Δάκρυα 3

Author: Νυχτερινή Πένα /


Το βράδυ της τελευταίας μέρας του Μαίου η ζέστη ήταν αφόρητη,η Βερόνικα όμως παρότι μούσκεμα στον ιδρώτα ένιωθε παγωμένη μέσα της και άδεια.Σαν να μην είχε πια μέσα της ζωή,σαν να είχαν απομυζήσει όλη της τη ζωτικότητα τα τελευταία γεγονότα.Με κουρασμένα βήματα έφτασε ως την πόρτα επιστρέφοντας από το φροντιστήριο και σταμάτησε να αφουγκραστεί.
Ησυχία.
Ωραία.
Μπήκε στο σπίτι και προχώρησε στην κουζίνα όπου ήταν το μόνο αναμμένο φως στο σπίτι.Η μητέρα της ήταν εκεί,όπως είχε υποθέσει.
-Καλώς την,είπε η μητέρα της.Να σου βάλω να φας;
-Όχι μαμά μου,θα πάω να ξαπλώσω.
Η Βερόνικα πήγε στο δωμάτιό της και άφησε τα βιβλία της στο γραφείο της και μετά έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε κάτω από το ντουζ.Έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να φύγει μακριά από όλα αυτά που την πονούσαν.
Αναρωτήθηκε πως είναι να νιώθεις ευτυχισμένος.Τι θα χρειαζόταν για να νιώσει κάποιος έτσι;Τι θα χρειαζόταν εκείνη για να νιώσει ευτυχισμένη;Ένα σπιτικό και μια οικογένεια,έναν άνδρα που θα την αγαπούσε και πολλά παιδιά.Η δική της δυστυχία θα ήταν πιο υποφερτή αν είχε αδέρφια.
Μια κραυγή πόνου την έκανε να τινακτεί.Βγήκε από το ντουζ και έτρεξε στην πόρτα του δωματίου της.
-Μην μου αντιμιλάς εμένα,άκουσε την μανιασμένη φωνή του πατέρα της ακολουθούμενη από ένα ηχηρό χαστούκι και από μια νέα κραυγή της μητέρας της.Ήξερε πως δεν μπορούσε να τη βοηθήσει.Ήταν κάτι που είχε μάθει πολλά χρόνια πριν,την πρώτη φορά που δοκίμασε να μπει ανάμεσά τους.Ένα από τα πιο οδυνηρά μαθήματα που είχε πάρει.Το θέαμα ενός εννιάχρονου κοριτσιού με το λευκό νυχτικό του να παρακαλάει να μη δείρει άλλο τη μαμά του δεν είχε συγκινήσει τον πατέρα της που την χτύπησε τόσο ώστε να χρειαστεί νοσοκομείο.Στους γιατρούς του Αγλαία Κυριακού είχε πει ότι η μικρή έπεσε από τη σκάλα.
Έπεσε στο κρεβάτι της και έθαψε το πρόσωπό της στο αφράτο μαξιλάρι προσπαθώντας να κλείσει τα αυτιά της στο μαρτύριο της μητέρας της.Κάθε νέο βογγητό πόνου ήταν και μια μαχαιριά στα σωθικά για τη Βερόνικα. Δάκρυα μούσκευαν το μαξιλάρι ενώ ευχόταν να ερχόταν να δείρει εκείνη ο πατέρας της αντί για τη μητέρα της ή να πεθάνει για να μην ακούει.
Μακάρι να μπορούσε να μην ακούει,να βυθιζόταν σε έναν ύπνο απόλυτο σαν τον θάνατο. Θυμήθηκε τον ύπνο στο σπίτι της Μαρκέλλας.Κάτι της είχε δώσει ο Γιώργος και είχε κοιμηθεί έτσι.Μακάρι να μπορούσε και τώρα να κάνει το ίδιο.Το μυαλό της πήγε στα παυσίπονα που έπαιρνε η μητέρα της για τους πόνους στη μέση,από ένα χτύπημα πριν γεννηθεί εκείνη, αναμφίβολα κατόρθωμα του πατέρα της κι αυτό.
Έτρεξε στο μπάνιο όπου ήταν τα φάρμακα.Άνοιξε το λευκό κουτί με τον κόκκινο σταυρό και δεν δυσκολεύτηκε να βρει το φιαλίδιο που ήθελε.Πήρε ένα χάπι και το ήπιε με νερό από το νιπτήρα.
Λίγα λεπτά αργότερα κοιμόταν έναν ύπνο βαθύ σαν θάνατο.




Κεφάλαιο 2

"Όταν η τιμή ενός αγαθού αυξάνεται οι ζητούμενες ποσότητες μειώνονται και όταν η τιμή μειώνεται οι ζητούμενες ποσότητες αυξάνονται.Η αντίστροφη αυτή σχέση ανάμεσα στις μεταβολές της τιμής και τις μεταβολές στις ζητούμενες ποσότητες είναι ο νόμος της ζήτησης."
Η Βερόνικα άφησε το στυλό στο θρανίο και κοίταξε την κόλλα της.Εντάξει πρέπει να ήταν.Αλλά και αν δεν ήταν δεν μπορούσε να συνεχίσει,δεν είχε άλλες δυνάμεις.Της έλειπε ύπνος και ένιωθε καταβεβλημμένη.
Οι νύχτες της είχαν μεταβληθεί σε κόλαση.Τα παυσίπονα της μητέρας της έκαναν τη δουλειά τους στην αρχή αλλά μετά από μερικές νύχτες που είχε καταφέρει να κοιμηθεί με τη βοήθειά τους άρχισαν να μην είναι το ίδιο δραστικά.Δεν μπορούσε να κάνει κατάχρηση γιατί αργά ή γρήγορα η μητέρα της θα καταλάβαινε ότι τελειώνουν πιο γρήγορα από ότι θα' πρεπε. Έτσι δεν κοιμόταν καλά,δυσκολευόταν να αποκοιμηθεί,ξυπνούσε στις πιο απρόσμενες ώρες  και έδινε αγώνα για να ξανακοιμηθεί.
Το απότέλεσμα ήταν να νιώθει διαρκώς κουρασμένη.Ευτυχώς αυτό ήταν το τελευταίο της μάθημα για το σχολείο.Θα ακολουθούσαν οι πανελλήνιες αλλά δεν την ένοιαζε,τίποτα δεν την ένοιαζε αυτές τις μέρες,ένιωθε την κάθε μέρα σαν επανάληψη της ίδιας μαρτυρικής μέρας και δεν μπορούσε να το αντέξει.
Στο σπίτι τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο,ο πατέρας της αντιμετώπιζε δυσκολίες σε κάποια από τις δουλειές του και ξεσπούσε στη μητέρα της.Το προηγούμενο βράδυ της είχε δώσει ένα χαστούκι που την είχε σωριάσει στο πάτωμα και δεν περίμενε να σηκωθεί.Άρχισε να την κλωτσάει.Εκείνη άκουγε τις κραυγές της μητέρας της χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι.Κουλουριασμένη στο κρεβάτι της έκλαιγε έχοντας μπήξει τα νυχια της τόσο βαθιά στις παλάμες της που έτρεχε αίμα.
Σηκώθηκε και παρέδωσε το γραπτό της.Χωρίς να μιλήσει σε κανέναν βγήκε έξω,το εκτυφλωτικό, μετά το σκιερό χωλ της εξόδου,φως την έκανε να μισοκλείσει τα μάτια. Προχώρησε προς την καγκελόπορτα και έπεσε πάνω σε κάποιον που δεν έχασε την ευκαιρία να της βάλει χέρι.Καθώς τα μάτια της συνήθιζαν στο φως είδε πως ήταν ο Γιώργος, τον έσπρωξε και βγήκε από την πόρτα.Εκείνος την κοίταξε με ένα υπολογιστικό βλέμμα καθώς απομακρυνόταν όσο γρήγορα της επέτρεπε η κούραση πυ ένιωθε.
Άφησε με ανακούφιση το έντονο φως και τη ζέστη και μπήκε στο σπίτι της.Επικρατούσε ησυχία και γρήγορα διαπίστωσε πως ήταν μόνη της.Γδύθηκε και γλύστρισε ανάμεσα στα δροσερά σεντόνια με την ελπίδα να κοιμηθεί.Η κούραση τη βοήθησε και κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.Βυθίσθηκε στη γλυκειά ανυπαρξία του ύπνου.
Όσο γλυκά αποκοιμήθηκε τόσο απότομα ξύπνησε.Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε με ορμή και χτύπησε στον τοίχο.Η Βερόνικα ανακάθησε τρομαγμένη ενώ ο πατέρας της έμπαινε στο δωμάτιο φωνάζοντας σαν μανιακός.
-Τι....τι τρέχει;ψέλλισε ζαλισμένη ακόμα από τον ύπνο και ούρλιαξε από τον πόνο καθώς ο πατέρας της την τράβαγε έξω από το κρεβάτι.Στάθηκε μπροστά του προσπαθώντας να κρύψει τη γύμνια της.
-Ορίστε κατάσταση!μούγκρισε εκείνος.Σαν να' σαι καμιά του δρόμου!
Περίμενε χαστούκι αλλά ήταν χειρότερο αυτό που έλαβε, στο μισοσκόταδο του δωματίου δεν είδε πως ο πατέρας της κρατούσε στο δεξί του χέρι τη ζώνη του.Η ζώνη τυλίκτηκε στα πλευρά της κάνοντάς τη να διπλωθεί στα δυο από τον πόνο.Το επόμενο χτύπημα την έριξε στο πάτωμα όπου μαζί με τη ζώνη μπορούσε να δεχθεί και τα "χάδια" από τις μπότες του πατέρα της. Δάγκωσε τα χείλη της για να μην ουρλιάξει.
-Σε παρακαλώ Μανώλη,δεν φταίει σε τίποτα η Βερόνικα,προσπάθησε να τη γλιτώσει η μητέρα της.
-Μην επεμβαίνεις,εσύ την κατάντησες έτσι.
Η δερμάτινη ζώνη έπεσε στην πλάτη της ξανά και ξανά,ενώ εκείνη έκλαιγε πια με λυγμούς που δεν άκουγε κανείς.

Τα ξεσπάσματα του πατέρα της δεν ήταν πια ξεσπάσματα,ήταν μόνιμη κατάσταση.Οι στιγμές που ήταν ήρεμος γίνονταν όλο και πιο σπάνιες.Ξεσπούσε πάνω στη μητέρα της κυρίως αλλά και η ίδια είχε το μερίδιό της στο ξύλο.Τώρα πια δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να χρησιμοποιήσει τα χάπια της μητέρας της.
Ήθελε να κοιμάται για να μην ακούει τις κραυγές της μητέρας της,να μην πονάει η ίδια, να μην τρέμει κουλουριασμένη στο κρεβάτι της πότε θα τη θυμηθεί ο πατέρας της και θα έρθει η δική της σειρά για να γίνει μέσο εκτόνωσης της οργής του.Τα χάπια ωστόσο είχαν όλο και πιο μικρή επίδραση κάνοντας τον κύκλο του ύπνου της τελείως άστατο.Μπορούσε να περάσει ολόκληρη τη νύχτα ξάγρυπνη και να αποκοιμηθεί καθισμένη στο τραπέζι για το πρωινό ή λίγο πιο μετά όταν υποτίθεται ότι διάβαζε.
Ποτέ δεν ήταν ευτυχισμένη αλλά και ποτέ δεν έιχε φτάσει να νιώθει έτσι,εγκλωβισμένη σε μια παράνοια που την έκανε να θέλει να ουρλιάξει και να ξεσπάει σε γοερά κλάμματα τελείως ξαφνικά και χωρίς φανερή αιτία.
Ήταν συνέχεια ταραγμένη σε τέτοιο βαθμό που η λήθη που είχε βιώσει εκείνη τη νύχτα στο πάρτι της Μαρκέλλας έμοιαζε ελκυστική,τόσο ποθητή όσο το κρύο νερό σε έναν διψασμένο.
Σε αυτήν την κατάσταση δεν ήταν σε θέση για να μελετήσει για τις πανελλήνιες.Κοιτούσε τα βιβλία χωρίς να τα βλέπει,από τη μια η διαταραχή της φυσιολογικής αλληλουχίας ξύπνιου - ύπνου,απ' την άλλη η κακή ψυχολογία της δεν της επέτρεπαν να συγκεντρωθεί.
Πήγε να δώσει μόνο και μόνο για να μην κινήσει την υποψία στους δικούς της αλλιώς δεν είχε κανένα νόημα.Όταν θα έβγαιναν τα αποτελέσματα θα έπρεπε να δώσει εξηγήσεις αλλά είχαν καιρό μέχρι τότε.
Μπήκε στο σπίτι επιστρέφοντας από το τελευταίο μάθημα,την πολιτική οικονομία. Προχώρησε προς την κουζίνα αλλά δεν βρήκε τη μητέρα της εκεί.Δεν ήταν στο σαλόνι ή την τραπεζαρία ή στο μπάνιο.Την βρήκε τελικά στο δωμάτιό της να ετοιμάζει μια βαλίτσα με ρούχα.
-Μαμά;
-Καλώς την,πως πήγες καλή μου;
-Δεν ξέρω μαμά,ήταν δύσκολα.
-Δεν πειράζει.
Η Βερόνικα κάθησε στο κρεβάτι αποκαμωμένη.
-Γιατί ετοιμάζεις βαλίτσα;
-Γιατί θα φύγω,είπε η μητέρα της,θα φύγω από' δω,μια και για πάντα!
-Τι;Η Βερόνικα ήταν σίγουρη πως είχε παρακούσει.
Η μητέρα της κάθησε δίπλα της.
-Από καιρό ήθελα να φύγω αλλά δεν μπορούσα γιατί ακόμα και αν κατάφερνα να πάρω διαζύγιο εκείνος θα κράταγε εσένα και δεν μπορούσα να αντέξω κάτι τέτοιο.Τώρα όμως απομένει λίγος καιρός ως που να ενηλικιωθείς και να μπορείς να με ακολουθήσεις.
-Που θα πας;
-Στο χωριό που μεγάλωσα,υπάρχει εκεί το πατρικό μου με το περιβόλι γύρω του και θα μπορέσουμε κάπως να συντηρηθούμε.
-Εντάξει μαμά.
Η μητέρα της έφυγε το ίδιο εκείνο μεσημέρι.Ο πατέρας της όταν το κατάλαβε τη χτύπησε μέχρι που την άφησε αναίσθητη αλλά εκείνη το υπέμεινε γιατί τώρα είχε μια ελπίδα για το μέλλον.
Μια ελπίδα που δεν θα αργούσε να συντριβεί.

-Ξέρεις που πήγε η μάνα σου;ρώτησε ο πατέρας της.
Εκείνος έπινε το καφέ του καπνίζοντας και η Βερόνικα είχε πάει στην κουζίνα για να πιει νερό.Η κοπέλα είχε πάρει μόλις το γιάλινο μπουκάλι με το νερό από το ψυγείο όταν ο πατέρας της έκανε αυτήν την ερώτηση.Απέφευγε να είναι στον ίδιο χώρο μαζί του και τώρα βιαζόταν να φύγει από κοντά του.
-Δεν ξέρω,είπε τρέμοντας τη συνέχεια,δεν της άρεσε ο τόνος της φωνής του.
-Πουθενά,είπε θριαμβευτικά εκείνος.Σκοτώθηκε σε τροχαίο στον Πλαταμώνα.
Το μπουκάλι έφυγε από τα χέρια της και έσκασε στα πλακάκια του δαπέδου με έναν εκκωφαντικό θόρυβο και εκείνη όυρλιαξε.Ξανά και ξανά.
Δεν θυμόταν πως πήγε στο κρεβάτι της, ούτε πως πήρε τα δυο τελευταία χάπια.Βυθίσθηκε στη λήθη.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου