Ο
Μιχάλης κοίταξε τον ήλιο που βασίλευε στον ορίζοντα με τα διάσπαρτα σύννεφα να
αλλάζουν χρώματα κάτω από τις ακτίνες του. Καθώς ο φωτεινός δίσκος χανόταν το
αεράκι που από το πρωί φυσούσε δυνάμωσε. Ο Μιχάλης το άφησε να χαιδεύει το
πρόσωπό του χαμένος στις σκέψεις του.
Είχε
αποδειχθεί πολύ σωστή επιλογή να έρθει εδώ. Είχε την ησυχία που ήθελε για τη
μελέτη και τα βιβλία του και μπορούσε να κάνει περιπάτους στην εξοχή χαμένος
στις σκέψεις του με συνοδεία τον αέρα στα σπαρμένα χωράφια ή τη μουσική του
walkman του. Η κατάστασή του παρέμενε σταθερή, είχε κάνει φανερή την παρουσία
της με μερικές νύχτες που δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τον πόνο στο κεφάλι του
αλλά αυτό ήταν όλο προς το παρόν. Το
κινητό του διέκοψε τις σκέψεις του με το κομμάτι του Μότσαρντ που είχε
εδώ και χρόνια σαν ήχο κλήσης.
-Ναι;
-Καλησπέρα,
μάζεψε τα πράγματά σου. Έστειλα αυτοκίνητο να σε πάρει και να σε πάει στο
αεροδρόμιο Μακεδονία, θα πετάξεις για Αθήνα πρώτη θέση. Θα συναντηθούμε εκεί.
-Αλέξανδρε
παραληρείς;
-Όχι,
απλά σε ενημερώνω για το τι θα κάνεις.
-Ό,τι
και αν είναι αυτό στο οποίο έχεις μπλέξει δεν θέλω καμία ανάμειξη!
-Δεν
έχεις επιλογή. Είναι εξαιρετικά σημαντικό.
-Για
ποιον;
-Σε
χρειάζομαι για τις γνώσεις σου πάνω σε έναν ειδικό τομέα. Θα τα πούμε στην
Αθήνα.
Ο
Μιχάλης ήταν έτοιμος να αρνηθεί όταν ο Αλέξανδρος πρόσθεσε:
-Θυμάσαι
την μελέτη που έγραφες για τον Τιτανικό όταν σε πρωτογνώρισα;
-Ναι....
-Και
το παράρτημα για τους ασυρμάτους που έκαναν εκείνον τον γαλονά να σε βάλει στην
ειδική εκπαίδευση τηλεπικοινωνιών;
-Ναι
αλλά δεν βλέπω τι......
-Γι'
αυτό σε χρειάζομαι, είπε ο Αλέξανδρος και έκλεισε.
Ο
Μιχάλης αναστέναξε. Δεν ήταν αστείο, ούτε κάποια επιπολαιότητα του Αλέξανδρου
αυτή τη φορά. Κάτι συνέβαινε.
Πήρε
το δρόμο της επιστροφής με το μυαλό του στο τι μπορεί να τον ήθελε ο
Αλέξανδρος.
Βοστώνη
Ο
Αλέξανδρος απαλλάκτηκε από το σακάκι και τη γραβάτα του και ανασήκωσε τα
μανίκια του πουκαμίσου του καθισμένος στο πίσω μέρος της μεγάλης λευκής
λιμουζίνας που τον μετέφερε πίσω στο διεθνές αεροδρόμιο Λόγκαν. Ο νεαρός
επιχειρηματίας είχε πολλά να κάνει αν και είχε ήδη πάρει τα μέτρα του για πολλά
που έπρεπε να γίνουν.
Όπως
είχε αποδείξει και στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου ήταν
προετοιμασμένος για το δύσκολο εγχείρημα που τον περίμενε. Κοίταξε το ρολόι του
ενώ η λιμουζίνα του σταματούσε σε ένα μικρό, στενό παράδρομο του
αυτοκινητόδρομου 1Α. Δυο άτομα μπήκαν αμέσως και κάθισαν απέναντι από τον
Αλέξανδρο.
-Λοιπόν;
είπε εκείνος.
-Υπάρχουν
φήμες ότι ο Στράουντ ετοίμασε μια ομάδα η οποία έφυγε αμέσως για το λιμάνι
Πούντα Αρένας, απάντησε ο ένας, ένας άνδρας με στρατιωτικό παρουσιαστικό, κάτι
που είχε υπάρξει στο παρελθόν.
-Τι
ειδικοί;
-Μισθοφόροι,
απάντησε το δεύτερο άτομο, μια γυναίκα ντυμένη με μαύρα ρούχα και γυαλιά ηλίου.
Μόνο μισθοφόροι και αρκετά καλά οπλισμένοι.
-Τι
σχεδιάζει; Πρέπει να μάθω.
Πέρασε
το χέρι του πάνω από τα μάτια του.
-Το
Κέλντις πλέει ήδη προς το Κέηπ Τάουν. Είναι επανδρωμένο ως προς το πλήρωμα και
έχω ήδη βρει τα μέλη της ομάδας που θα παραλάβει από' κει.
-Εμείς;
-Αύριο
με πτήση ειδικά ναυλωμένη για να μην έχετε προβλήματα με τον εξοπλισμό σας. Εγώ
θα φύγω για Αθήνα. Τι νέα έχουμε από την Ελλάδα;
-Ο
φίλος σας είναι καθ' οδόν για Θεσσαλονίκη για να πάρει το αεροπλάνο για Αθήνα.
-Ο
Στράουντ;
-Άφησε
το σπίτι του πριν λίγο.
-Ξέρουμε
που πάει;
-Στο
αεροδρόμιο.
Ο
Αλέξανδρος έμεινε για λίγο σκεφτικός. Ήξερε ότι ο Στράουντ σχεδίαζε κάτι, από
το διοικητικό συμβούλιο κιόλας ήξερε πως δεν είχε ανοίξει όλα τα χαρτιά του.
Αλλά τι έκανε ο δικηγόρος; Τι πληροφορίες είχε; Και πως τις είχε; Από την πρώτη
στιγμή που είχε γίνει φανερό ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το Βολτέρα είχε
επιβάλλει μια πολιτική ελάχιστης ενημέρωσης. Μόνο το διοικητικό συμβούλιο τα
ήξερε όλα. Κάποιος εκεί μέσα συνεργαζόταν με τον Στράουντ.
-Πάμε
στο Κόνκορντ, είπε ο Αλέξανδρος στον οδηγό του.
Γενεύη
Η
επιστροφή της στην τάξη και τα μαθήματα σήμαινε για την Σιμόν την επιστροφή στα
βασανιστήρια της χλεύης και των ταπεινώσεων. Η Άμυ δεν έχανε ευκαιρία να την
μειώσει. Το πρώτο σχόλιο που έκανε βλέποντάς την μετά την έξοδο της από τα
αναρρωτήριο ήταν πόσο επιδεικτικό ήταν να ξεχωρίζει φορώντας κατάμαυρα.
Συνέχιζε ανηλεώς να της φέρεται με τον ίδιο σκαιό τρόπο χωρίς να την συμπονεί
για την τραγωδία που ζούσε. Στο ρεπερτόριο των προσβολών και των εξευτελισμών
είχε προσθέσει νέα κομμάτια.
-Χρειάζομαι
μια προσωπική υπηρέτρια όταν αποφοιτήσω και γυρίσω στο σπίτι, ενδιαφέρεσαι για
τη θέση μιας και δεν θα έχεις στον ήλιο μοίρα; έλεγε ή διακήρυττε: Απορώ πως
δεν σε έχουν διώξει από' δω. Θα αμαυρώσεις το όνομα του σχολείου μιας και δεν
υπάρχει περίπτωση να περάσεις σε κανένα πανεπιστήμιο, με τι λεφτά θα ζήσεις για
να μη δουλεύεις και να σπουδάζεις;
Το
χειρότερο ήταν πως όλα όσα έλεγε η Άμυ τα είχε σκεφθεί και η ίδια. Το σχολείο
ήταν πληρωμένο ως που να τελειώσει αλλά μετά πραγματικά δεν ήξερε τι να κάνει,
δεν είχε κανένα εισόδημα και θα έπρεπε να εργαστεί, χωρίς όμως κάποια ειδικότητα
ή δεξιότητα μόνο αισιόδοξη δεν μπορούσε να είναι για το μέλλον της.
Το
σημερινό πρωινό ήταν χειρότερο από τα άλλα γιατί η Άμυ είχε θυμηθεί πως
πλησίαζαν τα γενέθλιά της και την είχε ρωτήσει με τη συνηθισμένη επίπλαστη
καλοσύνη της:
-Πως
νιώθεις που ενηλικιώνεσαι; Θα είναι υπέροχο να ξεφεύγεις από τον έλεγχο των
γονιών σου ε; Α μα τι λέω; Εσύ δεν έχεις γονείς, το ξέχασα.
Απομακρύνθηκε
γελώντας ενώ η Σιμόν προχώρησε προς την τάξη της βιολογίας προσπαθώντας
ανεπιτυχώς να συγκρατήσει τα δάκρυά της και χωρίς να ξέρει πόσο θα άλλαζε η ζωή
της από το ίδιο απόγευμα.
Ο
Αλέξανδρος βγήκε από τη λιμουζίνα που είχε σταματήσει μπροστά σε μια
περιποιήμενη μονοκατοικία με γκαζόν. Διέσχισε το γκαζόν όπου το σύστημα
αυτόματου ποτίσματος χάριζε τη δροσιά του ενάντια στον πρώιμο καύσωνα και
χτύπησε το κουδούνι δίπλα στην εξώπορτα. Μια γυναίκα άνοιξε σχετικά γρήγορα.
Ήταν μια κανονικού ύψους γυναίκα με μακριά ξανθά μαλλιά και όμορφο σώμα, το
πρόσωπό της είχε αρμονικά χαρακτηριστικά στα οποία δέσποζαν τα ανοιχτά πράσινα
μάτια της.
-Αλέξανδρε!
αναφώνησε μόλις τον είδε.
-Καλημέρα
Χάνα.
-Αν
θέλεις τον Μαρκ μόλις έφυγε, δεν τον πρόλαβες.
-Που
πηγαίνει Χάνα;
Η
γυναίκα τον κοίταξε εξεταστικά. Μετά του έκανε νόημα να μπει στο σπίτι. Τον
οδήγησε σε ένα κομψό σαλόνι και τον κάλεσε να καθίσει. Λίγο πιο πέρα έπαιζε ένα
αγοράκι έχοντας στήσει ένα τραινάκι με μηχανή και βαγόνια που έτρεχε
σφυρίζοντας.
-Αυτός
είναι ο Πήτερ, είπε στοργικά η Χάνα.
-Πόσο
είναι;
-Έξι.
-Γρήγορος
ο κύριος Στράουντ, είπε ο Αλέξανδρος. Τι σχεδιάζει Χάνα; Πρέπει να ξέρεις.
Η
Χάνα έδειξε προβληματισμένη.
-Δεν
ξέρω. Πέρασε νύχτες ολόκληρες με τον πατέρα μου και τον Νάιτμαν, είναι σίγουρος
για πολλά κέρδη. Δεν μου λέει τι σχεδιάζει, μοιάζει με τον πατέρα μου σε αυτό.
Ο
Αλέξανδρος σηκώθηκε από την πολυθρόνα
συνωφρυομένος, δεν του άρεσε η εξέλιξη αυτή. Η Χάνα τον έπιασε από το χέρι.
-Υπάρχει
κίνδυνος;
-Πλησιάζει
χειμώνας στην Ανταρκτική, δεν θα έλεγα ότι είναι κρουαζιέρα. Γιατί; Ανησυχείς
για' μενα;
Η
Χάνα τον κοίταξε με ένα βλέμμα που φανέρωνε πόνο.
-Ποτέ
δεν έπαψα να σε σκέφτομαι, είπε απαλά.
Ο
Αλέξανδρος ελευθέρωσε το χέρι του και πήγε προς την πόρτα.
-Θα
έρθουμε και' μεις εκεί, είπε απελπισμένη η Χάνα. Ο Μαρκ έχει κάνει ετοιμασίες
και έχει τη σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου. Θα παρακολουθεί πως πάει η δουλειά
και θα πάρει και εμένα μαζί, ίσως και το παιδί. Θα κινδυνεύσουμε;
-Ελπίζω
πως όχι, είπε ο Αλέξανδρος και βγήκε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου