Η Σκιά Του Σκότους 15

Author: Νυχτερινή Πένα /


Η Έμα είχε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Ένιωθε σαν να είχε ζήσει όλη της τη ζωή κυνηγημένη μέσα στις σκοτεινές στοές του φρικτού αυτού ορυχείου.Όταν τα Σίρθιουμ ρίχτηκαν εναντίον τους ο Ζορκάαν τους άφησε και έφυγε σίγουρος πως δεν θα γλίτωναν. Ο συνταγματάρχης όμως είχε καταφέρει να τους οδηγήσει έξω από τη σπηλιά, δυστυχώς όχι χωρις απώλειες, και είχαν χωρισθεί στις στοές με την ελπίδα να κάνουν τα τέρατα να τους χάσουν.
Μάταιη ελπίδα. Τα σαυρόμορφα όντα ήταν πολλά, παραπάνω από αρκετά για να τους καταδιώξουν όλους ακολουθώντας όλες τις πιθανές διαδρομές. Εκείνη ήταν με τον Ρικ που την κρατούσε από το χέρι και δεν την άφηνε να τα παρατήσει. Αν ήταν μόνη της ίσως είχε αφεθεί να πέσει κάτω περιμένοντας το τέλος. Όμως ο Ρικ ήταν γεννημένος μαχητής και δεν θα τα παρατούσε όσο είχε δυνάμεις ακόμα και αν αυτό σήμαινε πως θα' πρεπε να έχει δύναμη και για τους δυο τους. Όταν η Έμα δεν άντεχε άλλο την κουβαλούσε στην αγκαλιά του και της έδινε κουράγιο.
Μπήκαν σε μια στοά με τα Σίρθιουμ να ακολουθούν κατά πόδας. Η Έμα τρέκλισε και έπεσε στα γόνατα.
-Δεν μπορώ άλλο, είπε ξέπνοα. Φύγε εσύ.
-Δεν σ' αφήνω εδώ, απάντησε αποφασιστικά ο Ρικ και την πήρε στην αγκαλιά του.
-Δεν μπορείς να με κουβαλάς συνέχεια, είπε αδύναμα η κοπέλα.
Ο Ρικ δεν απάντησε απλά συνέχισε να προχωρεί. Μερικά βήματα όμως πιο πέρα σταμάτησε. Δεν έρχονταν Σίρθιουμ μόνο πίσω τους αλλά και από μπροστά τους. Ήταν κυκλωμένοι. Άφησε την Έμα να σταθεί στα πόδια της.
-Τελείωσε, είπε εκείνη.
Ο Ρικ έγνευσε. Αναζητούσε μια οδό διαφυγής μα δεν έβλεπε καμιά.
-Αγκάλιασέ με, είπε η Έμα με τρεμάμενη φωνή και βουρκωμένα μάτια.
Ο Ρικ την έσφιξε στην αγκαλιά του και εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του.
-Ας μην πονέσει πολύ, παρακάλεσε.
Τα Σίρθιουμ σφύριξαν με κακία φτάνοντας κοντά τους.
-Κλείσε τα μάτια σου Έμα, είπε ο Ρικ ενώ την έσφιγγε πάνω του.

Ο Μάικ έφτασε στη είσοδο του ορυχείου. Χωρίς δισταγμό την πέρασε και προχώρησε στη στοά πέρα από αυτή χωρίς να διακρίνει το κοίλωμα στον τοίχο δίπλα στην είσοδο. Το κατάλαβε μόνο όταν ένα Σίρθιουμ πήδηξε πάνω του.

Η Έμα ένιωσε ένα βίαιο τράβηγμα και τον εαυτό της να αποσπάται από την παρήγορη αγκαλιά του Ρικ. Έπεσε με ορμή στον απέναντι τοίχο της σπηλιάς. Ένα βογγητό ξέφυγε από τα χείλη της μα δεν άνοιξε τα μάτια της, δεν ήθελε να δει το θάνατο να την πλησιάζει με τη μορφή ενός εξαγριωμένου Σίρθιουμ. Άκουσε ένα βογκητό και τις κραυγές των Σίρθιουμ να δυναμώνουν σε ένα εφιαλτικό κρεσέντο.
Σκότωσαν τον Ρικ, σκέφθηκε και δάκρυα κύλισαν κάτω από τα κλειστά της βλέφαρα. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως θα ακολουθούσε και ο δικός της θάνατος αλλά ένιωσε πως δεν είχε σημασία, όχι αν είχε πεθάνει ο Ρικ.
Ένα Σίρθιουμ την άρπαξε και η Έμα ένιωσε το σώμα της να τρέμει σε αναμονή του οδυνηρού χτυπήματος που θα ακολουθείτο από το αιώνιο σκοτάδι. Το σαυρόμορφο τέρας σύριξε θριαμβευτικά αλλά η κραυγή του μετατράπηκε σε αγωνιώδη ρόγχο. Άφησε την Έμα και σωριάστηκε με πάταγο στο έδαφος.
Μια σχεδόν απόλυτη σιωπή, που την έσπαζε μόνο ο ήχος της δικής της ανάσας, απλώθηκε. Δεν ήξερε τι συνέβαινε, είχε μήπως πεθάνει και αυτό ήταν που συνέβαινε μετά το θάνατο; Μήπως θα βίωνε αιώνια την τελευταία στιγμή της ζωής της; Όχι ήταν ζωντανή, ένιωθε ακόμα τον πόνο στην πλάτη της από τα χτύπημα στον τοίχο πριν λίγο.
Δειλά άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε μπροστά της τον Ρικ. Είχε μια βαθειά πληγή στο μπράτσο του αλλά κατά τα άλλα ήταν σώος. Όρμηξε στην αγκαλιά του κλαίγοντας από την ανακούφιση που δεν είχε πεθάνει. Εκείνος χάιδεψε τα μαλλιά της.
-Όλα είναι εντάξει. Μην κλαις, τελείωσε.
Η Έμα τον κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε με μάτια που έλαμπαν από τα δάκρυα που δεν είχαν προλάβει να κυλίσουν. Την επόμενη στιγμή τα χείλη της άγγιξαν αυτά του Ρικ. Ήταν απαλά σαν βελούδο και η ανταπόκρισή του θερμή. Έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε στο πρώτο της φιλί.
Μια στιγμή - ή μήπως μια αιωνιότητα; - αργότερα αποχωρίστηκε τον Ρικ και τότε κατάλαβε πως δεν ήταν μόνοι τους. Λίγο πιο πέρα στεκόταν ένας άνδρας που χαμογελούσε φιλικά. Στο χέρι του είχε μια αιματοβαμμένη σπάθα και η Έμα συνειδητοποίησε πως ήταν αυτός που τους είχε γλιτώσει από σίγουρο θάνατο. Χαρούμενη που ήταν ζωντανή όπως και ο Ρικ δεν είχε αναρωτηθεί νωρίτερα πως είχαν γλιτώσει. Καθώς ο μαυροφορεμένος άνδρας πλησίαζε η κοπέλα συνειδητοποίησε και κάτι άλλο.
-Σ' έχω δει στα όνειρά μου..... Ήσουν στο νεκροταφείο τη νύχτα.
-Ναι, είπε εκείνος. Είμαι ο Μάικ ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης και ήμουν στενός φίλος του πατέρα σου.
-Σου χρωστάμε τη ζωή μας, είπε ο Ρικ.
-Φαίνεται ότι ήρθα στην κατάλληλη ώρα, ευτυχώς εκείνο το Σίρθιουμ στην είσοδο δεν με καθυστέρησε πολύ. Προχωρείστε από' δω και θα βγείτε γρήγορα έξω. Δεν υπάρχουν πια Σίρθιουμ. Εγώ θα λογαριαστώ με τον Ζορκάαν.
Τους άφησε και προχώρησε ενώ ο Ρικ έπιανε το χέρι της Έμα και προχωρούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Ο Ζορκάαν στεκόταν στο χείλος του λάκου που είχαν σκάψει οι αιχμάλωτοί του. Μόνο που τώρα δεν ήταν πια ένας απλός λάκος. Είχε μεταβληθεί σε μια σκοτεινή δίνη που συστρεφόταν και κυμάτιζε μπροστα στον δαίμονα που απήγγειλε μια επίκληση στη Σκοτεινή Γλώσσα. Ζοφερές δέσμες ενέργειας σηκώνονταν από τη δίνη και τον αγκάλιαζαν πριν ξεχυθούν προς την οροφή της σπηλιάς και από' κει διαχυθούν στον κόσμο έξω.
-Επικατάρατος εκείνος που υπηρετεί το Σκότος! ακούστηκε μια φωνή πάνω από την επίκληση του Ζορκάαν.
Η ροή της ζοφώδους ενέργειας διαταράκτηκε και ο δαίμονας στράφηκε να δει τι ήταν αυτό που το προκάλεσε. Αντίκρισε τον Μάικ με τη σπάθα ήδη στο χέρι.
-Τελείωσε Ζορκάαν! Άσε αυτόν τον κόσμο σε ειρήνη.
-Ειρήνη; Δεν θα υπάρξει ποτέ ειρήνη! ούρλιαξε ο δαίμονας και ένα πύρινο σπαθί εμφανίστηκε στο χέρι του. Όρμηξε στον Μάικ κραυγάζοντας κατάρες. Εκείνος ύψωσε τη θέληση του ενάντια στη μαγεία του αντιπάλου του. Το ορυχείο τραντάκτηκε καθώς οι δυο λάμες διασταυρώθηκαν.
-Επέστρεψε στα κάτω, επέστρεψε στα πίσω, επέστρεψε στην Άβυσσο και το σκοτάδι που σε γέννησε! φώναξε ο Μάικ και ο Ζορκάαν έβγαλε μια κραυγή σαν να τον είχε πληγώσει ο εξορκισμός του πολεμιστη. Η σκοτεινή δίνη σταμάτησε να συστρέφεται και ο Ζορκάαν πρόφερε άλλη μια κατάρα. Φλόγες έζωσαν τον Μάικ που απτόητος προχώρησε προς τον εχθρό του.
-Το σκοτάδι δεν μπορεί να κυριεύσει το φως και το ψέμα δεν θα κατισχύσει της αλήθειας. Άπελθε από τον κόσμο αυτό και τους ανθρώπους του. Η μαγεία σου δεν θα σε ωφελήσει!
Μια ασπίδα λευκού φωτός τύλιξε τον Μάικ ασφαλίζοντάς τον από τις φλόγες. Η σκοτεινή δίνη αναδεύτηκε σαν να ήταν ζωντανή και υποχώρησε στην επαφή της με το φως σαν να την πλήγωνε αυτή η επαφή.
-Φύγε δαίμονα! Οι σκοτεινές δυνάμεις δεν θα σε ωφελήσουν! Άπελθε.
Η σκοτεινή δίνη συσπάστηκε και φούσκωσε σαν να ήθελε να γεμίσει όλη τη σπηλιά.
-Άπελθε! φώναξε ο Μαικ και με έναν εκκωφαντικό θόρυβο σαν να γκρεμιζόταν ολόκληρος ο κόσμος η δίνη εξαφανίστηκε.
Με μια οργισμένη κραυγή ο Ζορκάαν όρμηξε στον Μάικ.
-Καμία νίκη δεν έρχεται χωρίς τίμημα, είπε.
Ο πολεμιστης χτύπησε με τη σπάθα του μια φορά. Με μια κραυγή ικανή να σηκώσει και τους νεκρούς ο δαίμονας εγκατέλειψε το σώμα που είχε κυριεύσει. Ενώ το σώμα μετατρεπόταν σε σκόνη το ορυχείο άρχισε να κλονίζεται και μετά να κατερρέει.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου