπλέξει όπως είχε πει.
-Λοιπόν απόψε δεν θα σκεφτείς άλλο,είπε η Μαρκέλλα.
Πήγε κοντά στο Γιώργο και αντάλλαξαν λίγα λόγια.Μετά εκείνη πλησίασε έναν νεαρό που αμέσως την αγκάλιασε και ο Γιώργος ήρθε κοντά στη Βερόνικα κρατώντας δυο γεμάτα ποτήρια.

-Στην πιο όμορφη κοπέλα του πάρτι,είπε ο Γιώργος.
Η Βερόνικα πήρε το ποτήρι και του χαμογέλασε βεβιασμένα.Κάτι την ανησυχούσε αλλά δεν μπορούσε να το κάνει πιο συγκεκριμένο.Ένιωθε πως κάτι πάλευε να βγει στην επιφάνεια από το υποσυνείδητό της,κάτι που ίσως φευγαλέα είχε δει μα δεν είχε δώσει την πρέπουσα προσοχή ή κάτι που είχε ακούσει ίσως.
-Έλα.άσπρο πάτο,είπε ο Γιώργος και κατέβασε μονορούφι το ποτό του.Εκείνη τον μιμήθηκε γιατί είδε το ειρωνικό του χαμόγελο στο στιγμιαίο δισταγμό της.Ήταν δροσερό το ποτό αλλά η γεύση δεν της φάνηκε σωστή.
Ο Γιώργος πήρε το ποτήρι της και κατευθύνθηκε προς το μπαρ και πάλι.Η Βερόνικα τον κοίταζε.Εκείνος άφησε τα ποτήρια και άρχισε να έρχεται και πάλι προς το μέρος της.Η κοπέλα τον κοίταζε ακόμα αλλά τώρα δεν μπορούσε να εστιάσει.Τα χρώματα γύρω της της φαίνονταν πιο έντονα τώρα αλλά τα περιγράμματά τους συγχέονταν δημιουργώντας μια αίσθηση τελείως εξωπραγματική.Οι ήχοι ήταν πιο έντονοι,η μουσική φαινόταν να έρχεται από παντού.
Ο Γιώργος την αγκάλιασε και' κεινη γέλασε.Τα χείλη του βρήκαν τα δικά της,τα χέρια του ταξίδεψαν στο σώμα της,μέσα από την μπλούζα της και κάτω από τη φούστα της αλλά δεν έφερε αντίρρηση.Όπως δεν έφερε αντίρρηση ούτε όταν αργότερα απαλλαγμένη από όλα της τα ρούχα ξάπλωσε μαζί του σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού της Μαρκέλλας.


Άνοιξε τα μάτια της νιώθοντας τελείως αποπροσανατολισμένη και με ένα κάψιμο στο στομάχι.Ανακάθισε και κοίταξε γύρω το τελείως άγνωστο δωμάτιο παραμερίζοντας τα ιδρωμένα της μαλλιά από το πρόσωπό της.Ήταν σε ένα διπλό κρεβάτι σε ένα δωμάτιο που δεν είχε παρά ένα κομοδίνο ακόμα και μια ντουλάπα.Κάποιος ξενώνας προφανώς σκέφθηκε, και σηκώθηκε.Προχώρησε στο παράθυρο απ' όπου έμπαινε λίγο ηλιακό φως από τις γρύλλιες των παντζουριών.Έκανε να το ανοίξει όταν συνειδητοποίσε πως ήταν γυμνή.Αναζήτησε τα ρούχα της και τα βρήκε στο πάτωμα αλλά δεν έβρισκε τα εσώρουχά της.
Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα από την προηγούμενη νύχτα,απολύτως τίποτα τώρα που το σκεπτόταν.Αλλά για να είναι γυμνή είχε κάνει έρωτα.Με ποιον;Με το Γιώργο;
Ντύθηκε με τα ρούχα της και βγήκε από το δωμάτιο.Τώρα ήξερε που βρισκόταν,ήταν στο δεύτερο όροφο του σπιτιού της Μαρκέλλας όπου ήταν ο ξενώνας.Κατέβηκε τη σκάλα νιώθοντας τα μάρμαρα ανακουφιστικά δροσερά κάτω από τα γυμνά πόδια της.
Στο ισόγειο βρήκε τη Μαρκέλλα να πίνει έναν χυμό ντυμένη με το μαγιό της.
-Καλώς την ωραία κοιμωμένη,είπε βλέποντας τη Βερόνικα.
-Τι ώρα είναι;
-Επτά....
-Δεν κοιμήθηκα και πολύ.
-.....το απόγευμα.
-Τι;
Η Βερόνικα έμεινε να κοιτάζει την φίλη της έκπληκτη.Αυτό δεν το περίμενε.
-Πρέπει να πάω σπίτι.
-Μην ανησυχείς,πήρε η μητέρα σου και της είπα ότι αργήσαμε χθες και κοιμήθηκες εδώ και ότι ακόμα κοιμάσαι.
-Πρέπει να φύγω,είπε η Βερόνικα.Θα τα πούμε.
Βγήκε στο δρόμο τρέχοντας και τρέχοντας διέσχισε την απόσταση ως το σπίτι της.

Μπαίνοντας στο σπίτι κοντοστάθηκε.Ησυχία,ωραία.Προφανώς ο πατέρας της δεν είχε επιστρέψει ακόμα από τη λέσχη.Όταν πήγαινε εκεί πάντα αργούσε,πέρναγε το Σαββατοκύρια-κο ολόκληρο πολλές φορές.Προχώρησε γρήγορα μέσα στο σπίτι.
-Μαμά;
Η μητέρα της εμφανίστηκε στην πόρτα της κουζίνας.Φαινόταν κουρασμένη και η Βερόνικα ένιωσε τύψεις μαντεύοντας πως την είχε καταβάλλει η αγωνία για εκείνη.Την πλησίασε και την αγκάλιασε.
-Συγνώμη μαμά,είπε.
-Δεν πειράζει καρδούλα μου,της είπε εκείνη,απλά φοβήθηκα μην έπαθες τίποτα.Άντε πήγαινε να αλλάξεις μην έρθει ο πατέρας σου.
Η Βερόνικα τη φίλησε στο μάγουλο και έτρεξε στο δωμάτιό της.Έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε στο μπάνιο,είχε αρχίσει να νιώθει μια περίεργη ναυτία και έλπιζε πως θα της περνούσε με ένα μπάνιο.Ζαλίστηκε μπαίνοντας και πιάστηκε από το νιπτήρα.Άνοιξε τη βρύση και μπήκε κάτω από το ντουζ.Ένιωσε αμέσως καλύτερα με το νερό να κυλάει πάνω της δροσερό. Ακούμπησε στα πλακάκια του τοίχου πίσω της και έκλεισε τα μάτια της.Ίσως να έφταιγε η ζέστη τελικά.Ίσως πάλι να ήταν που είχε κοιμηθεί τόσο πολύ.
Βγήκε από το μπάνιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι της,δεν είχε όρεξη να κοιμηθεί αλλά εξακολουθούσε να μην είναι και καλά.

Άργησε τελικά να κοιμηθεί και όταν το έκανε ο ύπνος της ήταν γεμάτος εφιαλτικά όνειρα. Ξύπνησε το πρωί νιώθοντας ένα ακαθόριστο κακό προαίσθημα.Ετοιμάστηκε για το σχολείο και αφού πήρε βιαστικά πρωινό έφυγε από το σπίτι.Στο δρόμο έκανε τη σκέψη πως λίγες φορές ακόμα θα έκανε αυτήν την διαδρομή.Τελείωνε την τρίτη λυκείου,έμεναν τα μαθήματα αυτής της εβδομάδας και  μετά τέλος, δεν θα ξαναπήγαινε ποτέ σ' αυτό το σχολείο αφού οι πανελλήνιες θα δίνονταν σε άλλο.
Δεν την χαροποιούσε αυτό,το σχολείο ήταν ο μόνος χώρος όπου ένιωθε ότι μπορούσε να είναι ο εαυτός της.Με τον πατέρα της να ασκεί αφυκτικό και πολλές φορές βίαιο έλεγχο στις παρέες της δεν είχε την ευκαιρία να εκφράζεται ελεύθερα ούτε και να βρίσκεται πολύ με φίλους.Στο σπίτι δεν υπήρχε περιθώριο για βούληση άλλου πέρα από τον πατέρα της και έτσι της απέμεινε μόνο το σχολείο.
Πέρασε την πόρτα της αυλής και κατευθύνθηκε προς τη  σκιά που έριχνε το σχολικό κτήριο μιας και ο ήλιος ήδη έκαιγε.Είδε σε μια άκρη την Μαρίνα,την καλύτερή της φίλη και πήγε προς το μέρος της.Αντίθετα με εκείνη η Μαρίνα μισούσε το σχολείο και δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει.Όχι ότι δεν ήταν έξυπνη ή καλή μαθήτρια αλλά  ήταν αφοσιωμένη στη μεγάλη της αγάπη τη ζωγραφική και το σχολείο ήταν εμπόδιο στην αφιέρωση ολόκληρου του χρόνου της σ' αυτή.
-Καλημέρα Μαρίνα.
-Κάθησε,είπε η φίλη της και κάτι στη φωνή της προΐδέασε την Βερόνικα για άσχημα νέα.
-Τι τρέχει;ρώτησε ανήσυχη.
-Πήγες στο πάρτι της Μαρκέλλας;ρώτησε η Μαρίνα.
-Ναι.
-Και εκεί κοιμήθηκες με το Γιώργο,είπε η Μαρίνα με έναν τόνο σαν να παρακαλούσε τη φίλη της να τη διαψεύσει.
-Όχι ότι το θυμάμαι αλλά έτσι νομίζω ότι έγινε,δεν ξέρω.Μου πρόσφερε ένα ποτό και μετά δεν θυμάμαι παρά σκόρπια πράγματα.Δεν ξέρω,ξύπνησα το επόμενο απόγευμα και ήμουν χάλια μετά.
-Προφανώς κάτι είχε το ποτό.Όσο αμάθητη και αν είσαι στο ποτό δεν θα επιδρούσε έτσι.Κάτι που σε έκανε θύμα και τώρα το κάθαρμα μπορεί να περηφανεύεται πως πήγε μαζί σου και πήρε για ενθύμιο τα εσώρουχά σου.
-Τι;
Η Βερόνικα κοίταξε την φίλη της με μια έκφραση σοκ να σχηματίζεται στο πρόσωπό της. Νόμιζε πως είχε χάσει τα εσώρουχά της πάνω στο πάθος της σεξουαλικής πράξης αλλά τώρα αποδεικνυόταν πως δεν ήταν έτσι,ο Γιώργος είχε πάρει ένα τρόπαιο όπως κάνουν οι κυνηγοί στα σαφάρι.Ένιωσε ναυτία,δεν έτρεφε αυταπάτες για αγάπη εκ μέρους του ή κάποιων έστω τρυφερών αισθημάτων.Δεν μπορούσε όμως να φανταστεί μια τέτοια κυνική πράξη.
Έσκυψε το κεφάλι της.Απολύτως τίποτα δεν πήγαινε καλά στη ζωή της.Καυτά δάκρυα κύλισαν από τα μάτια της.
-Σήκωσε το κεφάλι σου και μην κλαις,είπε η Μαρίνα.Δεν θες να δώσεις αυτήν την ικανοποίηση στον ηλίθιο έτσι;
Η Βερόνικα σκούπισε βιαστικά τα μάτια της ενώ ακουγόταν το κουδούνι.Ανεβαίνοντας τη σκάλα για την τάξη της ένιωσε ένα χέρι να  χαιδεύει πρόστυχα τους γοφούς της αλλά δεν μπορούσε να ξέρει ποιος το είχε κάνει καθώς επικρατούσε το συνηθισμένο στριμωξίδι.
Στην τάξη κάθησε δίπλα στη Μαρίνα που προσπάθησε να της δώσει θάρρος.
-Λίγες μέρες μείνανε ακόμα.
Λίγες πράγματι μέρες που όμως ήταν μαρτυρικές για τη Βερόνικα.Ο Γιώργος περηφανευόταν για το κατόρθωμά του και δεν έπαυε να το συζητάει στις παρέες του μέχρι τη στιγμή που ένας συμμαθητής του, που δεν συμμεριζόταν τέτοιου είδους περηφάνεια, του έριξε μια αρκετά δυνατή γροθιά.Αυτή η ιπποτική χειρονομία όμως δεν εμπόδισε άλλους λιγότερο ευγενείς χαρακτήρες να της κάνουν τις πιο διεστραμμένες προτάσεις και κάποιους να απλώσουν το χέρι τους πάντα προστατευμένοι από την ανωνυμία του πλήθους στις σκάλες ή στο στριμωξίδι μπροστά στο κυλικείο.
Τα δάκρυά της δεν προλάβαιναν να στεγνώσουν και έρχονταν άλλα να κυλίσουν στα μάγουλά της.Τα πονηρά μισόλογα και γελάκια όταν περνούσε από κάποια "αντροπαρέα" την πλήγωναν πολύ περισσότερο από αυτούς που άπλωναν το χέρι τους πάνω της.Είχε κάνει το λάθος να δείξει εμπιστοσύνη σε κάποιον που δεν άξιζε παρά μόνο περιφρόνηση,για πόσο θα έπρεπε να το πληρώνει;
Φυσικά δεν είχε πει τίποτα στο σπίτι της για την ιστορία αυτή.Η μητέρα της θα πικραινόταν και ο πατέρας της θα εξοργιζόταν και θα την έσπαγε στο ξύλο.Δεν είχε μιλήσει γι' αυτό και είχε δικαιολογήσει την ολοφάνερη κακή ψυχολογική της κατάσταση με την πίεση των εξετάσεων,προαγωγικών και πανελληνίων.Μόνο την Μαρίνα είχε να την καταλαβαίνει,η Μαρκέλλα - προς οδυνηρή έκπληξη της Βερόνικα - σιγοντάριζε το Γιώργο και την παρέα του.
-Ποια;Η Μαρκέλλα που κοιμήθηκε με δυο εκείνο το βράδυ!έλεγε αγανακτισμένη και αηδιασμένη η Μαρίνα. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου