Ο Ρικ ήταν ο πρώτος που βγήκε από το κελί και ακολούθησε ο Τζακ που έσπευσε να ανοίξει το διπλανό κελί. Η Έμα βγήκε και στάθηκε αναποφάσιστη τι έπρεπε να κάνει. Ήθελε να αποδράσει, φυσικά και ήθελε, σκεφτόταν όμως πως έπρεπε να ψάξει για τη Λουίζα. Η ίδια ήταν η αιτία που η φίλη της είχε βρεθεί σε αυτό το μέρος, δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει.
Οι άνδρες έβγαιναν από τα κελιά και συγκεντρώνονταν έτοιμοι να δοκιμάσουν την τύχη τους σ' αυτήν την προσπάθεια απόδρασης. Ο γκριζομάλλης στρατιωτικός ήρθε και στάθηκε δίπλα στην Έμα.
-Σκέφτεσαι τη φίλη σου ε; μάντεψε εύστοχα.
Η Έμα έγνευσε καταφατικά.
-Θα τη βρούμε μη φοβάσαι, είπε ο άνδρας. Ο κανάγιας πήγε επάνω από το μονοπάτι που θα πάρουμε και' μεις για να την κάνουμε από' δω.
-Εύχομαι μόνο να μην είναι αργά, είπε η Έμα και τα μάτια της βούρκωσαν.
Ο Ρικ γύρισε και κοίταξε τους συγκεντρωμένους άνδρες, βλέποντας πως είχαν βγει όλοι από τα κελιά έκανε ένα νόημα να τον ακολουθήσουν και άρχισαν να ανεβαίνουν το μονοπάτι που οδηγούσε έξω από το λάκο. Η Έμα ακολούθησε και αυτή αν και το μυαλό της ήταν στη Λουίζα. Η κοπέλα ήταν η μόνη άοπλη, όλοι οι δραπέτες από το κάτεργο του Ζορκάαν είχαν κάποιο αυτοσχέδιο ή μη όπλο καθώς, όσοι δεν είχαν φτιάξει κάποιο, βγαίνοντας από τα κελιά είχαν οπλιστεί με τα φτιάρια και τους κασμάδες που χρησιμοποιούσαν στην καταναγκαστική εργασία τους.
Βρίσκονταν στην μέση του μονοπατιού όταν εμφανίστηκε στην κορυφή του ένα Σίρθιουμ. Οι δραπέτες πάγωσαν όπως και το σαυρόμορφο ον που είχε προφανώς αιφνιδιασθεί από το αναπάντεχο θέαμα. Κάτι σφύριξε στον αέρα και την επόμενη στιγμή ένα από τα αυτοσχέδια μαχαίρια καρφώθηκε στο λαιμό του Σίρθιουμ. Ο ερπετόμορφος υπηρέτης του Ζορκάαν προσπάθησε να τραβήξει το αιχμηρό μέταλλο από το λαιμό του αλλά ήταν ένα τραύμα που ούτε αυτό το τέρας μπορούσε να ξεπεράσει. Έγειρε μπροστά ενώ οι κινήσεις του γίνονταν όλο και πιο σπασμωδικές και τελικά έπεσε στο κενό. Προσγειώθηκε στο ξερό χώμα με έναν πνιχτό ήχο και έμεινε ακίνητο.
-Συνταγματάρχα, μας σώσατε, είπε ο Ρικ.
-Αρκεί να μη βρούμε μπροστά μας κι άλλους απ'αυτούς τους διαόλους αγόρι μου, απάντησε εκείνος.
Ένα ουρλιακτό ακούστηκε.
-Λουίζα, ψέλλισε η Έμα.
Ο Μάικ κάθησε σε μια θέση και ακούμπησε πίσω. Έκλεισε τα μάτια του ενώ ξανάβαζε το χέρι του στο τραυματισμένο πλευρό του. Η Μαίρη-Αν τον κοίταξε ανήσυχη.
-Μπορώ να κάνω κάτι; ρώτησε.
-Όχι, είπε ο Μάικ.
-Δουλεύω σε νοσοκομείο, είπε η γυναίκα, σίγουρα θα μπορώ κάπως να βοηθήσω.
-Δεν χρειάζεται, είπε ο Μάικ και παρά την κατάστασή του χαμογέλασε. Βλέπω όμως γιατί σ' αγαπούσε τόσο πολύ ο Τζόν.
-Ήξερες τον άνδρα μου; ρώτησε η Μαίρη-Αν. Πως;
Ο Μάικ δεν απάντησε, φάνηκε να βυθίζεται σε μια ταραγμένη κατάσταση μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης, ούτε κοιμισμένος, ούτε ξύπνιος. Η Μαίρη-Αν τον παρακολουθούσε με αγωνία, ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες που κινδύνευε να πεθάνει. Κάθησε δίπλα του ψάχνοντας έναν τρόπο να τον βοηθήσει.
Δεύτερο ουρλιακτό ακούστηκε και η Έμα άρχισε να ανεβαίνει το μονοπάτι τρέχοντας προσπερνώντας τους άνδρες που προπορεύονταν. Δεν είχε όπλο μα δεν το σκεφτόταν αυτό. Δεν θα άφηνε αυτόν τον παρανοΐκό τον Σέρκις να βιάσει τη Λουίζα! Προσπέρασε τον Ρικ που ήταν πρώτος όπως ανέβαιναν το μονοπάτι και μπήκε στη σπηλιά όπου είχαν βρεθεί όταν τις έφερε ο Ζορκάαν στο ορυχείο.
Κοίταξε γύρω της με τον πανικό να την κυριεύει,η φίλη της δεν βρισκόταν εδώ! Που μπορεί να ήταν; Πόσο μακριά μεταφερόταν ο ήχος μέσα στις στοές και τα σπήλαια του ορυχείου;
-Λουίζα, ψέλλισε η Έμα και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
Έτρεξε στην άλλη άκρη της σπηλιάς και κοίταξε το σκοτεινό τούνελ. Παίρνοντας θάρρος από τη σκέψη ότι εκείνη ήταν η μόνη που μπορούσε να βοηθήσει τη Λουίζα και της το χρωστούσε, η Λουίζα δεν είχε διστάσει να τα βάλει με τον Ζορκάαν για να τη βοηθήσει, προχώρησε.Διάφορα παρακλάδια ανοίγονταν στους τοίχους της στοάς αυτής κατά διαστήματα. Που ήταν η Λουίζα;
-Αααχ! Να πάρει! φώναξε ο Σέρκις με φωνή που φανέρωνε πόνο.
Η Έμα μπόρεσε να καταλάβει από που ερχόταν η φωνή και έτρεξε εκεί. Μπήκε σε ένα κοίλωμα που δεν ήταν τίποτα άλλο από την αρχή μιας νέας στοάς που ποτέ δεν είχε προχωρήσει. Εκει, πάνω σε ένα αχυρόστρωμα, ήταν σωριασμένη η φίλη της γυμνή με αίμα να τρέχει από τα χείλη και τη μύτη της. Ο Σέρκις την είχε χτυπήσει προσπαθώντας να την υποτάξει στις επιθυμίες του αλλά και ο ίδιος δεν είχε βγει αλώβητος από την προσπάθεια. Αίμα έτρεχε από το χέρι του όπου μάλλον τον είχε δαγκώσει η Λουίζα προσπαθώντας απεγνωσμένα να αμυνθεί.
-Άφησέ τη Σέρκις! πρόσταξε η Έμα, ποτέ δεν σ' έβλαψε, ούτε καν σε ενόχλησε.
Ο Σέρκις άφησε την Λουίζα και προχώρησε προς το μέρος της χαμογελώντας με κακία.
-Αυτή δεν θα πεθάνει πριν την απολαύσω όπως θέλω, είπε, αλλά εσύ όμως θα πεθάνεις τώρα. Ο κύριός μου δεν σε χρειάζεται πια.
Η Έμα όρμηξε πάνω του ελπίζοντας να τον ρίξει στο πέτρινο δάπεδο και να τον εξουδετερώσει. Όμως εκείνος αποδείχθηκε πιο δυνατός, σχεδόν δεν κουνήθηκε όταν έπεσε πάνω του και την άρπαξε στα δυνατά χέρια του.Τα δάκτυλά του έκλεισαν γύρω από το λαιμό της Έμα και ο κόσμος γύρω της άρχισε να χάνεται.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου