Στην Άκρη Του Κόσμου 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

Εισαγωγή

Πούντα Αρένας, Χιλή
Το μπαρ ήταν μόλις λίγα μέτρα από την προκυμαία και αποτελούσε συνηθισμένο στέκι πολλών ναυτικών. Κάθε βράδυ ο πάγκος και τα τραπέζια γέμιζαν από ναύτες που είχαν ξεμπαρκάρει ή άλλους που αναζητούσαν πλοίο για να μπαρκάρουν όπως και με κάποιους που είχαν δουλειά αλλά τώρα είχαν το ελεύθερο να βγουν λίγο στη στεριά. Ανάμεσά τους κυκλοφορούσαν πόρνες, έμποροι κάθε είδους και άνθρωποι με άλλους πιο σκοτεινούς σκοπούς.
Ο άνδρας που μπήκε στο μπαρ λίγο πριν από τα μεσάνυχτα δεν ήταν σίγουρα ναυτικός. Οι κινήσεις του αντίθετα πρόδιδαν κάποιον που περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε γραφεία και χώρους συνεδριάσεων. Στάθηκε κοιτώντας εξεταστικά το χώρο. Παρά τη θολή από τους καπνούς ατμόσφαιρα εντόπισε τον άνθρωπό του. Χαμογέλασε και προχώρησε προς το μέρος του. Καθόταν σε ένα τραπέζι από τα πιο απομακρυσμένα συντροφιά με ένα μπουκάλι τεκίλα και μια κοπέλα με ένα φόρεμα που ελάχιστα άφηνε στην ανδρική φαντασία.
Πλησίασε και είπε στον άλλο στα Ισπανικά:
-Καλησπέρα σινιόρ Χουάρεθ. Διώξε τη φίλη σου για να μιλήσουμε.
-Μην ανησυχείς, απάντησε στα Αγγλικά ο Χουάρεθ, ξέρει μόνο Ισπανικά. Δεν κινδυνεύουμε από τούτη' δω.
-Ωραία. Έχεις την ομάδα σου;
-Φυσικά.
-Όσοι είπαμε; ρώτησε ο επισκέπτης.
-Ναι, απάντησε ο Χουάρεθ.
Ο επισκέπτης τον κοίταξε για μια στιγμή, μετά έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν που φορούσε έναν φάκελο. Τον έριξε στο τραπέζι.
-Είστε όλοι μέλη του πληρώματος του Βολτέρα.
-Πλοίαρχος ποιος είναι;
-Ο Άνταμ Γκρήνγουντ, είναι καλός. Θέλει προσοχή.
-Το φορτίο;
-Φορτώνεται ακόμα και αυτήν την στιγμή που μιλάμε. Το θέλω πολύ αυτό το φορτίο.
-Μην ανησυχείς, είπε ο Χουάρεθ. Το Βολτέρα θα γίνει πλοίο φάντασμα.
-Το πλοίο φάντασμα, ο καπετάνιος νεκρός και το φορτίο δικό μου, είπε ο επισκέπτης. Θα είμαστε σε επικοινωνία.
Ο επισκέπτης σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα του μπαρ. Φτάνοντας εκεί σταμάτησε και γύρισε να κοιτάξει. Ο Χουάρεθ είχε πάρει την γυναίκα στα γόνατά του. Ο φάκελος δεν ήταν πια στο τραπέζι.
Βγήκε στο δρόμο. πήρε βαθιά ανάσα για να απαλλαγεί από την καπνιά του μπαρ. Κοίταξε την προκυμαία, στο Βολτέρα επικρατούσε έντονη δραστηριότητα αφού ακόμα και αυτήν την ώρα φορτώνονταν εμπορεύματα, ανάμεσά τους και το φορτίο που τον ενδιέφερε.
Απομακρύνθηκε από το μπαρ και το πλοίο στο οποίο επιφύλασσε ένα τραγικό ταξίδι.
                       

                                                

Κεφάλαιο Πρώτο
Με Σύντροφο Τον Πόνο

Αθήνα, Νοσοκομείο Υγεία
Γιατί τα νοσοκομεία έχουν πάντα λάμπες φθορισμού και όχι πυρακτώσεως, για οικονομία στο ρεύμα, για καλύτερο φωτισμό ή για αισθητικούς λόγους; Μια μάλλον ασήμαντη ερώτηση αλλά όταν κάποιος βρίσκεται αναγκαστικά ξαπλωμένος σε ένα χειρουργικό τραπέζι κάτω από τους αισθητήρες των ειδικών οργάνων κοιτάζοντας υποχρεωτικά την οροφή του δωματίου περνάει την ώρα του όπως μπορεί. Η συγκεκριμένη εξέταση ήταν εξαιρετικά άβολη γιατί έπρεπε να είναι απολύτως ακίνητος και απαγορευόταν ακόμα και να κλείσει τα μάτια του.
Επιτέλους μια νοσοκόμα μπήκε στο οπτικό του πεδίο και του χαμογέλασε αρχίζοντας να αφαιρεί τα διάφορα καλώδια που τον ένωναν με τα μηχανήματα. Μόλις ολοκλήρωσε τη διαδικασία απομακρύνθηκε με τα παπούτσια της να τρίζουν ελαφρά στο πάτωμα.
Δεν του είχε πει αν μπορούσε να μετακινηθεί και έτσι έμεινε ακίνητος. Η γιατρός του μπήκε στο οπτικό του πεδίο. Ήταν μια όμορφη γυναίκα σαράντα πέντε περίπου χρονών μελαχρινή με κοντά μαλλιά κομμένα σε καρέ.
-Γεια σου γιατρέ, της είπε. Μπορώ να σηκωθώ;
Η γιατρός δεν απάντησε αμέσως και όταν μίλησε ήταν για να κάνει μια ερώτηση:
-Δεν αισθάνεσαι το χέρι μου;
-Γιατί με ακουμπάς;
-Ναι, είπε η γιατρός και πήρε το χέρι του. Το οδήγησε στο αριστερό πόδι στη μέσα μεριά του μηρού.
-Δεν το αισθάνομαι. Το δικό μου χέρι το καταλαβαίνω γιατί είναι το δικό μου, αισθάνομαι την επαφή από το χέρι.
-Το φοβόμουν αυτό, είπε η γιατρός και απομακρύνθηκε. Μπορείς να σηκωθείς Μιχάλη.
Εκείνος το έκανε. Ήταν ψηλός και σωματώδης, με καστανά μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους. Είχε γαλανά μάτια και μάλλον συνηθισμένο παρουσιαστικό. Άρχισε να ντύνεται ενώ η γιατρός καθόταν σε ένα μικρό γραφείο. Μια νοσοκόμα μπήκε και χάρισε ένα χαμόγελο στον άνδρα, ήταν συχνός στο νοσοκομείο και γνωστός πια στο προσωπικό, πριν δώσει στη γιατρό το φάκελο που κρατούσε. Εκείνη τον πήρε και μελέτησε το περιεχόμενό του ως που ο Μιχάλης ολοκλήρωσε το ντύσιμό του και ρώτησε:
-Λοιπόν γιατρέ; Τι έχω;
Η γιατρός τον κοίταξε. Το βλέμμα της ήταν δύσκολο να ερμηνευθεί.
-Όπως υποψιαζόμουν έχεις ένα ανεύρυσμα στο κεφάλι και μάλιστα κοντά στον εγκέφαλο. Το έδειχναν οι νευρολογικές εξετάσεις, φαινόταν στο εγκεφαλογράφημα αλλά όχι στη μαγνητική τομογραφία. Υποψιάζομαι τώρα ότι δεν φαίνεται γιατί είναι σε μια σπάνια θέση. Κοντά στο μεσολόβιο, κάτω από τη χώρα του Μπροκά.
-Πως το βγάζουμε;
-Δεν είναι τόσο απλό. Το ανεύρυσμα είναι σαν μια κύστη μόνο που αντί να γεμίζει με πύον γεμίζει με αίμα. Αν ανοίξει θα πλημμυρίσει με αίμα τον εγκέφαλο και θα πεθάνεις. Η αφαίρεση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Και στη δική σου περίπτωση αδύνατη χωρίς να τραυματίσουμε τον εγκέφαλο.
-Άρα δεν μπορεί να αφαιρεθεί;
-Όχι, είπε η γιατρός, λυπάμαι.
-Τι περιθώρια έχω; ρώτησε ήσυχος ο Μιχάλης. Τι θα μου κάνει;
-Αυτή τη στιγμή επηρεάζει το νευρικό σου σύστημα μόνο σε ένα σημείο και έχεις αυτήν την απουσία της αφής. Όσο μεγαλώνει θα σου προκαλεί προβλήματα. Πονοκέφαλοι, ζαλάδες, περιοδική απώλεια μέρους ή όλης της όρασης είναι αναμενόμενα συμπτώματα. Θολή όραση και αναίτια αιμορραγία είναι τελικά συμπτώματα.
-Πόσο χρόνο έχω;
-Τρεις με τέσσερις μήνες. Έξι μήνες το ανώτερο.
-Υπάρχουν φάρμακα που να μπορούν να κάνουν κάτι;
-Όχι, μόνο παυσίπονα για αργότερα.
-Από τέτοια έχω, είπε ο Μιχάλης παίρνοντας το μπαστούνι του. Πήγε προς την πόρτα και κοντοστάθηκε. Στράφηκε στη γιατρό και είπε ήσυχα.
-Ξέρεις γιατρέ, είναι κρίμα που δεν έγινε αυτό λίγο πιο χαμηλά. Δεν θα πονούσε το γόνατό μου τουλάχιστον. Έλα γιατρέ, πρόσθεσε βλέποντας την έκφρασή της, δεν φταις εσύ για αυτό που μου έτυχε.
Τη χαιρέτησε και βγήκε από το δωμάτιο. Η γιατρός έσκυψε το κεφάλι. Η ενάσκηση της ιατρικής είναι μια συνεχής μάχη με το θάνατο και εκείνες τις φορές που χάνουν πολλοί γιατροί θρηνούν εκείνους που φεύγουν. Ο Μιχάλης ήταν μόλις τριάντα τριών, ήταν οδυνηρό να ξέρει ότι δεν θα προλάβαινε τα τριάντα τέσσερα και ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι' αυτό.

Γενεύη, Ιδιωτικό Σχολείο Τάτενουμ
-Θα μας το αναλύσει η Σιμόν.
Η κοπέλα που άκουγε στο όνομα αυτό, Σιμόν Γκρήνγουντ ήταν ολόκληρο το όνομά της, σηκώθηκε όρθια και απάντησε στην ερώτηση με τα μάτια όλων στην τάξη καρφωμένα πάνω της. Ήξερε τι σκέπτονταν οι άλλοι με σαφήνεια σαν να άκουγε τις σκέψεις τους. Περίμεναν να κάνει λάθος για να την χλευάσουν. Όπως την χλεύαζαν με κάθε ευκαιρία. Αλλά όχι αυτήν την φορά. Απάντησε στην ερώτηση με απόλυτα σωστό τρόπο και κάθισε και πάλι στη θέση της.
Ήταν μια όμορφη κοπέλα με λεπτό σώμα και λευκό αψεγάδιαστο δέρμα. Είχε μακριά καστανά μαλλιά που πλαισίωναν ένα γλυκό πρόσωπο με ευγενικά χαρακτηριστικά που αντικατόπτριζαν ακριβώς και τον εσωτερικό της κόσμο. Ήταν μια φιλότιμη και εργατική μαθήτρια, πάντα πρόθυμη στο μάθημα αλλά και να βοηθήσει τις συμμαθήτριες και τους συμμαθητές της άσχετα αν δεν δέχονταν την βοήθειά της ποτέ τηρώντας την ίδια εχθρική στάση όπως την πρώτη μέρα που είχε έρθει στο σχολείο τον προηγούμενο Σεπτέμβριο.
Ήταν μοναχική και κλεισμένη στον εαυτό της, αναμενόμενο από ένα κορίτσι που είχε μεγαλώσει σαν μοναχοπαίδι με τη μητέρα του αφού ο πατέρας του ταξίδευε στους ωκεανούς. Μετά το θάνατο της μητέρας της είχε γίνει πιο κοινωνική και ταυτόχρονα πιο απόμακρη. Έχοντας επωμιστεί πολλές ευθύνες ερχόταν σε επαφή με περισσότερο κόσμο αλλά δεν άφηνε κανέναν να την πλησιάσει, ήταν τρομακτικά μόνη. Και το τωρινό της περιβάλλον την έκανε να νιώθει ακόμα περισσότερο τη μοναξιά της.
Το κουδούνι σήμανε το τέλος της διδακτικής ώρας, της τελευταίας για την πρωινή περίοδο και η Σιμόν πήρε το δρόμο για την τραπεζαρία. Σταμάτησε όμως απότομα καθώς είδε να την πλησιάζει η Άμυ Ρότζερς, η Νέμεσίς της. Για λόγους που δεν  ήξερε και δεν μπορούσε να φανταστεί, η Άμυ έδειχνε να την μισεί από τη στιγμή της αφίξεώς της στο σχολείο και το έδειχνε με κάθε τρόπο ακολουθούμενη από τις φίλες και την κλίκα της. Και τώρα ερχόταν ίσα σ' αυτή με καθόλου καλό σκοπό όπως φαινόταν. Χαμογελούσε αλλά το χαμόγελο δεν έφτανε στα παγερά πράσινα μάτια της
-Γεια σου Σιμόν, είπε η Άμυ με έναν παραπλανητικά ήπιο τόνο. 
-Γεια σου Άμυ, είπε η Σιμόν ήσυχα αν και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά στο στήθος της. Το διαισθανόταν πως η Άμυ δεν είχε σταματήσει να της μιλήσει για καλό λόγο, κάτι σχεδίαζε. Οι φορές που η Άμυ Ρότζερς την είχε κοροιδεύσει, την είχε ταπεινώσει και της είχε φερθεί με σκληρότητα ήταν πρακτικά αναρίθμητες. Κόρη ενός Αμερικανού μεγιστάνα του πετρελαίου και μιας ηθοποιού η Άμυ της είχε φερθεί με σκληρότητα κυριολεκτικά τη στιγμή που είχε περάσει την επιβλητική καγκελόπορτα του σχολείου.
-Έμαθες τα νέα; ρώτησε η Άμυ. ένα πλοίο βυθίστηκε. Κανένας επιζών.
Η Σιμόν ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά αλλά μια ανάμνηση τη συγκράτησε. Η Άμυ της είχε ξανακάνει το ίδιο σκληρό αστείο. Τότε το είχε πιστέψει και είχε σωριαστεί στο γκαζόν έξω από το κτίριο των κοριτσίστικων κοιτώνων κλαίγοντας.
-Αλήθεια; είπε ήσυχα, είναι κρίμα να χάνονται άνθρωποι με τέτοιο τρόπο.
Η Άμυ ήταν όπως πάντα περιτριγυρισμένη από τις φίλες και τις θαυμάστριές της σαν μια βασίλισσα με την ακολουθία της. Στα χέρια της κρατούσε μια διπλωμένη εφημερίδα.
-Ε δεν πειράζει, είπε σκληρά η Άμυ, ας πεθαίνουν και μερικοί. Να όπως αυτοί του Βολτέρα.
Η Σιμόν ένιωσε να παγώνει. Αυτό ήταν το πλοίο που είχε σαλπάρει ο πατέρας της.
-Το λες έτσι, είπε με φωνή που κατάφερε να κρατήσει σταθερή παρά το φόβο που πάγωνε τώρα την καρδιά της. Η Άμυ ήξερε κάτι αλλιώς δεν θα μιλούσε με τέτοια σιγουριά.
-Δεν λέω ψέματα, είπε με προσποιητά γλυκιά φωνή η Άμυ, το ξέρεις. Δεν το συνηθίζω και γι' αυτό δεν θα ήθελα να ζεις μέσα στο ψέμα. Να η εφημερίδα μιας και δεν με πιστεύεις.
Η Σιμόν την πήρε και την ξεδίπλωσε. Δεν υπήρχε ανάγκη να ψάξει για την είδηση, ήταν πρωτοσέλιδο. Η εφημερίδα έγραφε με μεγάλα γράμματα “Ναυτική Τραγωδία” και μετά από κάτω ανακοίνωνε με μικρότερα γράμματα την εξαφάνιση του υπό Ελληνική σημαία φορτηγού Βολτέρα. Το πλοίο δεν είχε επικοινωνία με την εταιρία εδώ και μια εβδομάδα και οι έρευνες για τον εντοπισμό του είχαν αποβεί άκαρπες. Πιστευόταν πως είχε παρασυρθεί στον νότιο παγωμένο ωκεανό από καταιγίδα και είχε βυθιστεί. Η Lloyd είχε πειστεί για την απώλεια και θα αποζημίωνε την πλοιοκτήτρια εταιρία.

Τα γράμματα θόλωσαν μπροστά στα μάτια της, η εφημερίδα γλύστρισε από τα χέρια της και μια πονεμένη κραυγή βγήκε από τα χείλη της. Η Άμυ γύρισε και έφυγε με τις φίλες της. Η Σιμόν ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν και σωριάστηκε στο γκαζόν. Το λεπτό της σώμα τρανταζόταν από τους λυγμούς, μόνη διέξοδο σε έναν πόνο από τον οποίο δεν επρόκειτο να βρει παρηγοριά ή καταφύγιο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου