Η Έμα και ο Ρικ στέκονταν αγκαλιασμένοι έξω από το ορυχείο. Λίγο πιο πέρα στεκόταν η Λουίζα που τους κοίταζε χαμογελώντας. Η Έμα είχε βρει τον άνθρωπό της και άξιζε όλη αυτή η περιπέτεια μόνο και μόνο γι' αυτό.
Ο συνταγματάρχης και ακόμα ένας άνδρας που είχαν καταφέρει να βγουν από το ορυχείο φρόντιζαν τα τραύματά τους.
-Έρχεται ένα αυτοκίνητο, είπε ο συνταγματάρχης.
Δεν είχε άδικο, ένα αυτοκίνητο πλησίαζε ολοταχώς. Σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά τους και ο οδηγός του πετάκτηκε έξω χωρίς να σβήσει τα φώτα.
-Μαμά! φώναξε η Έμα και έτρεξε προς το μέρος της.
Ήταν πράγματι η Μαίρη-Αν που η ανησυχία της για την κόρη της και τον Μάικ την είχε ωθήσει να παρακούσει τις οδηγίες του και να έρθει στο ορυχείο. Η Έμα της διηγήθηκε τα όσα είχε ζήσει και της σύστησε τον Ρικ.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή με έναν βασανισμένο ήχο το ορυχείο κατέρρευσε και η είσοδός του θάφτηκε κάτω από τόνους πέτρας.
-Ο Μάικ; ρώτησε η Μαίρη-Αν.
-Κανείς άλλος δεν βγήκε από'δω, είπε ο συνταγματάρχης.
Η Μαίρη-Αν έσκυψε το κεφάλι για να το σηκώσει ξανά ακούγοντας μια γνώριμη φωνή:
-Νομίζω πως μιλάγατε για' μενα, είπε ο Μάικ πλησιάζοντας από την πλευρά του δρόμου.
Η Μαίρη-Αν έτρεξε προς το μέρος του και ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Τον φίλησε με πάθος που δεν άφηνε καμία αμφιβολία για το τι αισθανόταν για' κεινον.
-Πως.....
-Ας πούμε πως η κληρονομημένη και απόρρητη γνώση της Αδερφότητας της Υψηλής Φύλαξης και οι δυνάμεις της Εναρμονίου Λίθου μου επέτρεψαν να βγω από το ορυχείο με μη συμβατικό τρόπο. Ο Ζορκάαν έκανε λάθος που θέλησε να με σκοτώσει δίπλα σε μια πύλη.
-Τον σκότωσες;
-Σκότωσα τον άνθρωπο που κατείχε, εκείνος επέστρεψε στην Άβυσσο. Δεν αμφιβάλλω ότι θα επιστρέψει γρήγορα στον κόσμο μου αλλά εδώ δεν μπορεί να επιστρέψει. Η πύλη σφραγίστηκε.
-Άρα τελείωσε;
-Ναι, είπε ο Μάικ. Τελείωσε.
Η Μαίρη-Αν έκανε να τον φιλήσει πάλι αλλά εκείνος δεν την άφησε.
-Δεν πρέπει, Μαίρη-Αν. Ξέρω τι βλέπεις σε' μενα αλλά δεν γίνεται. Πρέπει να επιστρέψω στον κόσμο μου. Ο πόλεμος εκεί συνεχίζεται.
Η Μαίρη-Αν έγειρε το κεφάλι της στο στήθος του.
-Μακάρι να μην έφευγες, είπε. Θα σε ξαναδώ;
-Ίσως.
Ο Μάικ έβγαλε το μενταγιόν που φορούσε και της το φόρεσε.
-Ένα ενθύμιο και μια προστασία, της είπε.
Τη φίλησε απαλά στο μέτωπο και για μια στιγμή την έσφιξε στην αγκαλιά του.Ύστερα περπάτησε προς το σημείο που λίγο πριν είχε εμφανισθεί. Στάθηκε εκεί και της είπε:
-Αντίο.
Την επόμενη στιγμή είχε εξαφανισθεί.
-Αντίο, ψιθύρισε η Μαίρη-Αν.
Καταλάβαινε πως είχε δίκιο και με τον καιρό θα το δεχόταν αλλά δεν θα ξεχνούσε σίγουρα. Γύρισε να πάει προς την κόρη της.
Επίλογος
Δεκαεννιά Μήνες Μετά
Η Έμα κάθησε κοντά στο τζάκι. Αρχές Δεκεμβρίου και το κρύο ήταν πια τσουχτερό. Άπλωσε τα χέρια της στην φωτιά να ζεσταθούν. Έξω το χιόνι έπεφτε συνεχώς και μέχρι το βράδυ θα ήταν όλα καλυμμένα από ένα αφράτο άσπρο πέπλο. Δεν παραπονιόταν, της άρεσε το χιόνι και άλλες χρονιές θα ετοιμαζόταν για χιονοπόλεμο. Φέτος δεν μπορούσε.
Χάιδεψε την κοιλά της που είχε αρχίσει να φουσκώνει και να στρογγυλεύει με τη ζωή που μεγάλωνε μέσα της. Ήξερε ότι ήταν κοριτσάκι και ανυπομονούσε για τη στιγμή που θα το κρατούσε στα χέρια της.
Στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, επτά μήνες μετά την περιπέτεια που έγινε αφορμή να γνωριστούν, παντρεύτηκαν με τον Ρικ και αγόρασαν αυτό το σπίτι για να μείνουν. Η μητέρα της έμενε στο πατρικό της και θα ερχόταν να μείνει μαζί τους τον καιρό που θα γεννούσε που ήξερε ότι θα χρειαζόταν βοήθεια.
Η ζωή της ήταν ήσυχη και τακτοποιημένη. Η περιπέτειά της είχε περάσει απαρατήρητη στο χωριό. Μετά την αιχμαλωσία της ο Ζορκάαν είχε εξαφανίσει όλα τα ίχνη της καταδίωξης και καθώς κανείς δεν μπορούσε να πια να μπει στο παλιό ορυχείο μόνο η εξαφάνιση του Σέρκις είχε μείνει να απασχολεί το χωριό αλλά δεν το συσχέτιζαν μ' εκείνη χώρια που δεν ήταν πολλοί αυτοί που θα τους έλειπε ο νεαρός. Όσο για τους δυο αστυνομικούς που είχε εξουδετερώσει ο Μάικ, όταν συνήλθαν δεν θυμούνταν τίποτα από εκείνη την ημέρα.
Η ζωή της είχε μπει σε τάξη, δεν έβλεπε πια εφιάλτες και ήταν ευτυχισμένη με το σύζυγο της, και σε λίγο καιρό, και με την κορούλα τους. Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο, σε λίγο θα ερχόταν από τη δουλειά ο Ρικ.
Κοίταξε το τοπίο που είχε αρχίζει να ασπρίζει. Από το παράθυρο της έβλεπε την εκκλησία, θυμόταν την τρομερή μέρα που είχε κινδυνέψει να πεθάνει εκεί αλλά και την ευτυχία της τη στιγμή που είχε φιλήσει τον Ρικ σαν σύζυγός του πια.
Στο γάμο της είχε λάβει ένα δώρο από τον Μάικ μια καδένα που είχε βρεθεί σε ένα ξυλόγλυπτο κουτί έξω από την πόρτα του σπιτιού με μια ευχή γραμμένη σε ένα κομμάτι περγαμηνής και υπογεγραμμένη μόνο με το μικρό του όνομα. Αναρωτήθηκε που να βρισκότοταν τώρα ο πολεμιστης που είχε σώσει τη ζωή της.
Την ίδια στιγμή σε έναν άλλο κόσμο, σε μια πεδιάδα στα νότια της πατρίδας του ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης ξεθηκάρωνε τη σπάθα του και έπαιρνε τη θέση του ανάμεσα στους εν όπλοις αδερφούς του. Η μάχη που θα έμενε στην ιστορία σαν Μάχη των Θωρακοφόρων μόλις άρχιζε........
ΤΕΛΟΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου