Ο Μάικ κοίταξε τους αστυνομικούς που έτρεχαν στο δρόμο αλλά ακόμα δεν τους είχαν δει στο στενό. Με ένα χαμόγελο ο πολεμιστής κοίταξε προς τα πάνω όπου βρισκόταν η έξοδος κινδύνου του διπλανού κτηρίου. Δεν χρειάστηκε παρά στιγμιαία αυτοσυκέντρωση για να έλξει προς το μέρος του την πτυσσόμενη σκάλα και να την ετοιμάσει για άνοδο. Πρώτα η Μαίρη-Αν και ύστερα ο ίδιος σκαρφάλωσαν στο πλατύσκαλο του πρώτου ορόφου. Πριν προχωρήσουν ο Μάικ μάζεψε και πάλι τη σκάλα.
Ησυχία επικρατούσε στο εσωτερικό του κτηρίου που ήταν μια συνηθισμένη τριόροφη πολυκατοικία με διαμερίσματα. Οι δυο τους δίεσχισαν γρήγορα τον όροφο ως τη σκάλα και κατέβηκαν στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας που οδηγούσε σ' άλλον δρόμο άδειο από οποιονδήποτε εχθρό.
-Πάμε για το σιδηροδρομικό σταθμό, είπε ο Μάικ. Είσαι σίγουρη πως θες να έρθεις μαζί μου;
-Ναι, απάντησε ανενδοίαστα η Μαίρη-Αν.
Δεν άργησαν να φτάσουν στο σταθμό και εκεί η τύχη τους ευνόησε για λίγο καθώς δεν χρειάστηκε να περιμένουν πολύ για το τραίνο. Δεν υπήρχαν άλλοι επιβάτες απ' αυτό το σταθμό και οι δυο τους πήραν ένα κουπέ. Ο Μάικ ήταν βυθισμένος σε σκέψεις που ήταν προφανές πως δεν του ήταν ευχάριστες.
Ο ήχος της σκουριασμένης καγκελόπορτας που άνοιξε τρίζοντας ξύπνησε τις δυο κοπέλες. Άνοιξαν τα μάτια τους και αντίκρισαν μια ομάδα ανδρών να μπαίνει στο κελί. Ήταν όλοι φανερά καταπονημένοι και σωριάζονταν στο πρώτο ελεύθερο σημείο του δαπέδου που έβρισκαν. Τα σκονισμένα, σκισμένα και ιδρωμένα ρούχα τους μαρτυρούσαν τη σκληρή ζωή αυτών των ανθρώπων στα χέρια του Ζορκάαν. Προς μεγάλη έκπληξη των δυο κοριτσιών οι άνδρες ήταν όλων των ηλικιών αλλά κυρίως της δικής τους. Υπήρχαν άνδρες που διένυαν την πέμπτη και - μερικοί - την έκτη δεκαετία της ζωής τους μα οι περισσότεροι ήταν νεαροί σαν αυτές και κάποιοι ακόμα πιο νέοι.
Ένας νεαρός άνδρας κάθησε στο χώμα δίπλα στην Έμα, ήταν κανονικού ύψους με δυνατό γεροδεμένο σώμα. Ήταν μελαχροινός με μαύρα μαλλιά και εκφραστικά μαύρα μάτια. Έγειρε πίσω το κεφάλι και ακούμπησε στο σκληρό βράχο. Φορούσε ένα σκισμένο μπλουζάκι και ένα τζιν που είχαν δει σίγουρα καλύτερες μέρες. Δεν κοίταξε την Έμα, δεν έδειξε καν να την προσέχει. Αντίθετα παρατηρούσε με μεγάλη προσοχή τους φυλακές τους. Τα Σίρθιουμ αφού κλείδωσαν στα κελιά τους ακούσιους εργάτες του ορυχείου απομακρύνθηκαν.
-Πρέπει να γίνει τώρα, μουρμούρισε ένας άνδρας. Τώρα που έχουμε ακόμα δυνάμεις.
-Σιωπή Τζακ, είπε ένας άλλος κάνοντας νόημα προς την μεριά της Έμα, δεν ξέρεις ποτέ .....
Η Έμα κατάλαβε πως φοβούνταν ότι ήταν κατάσκοπος του Ζορκάαν. Αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να τους πει για να τους πείσει πως ήταν και' κεινη αιχμάλωτη πιασμένη στη δίνη παρανοϊκών γεγονότων που δεν μπορούσε να καταλάβει ή να εξηγήσει.
-Δεν είναι μαζί τους, είπε ένας γκριζομάλλης άνδρας που καθόταν πιο πέρα. Παρά τις κακουχίες είχε επιβλητικό παράστημα και ήταν προφανές πως ήταν στρατιωτικός. Έμεινα μήνες στα χέρια των Αργεντινών τότε με τα Φόκλαντς και δεν με ξεγέλασαν ποτέ. Αν ήταν να βάλουν κάποιον εδώ μαζί μας δεν θα ήταν δυο κοριτσάκια. Θα έβαζαν κάποιον που θα δούλευε μαζί μας στο ορυχείο και θα κακοπερνούσε όπως εμείς για να κερδίσει την εμπιστοσύνη μας.
Η Έμα ένιωσε ανακούφιση ακούγοντας αυτά τα λόγια αλλά το θέμα δεν είχε κλείσει για όλους.
-Δεν ξέρουμε πως σκέφτονται αυτές οι σαύρες, είπε ο πρώτος άνδρας. Πρέπει να φυλαγόμαστε.
-Δεν είμαι κατάσκοπός του, είπε η Έμα.
-Ρικ, είπε αυτός που είχαν ονομάσει Τζακ, εσύ τι λες;
Ο Ρικ ήταν ο νεαρός άνδρας που είχε καθήσει δίπλα της. Η Έμα τον κοίταξε με αγωνία.
-Πιστεύω ότι δεν είναι κατάσκοπος, απάντησε με μια ζεστή βαθιά φωνή, και ναι ήρθε η ώρα να αποδράσουμε.
-Σσσσσς, κάποιος έρχεται, ψιθύρισε ένας άνδρας.
Δεν έκανε λάθος κάποιος πλησίαζε συνοδευόμενος από μια ομάδα Σίρθιουμ. Ήταν ο Σέρκις που άνοιξε την πόρτα του κελιού και πλησίασε τη Λουίζα. Ένα χαμόγελο γεμάτο μοχθηρία διαγράφηκε στο πρόσωπό του καθώς τραβούσε την κοπέλα να σηκωθεί από το έδαφος.
-Τώρα θα έρθεις μαζί μου, είπε.
Η Λουίζα προσπάθησε να ξεφύγει από τη λαβή του με αποτέλεσμα να εισπράξει ένα δυνατό χαστούκι από τον προδότη. Έπεσε στο χώμα με μια κραυγή ενώ εκείνος έσκυβε από πάνω της.
-Όσο περισσότερο αντιστέκεσαι τόσο περισσότερο θα πονέσεις, της είπε υψώνοντας το χέρι του για να τη χτυπήσει. Η Έμα τινάχθηκε όρθια και επιτέθηκε στον Σέρκις που την αντιλήφθηκε έγκαιρα και γύρισε να την αντιμετωπίσει. Η κοπέλα όρμηξε πάνω του αλλά εκείνος την τίναξε πέρα σαν να μην ήταν τίποτα παραπάνω από φτερό στον άνεμο. Θα είχε χτυπήσει άσχημα με την πτώση της αν άθελά του ο αντίπαλός της δεν την είχε στείλει να προσγειωθεί στην αγκαλιά του Ρικ. Ο νεαρός άνδρας τη συγκράτησε καθώς έκανε να σηκωθεί.
-Μη συνεχίζεις αυτή τη μάχη, της ψιθύρισε, μπορεί να σε σκοτώσει αυτός ο διαβολάνθρωπος. Θα έρθει η ώρα να βοηθήσεις την φίλη σου.
Δεν τον ήξερε, μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα τον είχε δει για πρώτη φορά, αλλά κάτι στη φωνή του την έκανε να τον εμπιστευτεί. Ο Σέρκις τράβηξε τη Λουίζα έξω από το κελί, το κλείδωσε και απομακρύνθηκε μαζί με τα Σίρθιουμ.
Η Έμα τραβήκτηκε από την αγκαλιά του Ρικ και κοίταξε ανήσυχη προς την πλευρά που είχε χαθεί ο προδότης με την αγαπημένη της φίλη.
-Μην ανησυχείς κοπέλα μου, είπε ο γκριζομάλλης στρατιωτικός. Δεν θα μείνουμε για πολύ ακόμα εδώ μέσα, ήρθε η ώρα της απόδρασης.
-Ναι,είπε ο Ρικ. Ήρθε η ώρα.
Ο νεαρός άνδρας έβγαλε μέσα από τα ρόυχα του ένα κομμάτι σίδερο μυτερό και ακονισμένο. Οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν και έβγαλαν παρόμοια αυτοσχέδια όπλα.
-Από σπασμένα εργαλεία, εξήγησε ο Ρικ, με την καθοδήγηση του Γκάμπριελ - έκανε ένα νόημα προς τον γκριζομάλλη - ετοιμαζόμαστε από μέρες για απόδραση.
-Τζακ κοίτα αν είναι κανείς τριγύρω, είπε ο Γκάμπριελ.
-Εντάξει, είπε ο Τζακ και έβαλε ένα συρματάκι στην κλειδαριά.
Ούτε μισό λεπτό αργότερα άνοιγε την πόρτα.
-Ώρα να διεκδικήσουμε την ελευθερία μας, είπε ο Ρικ.
Η Μαίρη-Αν άνοιξε τα μάτια της αποπροσανατολισμένη για μια στιγμή. Μετά θυμήθηκε τα όσα είχαν συμβεί και την είχαν φέρει ως εδώ στο κουπέ του τραίνου που πλησίαζε το Λονδίνο. Συνειδητοποίσε πως είχε αποκοιμηθεί ακουμπώντας στον ώμο του Μάικ που την είχε σκεπάσει με το μανδύα του.
Ξανάκλεισε τα μάτια της και έμεινε έτσι ακουμπισμένη πάνω του. Ένιωθε πολύ όμορφα αυτή τη στιγμή παρά τα όσα είχαν συμβεί. Ένιωθε ασφαλής, προστατευμένη. Θα μπορούσε να μείνει έτσι.... Αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά αν στον κόσμο του τον περίμενε κάποια γυναίκα, σύζυγος ή ερωμένη.
Ανακάθισε και κοίταξε τον Μάικ που φαινόταν περισσότερο ανήσυχος απ' ό,τι νωρίτερα. Την κοίταξε και εκείνη του χαμογέλασε. Την επόμενη στιγμή μάλωσε τον εαυτό της νοερά καθώς συνειδητοποιούσε ότι προσπαθούσε να κάνει τον Μάικ να της ανοιχτεί.
-Κοντεύουμε; ρώτησε.
-Πλησιάζουμε, απάντησε ο Μάικ.
-Κοιμήθηκα πολύ;
-Όχι, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς τα όσα πέρασες σήμερα.
Η Μαίρη-Αν τον κοίταξε εξεταστικά, έδειχνε τόση κατανόηση για' κείνη! Πήρε την απόφαση να τον ρωτήσει αυτό που από ώρες σκεφτόταν αλλά δεν πρόλαβε. Ένα χύπημα ακούστηκε στην πόρτα του κουπέ.
Ο Μάικ σηκώθηκε να ανοίξει την πόρτα που τώρα η Μαίρη-Αν συνειδητοποιούσε πως την είχε ασφαλίσει από μέσα. Το χτύπημα επαναλήφθηκε και μια ένρινη φωνή είπε:
-Έλεγχος εισητηρίων.
Ο Μάικ άνοιξε την πόρτα και τραβήκτηκε αλλά όχι όσο γρήγορα έπρεπε. Η ατσαλένια λάμα που στόχευε την καρδιά του δεν βρήκε το στόχο της αλλά του κατάφερε ένα οδυνηρό πλήγμα στο πλευρό. Η λάμα βάφτηκε κόκκινη κάνοντας την Μαίρη-Αν να φωνάξει τρομαγμένη.
-Μείνε πίσω, είπε ο Μάικ ενώ απελευθέρωνε τη σπάθα του από τη θήκη της. Το έκανε πάνω στην ώρα για να αποκρούσει την επόμενη επίθεση του αντιπάλου του που ήταν μια φιγούρα τυλιγμένη σ' έναν κατάμαυρο μανδύα. Ο Μάικ προχώρησε μπροστά αναγκάζοντας τον εχθρό του να τραβηκτεί στο διάδρομο. Η Μαίρη-Αν ακολούθησε, παρά την εντολή του Μάικ, αγωνιώντας για την κατάληξη της μάχης. Στο διάδρομο οι δυο μονομάχοι είχαν κλειδώσει τα μπράτσα τους σε μια λαβή με τα αστραφτερά θανάσιμα όπλα τους ανάμεσά τους. Όποιος κατόρθωνε να κάμψει την αντίσταση του άλλου θα του' κοβε το λαιμό.
Ο Μάικ έκανε ένα βήμα πίσω και έπεσε στα γόνατα. Με μια κραυγή θριάμβου ο αντίπαλος του έκανε μπροστά υψώνοντας το σπαθί του για να του καταφέρει το τελειωτικό χτύπημα. Με τον τρόπο αυτό όμως έμεινε απροστάτευτος και ο Μάικ είχε πετύχει αυτό που ήθελε. Τον διαπέρασε με τη σπάθα. Ενώ ο πολεμιστής σηκωνόταν όρθιος ο αντίπαλός του έπεφτε στο διάδρομο.
-Είσαι καλά; ρώτησε η Μαίρη-Αν.
-Ναι, απάντησε ο Μάικ αλλά διέψευσε την απάντησή του με έναν μορφασμό πόνου. Έβαλε το χέρι του στο πλευρό του και όταν το τράβηξε ήταν βαμμένο κόκκινο.
4 σχόλια:
(ακολουθεί η κλασσική vernacular φράση της Τζίνι) ΛΙΩΝΩΩΩ!!!!!!! Τα διάβασα όλα μαζί και ΛΙΩΩΩΩΝΩ!!!! Αχ, το ευχαριστήθηκα όμως!!!
Μην πάθει τίποτα το μωρό μου ο Μάικ θα δολοφονήσω τον συγγραφέα!
Φιλάκια!!!
Χαχαχαχα ο συγγραφέας δηλώνειι άμοιρος ευθυνών, οι ήρωες πράττουν κατά το δοκούν.
Αλλού αυτά αδίστακτη πένα!!!
Α όσο αφορά τους ήρωές μου ναι ειμαι αδίστακτος!
Δημοσίευση σχολίου