Κεφάλαιο Τρίτο
Καταδίωξη
Η Μαίρη-Αν σταμάτησε την προσπάθεια και κοίταξε τον Μάικ.Δεν φαινόταν να έχει αλλά-ξει κάτι. Ακούμπησε το χέρι της στο στήθος του προσπαθώντας να νιώσει την καρδιά του. Εξακολουθούσε να είναι παγωμένος και η καρδιά του χτυπούσε τώρα πιο αδύναμα. Πέθαινε. Κοίταξε γύρω σε μια ενστικτώδη όσο και μάταια αναζήτηση βοήθειας. Είχε σταματήσει να βρέχει αλλά το κρύο είχε δυναμώσει. Το κρύο. Ξαφνικά η Μαίρη-Αν κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει, ήταν παγωμένος, το κρύο ήταν που τον σκότωνε!
Όπως ήταν γονατισμένη μπροστά του τον τράβηξε στη αγκαλιά της και τον κράτησε σφιγμένο πάνω της πιέζοντας το σώμα της στο δικό του. Έπρεπε να τον ζεστάνει και ο ταχύτερος τρόπος για να γίνει αυτό πριν να είναι αργά ήταν να του μεταδώσει λίγη από τη δική της θερμότητα.
Κρατώντας τον έτσι στην αγκαλιά της ένιωσε κάπως άβολα. Δεν είχε βρεθεί ξανά τόσο κοντά σε κάποιον άνδρα από την εποχή που είχε χαθεί ο σύζυγός της και τώρα αυτή η, έστω και εξ ανάγκης, επαφή με τον Μάικ ξυπνούσε μέσα της μνήμες που δεν ήταν η κατάλληλη ώρα ούτε ο κατάλληλος τόπος για να αναπολεί.
"Μην είσαι ανόητη, μάλωσε τον εαυτό της, απλά σε βοήθησε και δεν θέλεις να τον δεις να πεθαίνει".
Ήταν ωστόσο αλήθεια πως είχε μείνει για πολύ καιρό μόνη. Δεν την πείραζε, είχε μεγαλώσει την Έμα σωστά και την καμάρωνε τώρα και ήταν ευχαριστημένη από τη ζωή της αλλά έπρεπε να παραδεχθεί πως κάτι της έλειπε.
Η πρώτη ένδειξη ότι η κατάσταση του Μάικ βελτιωνόταν ήταν η επιτάχυνση του ρυθμού της καρδιάς του. Όπως τον έσφιγγε στην αγκαλιά της ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει. Αυθόρμητα άπλωσε το χέρι της και τον χάιδεψε στα μαλλιά..
-Ξέρω πως θα τα καταφέρεις, ψιθύρισε.
Ένα ρίγος διέτρεξε το σώμα του Μάικ και τεντώθηκε όπως τον είχε στην αγκαλιά της. Για μια τρομερή στιγμή έπαψε να νιώθει τους χτύπους της καρδιάς του και νόμισε πως ήταν πια νεκρός αλλά αμέσως μετά άνοιξε τα μάτια του.
Η Μαίρη-Αν ένιωσε τέτοια ανακούφιση που χωρίς να το συνειδητοποιήσει καλά καλά έγειρε μπροστά και τον φίλησε με πάθος στα χείλη. Όταν το συνειδητοποίησε ήταν πια αργά για να κάνει πίσω. Είχε δοθεί με όλο το είναι της σ' αυτό το φιλί που δεν ήθελε να πάψει. Όχι χωρίς έκπληξη αισθάνθηκε το ένα χέρι του Μάικ στην πλάτη της και το άλλο να χαιδεύει τρυφερά τα μαλλιά της. Δεν σκότισε το μυαλό της με το τι σήμαινε αυτό αλλά ένιωσε μια ζεστασιά να διατρέχει το σώμα της καταλαβαίνοντας πως δεν του ήταν αδιάφορη.
Το φιλί διέκοψε ένα βροντερό ουρλιακτό από κάπου κοντά.Ο Μάικ τραβήκτηκε από την αγκαλιά της.
-Έρχονται για'μενα, είπε, πρέπει να φύγεις.
Ήταν ήδη αργά. Οι φρικαλέοι υπηρέτες του Ζορκάαν είχαν καταφτάσει.
Η Έμα και η Λουίζα έριξαν μια ματιά στο καινούριο τους περιβάλλον. Βρίσκονταν μέσα σε μια σπηλιά όχι μεγαλύτερη από ένα δωμάτιο με τραχείς τοίχους φωτισμένο από πυρσούς. Από ένα άνοιγμα στα δεξιά τους ακουγόταν ένας συνεχής θόρυβος που δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν. Από το ίδιο άνοιγμα ερχόταν μια στενή σιδηροδρομική γραμμή που διέσχιζε την σπηλιά και εξαφανιζόταν στο σκοτάδι ενός περάσματος στην απέναντι άκρη της.Ήταν παλιά και καλυμμένη με σκουριά αιώνων.
-Είμαστε στο παλιό ορυχείο, είπε η Λουίζα.
Ο Ζορκάαν γέλασε και το μοχθηρό γέλιο του αντήχησε στον περιορισμένο χώρο της σπηλιάς.
-Έξυπνο κορίτσι, σάρκασε, αλλά αυτό δεν σας έσωσε.
Πλησίασε την Έμα και έπιασε το κεφάλι της κρατώντας το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια του και φέρνοντας τα αφύσικα μάτια του κοντά στα δικά της.
-Είσαι δική μου τώρα, είπε.
Η Έμα ένιωσε μια ξαφνική ζάλη να την αρπάζει στη δίνη της και έχασε την επαφή της με τον κόσμο. Το σώμα της χαλάρωσε και θα είχε σωριαστεί στο δάπεδο αν δεν την κρατούσε ο Ζορκάαν. Είδε να περνάνε μπροστά απ' τα μάτια της τα μικρά και μεγάλα γεγονότα της ζωής της από τη γέννησή της ως τα πρώτα της βήματα, τα παιχνίδια με τη μητέρα της και τις τόσες γλυκόπικρες αναμνήσεις του σχολείου.
-Ο πατέρας σου! βρυχήθηκε ο Ζορκάαν, τι θυμάσαι απ' αυτόν;
Μια μορφή άρχισε να σχηματίζεται και η Έμα χάρηκε παρά τη δεινή θέση στην οποία βρισκόταν. Δεν είχε δει ποτέ τον πατέρα της παρά μόνο σε φωτογραφίες, δεν τον θυμόταν, ήταν πολύ μικρή όταν τον είχε χάσει.
Την επόμενη στιγμή μια απόκοσμη αλλά πανέμορφη λάμψη στα χρώματα της Ίριδας τύλιξε την Έμα και όλη η δυσάρεστη αίσθηση που προκαλούσε η εισβολή του Ζορκάαν στις αναμνήσεις της χάθηκε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.Έβλεπε τώρα στιγμές από την οικογενειακή ζωή μαζί με τον πατέρα της συνειδητοποιώντας πως ήταν η μόνη που τις έβλεπε ο Ζορκάαν ήταν αποκλεισμένος απ ' αυτές.
-Προστατεύεται! μούγκρισε ο δαίμονας.
-Αλλά σίγουρα άρχοντά μου, έσπευσε να τον κολακέψει ο Σέρκις, μπορείς να την εξουδετερώσεις αυτήν την προστασία.
-Μπορώ αλλά πιθανότατα θα καταστρέψω το άχρηστο μυαλό της και θα απομείνει ένα άδειο κουφάρι. Όχι,τη χρειάζομαι ζωντανή. Εκείνη δεν ξέρει που βρίσκεται η Εναρμόνιος Λίθος αλλά ο καταραμένος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης ξέρει και σίγουρα θα έρθει να τη σώσει .Δεν θα άφηνε κάποιον αθώο να πληρώσει το τίμημα για την εξουδετέρωση των σχεδίων μου!
Ο Σέρκις δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς εννοούσε ο αφέντης του αλλά δεν ήταν και το πρώτο του μέλημα.
-Τι θα τις κάνουμε άρχοντά μου; ρώτησε κοιτώντας τη Λουίζα με έναν τροπο που της έφερε ρίγος.
-Τη θέλεις; γέλασε ο Ζορκάαν. Μπορείς να την έχεις! Όχι τώρα όμως,έχω μια αποστολή για' σένα.
-Τι είδους αποστολή;
-Μια που θα φέρει την αστυνομία στο κατόπι του εχθρού μου.
Ο Μάικ στάθηκε στην είσοδο του στενού και ζύγιασε την σπάθα στα χέρια του. Είχε σχεδόν ανακάμψει από την επίθεση του τρόμου που είχε εξαπολύσει εναντίον του ο Ζορκάαν και το φιλί της Μαίρη-Αν δεν ήταν άσχετο μ' αυτό. Δεν είχε διαλέξει το σημείο αυτό τυχαία, ήταν ένα σημείο όπου μπορούσε να αντιμετωπίσει τους εχθρούς χωρίς να μπορούν να βρεθούν στα νώτα του και ταυτόχρονα προστάτευε την γυναίκα που δεν μπορούσε να αμυνθεί απέναντι σε τέτοια όντα.
Του επιτέθηκαν με ουρλιακτά και υλακές αλλά δεν πτοήθηκε. Δέχθηκε την επίθεση χωρίς να υποχωρήσει, με ψυχραιμία, φροντίζοντας να κάνει κάθε χτύπημα να μετράει. Αποκεφάλισε ένα λυκόμορφο ον και απέκρουσε την επίθεση που έκανε ένα τέρας που έφερνε σε αρκούδα. Η Μαίρη-Αν έκλεισε τα μάτια της φοβούμενη να δει τη συνέχεια της φονικής μάχης. Αντίθετα με τη μάχη νωρίτερα με τα Σίρθιουμ τώρα δεν ήταν μόνο το γεγονός πως από τη ζωή του εξαρτόταν και η δική της αλλά και το πως νοιαζόταν τώρα γι' αυτόν.
Τα άνοιξε όταν έπαψε να ακούει τις οιμωγές των τεράτων και αντίκρισε τον Μάικ να έρχεται προς το μέρος της. Ο πολεμιστής είχε κουμπώσει το χιτώνιό του και είχε τακτοποιήσει τον μανδύα του κρύβοντας τη θηκαρωμένη σπάθα του. Τη βοήθησε να σηκωθεί.
-Δεν μπορώ να νιώσω τον Ζορκάαν, είπε, μάλλον σταμάτησε την καταδίωξη προς το παρόν.
-Και η Έμα; ρώτησε η Μαίρη-Αν τρέμοντας την απάντηση.
-Δεν ξέρω, δεν μπορώ να την αισθανθώ.
-Τι θα κάνουμε τώρα; Πως θα τη βρούμε;
-Δεν ξέρω πως θα βρόυμε την Έμα, είπε ο Μάικ και η θλίψη του γι' αυτό φάνηκε στο πρόσωπό του. Ξέρω όμως πως θα κάνω τον Ζορκάαν να βγει από το καταφύγιό του. Θα πάω για την Εναρμόνιο Λίθο.
-Ξέρεις που είναι;
-Την ένιωσα όταν μου επιτέθηκε το Φενγκάλ. Το σχέδιο που είχα φτιάξει ήταν μια πύλη. Τη στιγμή που λειτούργησε και παγίδευσε το τέρας ένιωσα όλες τις Σκιώδεις Πύλες σ' αυτόν τον κόσμο και τη Λίθο. Θα πάω να την πάρω.
-Θα έρθω μαζί σου!
-Μπορεί να είναι πολύ πιο επικίνδυνο απ' ό,τι έζησες ως τώρα.
-Δεν με ενδιαφέρει! Αν για να βρω την κόρη μου πρέπει να προσελκύσεις αυτόν τον δαίμονα και να τον νικήσεις θα είμαι δίπλα σου.
-Πάμε, είπε ο Μάικ. Θα ταξιδέψουμε στο Λονδίνο. Όχι ως την πόλη αλλά θα πάμε κοντά. Είναι στην μείζονα περιοχή του Λονδίνου.
Δεν είχε προλάβει να αποτελειώσει καλά καλά τη φράση του και ακούστηκαν ποδοβολητά. Μια ντουζίνα αστυνομικών πλησίαζε τρέχοντας.
Ο Σέρκις επέστρεψε από την αποστολή του με ένα ύφος ικανοποίησης. Ανέφερε στον δαι-μονικό αφέντη του τα αποτελέσματα της αποστολής του αλλά μακριά από την Έμα και τη Λουίζα που δεν κατάφεραν να ακούσουν τίποτα από την συνομιλία τους. Ύστερα τις πλησίασαν ενώ ο Σέρκις ρωτούσε:
-Αυτές τι θα τις κάνουμε;
-Πήγαινέ τες στα κελιά κάτω, πρόσταξε ο Ζορκάαν. Μετά έλα πίσω γιατί έχω μια ακόμα αποστολή για' σένα.
-Μάλιστα άρχοντά μου.
Ο Σέρκις πλησίασε τις δυο κοπέλες. Η Έμα και η Λουίζα δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν τον προδότη συμμαθητή τους αλλά θα ήταν ανώφελο αφού παρίστατο και ο Ζορκάαν. Άφησαν έτσι τον Σέρκις να τις οδηγήσει.
Μόλις πέρασαν το άνοιγμα στην άκρη της σπηλιάς έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Μπροστά τους ανοιγόταν ένας λάκος σε σχήμα ανάποδου κώνου και σε βάθος δεκάδων μέτρων. Ένα στενό ελικοειδές μονοπάτι κατέβαινε περιμετρικά τα τοιχώματα αυτού του λάκου και αρκετοί νεαροί άντρες κινούνταν σ' αυτό μεταφέροντας σακιά γεμάτα με χώμα. Άλλοι στο βάθος έσκαβαν γεμίζοντας σακιά κάτω από την επίβλεψη φρουρών που δεν ήταν άλλοι από τα σαυροειδή Σίρθιουμ.
Ο Σέρκις τις έσπρωξε απότομα να προχωρήσουν χωρίς να χάσει την ευκαιρία να αγγίξει πρόστυχα την Λουίζα που υπό τις παρούσες συνθήκες δεν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί. Άρχισαν να κατεβαίνουν στο βάθος όπου διέκριναν τώρα μερικά σιδερόφρακτα κελιά σκαμμένα στο τοίχωμα της εξόρυξης αυτής, και για την οποία δεν μπορούσαν να φανταστουν σε τι χρειαζόταν στον Ζορκάαν. Ο Σέρκις τις οδήγησε σε ένα κελί και τις κλείδωσε.
-Θα επιστρέψω για' σενα, υποσχέθηκε στη Λουίζα.
Οι δυο κοπέλες κάθησαν στο ξερό,στεγνό χώμα. Παρά το βάθος στο οποίο βρίσκονταν δεν υπήρχε υγρασία και δεν έκανε κρύο. Αντιθέτως η ζέστη ήταν αφόρητη. Αδυνατώντας να κάνουν κάτι για την κατάσταση στην οποία είχαν βρεθεί και εξαντλημένες από τα όσα είχαν περάσει βυθίστηκαν σ' έναν ανήσυχο ταραγμένο ύπνο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου